Πειραιώς Σεραφείμ για Ουκρανικό: Το Φανάρι δεν είχε κανένα δικαίωμα να παρέμβει σε άλλη τοπική Εκκλησία
Στο Ουκρανικό, σε ένα τόσο οδυνηρό ζήτημα για την Εκκλησία αναφέρεται ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ με τον πανορθόδοξο διχασμό που έχει προκαλέσει αλλά και την διαφοροποίηση της πραγματικότητας. Ο Σεβ. αναφέρεται ακόμη και στο διαφορετικό, στο σημερινό Άγιο Όρος που δεν θυμίζει τίποτα από τα παλιά.
Η σοβαρή πνευματική υποβάθμιση και καθίζηση του σημερινού αγίου Όρους αποτελεί πλέον κοινή θλιβερή διαπίστωση πολλών πνευματικών ανδρών και καταξιωμένων προσωπικοτήτων, που παρακολουθούν τα αγιορειτικά δρώμενα και την εν γένει παρουσία του στο σύγχρονο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι.
Πρόκειται για μια διαπίστωση την οποία και εμείς, οι ελάχιστοι και έσχατοι πάντων, είμεθα εις θέσιν να καταθέσουμε ως ιδική μας προσωπική μαρτυρία και διαπίστωση, επειδή μας αξίωσε ο Θεός της μεγάλης πνευματικής δωρεάς και ευλογίας, να εγκαταβιώσουμε επί δεκετίαν σχεδόν στο αγιώνυμο Όρος και να γνωρίσουμε μεγάλες οσιακές, αγιορειτικές μορφές, που σήμερα κοσμούν την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Με πόνο ψυχής διαπιστώνουμε, ότι δυστυχώς, το σύγχρονο άγιον Όρος, το πάλαι ποτέ προπύργιο της Ορθοδοξίας, ο κυματοθραύστης των αιρέσεων, που ανέδειξε πλειάδα οσίων και οσιομαρτύρων, ασκητών και ομολογητών της πίστεως, δεν έχει καμία σχέση με το άγιον Όρος, που γνωρίσαμε στα νεανικά μας χρόνια προ 35ετίας περίπου.
Βλέπουμε σήμερα ένα άγιον Όρος αγνώριστο πνευματικά, φοβισμένο και υποδουλωμένο απέναντι στην προϊσταμένη του εκκλησιαστική αρχή, έτοιμο να υποταχθεί στις εντολές του Φαναρίου, ακόμη και όταν αυτό σε πολλές περιπτώσεις δεν ορθοτομεί. Ένα άγιον Όρος χωρίς παλμό, ζωντάνια, αγωνιστικό και ομολογιακό φρόνημα. Ένα άγιον Όρος που παρουσιάζεται σε πολλά θέματα, ιδίως σε θέματα πίστεως, αιρέσεων και σχισμάτων, να συνευδοκεί, να συστοιχίζεται και να συμπορεύεται με την αίρεση και το σχίσμα. Ένα άγιον Όρος που ταλαντεύεται μεταξύ αιρέσεως και Ορθοδοξίας, ανίκανο να αρθρώσει λόγο θεολογικό, ανίκανο να υψώσει το ανάστημα του και να ελέγξει την αίρεση και αυτούς που την προωθούν, απ’ όπου και αν αυτοί προέρχονται.
Βεβαίως οι διαπιστώσεις αυτές δεν ισχύουν για όλες τις αγιορειτικές Μονές και όλους τους αγιορείτες. Δόξα τω Θεώ υπάρχουν και Ιερές Μονές, λίγες βέβαια, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, (Ιερές Μονές Γρηγορίου, Καρακάλλου, Κωνσταμονίτου και Φιλοθέου), όπως και αρκετοί μοναχοί σε σκήτες και κελλιά, που εξακολουθούν να αντιστέκονται στην παναίρεση του Οικουμενισμού και στις αυθαιρεσίες του Φαναρίου.
Γενικές διαπιστώσεις. «Η όλη αλήθεια».
Πάμπολλα είναι τα γεγονότα, που αποδεικνύουν όλες τις παρά πάνω θλιβερές διαπιστώσεις και βεβαίως δεν είναι του παρόντος να τα απαριθμήσουμε. Στην παρούσα μελέτη μας θα περιοριστούμε να σχολιάσουμε μια πρόσφατη δημοσίευση, που κυκλοφόρησε υπό μορφή φυλλαδίου, το οποίο έφθασε και στην Ιερά Μητρόπολή μας. Το φυλλάδιο προέρχεται από την Ιερά Μονή Παντοκράτορος αγίου Όρους και έχει τίτλο: «Η όλη αλήθεια για το ουκρανικό ζήτημα», με συγγραφέα τον ιερομόναχο Νικήτα Παντοκρατορινό. Ευθύς εξ’ αρχής, ήδη από τον τίτλο του φυλλαδίου, ο συγγραφέας προσπαθεί να βεβαιώσει τον αναγνώστη, ότι το φυλλάδιο εμπεριέχει όλη την αλήθεια γύρω από το ουκρανικό ζήτημα και όχι μισές, ή παραποιημένες αλήθειες. Το πόνημά του δηλαδή δεν αποτελεί μια διαφορετική προσέγγιση, ή μια επί πλέον συμβολή γύρω από το φλέγον αυτό θέμα. Όχι. Εμπεριέχει την «όλη αλήθεια», (!) έστω και αν άλλες αξιολογότατες και περισπούδαστες μελέτες που έχουν δημοσιευθεί μέχρι τώρα (όπως η άριστη μελέτη των τεσσάρων Σεβ. Μητροπολιτών Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κ. Ανδρέα, Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ, Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά, η μελέτη της Ἱερὰς Μονὴς Γρηγορίου αγίου Όρους με τίτλο: «Τα Δίκαια των Εκκλησιών καὶ η Ενότης τῆς Εκκλησίας», οι εξαιρετικές μελέτες του εκ Πατρών κληρικού π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου, κ.α.), διαφοροποιούνται ριζικά και εκφράζουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις.
