Συνέντευξη του Πρυτάνεως της Θεολογικής Ακαδημίας και Ιερατικής Σχολής Κιέβου Επισκόπου Μπέλγκοροντ Σιλβέστρου στον δικτυακό κόμβο «Pravoslavnaya zhizn (Ορθόδοξη ζωή)». Ο Θεοφιλέστατος απάντησε σε πολλές ερωτήσεις, που απασχολούν  σήμερα τους πιστούς της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επίσης εξέθεσε πώς βλέπει την κατάσταση, που διαμορφώθηκε στην παγκόσμια Ορθοδοξία εξαιτίας της παρεμβάσεως του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην εκκλησιαστική ζωή της Ουκρανίας.

 «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κράτησε αρκετούς μοχλούς επιρροής στον εσωτερικό βίο της αντικανονικής “Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας”»

– Θεοφιλέστατε, πρόσφατα στη Θεολογική Ακαδημία Κιέβου διεξήχθη συνέδριο, αφιερωμένο στην 30ή επέτειο της απονομής του Γράμματος ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας από τον Πατριάρχη Αλέξιο Β´. Θα μπορούσατε να μας εκθέσετε την ουσία της εισηγήσεώς Σας;

– Μάλιστα, πρόσφατα διεξήχθη συνέδριο εξ αφορμής της 30ής επετείου απονομής από τον Πατριάρχη Αλέξιο Β´ του ευλογημένου Γράμματος αυτοτέλειας της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτή η επέτειος στάθηκε αφορμή για να συλλογιστούμε πολλά ζητήματα, που αφορούν στην εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία. Στην εισήγησή μου επιχείρησα να καταδείξω: η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, παρόλο που δεν απολαύει του καθεστώτος αυτοκεφαλίας, είναι ωστόσο απολύτως αυτοτελής ως προς την εσωτερική διοίκησή της και ανεξάρτητη ως προς τη λήψη αποφάσεων.

Για παράδειγμα ένα σπουδαίο γνώρισμα μιας αυτοκεφάλου Εκκλησίας είναι η αυτοτελής εκλογή και χειροτονία των επισκόπων αυτής. Στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς: έχουμε απολύτως αυτοτελή εκλογή και χειροτονία επισκόπων. Ο Προκαθήμενος της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εκλέγεται χωρίς έξωθεν συμμετοχή και ο Πατριάρχης Μόσχας μόνον ευλογεί (και δεν εγκρίνει) την εκλογή του. Την ίδια στιγμή η «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας» (ΟΕΟ), μολονότι ονομάζεται αυτοκέφαλος, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κράτησε αρκετούς μοχλούς επιρροής στον εσωτερικό βίο της ΟΕΟ. Είναι εντελώς ολοφάνερο, ότι για την Κωνσταντινούπολη το ουκρανικό αυτοκέφαλο είναι απλώς διαπραγματευτικό χαρτί σε ένα πολύ μεγαλύτερο παιχνίδι για τη διαμόρφωση μίας νέας εκκλησιολογίας, σύμφωνα με την οποία ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει ειδικό καθεστώς, δικαιώματα και αρμοδιότητες στην παγκόσμια Ορθοδοξία.

– Μιλήσατε για μια νέα εκκλησιολογία της Κωνσταντινουπόλεως. Μπορείτε να μας εξηγήσετε αναλυτικότερα;

– Οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σήμερα έχουν ως γνώμονα τη διδασκαλία περί ειδικού καθεστώτος και προνομίων του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ανάμεσα στους οπαδούς αυτής της διδασκαλίας μπορούμε να αναφέρουμε λ.χ. τον μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα και τον Αρχιεπίσκοπο Ελπιδοφόρο Λαμπρυνιάδη. Οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης μετατρέπουν την εκκλησιαστική διδασκαλία περί πρωτείου τιμής σε διδασκαλία περί πρωτείου εξουσίας, το οποίο δήθεν κατέχει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Οι εν λόγω συγγραφείς και σειρά άλλων επιχείρησαν να τεκμηριώσουν αυτή τη διδασκαλία δογματικά.

«Οι προνομίες του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως συνδέονταν με την πολιτική σημασία της Κωνσταντινουπόλεως ως πρωτεύουσας»

– Ο θρόνος Κωνσταντινουπόλεως δεν είχε ειδικά προνόμια στην αρχαία Εκκλησία;  

– Να διασαφηνίσουμε πρώτα την ιστορία του θρόνου Κωνσταντινουπόλεως. Είναι πασίγνωστο ότι η Κωνσταντινούπολη είναι η πρωτεύουσα που κτίσθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μέγα. Δηλαδή, αυτή η πόλη εμφανίστηκε μόλις τον 4ο αι. μ.Χ. Από ιστορική άποψη προκάτοχος της Κωνσταντινουπόλεως στο ίδιο έδαφος ήταν η πολίχνη Βυζάντιο, η οποία δεν ξεχώριζε σε τίποτε τους πρώτους τρεις αιώνες στη χριστιανική ιστορία, πέραν του ότι με από εκείνη την πόλη καταγόταν ο αιρετικός Θεόδοτος ο Βυζάντιος ή Σκυτεύς.

Τη στιγμή της οικοδομήσεως της Κωνσταντινουπόλεως στην Εκκλησία υφίσταντο μερικοί αποστολικοί θρόνοι: της Ρώμης, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας. Γύρω τους και επικεντρωνόταν η εκκλησιαστική ζωή. Η ανάδειξη νέας πρωτεύουσας, αναμφισβήτητα δημιούργησε και τη θεμελίωση για τον καθορισμό του καθεστώτος και των προνομιών του επισκόπου της πρωτεύουσας.

Επομένως, το πλαίσιο, εντός του οποίου ανέκυψε το ζήτημα των προνομιών του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ήταν πολιτικό. Ο θρόνος Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν αποστολικός ως προς την καταγωγή του και δεν είχε ίδιους λόγους για ένα ειδικό καθεστώς, όπως είχαν οι παλαίφατοι θρόνοι, οι οποίοι ιδρύθηκαν από τους ίδιους τους Αποστόλους.

