Το τελευταίο διάστημα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως όλο και πιο επίμονα απαιτεί από τις άλλες κατά τόπους Εκκλησίες να του αναγνωρίσουν απόλυτο πρωτείο και εξουσία επί του ορθοδόξου κόσμου. Σε ελληνικά ΜΜΕ τακτικά δημοσιεύονται άρθρα και συνεντεύξεις για το θέμα, συχνά μάλιστα ανοικτά προκατειλημμένα. Σχετικά με το εάν υπάρχει βάση για παρόμοιες αξιώσεις της Κωνσταντινουπόλεως, μίλησε σε συνέντευξή του στο πρακτορείο RIA Novosti ο πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας.

– Σεβασμιώτατε, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ελληνική εφημερίδα «Εθνικός κήρυκας» ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος δήλωσε ότι «Πρέπει οι Ορθόδοξοι να κάνουμε μία αυτοκριτική και να επανεξετάσουμε την εκκλησιολογία μας, εάν δεν θέλουμε να γίνουμε μία ομοσπονδία εκκλησιών προτεσταντικού τύπου» (https://www.ekirikas.com/omogeneia_ekklisia_ypoloipos_ellinismos/arthro/sygxaritirio_gramma_tou_patriarxi_bartholomaiou_pros_ton_neoeklegenta_proedro_tzo_mpainten-1180845/). Κατά τον ίδιο, στην Ορθοδοξία «υπάρχει ένας «Πρώτος», όχι μόνο τιμής ένεκα, αλλά ένας «Πρώτος» με ειδικές ευθύνες και κανονικές αρμοδιότητες». Πού οφείλονται αυτού του είδους οι ισχυρισμοί και πώς πρέπει να ερμηνευθούν;

– Κατ᾽ αρχάς να διασαφηνίσω τι είναι η «εκκλησιολογία». Είναι η περί Εκκλησίας διδασκαλία. Συνεπώς, μας προτείνεται να επανεξετάσουμε την περί Εκκλησίας διδασκαλία μας. Ακολουθώντας ποιο πρότυπο; Είναι ολοφάνερο: εκείνο των ρωμαιοκαθολικών. Στην Εκκλησία της Ρώμης υπάρχει ο Πάπας, ο οποίος είναι «όχι μόνο τιμής ένεκα, αλλά ένας «Πρώτος» με ειδικές ευθύνες και κανονικές αρμοδιότητες». Μέχρι της παρούσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπήρχε κάτι τέτοιο: υπήρχε μόνον ο πρώτος τιμής ένεκα.

Στο διάβα των αιώνων οι ορθόδοξοι πολεμιστές, συμπεριλαμβανομένων των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και της λοιπής Ανατολής, τάσσονταν κατά του παπισμού. Εν τούτοις, τώρα μας προτείνεται να  μετασκευάσουμε την ορθόδοξη εκκλησιολογία κατά το παπικό πρότυπο.

Μας λένε: εάν δεν υπάρχει ένας «πρώτος» με ιδιαίτερες αρμοδιότητες, κινδυνεύουμε να μεταμορφωθούμε σε «μία ομοσπονδία Εκκλησιών προτεσταντικού τύπου». Δηλαδή, είτε ρωμαιοκαθολικό πρότυπο, είτε προτεσταντικό, τρίτη επιλογή δεν υπάρχει. Άραγε, μέχρι σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας ποια αρχή ακολουθούσε στο πολίτευμά της; Την προτεσταντική;

Δεν θα θίξω το ζήτημα σχετικά με το πώς εμφανίσθηκε και εξελίχθηκε ο θεσμός της παποσύνης στη Δύση. Είναι ένα μεγάλο ξεχωριστό θέμα. Θα επιστήσω την προσοχή μόνον στο οφθαλμοφανές γεγονός: ποτέ δεν υπήρξε στην Ορθόδοξη Ανατολή τέτοιο φαινόμενο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντοτε ήταν δομημένη ως μια οικογένεια των κατά τόπους Εκκλησιών, η οποία δεν είχε κάποια επίγεια κεφαλή. Ως Κεφαλή της Εκκλησίας στο επίπεδο της οικουμένης πάντοτε τιμάτο ο Ιησούς Χριστός, ενώ σε τοπικό επίπεδο στις Εκκλησίες προΐσταντο Προκαθήμενοι, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν ως ίσοι μεταξύ τους και ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο: ουδείς εξ αυτών δεν υποτασσόταν στον άλλο και κανείς δεν επέκτεινε τη δικαιοδοσία του σε άλλες Εκκλησίες.