Διαβάσαμε με προσοχή το φυλλάδιο και αβίαστα διαπιστώσαμε αφ’ ενός μεν μια αμείλικτη πολεμική του συγγραφέως εναντίον του πατριαρχείου της Ρωσίας και αφ’ ετέρου μια αγωνιώδη προσπάθειά του όχι απλώς να δικαιώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και να παρουσιάσει το ουκρανικό Αυτοκέφαλο ως ένα «θαύμα του Κυρίου», (σελ.17). Κατά τον συντάκτη όλο το φταίξιμο, όλο το λάθος, όλο το άδικο βρίσκεται στο Πατριαρχείο της Ρωσίας, ενώ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν βλέπει πουθενά κανένα λάθος, κανένα φταίξιμο. Κατά τους ισχυρισμούς του όσοι διαφοροποιούνται με τις θέσεις του στηρίζονται «επιλεκτικά σε κάποιους κανόνες…αγνοώντας όμως εκουσίως πολλούς άλλους», (σελ. 1). Κατ’ επέκταση και η συντριπτική πλειοψηφία των δέκα από τις δεκατέσσερις τοπικές Εκκλησίες, που απέρριψαν το ουκρανικό Αυτοκέφαλο, με τον τρόπο που χορηγήθηκε, δεν είναι δυνατόν παρά να βρίσκονται και αυτές σε λάθος δρόμο, σε πλάνη. Προφανώς και αυτές οι τοπικές Εκκλησίες στηρίζονται «επιλεκτικά σε κάποιους κανόνες…αγνοώντας όμως εκουσίως πολλούς άλλους»!!! Αντίθετα ο π. Νικήτας κατέχει σφαιρικά και από πάσης απόψεως το θέμα, χωρίς να αγνοεί κανένα Ιερό Κανόνα της Εκκλησίας! Επομένως οι δέκα τοπικές Εκκλησίες που απορρίπτουν το ουκρανικό Αυτοκέφαλο οφείλουν, αν θέλουν, να βρουν την «όλη αλήθεια», αν θέλουν να μην πλανώνται γύρω από το ζήτημα αυτό, να ανατρέξουν στο φυλλάδιο του π. Νικήτα!!!
Φθάνει μάλιστα στο σημείο να αποφανθεί ότι «όποιες αντιδράσεις υπάρχουν είναι προσωρινές και θα ατονήσουν, γιατί είναι ενάντια στο θέλημα του Θεού που ‘θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν’», (σελ.5). Επομένως οι αντιδράσεις των δέκα τοπικών Εκκλησιών, που διαφωνούν «είναι ενάντια στο θέλημα του Θεού», ενώ οι ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι όλες άγιες, θεάρεστες και σύμφωνες με το θέλημα του Θεού!!! Και όπως πολύ ορθά κάποιος μελετητής του θέματος παρατήρησε: «Επομένως δεν χρειάζεται και Πανορθόδοξη Σύνοδος, αφού όλα είναι τόσο θεάρεστα από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και παίρνει τόσο θεάρεστες αποφάσεις από μόνο του… Αρκεί και μόνον ο χρόνος για να κλίνουν όλοι, χωρίς άλλες αντιδράσεις, υπάκουα, τον αυχένα στο θέλημα της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Διχασμός σε πανορθόδοξο επίπεδο.
Με συνοπτικό τρόπο θα προσπαθήσουμε, στη σύντομη μελέτη που ακολουθεί, να δώσουμε με την Χάρη του Θεού, κάποιες απαντήσεις στα γραφόμενα του αγιορείτου, υπακούοντες σε σχετική παράκληση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας.
Αρχίζει με την επισήμανση ότι «το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας έχει απασχολήσει όλον τον ορθόδοξο κόσμο και όχι μόνο. Πρόκειται για το μεγαλύτερο εκκλησιαστικό γεγονός των τελευταίων δεκαετιών, όχι τόσο γιατί δημιουργήθηκε η δέκατη πέμπτη στην σειρά ορθόδοξη ανεξάρτητη Εκκλησία, όσο για την αντίδραση της Εκκλησίας της Ρωσίας που προκάλεσε διχασμό στην Ορθοδοξία με την διακοπή του μνημοσύνου και της κοινωνίας μεταξύ των πιστών της και όλων όσων αναγνωρίζουν την νέα Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας»!
Όπως θα φανεί με όσα θα παραθέσουμε στη συνέχεια, το ουκρανικό Αυτοκέφαλο όχι μόνον δεν μπορεί να θεωρηθεί «το μεγαλύτερο εκκλησιαστικό γεγονός των τελευταίων δεκαετιών», αλλά το ακριβώς αντίθετο. Υπήρξε το τραγικότερο «εκκλησιαστικό γεγονός των τελευταίων δεκαετιών», διότι εξ αιτίας αυτού προκλήθηκε ένα παγκόσμιο, πανορθοδόξων διαστάσεων σχίσμα, αφού εξ’ αιτίας του εν λόγω Αυτοκεφάλου δεν αντέδρασε μόνο η Εκκλησία της Ρωσίας, όπως ισχυρίζεται ο συντάκτης, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία, (δέκα τον αριθμό), των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Τον διχασμό εν προκειμένω δεν τον προκάλεσαν οι δέκα τοπικές Εκκλησίες, που απέρριψαν το Αυτοκέφαλο, όπως θα καταδείξουμε στη συνέχεια, αλλά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, (Η.Π.Α. και Ε.Ε.). Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο συντάκτης πουθενά στο κείμενό του δεν σχολιάζει την αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των τοπικών Εκκλησιών. Την προσπερνά αδιάφορα, εθελοτυφλώντας, μπροστά στην ανεπιθύμητη γι’ αυτόν και ενοχλητική πραγματικότητα. Τίποτα επίσης δεν μας λέει σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι υπόλοιπες τρείς τοπικές Εκκλησίες, (Αλεξανδρείας, Κύπρου και Ελλάδος), δέχθηκαν το ουκρανικό Αυτοκέφαλο. Αποσιωπά το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας αποδέχθηκε το ουκρανικό Αυτοκέφαλο ως τετελεσμένο γεγονός και μνημόνευσε τον ψευδομητροπολίτη Επιφάνιο, χωρίς να συγκαλέσει προηγουμένως Σύνοδο, προκειμένου εκείνη να αποφανθεί οριστικά για την αναγνώριση, ή μη, του ουκρανικού Αυτοκεφάλου. Προφανώς επειδή γνώριζε ότι αν συγκαλέσει Σύνοδο, η πλειοψηφία των Ιεραρχών θα αντιδράσει και δεν θα επιτύχει το σκοπό του, έλαβε απὸ μόνος του τὴν απόφαση της αναγνώρισης, καταπατώντας όμως το Συνοδικό Σύστημα και ενεργώντας ως μικρός πάπας. Αποσιωπά επίσης το γεγονός ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος συζήτησε μεν συνοδικά το ουκρανικό Αυτοκέφαλο, ωστόσο δεν έγινε ονομαστική ψηφοφορία, (όπως θα έπρεπε βέβαια για ένα τόσο φλέγον θέμα), ώστε να εκφραστεί διά της ψήφου η γνώμη όλων των Ιεραρχών και επεκράτησε τελικά, (με απαράδεκτο και αντισυνοδικό τρόπο), η γνώμη του Προέδρου Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου. Προφανώς για τον π. Νικήτα είναι περιττές και οι ψηφοφορίες και οι συνοδικές διαβουλεύσεις αφού από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου τα πάντα έγιναν τόσο θεάρεστα, και όλα … «σύμφωνα με το θέλημα του Θεού»!!!