– Δεν υπάρχουν, όμως, οι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων; Δεν χορηγούν αυτοί άραγε ειδικό καθεστώς στην Κωνσταντινούπολη;

– Ως προς αυτό υπάρχουν δύο σπουδαίοι κανόνες. Ο πρώτος από αυτούς είναι ο 3ος κανών της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, που ορίζει: «Τὸν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην». Δεύτερον, ο 28ος κανών της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου, όπου λέγεται για την Κωνσταντινούπολη: «…τὴν βασιλείᾳ καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ῥώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ ἐκείνην ὑπάρχουσαν». Όπως προκύπτει από αυτούς τους κανόνες, το καθεστώς και τα προνόμια του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως στην αρχαιότητα συνδέονταν με την πολιτική σημασία της Κωνσταντινουπόλεως ως νέας πρωτεύουσας. Όχι με την αρχαιότητα του θρόνου, ούτε με την αποστολική προέλευση και πολύ περισσότερο όχι με το θείο δίκαιο, αλλά μόνον με το ότι είναι πόλη του βασιλέως και της συγκλήτου.

Χρειάζεται να υποδείξουμε και μία άλλη σημαντική ιστορική πτυχή. Η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη είχε μεγάλη σημασία από πολλές απόψεις. Ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας έπρεπε να αποδεχθεί  τη νέα πρωτεύουσα, εάν επιτρέπεται η έκφραση «να πιστέψει» σε αυτήν. Οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ανυψώσουν το καθεστώς της νέας πρωτεύουσας με μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, συγκέντρωση κοινών χριστιανικών σεβασμάτων κλπ. Έπρεπε δηλαδή η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα να μεγαλώσει. Εννοείται ότι η ενίσχυση της νέας πρωτεύουσας σήμαινε και ταυτόχρονη ανύψωση του επισκόπου της πρωτεύουσας. Οι ίδιοι οι αυτοκράτορες συνέβαλαν στην αύξηση του κύρους των επισκόπων της Κωνσταντινουπόλεως.

Υπάρχει ένας ακόμη εξίσου σημαντικός παράγοντας για την κατανόηση του 28ου κανόνα της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Στην αρχαία Εκκλησία υπήρχαν διοικήσεις με επικεφαλής τους μητροπολίτες. Τα όρια των διοικήσεων, το καθεστώς και τα προνόμια των μητροπολιτών έναντι των επισκόπων αυτών των διοικήσεων μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ. είχαν καταστεί πλέον διαμορφωθείσα παράδοση. Η περιοχή, όπου ευρισκόταν η νέα πρωτεύουσα, εκκλησιαστικά ανέκαθεν υπαγόταν στον μητροπολίτη Ηρακλείας.

Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε μια κατάσταση, όπου υπάρχει επίσκοπος της πρωτεύουσας, ο οποίος όμως δεν έχει υπό τον έλεγχό του την οικεία αυτού εκκλησιαστική περιφέρεια. Οι επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως προσπαθούσαν να διορθώσουν αυτήν την κατάσταση με ποικίλους τρόπους, εκ των οποίων πλέον αποτελεσματικός ήταν η επιρροή στον διορισμό επισκόπων στις όμορες με την πρωτεύουσα εκκλησιαστικές περιφέρειες (επαρχίες). Ο κανών της Συνόδου της Χαλκηδόνος επιλύει την κατάσταση αυτή με την παραχώρηση στη δικαιοδοσία του επισκόπου της πρωτεύουσας όχι μόνον την ίδια την πόλη, αλλά και ορισμένες περιφέρειες.

Οι μελετητές των κανόνων έδωσαν σημασία και σε μια άλλη πτυχή για την κατανόηση του 20ού κανόνα. Έτσι, λ.χ. ο Αρχιεπίσκοπος Πέτρος L’Huillier γράφει: «Τα συμπεράσματα σχετικά με τη δικαιοδοσία διατυπώθηκαν κατά τρόπον αρκούντως άκομψο, υπό τη μορφή περιοριστικού όρου, ωσάν ο σκοπός του κανόνα να ήταν μάλλον η απαγόρευση στον επίσκοπο, που κατέχει τον θρόνο Κωνσταντινουπόλεως, να χειροτονεί άμεσα επισκόπους στους μη μητροπολιτικούς θρόνους». Πράγματι, ο εν λόγω κανών δεν παραχωρεί μόνον εκκλησιαστική περιφέρεια στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και περιορίζει την παρέμβασή του στις υποθέσεις των λοιπών διοικήσεων. Ακριβώς έτσι κατανοούν τον κανόνα και οι βυζαντινοί ερμηνευτές.

Δηλαδή, οι επικλήσεις του 28ου κανόνα της Συνόδου της Χαλκηδόνος από τους σύγχρονους υπερασπιστές του ειδικού καθεστώτος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως είναι αμφίβολο εάν μπορούν να γίνουν αποδεκτές ως βάσιμες.

«Η πόλη του Κίτεζ[1] α λα ελληνικά»

– Θεοφιλέστατε, η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε από τους Τούρκους και δεν είναι πλέον πόλη του αυτοκράτορα και της συγκλήτου, ωστόσο ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως παραμένει πρώτος στα Δίπτυχα…

– Όπως είναι γνωστό, οι αραβικές κατακτήσεις οδήγησαν στο ότι ήδη κατά τους 7ο – 8ο αι.  οι παλαίφατοι αποστολικοί θρόνοι όπως της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και της Ιερουσαλήμ, βρέθηκαν εκτός των ορίων του ορθοδόξου κράτους. Ουδείς θα ζήλευε την τύχη των κατακτημένων Πατριαρχείων: οι χριστιανοί περιορίσθηκαν κατά πολύ ως προς τα δικαιώματά τους, ενώ οι επίσκοποι συχνά δεν είχαν καν τη δυνατότητα να αναπτύξουν πλήρη δραστηριότητα. Υπό αυτές τις συνθήκες η Κωνσταντινούπολη (η οποία τότε δεν είχε ακόμη αλωθεί) άρχισε να εκλαμβάνεται όχι απλώς ως πρωτεύουσα, αλλά ως προστάτιδα όλων των ορθοδόξων χριστιανών. Και συνεπώς, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καθίσταται ο μόνος ελεύθερος ορθόδοξος Πατριάρχης της Ανατολής.