Μεταξύ των Προκαθημένων ίσχυε μια ορισμένη τάξη. Καθορίσθηκε από την Β´ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αποφάσισε ότι πρώτος επίσκοπος πρέπει να θεωρείται εκείνος της Ρώμης, κατόπιν πρέπει να ακολουθεί ο Κωνσταντινουπόλεως, εν συνεχεία ο Αλεξανδρείας, ο Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων. Στην Ορθόδοξη Ανατολή αυτό χαρακτηρίσθηκε ως «πενταρχία». Ο πρώτος υπερτερούσε του δεύτερου και ο δεύτερος του τρίτου αποκλειστικά και μόνον τιμητικά. Αλλά ο πρεσβύτερος δεν διέθετε εξουσία επί των νεοτέρων, ούτε ο πρώτος επί των υπολοίπων.

Τον 11ο αι. επήλθε ρήξη μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Μια από τις αιτίες της ρήξεως αποτέλεσαν οι αξιώσεις των Παπών της Ρώμης επί της οικουμενικής ηγεσίας. Οι Πατριάρχες της Ανατολής δεν συμφώνησαν με αυτές: αρχικά ο Κωνσταντινουπόλεως και στη συνέχεια οι υπόλοιποι. Διέκοψαν την κοινωνία με τον Πάπα της Ρώμης, με αποτέλεσμα εκείνος, ο οποίος ήταν δεύτερος, εκ των πραγμάτων κατέστη πρώτος στην οικογένεια των Ανατολικών Εκκλησιών. Όμως χωρίς κάποια προνόμια ή πλεονεκτήματα,  χωρίς «ειδικές ευθύνες» έναντι των άλλων Προκαθημένων.

Και να τώρα, που μας λένε ότι είναι απαραίτητος ένας τέτοιος άνθρωπος, χωρίς τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία δήθεν δεν μπορεί να υπάρξει. Εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια ζήσαμε, ενώ τώρα δεν θα μπορέσουμε πλέον, χρειάζεται επειγόντως να «επανεξετάσουμε την εκκλησιολογία», να τοποθετήσουμε έναν ως κεφαλή όλων.

Εμείς είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί. Και τούτο σημαίνει ότι για εμάς Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και όχι ο επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως ή οποιασδήποτε άλλης τοπικής Εκκλησίας. Ο Άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έγραφε τον 13ο αι.: «Η Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, ενώ κάθε αξίωση πρωτείου είναι αντίθετη με τη διδασκαλία Του». Στην ιστορική πολεμική τους κατά του παπισμού, οι Πατέρες της Εκκλησίας με το παράδειγμα του αρχαίου θρόνου της Ρώμης οριοθέτησαν σαφώς την ορθόδοξη προσέγγιση του πρωτείου, το οποίο κατά τα λεγόμενά τους «οὐ κυριαρχικόν, οὔτε μὴν διαιτητικόν… ἀλλ᾽ ἀδελφικὸν τυγχάνει πρεσβεῖον ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ γέρας ἀπονεμηθὲν τοῖς Πάπαις διὰ τὸ μεγαλώνυμον καὶ πρεσβεῖον τῆς πόλεως» («δεν είναι κυριαρχικό, ούτε καν διαιτητικό… αλλά αδελφικό προνόμιο στα πλαίσια της Καθολικής Εκκλησίας και βραβείο, που απονεμήθηκε τιμητικά στους Πάπες για το σπουδαίο όνομα και το προνόμιο της πόλης τους»). (Ἡ  ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848).

 Αυτές οι αξιώσεις ηγέρθησαν αιφνιδίως ή ωρίμαζαν σταδιακά;

– Η εισαγωγή του παπικού προτύπου στην ορθόδοξη εκκλησιολογία γίνεται σταδιακά. Τούτο, ειδικότερα, πραγματοποιείτο διά του διαλόγου ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών, στον οποίο άλλοτε συμμετείχαμε, ενώ τώρα δεν συμμετέχουμε. Εκεί έγιναν απόπειρες να υιοθετηθεί κείμενο, το οποίο θεμελίωνε θεολογικά ένα κατά το παπικό πρότυπο πολίτευμα της Εκκλησίας.