Εισπήδηση στὸ έδαφος της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Στη συνέχεια προχωρεί σε μια μονομερή ιστορική ανασκόπηση, προσπαθώντας να αναιρέσει τον ισχυρισμό ότι έγινε «εισπήδηση στὸ έδαφός τους, [της Εκκλησίας της Ρωσίας], απὸ τὸ Οικουμενικὸ Πατριαρχείο». Η ανασκόπηση είναι ψευδής και παραπλανητική, διότι, ο π. Νικήτας, διηγούμενος την ιστορική εξέλιξη του εκχριστιανισμού των Ρώσων και την αρχική εκκλησιολογική τους εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, (10ος- 17ος αιών), κάνει ένα ιστορικό άλμα τριάμισυ περίπου αιώνων, (17ος- 21ος αιώνας), και αποσιωπά πολύ σημαντικές αλλαγές στο εκκλησιαστικό καθεστώς της Ουκρανίας της περιόδου αυτής. Όπως έχει καταδείξει σε πρόσφατη εργασία του, ο πρωτοπρ. π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος «σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έγγραφα και εκδόσεις, ακόμα και του ιδίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου που έχουν εκδοθεί από το δικό του εν Κωνσταντινουπόλει ‘Πατριαρχικόν Τυπογραφείον’, σύμφωνα με μελέτες στελεχών και συνεργατών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, (Αρχειοφύλακας του Οικ. Θρόνου Κ. Δελλικάνης, π. Θ. Ζήσης, Β. Σταυρίδης, Βλ. Φειδάς, Γρ. Λαρεντζάκης), καθώς και επίσημα διατυπωμένες θέσεις του ιδίου του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου (επιστολές, ομιλίες), προκύπτει ότι η ίδια η εκκλησιαστική και κανονική συνείδηση του Οικουμενικού Θρόνου τους τελευταίους τρεισήμισι αιώνες μέχρι και το 2018, δεν θεωρούσε ως κανονικό του έδαφος την Ουκρανία, την οποία αναγνώριζε με τον πλέον επίσημο και σαφή τρόπο ότι υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Ρωσίας, το οποίο ασκούσε την πλήρη κανονική δικαιοδοσία του σε όλα τα ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής».
Παρά κάτω ο π. Αναστάσιος προσθέτει τα εξής εξ’ ίσου σημαντικά: «Τελευταίο, αλλά και το πλέον καθοριστικό: Στο ερώτημα αν υπάγεται η Εκκλησία της Ουκρανίας στο Πατριαρχείο της Ρωσίας έχει αποφανθεί η πανορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση. Όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και τα Πατριαρχεία αναγνωρίζουν ότι η Αυτόνομη Εκκλησία της Ουκρανίας υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία της Μόσχας. Όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, οι Εκκλησίες θεωρούν ως μοναδικό κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου τον Ονούφριο. Με αυτόν και την περί αυτόν Σύνοδο και μόνο, είχαν κοινωνία στα διορθόδοξα και πανορθόδοξα συλλείτουργα και στις Επιτροπές όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αυτή η ομοφωνία εκφράζει την πανορθόδοξη-οικουμενική εκκλησιαστική συνείδηση της Ορθοδοξίας, την οποία κανένας δεν έχει δικαίωμα να περιφρονήσει χωρίς σοβαρές συνέπειες».
Η ως άνω μνημονευθείσα μελέτη του π. Αναστασίου μας δίδει και άλλα επί πλέον ακαταμάχητα και συντριπτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στο διάστημα των τριάμισυ αιώνων η Μητρόπολη Κιέβου καὶ γενικότερα η Ουκρανία υπαγόταν στην Εκκλησία της Ρωσίας. Απὸ το περίφημο «Συνταγμάτιο του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Χρυσάνθου» (Νοταρᾶ) τοῦ 1715 μέχρι και το 2019 όλα τα επόμενα «Συνταγμάτια», (1855, 1896, 1902), Τυπικά, Ημερολόγια, και Επετηρίδες όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών θεωρούσαν την Ουκρανία επαρχία της Εκκλησίας της Ρωσίας. Ποιός μπορεί να περιφρονήσει ελαφρά τη καρδία την πανορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και εμπειρία; Όλα τα παρά πάνω αποδεικτικά στοιχεία βοούν και κράζουν με μια φωνή ότι η Εκκλησία της Ουκρανίας υπάγεται στην Εκκλησία της Ρωσίας. Μόνο που η βοή και κραυγή τους δεν φαίνεται να έχει φθάσει μέχρι τα αυτιά του π. Νικήτα.
Το συμπέρασμα επομένως το οποίο συνάγεται, με βάση τα παρά πάνω, είναι ότι τό Οικουμενικό Πατριαρχείο δὲν είχε κανένα κανονικὸ δικαίωμα νὰ παρέμβει στην δικαιοδοσία άλλης τοπικής Εκκλησίας, (εν προκειμένω της Ρωσίας), και επομένως διέπραξε ένα σοβαρότατο κανονικό αδίκημα, αυτό της εἰσπήδησης, πού καταδικάζονται απὸ πολλοὺς Ιεροὺς Κανόνες (Β-2, Γ-8, Πενθέκτης-39, Αντιοχείας-13, -22, Σαρδικής-3 κ.α.) καὶ σύνολη τὴν εκκλησιαστικὴ Παράδοση. Κατ’ επέκταση τό Οικουμενικό Πατριαρχείο φέρει ακεραία την ευθύνη για την δημιουργία του πανορθοδόξου σχίσματος, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Λησμονείται ακόμη ότι το 1686 παρεχωρήθη η Μικρά και Λευκή Ρωσία, (Ουκρανία), στο Πατριαρχείο Μόσχας και ότι 330 χρόνια μετά ταύτα δεν μπορεί να ισχύει ουδεμία επίκλησις παραβάσεως των όρων, διότι έχει παραγραφεί σχετικό δικαίωμα που προβλέπει ο ΙΖ΄ ιερός Κανών της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Αντιφάσεις – Έωλοι ισχυρισμοί.