Ακριβώς εκείνη την εποχή διαμορφώνεται πλήρως η ιερά μορφή του αυτοκράτορα όχι απλώς ως Αρχηγού του κράτους, αλλά ως προστάτη και υπέρμαχου όλων των ορθοδόξων, όπου και υπό όποια εξουσία και αν ζούσαν.

Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε για αυτή την ιερά μορφή της εξουσίας ώστε να κατανοήσουμε ορθώς τις περαιτέρω αξιώσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Το όλο ζήτημα είναι ότι μετά την Άλωση της Πόλεως οι ιδιότητες του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ως προστάτη και υπερασπιστή όλων των ορθοδόξων (Ελλήνων) μεταβιβάζονται στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Και θα το πούμε απερίφραστα, σε αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων συνέβαλαν ευθέως οι Τούρκοι σουλτάνοι. Είναι γνωστό ότι ο Μωάμεθ Β´ μετά την κατάκτηση του Βυζαντίου καθορίζει το καθεστώς του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως επικεφαλής όλων των ορθοδόξων χριστιανών, που κατοικούν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Συνεπώς, κατόπιν προτροπής του σουλτάνου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καθίσταται ηγέτης του ελληνικού γένους.

– Τελικά έχει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ειδικά δικαιώματα και προνόμια;

– Εκτός του πρωτείου τιμής, όχι. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος έχει προ πολλού χάσει τη θέση του πρώτου επισκόπου της αυτοκρατορίας, συνεχίζει να διαμορφώνει μια διδασκαλία σχετικά με την ειδική του εξουσία. Ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά ότι η Κωνσταντινούπολη δεν υφίσταται. Υπάρχει η Ιστανμπούλ. Οι Έλληνες μυθοποίησαν την Κωνσταντινούπολη, καθιστώντας αυτή σαν την πόλη Κίτεζ α λα ελληνικά. Η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη-μνήμη, πόλη-μύθος, πόλη-φάντασμα, πόλη-όνειρο. Το όνειρο για το πάλαι ποτέ καθεστώς, την αίγλη και μεγαλείο της ορθοδόξου αυτοκρατορίας. Όπως έλεγε ένας συγγραφέας: «Οι Έλληνες ζουν σαν να μην έχουν ακούσει για την Άλωση της Πόλεως».

Εξαιτίας αυτής της αποστασιοποίησης από την πραγματικότητα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αντιμετωπίζει τον εαυτό του εντός ιερού πλαισίου, επινοώντας κάποια ειδικά προνόμια και ειδική εξουσία. Από πλευράς των επικριτών των αξιώσεων της Κωνσταντινουπόλεως διατυπώνονται κατηγορίες για τον παπισμό της Ανατολής. Θα επιτρέψω την ιστορική αναλογία με τον παπισμό της Ρώμης: η δογματικοποίηση της διδασκαλίας περί του παπικού αλάθητου σε θέματα πίστεως και ηθικής έγινε επί Πάπα Πίου Θ´, υπό τις ιστορικές συνθήκες της απώλειας της κοσμικής εξουσίας από τον Πάπα και της ενισχυμένης εκκοσμικεύσεως. Η διδασκαλία περί του παπικού αλάθητου τρόπον τινά προστάτευε εκείνο τον τομέα, που αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο της Εκκλησίας. Δηλαδή, με την απώλεια της πραγματικής επιρροής και της πραγματικής εξουσίας πάντοτε διαμορφώνονται κάποιες ακρότητες περί ειδικών δικαιωμάτων και προνομιών στον πνευματικό τομέα.

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στην πραγματικότητα διαθέτει ένα εξαιρετικά ολιγάριθμο ποίμνιο και είναι περιορισμένος ως προς τις δυνατότητές του στην πατρίδα του, την Τουρκία. Στο πλαίσιο του πραγματικού της καθεστώτος και της θέσεώς της η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δημιουργεί, διογκώνει αφηρημένα δικαιώματα και προνομίες, αθετώντας παράλληλα την παραδοσιακή ορθόδοξη εκκλησιολογία προς όφελος των αξιώσεών της.

Η γέννηση μιας εναλλακτικής εκκλησιολογίας

– Τι εννοείτε ως παραβίαση της παραδοσιακής ορθόδοξης εκκλησιολογίας;

– Η ορθόδοξη εκκλησιολογία αφορμάται από τον πρωταρχικό ρόλο της ευχαριστιακής κοινότητας, της οποίας προΐσταται ο επίσκοπος. Υπό αυτήν την έννοια όλοι οι επίσκοποι, Πατριάρχες, μητροπολίτες, επαρχιούχοι είτε βοηθοί, οι οποίοι μπορούν να διαφέρουν ως προς τις διοικητικές τους αρμοδιότητες, είναι ισότιμοι ως προς την πνευματική τους εξουσία.

Η Μία Εκκλησία αποτελείται από κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίες, οι οποίες ενώνονται μεταξύ τους διά της κοινής ορθοδόξου πίστεως και συμμετοχής στα Μυστήρια (διά της κοινωνίας μέσω των Μυστηρίων). Τοιουτοτρόπως εφαρμόζεται η αρχή της ισοτιμίας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, των ευρισκομένων σε άμεση κοινωνία μεταξύ τους δι᾽ ομολογίας της μίας πίστεως και συμμετοχής στα Μυστήρια.

Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώνει μια εναλλακτική εκκλησιολογία, όπου η κοινωνία μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών πραγματώνεται έμμεσα μέσω του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, μόνον εκείνος, που έχει κοινωνία με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, παραμένει εντός Ορθοδοξίας. Επομένως, η Ορθοδοξία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται για μια δήλωση υπερβολικής αυτοπεποιθήσεως, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη τον αριθμό των αιρετικών Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, συμπεριλαμβανομένων και των καταδικασθέντων από Οικουμενικές Συνόδους. Υπό αυτήν την έννοια η Κωνσταντινούπολη κατέχει τα πρωτεία μεταξύ των παλαιφάτων θρόνων.