Η επιχειρηματολογία ήταν η ακόλουθη: στην Αγία Τριάδα υπάρχει πρωτείο του Θεού Πατρός και συνοδικότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Έτσι και στην Εκκλησία σε όλα τα επίπεδα πρέπει να λειτουργεί το πρότυπο του πρωτείου και της συνοδικότητας. Στο επίπεδο της εκκλησιαστικής επαρχίας τον ρόλο του πρώτου αναλαμβάνει ο επίσκοπος, ενώ εξασφαλίζουν τη συνοδικότητα οι ιερείς. Στο επίπεδο της τοπικής Εκκλησίας πρώτος είναι ο Προκαθήμενός της, ενώ η συνοδικότητα ασκείται από τους αρχιερείς, ενώ στο επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας, επομένως, θα πρέπει επίσης να υπάρχει ένας «πρώτος», ενώ οι υπόλοιποι τελούν τρόπον τινά υφιστάμενοί του.

Εμπνευστής της ιδέας είναι ο μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας. Διά του διαλόγου ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών προσπαθούσε να επιβάλει αυτήν την ιδέα σε όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αλλά συνάντησε σθεναρή αντίσταση, ιδιαίτερα από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ούτε στην Ιερά Παράδοση, αλλά ούτε στα έργα των Αγίων Πατέρων και στους ιερές κανόνες της Εκκλησίας δεν ανακαλύψαμε τίποτε, που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει μια τέτοια θεωρία.

Μετά τη Σύνοδο της Κρήτης η Κωνσταντινούπολη αξίωσε και κάποιες άλλες ειδικές αρμοδιότητες και προνόμια. Τώρα επιχειρούν να μας αποδείξουν ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είναι ο ύπατος διαιτητής σε όλες τις διενέξεις και διαφωνίες στις κατά τόπους Εκκλησίες, μάλιστα ανεξαρτήτως θέσεως αυτών των Εκκλησιών. Λόγου χάριν, εάν ένας κληρικός της Ρωσικής Εκκλησίας, εξαιτίας κάποιων παραπτωμάτων, επιτιμηθεί με καθαίρεση, δύναται να υποβάλει έκκλητη προσφυγή στην Κωνσταντινούπολη και να αποκατασταθεί στην ιεροσύνη.

Αυτό ακριβώς συνέβη με τον πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο Ντενισένκο. Καθαιρέθηκε, αποσχηματίσθηκε και στη συνέχεια αφορίσθηκε από την Εκκλησία. Όμως, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος αναγνώρισε στον καιρό του αυτόν τον αφορισμό,  αποφάσισε να τον «αποκαταστήσει» στην ιεροσύνη. Σε ποιο αξίωμα; Ο ίδιος ο Φιλάρετος αυτοονομάζεται «πατριάρχης Κιέβου». Υπό ποιο όνομα έχει τώρα καταχωρηθεί στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως; Και η «αποκατάσταση» της ιεροσύνης δεν έγινε κατόπιν αιτήματος της Ρωσικής Εκκλησίας, από την οποία αφορίσθηκε, ούτε κατόπιν αιτήματος του αυτοδιοίκητου μέρους αυτής, της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά κατόπιν αιτήματος σχισματικών και κοσμικών Αρχών της Ουκρανίας. Αυτή είναι όντως μια απολύτως καινοφανής εκκλησιολογία, η οποία μέχρι σήμερα δεν είχε ξανακουστεί.

Παράλληλα, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δήλωσε ότι η Ουκρανία είναι κανονικό του έδαφος. Γιατί, όμως, δεν το είχε δηλώσει νωρίτερα; Γιατί σε όλες τις Επετηρίδες της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 2018 και παλαιότερες η Ουκρανική Εκκλησία ανήκε στο Πατριαρχείο Μόσχας και ουδεμία αναφορά δεν υπήρχε περί οποιασδήποτε εξάρτησής της από την Κωνσταντινούπολη;  Σιωπούσαν επί τριακόσια και πλέον έτη και αιφνιδίως το θυμήθηκαν.

Τώρα ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ισχυρίζεται ότι μόνον «συγκαταβατικώς» ανέχεται την παρουσία του Μακαριωτάτου Μητροπολίτη Ονουφρίου και της υπό αυτόν Εκκλησίας στην Ουκρανία. Πρόκειται για μια απολύτως παράλογη και παράφρωνα κατάσταση. Ποιος είναι αυτός για να αποφασίσει; Μια Εκκλησία, η οποία διαθέτει καθεστώς αυτοδιοικήσεως, έχει περισσότερους από εκατό αρχιερείς, δωδεκάμισι χιλιάδες ενορίες, περισσότερες από διακόσιες πενήντα Ιερές Μονές, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλυτέρων λαυρών, εκείνης των Σπηλαίων του Κιέβου, του Ποτσάγιεφ και της Σβιατογκόρσκαγια. Και αυτήν την Εκκλησία, αν είναι δυνατόν, ανέχεται συγκαταβατικώς!