Παρά κάτω στο ίδιο κεφάλαιο, (σελ. 4), γράφει, διαστρέφοντας και πάλι την πραγματικότητα: «Το 1991 η Ουκρανία έγινε ανεξάρτητο κράτος. Ως φυσικό επακόλουθο η Εκκλησία της Ουκρανίας ζήτησε από το Πατριαρχείο Μόσχας να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την Αυτοκεφαλία της. Άπασα η Ιεραρχία της Ουκρανίας με ομόφωνη απόφαση υπέγραψε το αίτημα το 1992. Ήταν όμως πολύ δύσκολο για την Εκκλησία της Ρωσίας να επιτρέψει την Αυτοκεφαλία της Ουκρανίας, διότι εάν την αναγνώριζε ως Αυτοκέφαλη, αυτό θα σήμαινε ότι θα έχανε πολλά σημαντικά εδάφη και προσκυνήματα που συνδέονται άμεσα με την ιστορία της, και ταυτόχρονα θα έχανε την επιρροή της σε αυτήν. Προτίμησε, λοιπόν, την δημιουργία σχίσματος μέσα στην Ουκρανία από το να δεχτεί την απόδοση Αυτοκεφαλίας. Ουσιαστικά δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα: το ένα που υποστήριζε την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ουκρανίας (σχισματικοί) και το έτερο που ήταν φίλα προσκείμενο στην Ρωσική Εκκλησία». Εδώ, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται, ομολογεί και ο ίδιος το ακριβώς αντίθετο, με αυτό που προηγουμένως πάσχιζε με κάθε τρόπο να αποδείξει: Ότι δηλαδή η Εκκλησία ανέκαθεν και πάντοτε υπαγόταν εκκλησιαστικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αν όντως η Εκκλησία της Ουκρανίας πάντοτε υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τότε γιατί άραγε να ζητήσει «από το Πατριαρχείο Μόσχας να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την Αυτοκεφαλία της» και όχι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο πάντοτε υπαγόταν; Μήπως λάθος πόρτα χτύπησε και αντί να απευθυνθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο απευθύνθηκε τελικά στην Εκκλησία της Ρωσίας; Φυσικά και δεν χτύπησε λάθος πόρτα. Απλώς ο π. Νικήτας αντιφάσκει με τον εαυτό του. Δεν μας εξηγεί ακόμη, πως συμβαίνει το 1992 η Εκκλησία της Ουκρανίας να ζητήσει από το Πατριαρχείο Μόσχας Αυτοκέφαλο «με ομόφωνη απόφαση» και το 2018 η επίσημη υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο Εκκλησία της Ουκρανίας που εκπροσωπεί το 95% του ουκρανικού λαού, να αρνείται να αποσπασθεί από τη υπαγωγή της στο Πατριαρχείο της Ρωσίας και κατ’ επέκταση την Αυτοκεφαλία;
Αλλά και ο ισχυρισμός του ότι δήθεν η Εκκλησία της Ρωσίας, «προτίμησε, …την δημιουργία σχίσματος μέσα στην Ουκρανία από το να δεχτεί την απόδοση Αυτοκεφαλίας», δεν ευσταθεί. Το σχίσμα μέσα στην Ουκρανία δεν το δημιούργησε η Εκκλησία της Ρωσίας, αλλά οι ηγέτες των δύο σχισματικών ομάδων, (του Φιλαρέτου Ντενισένκο και του Μακαρίου Μάλετιτς), που αποτελούν μια χούφτα ανθρώπων, που εκπροσωπούν μόλις το 5% του πληθυσμού της Ουκρανίας. Είναι λάθος επίσης να χρησιμοποιεί τον ίδιο χαρακτηρισμό: «στρατόπεδα», αφ’ ενός μεν την κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον κανονικό Μητροπολίτη κ. Ονούφριο, την οποία επί τριάμισι αιώνες αναγνώριζε και συνεχίζει να αναγνωρίζει η συντριπτική πλειοψηφία των τοπικών Εκκλησιών και αφ’ έτερου τις δύο σχισματικές ομάδες, που δημιούργησαν κάποιοι καθηρημένοι και αχειροτόνητοι.
Υπάρχει ειλικρινής μετάνοια από τους πρώην σχισματικούς;
Στο επόμενο κεφάλαιο με τίτλο: «Ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει μετάνοια από τους πρώην σχισματικούς», προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη ότι οι σχισματικοί μετανόησαν. Γράφει: «Πώς όμως μπορούμε να πούμε ότι δεν μετανόησε ο Μητροπολίτης Φιλάρετος; Η πράξη που έδειξε την πραγματική μετάνοιά του ήταν η απόφασή του να διαλύσει το ‘Πατριαρχείο Κιέβου’, το οποίο υπηρετούσε για 27 ολόκληρα χρόνια. Αν δεν είχε μετανοήσει δεν υπήρχε περίπτωση να υπογράψει την διάλυσή του», (σελ.6). Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά και ας δούμε κατ’ αρχήν, ποιοι ήταν αυτοί που συγκρότησαν το σχισματικό μόρφωμα, που αργότερα ονομάσθηκε «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας» με αυθαίρετες δυστυχώς και αντικανονικές ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ήταν α) ο μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, καθηρημένος καὶ αναθεματισμένος πρώην επίσκοπος της Εκκλησίας της Ρωσίας. Η καθαίρεση και ο αναθεματισμός του αναγνωρίστηκε και έγινε αποδεκτός από όλες τις τοπικές Εκκλησίες και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τον Αύγουστο του 1992 σε επιστολή του στον Πατριάρχη Μόσχας αποδέχθηκε ως κανονική την καθαίρεση του Φιλαρέτου. β) Ο Μακάριος Μάλετιτς, ο οποίος ουδέποτε καθαιρέθηκε ως Επίσκοπος, διότι ουδέποτε έλαβε κανονική εις επίσκοπο χειροτονία! Είναι καθηρημένος πρεσβύτερος. Ο πρώτος εξ’ αυτών δημιούργησε την λεγόμενη «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία-Πατριαρχείο Κιέβου» και ο δεύτερος την «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία».