Η ανεύρεση δογματικής τεκμηρίωσης μιας τέτοιας διδασκαλίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γι᾽ αυτό οι υπέρμαχοι αυτής της προσεγγίσεως της εκκλησιαστικής ενότητας επιχειρούν να δημιουργήσουν μια θεολογική βάση για τη νέα εκκλησιολογία. Εννοώ, κυρίως, τη διδασκαλία, κατά την οποία το πρωτείο του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως παρομοιάζεται με το πρωτείο του Θεού Πατέρα εντός της Αγίας Τριάδος.

– Αναφέρατε την διά των Μυστηρίων κοινωνία. Ωστόσο, η Ουκρανική Εκκλησία η ίδια ανέλαβε την πρωτοβουλία διακοπής της ευχαριστιακής κοινωνίας με την Κωνσταντινούπολη…

– Για να είμαι ειλικρινής, με εκπλήσσει η υποκρισία, με την οποία μας κατηγόρησαν σε αυτό το ζήτημα, παρουσιάζοντας την απόφαση διακοπής της ευχαριστιακής κοινωνίας με τις Εκκλησίες, οι οποίες αναγνώρισαν την «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας» ως κακούργημα πρωτοφανούς μεγέθους. Ωστόσο οι Έλληνες όχι σπάνια διέκοπταν οι ίδιοι την ευχαριστιακή κοινωνία και για πολύ πιο ασήμαντους λόγους. Από το πρόσφατο παρελθόν μπορώ να θυμίσω τη διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης με τον μακαριστό πλέον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο, η οποία επήλθε ως απάντηση της Κωνσταντινουπόλεως στο πρόβλημα της χειροτονίας επισκόπων για τις λεγόμενες νέες χώρες στην Ελλάδα.

Υπάρχει και ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα: η διακοπή το 2014 της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων εξαιτίας της συγκρούσεως γύρω από τον ναό στο Κατάρ.

Εν τούτοις, η δική μας ειδικά απόφαση περί διακοπής της ευχαριστιακής κοινωνίας άρχισε να παρουσιάζεται ως πρωτοφανές μέχρι σήμερα έγκλημα. Τι άλλο είναι αυτό, παρά δύο μέτρα και δύο σταθμά;

– Γιατί η Κωνσταντινούπολη επιδεικνύει τέτοιο ενδιαφέρον για το Ουκρανικό ζήτημα;

– Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος επιθυμεί να βρει δυνατότητα για την υλοποίηση των εξουσιαστικών φιλοδοξιών του, εκμεταλλεύθηκε την βαριά εκκλησιαστική κρίση στην Ουκρανία μόνον και μόνον για να εδραιώσει τις αξιώσεις του επί του αποκλειστικού δικαιώματός του να απονέμει αυτοκέφαλο καθεστώς στις κατά τόπους Εκκλησίες. Είναι απλώς μια απόπειρα ενισχύσεως της επιρροής του εκτός των ορίων της οικείας αυτού Εκκλησίας.

Ποιος και πώς μπορεί να χορηγεί την αυτοκεφαλία;

– Έχει η Κωνσταντινούπολη δικαίωμα να χορηγεί αυτοκεφαλίες;

– Τη δεκαετία του 1990 για να δικαιολογήσει τις σχισματικές ενέργειές του ο Φιλάρετος Ντενισένκο ανέπτυξε παντοιοτρόπως την εξής θέση: σε ένα ανεξάρτητο κράτος πρέπει να υπάρχει και ανεξάρτητη Εκκλησία. Επιχείρησε μάλιστα να επικαλεστεί τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων (λ.χ. τον 17ο της Δ´ Οικουμενικής, όπου υπάρχει η διατύπωση «τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω»). Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι οι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων υιοθετούντο σε μια αυτοκρατορία και δεν μπορούσαν να βασίζονται στην αρχή των ανεξαρτήτων εθνικών κρατών. Και εάν ακολουθείτο η αρχή της αυτοτελούς διοικήσεως, ήταν συνδεδεμένη με τη διοικητική-εδαφική διαίρεση της αυτοκρατορίας και όχι με την ιδέα της κρατικής κυριαρχίας. Επίσης χρειάζεται να έχουμε σαφή επίγνωση του ότι οι κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν αναφέρουν τίποτε για τον τρόπο και τις συνθήκες κτήσεως του καθεστώτος της αυτοκεφαλίας και αυτό προσφέρει έδαφος για κάθε λογής ερμηνείες.

Ακόμη και η αρχή της εδαφικότητας δεν εφαρμόζεται πλήρως στις κατά τόπους αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ελλάδα. Υπάρχει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά μέρος των εκκλησιαστικών επαρχιών στο χώρο της Βόρειας Ελλάδος υπάγεται στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως. Εάν, δηλαδή, η αρχή της εδαφικότητας εφαρμοζόταν πλήρως, τότε, μετά τη μεταβολή των συνόρων του ελληνικού κράτους, όλες οι εκκλησιαστικές επαρχίες των νέων χωρών θα έπρεπε αυτομάτως να ενταχθούν στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η Κωνσταντινούπολη όμως εν προκειμένω ενήργησε διαφορετικά, υπερασπιζόμενη τα οικεία αυτής συμφέροντα.

– Θεοφιλέστατε, ωστόσο ήταν ακριβώς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που χορήγησε το αυτοκέφαλο καθεστώς στις Εκκλησίες της Ελλάδος, της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας.

– Επανερχόμενος στο θέμα, εάν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει το δικαίωμα μονομερώς να χορηγεί αυτοκέφαλο καθεστώς στις κατά τόπους Εκκλησίες, θα απαντήσω κατηγορηματικά: δεν έχει! Δεν υπάρχουν σχετικοί κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες θα μπορούσαν να χρηματίσουν ως γνώμονας. Ενώ τα παραδείγματα που έχετε παραθέσει, οφείλονται στην προαναφερθείσα διάταξη: με απόφαση του Τούρκου σουλτάνου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ορίσθηκε επικεφαλής όλων των ορθοδόξων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Να υπενθυμίσω: η Βουλγαρία, η Σερβία, η Αλβανία κλπ. είχαν κατακτηθεί από τους Οθωμανούς Τούρκους και αποτελούσαν μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και όταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τους χορήγησε αυτοκεφαλία (στις περισσότερες των περιπτώσεων με μεγάλη απροθυμία), μπορούσε να το κάνει ακριβώς επειδή επί πολλούς αιώνες τα εδάφη αυτά ήταν πεδίο της δραστηριότητάς του κατά το έλεος του Τούρκου σουλτάνου.