Μας προτείνουν επιπροσθέτως να αναζητήσουμε κάποιους «συμβιβασμούς», κάποια «διευθέτηση του Ουκρανικού ζητήματος». Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ήδη «διευθέτησε» το Ουκρανικό ζήτημα. Ποιο αποτέλεσμα πέτυχε τελικά;  Παλαιότερα ήταν πρώτος μεταξύ ίσων στην οικογένεια των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Μάλιστα με τη συγκατάθεση αυτών των Εκκλησιών είχε ορισμένες συντονιστικές αρμοδιότητες. Αλλά τώρα δεν συντονίζει πια τίποτε. Λείπει από τα Δίπτυχα της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Για δεκάδες εκατομμύρια ορθοδόξους χριστιανούς στη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και σε άλλες χώρες της κανονικής ευθύνης της Ρωσικής Εκκλησίας έγινε ανεπιθύμητο πρόσωπο. Ενώ το σχίσμα, που εμφανίσθηκε στην Ουκρανία, τώρα διασχίζει όλη την παγκόσμια Ορθοδοξία.

Πολύ περισσότερο, αυτό το σχίσμα υφίσταται εντός των επιμέρους κατά τόπους Εκκλησιών. Να, ένα πρόσφατο παράδειγμα. Κατόπιν προτροπής του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μνημόνευσε τον σχισματικό Επιφάνιο κατά τη θεία λειτουργία. Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου διχάσθηκε με αρκετούς αρχιερείς να έχουν ταχθεί κατηγορηματικά κατά. Ως αποτέλεσμα ελήφθη απόφαση ότι η Σύνοδος δεν θα «εναντιωθεί» στην απόφαση του Αρχιεπισκόπου.

Προφανώς, αυτή είναι η καινοφανής εκκλησιολογία, η οποία μας προτείνεται: ένας αποφασίζει τα πάντα, ενώ οι άλλοι δεν τον εναντιώνονται. Μόνον, που εμείς στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορούμε να συμπορευθούμε με αυτήν την εκκλησιολογία. Δεν μπορούμε και δεν πρόκειται να παραιτηθούμε από την πίστη μας, την Ιερά Παράδοση, συμπεριλαμβανομένης της ορθόδοξης εκκλησιολογίας μας. Ενθυμούμαστε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.» (Γαλ. 1. 8).

Ήδη το 2008 η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας προειδοποίησε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: σταματήστε να αλλοιώνετε την περί Εκκλησίας και εξουσίας σε αυτήν ορθόδοξη διδασκαλία μας, διότι τούτο δεν θα έχει καλό τέλος. Δυστυχώς, ούτε τότε μας άκουσε, ούτε τώρα μας ακούει.

Επομένως τι; Όπως λέγει ο Κύριος «ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς» (Ματθ. 7. 16). Ποιους καρπούς έφερε η αυθαιρεσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το διαπιστώνουμε ήδη.

 Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ισχυρίζεται ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήσαν εκείνες, οι οποίες ανέθεσαν στους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως ειδικές αρμοδιότητες. Ισχύει αυτό;

– Η κληρονομιά των Οικουμενικών Συνόδων είναι ένα αναφαίρετο και με ιερό τρόπο φυλασσόμενο τμήμα της Ορθόδοξης Παραδόσεως. Αλλά οι ιεροί κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων δεν αναφέρουν κάποιο άλλο πρωτείο στην Εκκλησία, πέραν του «πρωτείου τιμής».

Υπάρχει ο περίφημος 28ος κανών της Συνόδου της Χαλκηδόνος, ο οποίος έχει ως εξής: «Καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῶ κινούμενοι οἱ ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ῥώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τὴν βασιλείᾳ καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ῥώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ ἐκείνην ὑπάρχουσαν. Καὶ ὥστε τοὺς τῆς Ποντικῆς, καὶ τῆς Ἀσιανῆς, καὶ τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δὲ καὶ τοὺς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προειρημένου ἁγιωτάτου θρόνου τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας».

Όλα διατυπώθηκαν εδώ με απόλυτη σαφήνεια. Σαφώς οριοθετήθηκε η κανονική δικαιοδοσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: περιλαμβάνει τρεις διοικήσεις (περιφέρειες) της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που εδαφικώς συμπίπτουν περίπου με τη σημερινή Τουρκία. Και αναφέρεται ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως οφείλει όχι μόνο να χειροτονεί μητροπολίτες γι᾽ αυτές, αλλά και επισκόπους για τους κατοικούντες σε αυτές τις τρεις διοικήσεις βαρβάρους (δηλαδή, μη Έλληνες).