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, αν υπήρξε μετάνοια εκ μέρους των σχισματικών, θα πρέπει να εξετάσουμε, αν αυτοί επανήλθαν στην εκκλησιαστική κοινωνία με την τοπική Εκκλησία απὸ την οποία αποσχίσθηκαν. Διότι αυτό σημαίνει μετάνοια: Διαλύω το εκκλησιαστικό μόρφωμα, που κακώς δημιούργησα και επανέρχομαι υποχρεωτικά στην εκκλησιαστική δομή από την οποία αποσχίσθηκα. Οι Φιλάρετος και Μακάριος, ναι μεν διέλυσαν τα σχισματικά μορφώματα, που δημιούργησαν, αλλά δεν επανήλθαν στην εκκλησιαστική δομή από την οποία αποσχίσθηκαν, δηλαδή στην κανονική υπό τον Ονούφριο ουκρανική Εκκλησία. Εάν δεν υπάρξει η επάνοδος αυτή τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για μετάνοια αληθινή, διότι όπως πολύ ορθά παρατηρεί και πάλι ο εκ Πατρών κληρικός: «περιφρονείται η τοπική Εκκλησία και αθετείται η βασική και θεμελιώδης αρχή της εκκλησιαστικής παραδόσεως, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία με την καθ’ όλου Εκκλησία γίνεται δια της τοπικής Εκκλησίας, και η καταδικαστική απόφαση για εκκλησιαστικά εγκλήματα μιας τοπικής Εκκλησίας ισχύει σε όλη την ανά την οικουμένη Εκκλησία (Αποστ-12, -32, Αντιοχ-6, Καρθ-9). Η θεμελιώδης αυτή κανονική αρχή είναι καθοριστικής σημασίας για την αποκατάσταση των σχισματικών κοινοτήτων. Η αποκατάστασή τους δεν συντελείται απροϋπόθετα με την απλή κοινωνία και αναγνώριση από κάποιους ‘φίλους’ που ανήκουν στην κανονική Εκκλησία. Η κοινωνία με το σχίσμα δεν διορθώνει το σχίσμα, αλλά καθιστά υποδίκους ενώπιον των Ιερών Κανόνων τους κοινωνούντας με αυτό! Η κανονική παράδοση είναι σαφής: ‘Μη εξείναι δε κοινωνείν τοις ακοινωνήτοις μηδέ εν ετέρα Εκκλησία υποδέχεσθαι τους εν ετέρα Εκκλησία μη συναγομένους. Ει δε φανείη τις των Επισκόπων ή πρεσβυτέρων ή Διακόνων ή τις του Κανόνος, τοις ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινώνητον είναι, ως αν συγχέοντα τον Κανόνα της Εκκλησίας’ (Αντιοχ-2). Επίσης, ‘ει τις ακοινωνήτω, καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω’ (Αποστ-10), και ‘ου δει αιρετικοίς η σχισματικοίς συνεύχεσθαι’» (Λαοδ-33). Έτσι, στην παράδοση της Εκκλησίας μας η αποκατάσταση των σχισματικών γίνεται πάντοτε είτε δια της τοπικής Εκκλησίας, από την οποία αποσχίσθηκαν, είτε δια Οικουμενικής Συνόδου (π.χ. Μελιτιανό Σχίσμα από την Α΄ Οἰκουμενική). Ποτέ μία τοπική Εκκλησία δεν αποκατέστησε σχισματική ομάδα που είχε αποσχισθεί από άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ‘σύγχυση του κανόνα της εκκλησίας’ (Αντιοχ-2)». Το ότι ο μοναχός Φιλάρετος δεν μετανόησε ειλικρινά φαίνεται και από το γεγονός ότι αργότερα παλινδρόμησε και αναδιοργάνωσε το ψευδοπατριαρχειο Κιέβου.
Ωραιοποίηση της πραγματικότητος.
Στο ίδιο κεφάλαιο κάνει μια ακόμη προσπάθεια να παραποιήσει την νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε μετά την χορήγηση της Αυτοκεφαλίας. Γράφει: «Εκατομμύρια Ουκρανών βρίσκονταν 27 χρόνια στο σχίσμα, χωρίς να ξέρουν τον λόγο. Θα πρέπει όλοι μας να χαιρόμαστε, γιατί ο Ουκρανικός λαός στο σύνολό του πλέον βρήκε ‘ὁδὸν σωτηρίας’. Πολλά εκατομμύρια νέα μέλη αριθμεί η Εκκλησία του Χριστού». Η νέα πραγματικότητα στην Ουκρανία, π. Νικήτα, μετά την χορήγηση της Αυτοκεφαλίας είναι τελείως διαφορετική και δεν επιτρέπεται να την αγνοείς, ή να την αποσιωπάς. Μετά την αντικανονική χορήγηση Αυτοκεφαλίας έχει ξεκινήσει στην Ουκρανία ένας πρωτοφανής διωγμός κατά της κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο. Επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί και πιστοί προπηλακίζονται, αρπάζονται μοναστήρια και ναοί, ενώ διώκονται αδελφότητες της κανονικής Εκκλησίας, η οποία μετονομάστηκε σε «Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία». Ένας αλληλοσπαραγμός άνευ προηγουμένου. Πως είναι δυνατόν άνθρωποι που προπηλακίζουν, αρπάζουν, λεηλατούν, μεταχειρίζονται βία, να βρίσκονται εις «οδὸν σωτηρίας»; Όχι π. Νικήτα, δεν βρίσκονται εις «οδὸν σωτηρίας», αλλά εις οδόν απωλείας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο επεδίωξε με το ουκρανικό Αυτοκέφαλο να φέρει, (υποτίθεται), εις «οδὸν σωτηρίας» μια χούφτα ανθρώπων, μια ασήμαντη μειοψηφία του ουκρανικού λαού. Και τι πέτυχε τελικά; Ούτε αυτούς κατόρθωσε να φέρει εις «οδὸν σωτηρίας», ενώ παράλληλα δημιούργησε ένα πανορθοδόξων διαστάσεων σχίσμα. Αυτό ήταν το «κατόρθωμα» του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σχετικά με το έκκλητο.