Με την ευκαιρία, για την Εκκλησία της Αλβανίας. Σώζεται η αλληλογραφία μεταξύ του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βενιαμίν και του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Νικολάου Ε´ επί του θέματος απονομής της αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Αλβανίας. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας στην επιστολή του λέγει ρητώς ότι τα ζητήματα της αυτοκεφαλίας είναι ζητήματα, που εκπίπτουν της αρμοδιότητας του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και πρέπει να αντιμετωπίζονται διορθοδόξως. Η μονομερής απόφαση απονομής αυτοκεφαλίας από την Κωνσταντινούπολη, κατά τη γνώμη του Πατριάρχη Νικολάου, υπονομεύει τον παραδοσιακό πολίτευμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ο Πατριάρχης Βενιαμίν απάντησε με το τυπικό κωνσταντινουπολίτικο πνεύμα: εάν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως τις προηγούμενες φορές χορηγούσαν αυτοκεφαλίες χωρίς να ρωτήσουν κανένα, αυτό σημαίνει ότι κι εγώ δεν θα ρωτήσω κανένα, διότι οι προκάτοχοί μου δεν ρωτούσαν κανένα. Στην ουσία απέφυγε να απαντήσει στις ερωτήσεις του αλεξανδρινού αδελφού του, αγνοώντας τους φόβους, που είχε διατύπωσε ο Πατριάρχης Νικόλαος.

Ο Πατριάρχης Νικόλαος Ε´ παραπονιόταν ότι η Κωνσταντινούπολη απλώς έθεσε τις άλλες κατά τόπους Εκκλησίες προ τετελεσμένου γεγονότος, απαιτώντας να αναγνωρίσουν τα συμβάντα. Δεν είναι γνωστή η εικόνα αυτή στ᾽ αλήθεια;

Θα επισημάνω ότι ο Πατριάρχης Νικόλαος κατ᾽ αρχήν δεν ήταν κατά της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Αλβανίας, αλλά είχε ενστάσεις κατά του τρόπου που ενήργησε η Κωνσταντινούπολη και του τρόπου, με τον οποίο ανακηρύχθηκε το αυτοκέφαλο.

«Είναι ο,τιδήποτε άλλο, παρά θεραπεία του σχίσματος»

– Η κατάσταση σχετικά με το 1686. Είχε δικαίωμα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως να ανακτήσει τη Μητρόπολη Κιέβου το 2018;  

– Το ζήτημα του 1686 προκάλεσε πολύ θόρυβο. Αυτό το ζήτημα, βεβαίως, είναι πολύ περίπλοκο και θέλει συμπληρωματική μελέτη. Αλλά η Κωνσταντινούπολη επί τριακόσια και πλέον χρόνια δεν ήγειρε καμία αξίωση. Και τώρα αίφνης μονομερώς αποφάσισε. Το πλέον βασικό σε αυτή τη διαδικασία είναι ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δρα αδιαφανέστατα: καμία ανοικτή συζήτηση, καμία συμμετοχή εκπροσώπων των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών. Όλα περιορίσθηκαν σε ένα σύντομο δελτίο Τύπου.

Δεν κατανοώ πώς άνθρωποι, οι οποίοι ομιλούν τόσον πολύ για ευρωπαϊκές αξίες και ελευθερία, αγνοούν το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ενεργεί σε πνεύμα Μεσαίωνος. Ενώ στην περίπτωση της Ουκρανίας όλα συνέβησαν με την υποστήριξη της ουκρανικής κρατικής εξουσίας,  πράγμα που αποτελεί κραυγαλέο παράδειγμα παραβιάσεως της αρχής της κοσμικότητας του κράτους.

– Θεοφιλέστατε, η Κωνσταντινούπολη δικαιολογεί τις ενέργειές της με την επιθυμία να θεραπεύσει το σχίσμα. Τι έχετε να πείτε επ᾽ αυτού;

– Η επέμβαση ακόμη και η εισπήδηση σε αλλότριο έδαφος υπό τη μορφή της βοήθειας είναι ένα παλαιό πολιτικό τέχνασμα. Εάν η Κωνσταντινούπολη τόσο αγωνιά για τα σχίσματα, ας θεραπεύσει πρώτα το κίνημα των παλαιοημερολογιτών, το οποίο εμφανίσθηκε ως αντίδραση στη δραστηριότητα της Κωνσταντινουπόλεως και υπάρχει μέχρι σήμερα.

Επιπροσθέτως, είναι πολύ παράξενος ο τρόπος θεραπείας του σχίσματος δια της ανακηρύξεως του σχίσματος ως μη σχίσμα. Είναι επίλυση του προβλήματος να ονομάζει κανείς άσπρο το μαύρο; Είναι ο,τιδήποτε άλλο παρά θεραπεία του σχίσματος. Είναι έγκλημα ηθικής και κανονικής φύσεως.

– Θεοφιλέστατε, ωστόσο πολλές Εκκλησίες, προτού λάβουν το καθεστώς αυτοκεφαλίας, επίσης θεωρούνταν σχισματικές; Π.χ. η Εκκλησία της Βουλγαρίας;  

– Ας ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα. Όταν πρόκειται για την απονομή του καθεστώτος αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Βουλγαρίας, πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτή η Εκκλησία δεν ζητούσε τόσο τη χορήγηση της αυτοκεφαλίας, όσο την ανανέωσή της. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας είχε καθεστώς αυτοκεφαλίας, το οποίο χάθηκε εξαιτίας της τουρκικής κατακτήσεως.

Και πρέπει επίσης να καταλάβουμε ότι στην ιστορία της Εκκλησίας πριν από την περίπτωση με την Ουκρανία δεν υπήρχε παράδειγμα, όπου οι σχισματικοί απλώς ανακηρύσσονται μη σχισματικοί και τούτο είναι επαρκές.