Από τον κανόνα αυτό διογκώθηκε μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να έχει δικαιοδοσία επί όλων εν γένει των «βαρβαρικών» γαιών, στις οποίες ενέταξαν τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, την Αυστραλία, την Ανατολική και τη Νοτιοανατολική Ασία. Και ιδού η Κωνσταντινούπολη με πλήρη σοβαρότητα επικαλείται αυτόν τον κανόνα, για να τεκμηριώσει τις αξιώσεις της επί της οικουμενικής δικαιοδοσίας, απαιτώντας ώστε οι ενορίες όλων των κατά τόπους Εκκλησιών, που ευρίσκονται σ᾽ αυτές τις περιφέρειες, να επανυπαχθούν  στην ίδια. Πρόκειται, όμως, για μια αυθαίρετη απαίτηση, που δεν έχει ουδεμία βάση στο κείμενο του κανόνα, τον οποίο επικαλείται.

Υπάρχει επίσης και ο 9ος κανών της ίδιας Συνόδου της Χαλκηδόνος, που αναφέρει: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος, ἢ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ δικαζέσθω». Βάσει αυτού του κανόνα η Κωνσταντινούπολη ισχυρίζεται ότι δικαιούται να ασκεί το έκκλητο, δεχόμενος προσφυγές από οποιαδήποτε τοπική Εκκλησία. Δεν είναι όμως έτσι. Ο δεδομένος κανών ισχύει μόνον για την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ήδη τη νεότερη εποχή (τον 19ο αι.) τόσο έγκριτοι ερμηνευτές των ιερών κανόνων όπως ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ανήρεσαν την ψευδή άποψη για το δήθεν δικαίωμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως «να ενεργεί στις διοικήσεις και τις περιφέρειες άλλων Πατριαρχών», συμπεριλαμβανομένης και της εκδικάσεως των εκκλήτων προσφυγών από τις περιφέρειες αυτές.

– Μήπως αυτό σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν χρειάζεται καν καθόλου πρωτείο; Τι φρονεί σχετικά η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία;

– Η άποψη της Εκκλησίας μας επί του ζητήματος του πρωτείου διατυπώθηκε από την Ιερά Σύνοδο το έτος 2013 στο έγγραφο «Η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας επί του ζητήματος του πρωτείου στην Οικουμενική Εκκλησία». Ουδέποτε η Ρωσική Εκκλησία απέρριπτε το πρωτείο τιμής στην Εκκλησία. Αλλά το πρωτείο στην Ορθόδοξη Εκκλησία πάντοτε πρέπει να εξισορροπείται από τη συνοδικότητα. Αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή, στην οποία αναφέρεται ο 34ος Αποστολικός κανών: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα».

Υπάρχει και ένα επιπλέον σκέλος σε αυτόν τον κανόνα, το οποίο αγνοείται από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: να πράττει ο καθένας εκείνα μόνον, τα οποία αφορούν στη δικαιοδοσία του. Οι ιεροί κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων ορίζουν με επαρκή σαφήνεια τα όρια κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως: κατά προσέγγιση συμπίπτουν με τη σημερινή Τουρκία. Αλλά ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος θέλει να επεκτείνει την εξουσία του και επί άλλων Εκκλησιών, κάτι που προσκρούει ευθέως στους κανόνες της Εκκλησίας.

Τέλος, είναι σημαντικό να επιστήσουμε την προσοχή στα λόγια: «τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους». Εκεί διατυπώνεται η αρχή της τοπικότητας. Ο πρώτος υφίσταται σε τοπικό επίπεδο και όχι σε οικουμενικό. Δεν υπάρχει ούτε ένας κανών της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων, που να καθιερώνει τις αρμοδιότητες του πρώτου επισκόπου σε οικουμενικό επίπεδο.

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος συνειδητά και επιδεικτικά παραβίασε τη θεμελιώδη αρχή της συνοδικότητας. Όχι μόνον δεν συμβουλεύθηκε επί του Ουκρανικού ζητήματος με άλλες Εκκλησίες, αλλά και προχώρησε στις ενέργειές του εμφανώς ενάντια στη βούλησή τους. Εισπήδησε στα όρια της Ρωσικής Εκκλησίας, κηρύσσοντας αυτά οικεία του, δέχθηκε σε ευχαριστιακή κοινωνία τους σχισματικούς, που δεν διαθέτουν κανονική χειροτονία και εξαιτίας αυτού έχασε τον συντονιστικό του ρόλο στην Ορθοδοξία και στερήθηκε του δικαιώματος επί του πρωτείου τιμής στην Ορθόδοξη Εκκλησία.