Στο επόμενο κεφάλαιο με τίτλο: «Ισχυρίζονται ότι το οικουμενικό πατριαρχείο δεν έχει το κανονικό δικαίωμα να δέχεται έκκλητον και από τα άλλα πατριαρχεία», προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει αυτό το δικαίωμα και ότι στην Εκκλησία υφίσταται παγκόσμιος δικαστής, ένας πατριάρχης και όχι η Οικουμενική Σύνοδος
. Γράφει: «η Εκκλησία μέσω των Οικουμενικών Συνόδων έδωσε το προνόμιο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ως πρώτη Εκκλησία μεταξύ ίσων, να παρεμβαίνει αυτεπαγγέλτως όπου χρειαστεί, αλλά και να δέχεται Έκκλητο προσφυγή και από άλλες τοπικές Εκκλησίες και να κρίνει και να διευθετεί τις υποθέσεις τους», (σελ. 7). Στο κρίσιμο και κομβικής σημασίας αυτό θέμα μας δίδει αυθεντικές και έγκυρες απαντήσεις η περισπούδαστη μελέτη των εξ’ Ελλάδος τεσσάρων Μητροπολιτών, για τους οποίους έγινε λόγος προηγουμένως. Την παραθέτουμε αυτούσια: «Το κρίσιμον, επομένως, θέμα, το οποίον τίθεται από κανονικής επόψεως εις το συγκεκριμένον ζήτημα είναι, εάν αι αποφάσεις τελείας Συνόδου, προεδρευομένης υπό Πατριάρχου, ως είναι η Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας, είναι ανέκκλητοι, ή δύνανται να εκκληθούν ενώπιον άλλης Πατριαρχικής Συνόδου. Το θέμα αυτό απησχόλησε την Οικουμενικήν Εκκλησίαν μετά την Σύνοδον της Σαρδικής και τους Κανόνας Αυτής Γ΄, Δ΄ καί Ε΄, εις την οποίαν μετείχον οι Δυτικοί Επίσκοποι και προήδρευσε ο Όσιος Κορδούης, συγκροτηθείσης εν ταυτώ και Συνόδου των Ανατολικών Επισκόπων εις την σημερινήν Φιλιππούπολιν. Πρώτος ο Επίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος, επικαλούμενος τους Κανόνας της Σαρδικής, ως Κανόνας δήθεν της Α΄ Οἰκουμενικής Συνόδου της Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα υπάτου δικαστού επί των Εκκλησιών της Β. Αφρικής και ηξίωσε την αποκατάστασιν του καθαιρεθέντος από τον Επίσκοπον Sicca Ουρβανόν Πρεσβυτέρου Απιαρίου. Οι αφρικανοί Επίσκοποι απέκρουσαν διαρρήδην το υπό του Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου και των διαδόχων του Βονιφατίου και Κελεστίνου Α΄ αξιούμενον δικαίωμα υπάτου δικαστού των Εκκλησιών τους το 424. Προηγουμένως, η εν Καρθαγένη Τοπική Σύνοδος με τον ΛΣΤ (31) Κανόνα της (κατ’ αρίθμησιν ‘Πηδαλίου’), ο οποίος επαναλαμβάνεται απαραλλάκτως και με τον ΡΛΔ (129) Κανόνα της ιδίας Συνόδου ενομοθέτησεν: ‘Ομοίως ήρεσεν, ίνα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι και οι λοιποί κατώτεροι κληρικοί, εν αις έχουσιν αιτίαις, εάν τα δικαστήρια μέμφωνται των ιδίων επισκόπων, οι γείτονες επίσκοποι ακροάσωνται αυτών και μετά συναινέσεως του ιδίου επισκόπου, τα μεταξύ αυτών διαθώσιν οι προσκαλούμενοι παρ’ αυτών επίσκοποι. Διό, ει και περί αυτών έκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μη εκκαλέσωνται εις τα πέραν της θαλάσσης δικαστήρια, αλλά προς τους πρωτεύοντας των ιδίων επαρχιών, ως και περί των επισκόπων πολλάκις ώρισται. Οι δε προς περαματικά δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ ουδενός εν τη Αφρική δεχθώσιν κοινωνίαν’.
Και το απολύτως σημαντικόν είναι ότι οι Κανόνες της εν Καρθαγένη Συνόδου επεκυρώθησαν ωρισμένως και ονομαστικώς από τον Β΄ Κανόνα της Αγίας Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, απλώς δε από τον Α΄ της Δ΄ καί τον Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επομένως η αρχαία Εκκλησία εδέχθη ότι τα υπό Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ Κανόνων της Σαρδικής οριζόμενα αφεώρων ειδικόν προνόμιον, το οποίον απενεμήθη εις τον τότε Ορθόδοξον Επίσκοπον της πρεσβυτέρας Ρώμης διά τους υπ’ αυτόν υποκειμένους Επισκόπους και μόνον και όχι ανάθεσις υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας εις αυτόν.
Σχετικώς ο Ζωναράς λέγει: ‘Ούτε ουν της εν Νικαία Συνόδου εστίν ο Κανών, ούτε πάσας τας εκκλήτους ανατίθησιν αυτώ αλλά των υποκειμένων αυτώ’ (Σ.Γ.241), ο δε Βαλσαμών αναφέρει: ‘ειδικόν γαρ εστί τούτο εις τας εκκλησιαστικάς υποθέσεις του Πάπα και κρατείν οφείλει ένθα εξεφωνήθη’ (Σ.Γ.239).
Συνεπώς η απαίτησις του τότε Ορθοδόξου Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης δια προνόμιον υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας απερρίφθη υπό της Εκκλησίας, διότι έγιναν δεκταί αι κανονικαί διατάξεις της Συνόδου της Καρθαγένης δια της Αγίας Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ότι θα αφορίζωνται οι Κληρικοί ετέρου εκκλησιαστικού κλίματος, οι οποίοι θα εκκαλούν ενώπιον του Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης τας υποθέσεις των.
Εις την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν επί τη βάσει των Ι. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι διακελεύουν: ‘Ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην, επίσκοπος, ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τον έξαρχον της διοικήσεως, ή τον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, και επ’ αυτώ δικαζέσθω’, εις προσβολήν δι’ εκκλήτου δεν υπόκειται, δηλ. τυγχάνει ανέκκλητος εκδοθείσα καταδικαστική απόφασις υπό τελείας Πατριαρχικής Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ορθήν εφαρμογήν του ΚΗ΄ Αποστολικού Κανόνος και του Δ΄ Κανόνος της εν Αντιοχεία Συνόδου, όπως είναι η υπό την Προεδρίαν του Εξάρχου της Διοικήσεως (τότε) τελούσα Γενική Σύνοδος των Μητροπολιτών, ή η (σήμερον) υπό την Προεδρίαν του Πατριάρχου τελούσα Σύνοδος του οικείου Πατριαρχικού κλίματος.
Τόσον ο Θ΄ όσον και ο ΙΖ΄ Ιεροί Κανόνες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου θέτουν διαζευκτικόν εις την ιδίαν κανονικήν πρόβλεψιν δια τον Έξαρχον της Διοικήσεως και τον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως και παρέχουν δυνατότητα ισοτίμου προσφυγής. Επομένως δεν ανιδρύουν οι Κανόνες δια τον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως υπερτάτην δικαστικήν αρμοδιότητα και έτερον βαθμόν δικαιοδοσίας. Έξαρχος δε της Διοικήσεως σήμερον είναι ο Πρόεδρος του οικείου Πατριαρχικού κλίματος.