Όλοι οι κανόνες, που αφορούν στη θεραπεία του σχίσματος, αναφέρουν ότι οι σχισματικοί μπορούν να γίνουν αποδεκτοί στην Εκκλησία μόνον μετά από μετάνοια, μάλιστα οι κανόνες ορίζουν γραπτή μεταμέλεια. Πέραν τούτων, ουδέποτε συνέβη ώστε μια σχισματική κοινότητα να ανακηρύσσεται κανονική Εκκλησία σε βάρος της ήδη υφισταμένης κανονικής Εκκλησίας. Δεν συνέβη αυτό σε καμία περίπτωση θεραπείας σχίσματος ή παραχωρήσεως καθεστώτος αυτοκεφαλίας. Όσον αφορά την Εκκλησία της Βουλγαρίας, όλη η Εκκλησία της Βουλγαρίας θεωρείτο από την Κωνσταντινούπολη ότι τελούσε σε σχίσμα και όταν το 1945 έγινε λόγος για την υπέρβαση της συγκρούσεως, όλη η Εκκλησία της Βουλγαρίας έλαβε μέρος σε αυτή. Δεν υπήρξε κάτι παρόμοιο, να υφίσταται δηλαδή στη Βουλγαρία κανονική Εκκλησία και παραλλήλως με εκείνη να συνυπάρχει μια σχισματική κοινότητα και ξαφνικά οι σχισματικοί να ανακηρύσσονται κανονική δομή, περιφρονώντας την ήδη υφιστάμενη κανονική Εκκλησία.

– Οι Ουκρανοί σχισματικοί έγιναν διά μετανοίας αποδεκτοί από την Κωνσταντινούπολη;

– Εξ όσων γνωρίζουμε, όχι. Ουδείς και για τίποτε και ιδίως για την πρόκληση σχίσματος δεν μετάνιωσε. Και τούτο είναι πολύ περίεργο, διότι προσκρούει στις διατάξεις των Συνόδων σχετικά με τη διαδικασία αποδοχής από το σχίσμα. Η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να δεχθεί χωρίς μετάνοια μόνον υπό έναν όρο: εάν έπαυσε να αντιμετωπίζει το «Πατριαρχείο Κιέβου» και την «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία» ως σχίσματα. Κάτι παρόμοιο από πλευράς της Κωνσταντινουπόλεως θα μπορούσε απολύτως να συμβεί. Όμως τότε εγείρεται το εύλογο ερώτημα: πώς να αξιολογήσουμε το γεγονός ότι επί τριάντα προγενέστερα χρόνια ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος θεωρούσε σχισματικές αυτές τις οργανώσεις; Υπάρχει πλήθος γραπτών μαρτυριών ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θεωρούσε σχισματικές οντότητες και την «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Κιέβου» και την «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία». Επί τη ευκαιρία, θα ταίριαζε να θυμηθούμε το δήθεν υφιστάμενο, σύμφωνα με τον 9ο και 17ο κανόνα της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου, δικαίωμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να δέχεται έκκλητες προσφυγές από όλον τον ορθόδοξο κόσμο.

Αυτοί οι κανόνες σχετικά με την έκκλητο αναφέρουν ότι δύναται κανείς να προσφεύγει είτε στον «ἔξαρχον τῆς διοικήσεως (δηλαδή στον επικεφαλής της διοικήσεως), ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον» (ας ενθυμηθούμε ξανά τις δυνατότητες του επισκόπου της πρωτεύουσας την εποχή της αυτοκρατορίας). Εάν προβλέπεται η δυνατότητα προσφυγής είτε στον μεν, είτε στον δε, είναι προφανές ότι οι αρμοδιότητες του ύπατου κριτή δεν ανήκουν αποκλειστικά στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Εκείνο, το οποίο χορηγήθηκε ως δυνατότητα, μετατρέπεται από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σε δικαίωμα και προνόμιο. Οι ερμηνευτές των εν λόγω κανόνων ομιλούν κατηγορηματικά για το συγκεκριμένο έδαφος, όπου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει δικαίωμα να δέχεται έκκλητες προσφυγές. Έτσι, ο Ιωάννης Ζωναράς γράφει: «…Οὐ γάρ πάντων δέ τῶν μητροπολιτῶν πάντως ὁ Κωνσταντινουπόλεως καθιεῖται δικαστής, ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ. Οὐ γάρ δή καί τούς τῆς Συρίας μητροπολίτας, ἤ τούς τῆς Παλαιστίνης, καί Φοινίκης, ἤ τούς τῆς Αἰγύπτου, ἄκοντας ἑλκύσει δικάσασθαι παρ᾿ αὐτῷ. ἀλλ᾿ οἱ μέν τῆς Συρίας, τῷ τῆς Ἀντιοχείας ὑπόκεινται φόρῳ, οἱ δέ τῆς Παλαιστίνης, τῷ τοῦ Ἱεροσολύμων, οἱ δέ τῆς Αἰγύπτου, παρά τῷ Ἀλεξανδρείας δικάσονται». Εκτενώς σχολίασε τον κανόνα αυτόν ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «θέλοντας νὰ τιμήσουν τὸν Κωνσταντινουπόλεως, ἔκλιναν εἰς τὴν ὑπερβολὴν… ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς Διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ».

Μάλιστα προς επιβεβαίωση των λεγομένων μου ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θεωρούσε ειδικά τα προαναφερθέντα μορφώματα ως σχίσματα, συνηγορεί το γεγονός ότι όσοι επιθυμούσαν να μεταπηδήσουν λ.χ. από την «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Κιέβου» στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, γίνονταν δεκτοί διά χειροτονίας, διότι οι εν σχίσμασι χειροτονίες δεν αναγνωρίζονταν. Προσωπικά γνωρίζω επακριβώς τέτοια περιστατικά, τα οποία έλαβαν χώρα λ.χ. στην Ιερά Μητρόπολη Ισπανίας και Πορτογαλίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ενώ τώρα βλέπουμε κάτι εντελώς διαφορετικό…

Τέτοια ριζική μεταβολή της γνώμης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου για τους Ουκρανούς σχισματικούς μαρτυρά, δυστυχώς, μόνον την ανειλικρίνεια και υποκρισία του. Τοιουτοτρόπως, για να δικαιολογήσει τις αξιώσεις του επί ειδικών αρμοδιοτήτων στην παγκόσμια Ορθοδοξία ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν αισχύνεται ουδενός μέσου και ουδεμίας θεωρίας. Άλλη εξήγηση, αλοίμονο, είναι αμφίβολο πως υπάρχει…

Διά χειροτονίας, επαλείψεως με το Άγιο Μύρο ή ευλογίας με προσευχή;

– Θεοφιλέστατε, πώς να αντιμετωπιστεί η αναγνώριση χειροτονιών, που τελέσθηκαν από το «Πατριαρχείο Κιέβου» και την «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία»; Άλλωστε, η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως δεν τους αναχειροτόνησε;

– Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η διαδικασία προετοιμασίας για τη δημιουργία της «Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας» ήταν από πλευράς του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εντελώς αδιαφανής. Τον Οκτώβριο του 2018 δημοσιεύθηκε μόνον ένα σύντομο ανακοινωθέν των αποφάσεων της Συνόδου της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, όπου κυριολεκτικά μόλις σε μια γραμμή έκανε λόγο για την αποδοχή σε κοινωνία του Φιλαρέτου Ντενισένκο και του Μακαρίου Μαλέτιτς μαζί με τις οργανώσεις τους. Επί ποίων κανονικών βάσεων έγινε αυτό; Εξετάσθηκε στην Κωνσταντινούπολη το ζήτημα της νομιμότητας των χειροτονιών, που είχαν τελεσθεί εντός σχίσματος; Αυτά και πολλά άλλα σπουδαιότατα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα μέχρι σήμερα.

Λαμβάνοντας τόσο σημαντικές αποφάσεις, θα ήταν λογικό να διενεργηθεί εμβριθεστάτη και διαφανεστάτη μελέτη του ζητήματος αυτού με την πρόσκληση εμπειρογνωμόνων από την Ουκρανία. Τίποτε όμως παρεμφερές, όπως όλα δείχνουν, δεν συνέβη. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μόνον ανακοίνωσε την άρση όλων των εκκλησιαστικών δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες είχαν ληφθεί προηγουμένως έναντι των σχισματικών και τους δέχθηκε όλους σε κοινωνία χωρίς να τελέσει έγκυρες επί αυτών χειροτονίες. Θέλω ειδικά να υπογραμμίσω ότι δεν γίνεται λόγος για αναχειροτονίες, όπως συνήθως εκφράζονται οι δικοί μας, αλλά για την τέλεση έγκυρων χειροτονιών. Διότι είναι άκυρες οι χειροτονίες, που τελέσθηκαν εντός σχίσματος.

Το Φανάρι εκ των πραγμάτων απλώς αναγνώρισε όλα τα μυστήρια, που είχαν προηγουμένως τελεσθεί εντός του σχίσματος. Παράλληλα, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δήλωσε ότι αυτό δήθεν ανταποκρίνεται στους κανόνες και αποτελεί αρχαία εκκλησιαστική πρακτική, αν και πολύ πρόσφατα το ίδιο το Πατριαρχείο ακολουθούσε ακριβώς αντίθετη γραμμή και αντιμετώπιζε τις προαναφερθείσες οργανώσεις ακριβώς ως σχίσματα.

Θα επισημάνω ότι τις απορίες τους σχετικά με το θέμα αυτό διατύπωσε λ.χ. ο Προκαθήμενος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στις επιστολές του προς τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο.

Ως τεκμηρίωση των αποφάσεών του το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επικαλέσθηκε το φυλλάδιο του μητροπολίτη Σμύρνης Βασιλείου, όπου εξετάζονται ορισμένοι ιεροί κανόνες και ιστορικά προηγούμενα. Επίσης εμφανίσθηκαν και άλλες δημοσιεύσεις επί του θέματος της αναγνωρίσεως χειροτονιών, που έχουν τελεσθεί σε σχισματικές κοινότητες.

Στην πραγματικότητα η κατάσταση δεν είναι τόσο μονοσήμαντη, όπως προσπαθούν να την παρουσιάσουν οι υπέρμαχοι των ειλημμένων από την Κωνσταντινούπολη αποφάσεων. Για παράδειγμα εδώ είναι εντελώς ακατάλληλη η επίκληση του 68ου Αποστολικού κανόνα, που εμπεριέχει την εξής διατύπωση: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας». Πρώτον, αυτός ο κανόνας ουδόλως αφορά σε σχισματικούς! Σύμφωνα με τις εξηγήσεις Βυζαντινών ερμηνευτών, αυτός ο κανόνας κάνει λόγο για περιπτώσεις, όταν κάποιος θέλει αναχειροτονία διότι περιφρονεί τον επίσκοπο, ο οποίος τον είχε χειροτονήσει. Λόγου χάριν κάποιος έχει χειροτονηθεί ιερέας και στη συνέχεια πληροφορείται ότι ο χειροτονήσας αυτόν επίσκοπος διάγει βίο ανάξιο και επικαλούμενος αυτόν τον λόγο, θέλει να χειροτονηθεί στον ίδιο βαθμό, όμως από άλλο ιεράρχη. Ακριβώς αυτήν την πρακτική επικρίνει ο  κανών.

Δεύτερον, ο κανών αυτός έχει δεύτερο σκέλος, στο οποίο δεν παραπέμπουν οι υπερασπιστές του σχίσματος (κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη). Έχει ως εξής η διατύπωση: « Εἰ μή γε ἄρα συσταίη, ὅτι παρὰ αἱρετικῶν ἔχει τὴν χειροτονίαν. Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν». Όπως διαπιστώνουμε, αυτός ο κανών προβλέπει ότι ενδέχεται να υπάρξουν και παράνομες χειροτονίες (όπως και βαπτίσεις). Επομένως, αυτός ο κανών αποδεικνύει ότι η αρχαία Εκκλησία θεωρούσε ότι υπάρχουν νόμιμες και παράνομες χειροτονίες, έγκυρες και άκυρες. Στον κανόνα αυτόν ευθέως αναφέρεται το άκυρο των αιρετικών χειροτονιών. Τι όμως αναφέρουν οι κανόνες για τη χειροτονία σχισματικών; Ο πλέον σημαντικός κανών από αυτήν την άποψη είναι ο 8ος κανών της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, που αφορά στους Νοβατιανούς. Εμπεριέχει λόγια, που αφορούν στην αποδοχή στον ιερό κλήρο εκείνων, οι οποίοι χειροτονήθηκαν εντός του σχίσματος: «ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ». Η συγκεκριμένη διατύπωση δεν αντιμετωπιζόταν κατά τρόπον μονοσήμαντο από την Εκκλησία.