Ο Βαλσαμών αναφέρει χαρακτηριστικώς: ‘Αι ψήφοι των Πατριαρχών εκκλήτω ουχ υπόκεινται’, Ν ΡΚΓ , κβ, Β.Γ.α.λη· ‘ο μακαριώτατος πατριάρχης εκείνης της διοικήσεως μεταξύ αυτών ακροάσθω, κακείνα οριζέτω άτινα τοις εκκλησιαστικοίς κανόσι, και τοις νόμοις συνάδει, ουδενός μέρους κατά της ψήφου αυτού αντιλέγειν δυναμένου’, εις δε την ‘Επαναγωγήν’ ΙΑ ,6 (J.G.R. τ Β, 260)· ‘Το του Πατριάρχου κριτήριον εκκλήτω ουχ υπόκειται, ουδέ αναψηλαφάται υφ’ ετέρου, ως αρχή και αυτών των εκκλησιαστικών κριτηρίων’.
Ο Ιερός και Μέγας Φώτιος δε εις τα ‘Νομοκανονικά’ του Θ, α (Σ.Α. 169) γράφει: ‘ούτε γαρ εκκαλούντο αι των Πατριαρχών ψήφοι’. Κατά ταύτα η δικαστική κρίσις οιασδήποτε Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου, η οποία αποτελεί κατά το Κανονικόν μας Δίκαιον τελείαν Σύνοδον και εκφέρεται μετά από εκδίκασιν κανονικής υποθέσεως τυγχάνει ανέκκλητος, δυναμένη μόνον να εκκληθή ενώπιον Οικουμενικής Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου ‘Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, Το ποινικόν Δίκαιον της Εκκλησίας’, σελ. 836 επ., ΑΘΗΝΑΙ 1962)…. Οι Ιεροί Κανόνες Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου καθιέρωσαν, ως προείπομεν, τον ίδιον βαθμόν δωσιδικίας δια τον Έξαρχον της Διοικήσεως (σημερινόν Πρόεδρον τελείας Πατριαρχικής Συνόδου) και δια τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην-Αρχιεπίσκοπον Κων/νουπόλεως και με αυτήν την κανονικήν ρύθμισιν δεν ανίδρυσαν μείζονα δικαιοδοσίαν δι’ ουδένα Πατριαρχικόν Θρόνον.….
Το προκύπτον συμπέρασμα εκ της κανονικής αυτής εν τη Εκκλησία ρυθμίσεως δια την περίπτωσιν της Ουκρανίας είναι ότι εσφαλμένως και άνευ κανονικής αρμοδιότητος και δωσιδικίας η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξεδίκασε εκκλήτους και έκρινε επί τελεσιδίκων κανονικών υποθέσεων πρώην κληρικών άλλης Εκκλησιαστικής Αρχής, της Ρωσσικής Εκκλησίας, η οποία αρμοδίως κατέχει τους δικαστικούς φακέλους των εν θέματι τιμωρηθέντων Κληρικών, το περιεχόμενον των οποίων έδει να ληφθή υπ’ όψιν της εν Κωνσταντινουπόλει Αγίας και Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου, επιληφθείσης της Κανονικής υποθέσεως αυτών αναρμοδίως, τροποποιούσα και ακυρώνουσα αποφάσεις τελείας Πατριαρχικής Συνόδου χωρίς σχετικήν κανονικήν αρμοδιότητα».
Η αποκατάσταση των σχισματικών.
Στο επόμενο κεφάλαιο με τίτλο: «Ισχυρίζονται ότι δεν έχει ισχύ η αναγνώριση των πρώην σχισματικών και ότι παραμένουν σχισματικοί», προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη ότι για την αποκατάσταση των καθηρημένων, αφορισμένων καὶ αυτοχειροτόνητων το Οικουμενικὸ Πατριαρχείο ακολούθησε την εκκλησιαστικὴ παράδοση, επικαλούμενος περιπτώσεις από την εκκλησιαστική ιστορία, αιρετικών και σχισματικών που μετά την επιστροφή τους στην Ορθοδοξία αποκαταστάθηκαν χωρίς αναχειροτονία. Εδώ ο κατά τα άλλα αγαπητός π. Νικήτας πέφτει σε κατά συρροήν αλλεπάλληλα σφάλματα και από τη μία πλάνη στην άλλη. Και εξηγούμεθα: Προηγουμένως αποδείξαμε ότι α) τό Οικουμενικό Πατριαρχείο δὲν είχε κανένα κανονικὸ δικαίωμα να παρέμβει στην δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρωσίας και επομένως διέπραξε ένα σοβαρότατο κανονικό αδίκημα, αυτό της εισπήδησης, που καταδικάζεται απὸ πολλοὺς Ιεροὺς Κανόνες (Β-2, Γ-8, Πενθέκτης-39, Αντιοχείας-13, -22, Σαρδικής-3 κ.α.) και σύνολη την εκκλησιαστικὴ Παράδοση. Και β) ότι εσφαλμένως και άνευ κανονικής αρμοδιότητος η Αγία καί Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξεδίκασε εκκλήτους και έκρινε επί τελεσιδίκων κανονικών υποθέσεων πρῴην κληρικών άλλης Εκκλησιαστικής Αρχής, της Ρωσικής Εκκλησίας. Αφού λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση και το αδίκημα της εισπηδήσεως έχουμε, αλλά και το έκκλητον δεν ισχύει, τότε είναι φανερό, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πολύ περισσότερο τώρα, δεν είχε κανένα κανονικὸ δικαίωμα να αποκαταστήσει σχισματικούς άλλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. Η μόνη εκκλησιαστική αρχή που είναι αρμόδια να αποφασίσει για την αποκατάσταση των σχισματικών είναι η Εκκλησία της Ρωσίας, με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι σχισματικοί θα επεδείκνυαν μετάνοια ειλικρινή, η οποία, όπως πολύ ορθά παρατηρεί ο καθηγητής κ. Τσελλεγγίδης, είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επάνοδο των σχισματικών στην κανονικότητα. Την οποία βέβαια μετάνοια δεν επέδειξαν μέχρι σήμερα οι σχισματικοί.