Ο Άγιος Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως, για παράδειγμα, εφαρμόζοντας αυτόν τον κανόνα έναντι των εικονομάχων επισκόπων, θεωρούσε ότι υπό αυτή την έκφραση πρέπει να καταλαβαίνουμε την ευλογία με προσευχή και την επίθεση των χειρών. Κάτι παρόμοιο με την απολυτική ευχή στην εξομολόγηση. Την ίδια γνώμη είχε και ο επίσκοπος Νικόδημος Μίλας. Ο Βυζαντινός ερμηνευτής των κανόνων Αριστηνός θεωρεί ότι τούτο είναι παραπομπή στην επάλειψη με το μύρο (η επίθεση των χεριών είναι η παλαιότατη μορφή αυτού του Μυστηρίου), ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Θεόφιλος βλέπει σε αυτή την έκφραση τη χειροτονία (περί αυτού γίνεται λόγος στον 12ο κανόνα του). Όπως και να ήταν, ακόμη και με έλλειψη μιας ενιαίας ερμηνείας αυτών των λόγων, διαφαίνεται καθαρώς ότι ο κληρικός, που από το σχίσμα επιθυμεί  να ενταχθεί στην Εκκλησία, οφείλει να περάσει μια διαδικασία με την επίθεση χειρών. Σε αυτήν τη διαδικασία μπορεί να διακρίνει κανείς είτε τη χειροτονία, είτε το αντίστοιχο της επαλείψεως με το Μύρο, είτε μια ειδική ευλογία με προσευχή.

Συνολικά στους κανόνες υπάρχει η ολοφάνερη τάση να αντιμετωπίζονται ως άκυρες οι χειροτονίες, οι οποίες είχαν τελεσθεί κατά παράβαση των ισχυουσών αρχών. Ως εκ τούτου οφείλουμε επίσης να προσέξουμε τον κανόνα κατά του Μαξίμου Κυνικού (4ος κανών της Β´ Οικουμενικής Συνόδου). Επίσης ο Νικόδημος Αγιορείτης στο «Πηδάλιο» αναφερόμενος στο περιστατικό με τη χειροτονία του Αγίου Μελετίου Αντιοχείας, γράφει: «…καὶ ἄλλοι πολλοὶ ὑπὸ αἱρετικῶν ἐχεροτονήθησαν, καὶ μετὰ ταῦτα, ὑπὸ τῶν ὀρθοδόξων ἐδέχθησαν. Ἀλλὰ σπάνια τὰ τοιαῦτα καὶ κατὰ περίστασιν, κανονικῆς ἀκριβείας λειπόμενα, οὐ νόμος δὲ Ἐκκλησίας τὸ κατὰ περίστασιν γινόμενον καὶ τὸ σπάνιον…».

Το ίδιο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επί μακρόν θεωρούσε παράνομη την ιεραρχία του Πατριαρχείου Κιέβου. Εάν όμως είναι έτσι, τότε η αποδοχή των επισκόπων της «Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατριαρχείου Κιέβου» σε κοινωνία θα μπορούσε να γίνει μόνον με έναν από τους προαναφερθέντες τρόπους. Όμως στην περίπτωση της «Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατριαρχείου Κιέβου» και της «Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθοδόξου Εκκλησίας» η Κωνσταντινούπολη δεν προέβη σε καμία από αυτές τις πράξεις! Επομένως, αγνοήθηκε πλήρως η εκκλησιαστική παράδοση.

– Θεοφιλέστατε, ποια μπορεί να είναι η έξοδος από τη διαμορφωθείσα κατάσταση;

– Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τώρα σαφώς ότι οι ενέργειες του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην Ουκρανία δημιούργησαν κρίση σε όλη την παγκόσμια Ορθοδοξία. Μάλιστα μια κρίση αρκετά βαθιά. Αντιμετωπίζουμε ένα σύμπλεγμα δύσκολων θεολογικών και κανονικών ζητημάτων. Φαινομενικά, τούτο θα έπρεπε να προκαλέσει σοβαρή θεολογική συζήτηση μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Προς το παρόν όμως δεν την βλέπουμε. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν πρέπει να αγνοούμε όλα αυτά τα ζητήματα. Δεν χρειάζεται να προσποιούμαστε ότι πρόκειται μόνον αποκλειστικά για διοικητικά ή ακόμη και πολιτικά ζητήματα. Δυστυχώς, όχι. Πρόκειται για κατ᾽ αρχήν διαφορετικές θεωρήσεις του πολιτεύματος της Εκκλησίας και της φύσεως του πρωτείου στην Εκκλησία.

Γι᾽ αυτό, φρονώ ότι σήμερα είναι απαραίτητη η συνοδική συζήτηση αυτών των ζητημάτων σε πανορθόδοξο επίπεδο. Ευρισκόμαστε ενώπιον μιας σοβαρής προκλήσεως. Είναι απαραίτητο να διατυπώσουμε σαφώς την περί Εκκλησίας διδασκαλία, η οποία θα στηρίζεται επί της μακραίωνης παραδόσεως και ταυτοχρόνως θα λαμβάνει υπόψη τη σύγχρονη πραγματικότητα της εκκλησιαστικής ζωής.

[1] Η πόλη των παλαιών ρωσικών θρύλων, που μετά από ένθερμη προσευχή των κατοίκων της βυθίσθηκε στα ύδατα της λίμνης Σβετλογιάρ και εξαφανίσθηκε από τα μάτια των Τατάρων κατακτητών, οι οποίοι βάλθηκαν να την κατακτήσουν. Κατά τους θρύλους, μόνον οι καθαροί τη καρδία αξιώνονται από τον Θεό να βλέπουν τα φώτα των λιτανειών στο βυθό της λίμνης. Ενίοτε αποκαλείται «Ρωσική Ατλαντίς» (σ.τ.μ.).