Είναι αναγκαία η Πανορθόδοξη Σύνοδος;
Στο επόμενο κεφάλαιο με τίτλο: «Ισχυρίζονται ότι ο οικουμενικός πατριάρχης θέλει να είναι πρώτος άνευ ίσων και τον χαρακτηρίζουν ως πάπα της Ανατολής», θα σχολιάσουμε δύο ουσιώδους σημασίας αναφορές του, προσπερνώντας τα όσα αναφέρει για την συνάντηση των προκαθημένων στο Αμμάν της Ιορδανίας. Και τούτο διότι η συνάντηση αυτή πρώτον μεν δεν συγκλήθηκε από το Πατριαρχείο Μόσχας, αλλά από αυτό των Ιεροσολύμων, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει και δεύτερον στη συνάντηση αυτή οι Προκαθήμενοι στο κοινό ανακοινωθέν που δημοσίευσαν μετά το πέρας της συναντήσεως, δεν αναφέρθηκαν στην οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων», ούτε κατηγόρησαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ότι θέλει να είναι «πρώτος άνευ ίσων» και πάπας της Ανατολής. Επομένως τα της συναντήσεως αυτής είναι εκτός θέματος και δεν ανταποκρίνονται στον τίτλο του κεφαλαίου.
Η πρώτη αναφορά του είναι: «Τώρα από το Πατριαρχείο της Μόσχας στο θέμα της Ουκρανίας, ζητούν απόδοση Αυτοκεφαλίας μόνο με την συναίνεση όλων των τοπικών Εκκλησιών, με κάποια μορφή Πανορθοδόξου Συνόδου. Όμως καμία Αυτοκεφαλία δεν δόθηκε με Πανορθόδοξη Σύνοδο, εφόσον αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου», (σελ.13). Κατ’ αρχήν Πανορθόδοξη Σύνοδο δεν ζήτησε μόνο το πατριαρχείο Μόσχας, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Εις ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του ότι η απόδοση της Αυτοκεφαλίας «είναι αποκλειστικό προνόμιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου» και επομένως δεν χρειάζεται καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, αναφέρουμε τα εξής: Ασφαλώς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δικαιούται να χορηγεί το Αυτοκέφαλο, όπως και η Εκκλησία της Ουκρανίας δικαιούται την Αυτοκεφαλία, πλην όμως υπό προϋποθέσεις. Στην περίπτωση της Ουκρανίας δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις, που απαιτεί η εκκλησιαστική Παράδοση και τάξη. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος: «Δυστυχώς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο όχι μόνο δεν τήρησε τις προϋποθέσεις, αλλά και αυτοαναιρέθηκε! Άλλα έλεγε και με θέρμη υποστήριζε επί δεκαετίες στις Πανορθόδοξες Διασκέψεις, και τα ακριβώς αντίθετα έκανε στην Ουκρανία. Όλες οι Πανορθόδοξες Διασκέψεις, όλοι οι ιστορικοί και κανονολόγοι που είναι συνεργάτες και στελέχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ακόμα και ο ίδιος ο Οικουμενικός Θρόνος μέχρι τον Απρίλιο 2018 ομογνώμως και ομοφώνως διεκήρυτταν ότι η εκκλησιαστική παράδοση και τάξη για την ανακήρυξη του ‘αυτοκεφάλου’ μιας Εκκλησίας προβλέπει τα εξής, τα οποία συνοψίζει από το επίσημο βήμα της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Διάσκεψης, (Γενεύη, 9-17.12.2009), ως πρόεδρός της ο εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητρ. Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας): ‘Εφ’ όσον ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξασφαλίζει την συναίνεσιν των κατά Τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, δια της λήψεως εγγράφου συναινέσεώς τους, δύναται να υπογράψη μόνος του τον Πατριαρχικόν Τόμον…Αν υπογράψη μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης τον Τόμον του Αυτοκεφάλου ουδόλως υποβαθμίζεται η πανορθόδοξος συναίνεσις, αφού κατά τα ήδη αποφασισθέντα θα πρέπει εκ των προτέρων να έχη δοθή η συναίνεσις πάντων των προκαθημένων και φυσικά και του προκαθημένου της Εκκλησίας-Μητρός…Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει συντονιστικόν έργον και δύναται να εκφράζη την γνώμην όλης της Ορθοδοξίας. Και το κάνει αφού συνεννοηθή με τους άλλους Προκαθημένους. Αυτό δεν έχει καμμία σχέση με παπικά πρωτεία. Ο Πάπας εκφράζει την γνώμην του, δεν ερωτάει τους άλλους. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ζητεί να εξασφαλίση την γνώμην των άλλων και αυτήν εκφράζει’».
Όπως είναι γνωστό ένα από τα θέματα που επρόκειτο να τεθούν προς συζήτηση στην «Σύνοδο» της Κρήτης ήταν «το Αυτοκέφαλο και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού». Το θέμα αυτό επί δεκαετίες προπαρασκευαζόταν σε Προσυνοδικές Επιτροπές και ενώ είχε ολοκληρωθεί το τελικό κείμενο με ομόφωνη απόφαση όλων των τοπικών Εκκλησιών, τελικά απορρίφθηκε και δεν μπήκε στον κατάλογο των θεμάτων της «Συνόδου της Κρήτης», εξ’ αιτίας μίας ασημάντου αιτίας, που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Ο Τόμος ανακηρύξεως της Αυτοκεφαλίας προέβλεπε μεταξύ άλλων ως απαραίτητη προϋπόθεση την συναίνεση όλων των τοπικών Εκκλησιών: «Εφ’ όσον ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξασφαλίζει τήν συναίνεσιν των κατά Τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, διά της λήψεως εγγράφου συναινέσεώς τους, δύναται να υπογράψῃ μόνος του τόν Πατριαρχικόν Τόμον…». Από τα παρά πάνω γίνεται σαφές ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης ούτε Αυτοκεφαλία μπορεί να χορηγήσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και συναίνεση όλων των τοπικών Εκκλησιών, ούτε Έκκλητο να δέχεται, ούτε «να είναι ρυθμιστής των εκκλησιαστικών πραγμάτων», όπως νομίζει ο π. Νικήτας, χωρίς προϋποθέσεις. Όταν αγνοούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τότε οδηγούμεθα ευθέως απὸ τὸ «πρωτείο μεταξὺ ίσων» στὸ «πρωτείο άνευ ίσων», για το οποίο θα μιλήσουμε παρά κάτω.
Μια άλλη πολύ βασική παράμετρος του θέματος είναι το γεγονός ότι η τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας, η υπό τον Ονούφριο επισήμως αναγνωρισμένη από όλες τις άλλες τοπικές Εκκλησίες, δεν ζήτησε και δεν επεδίωξε την ανακήρυξή της σε Αυτοκέφαλη Εκκλησία, σε αντίθεση βέβαια με τα άλλα Αυτοκέφαλα, που χορήγησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, (Ελλάδος, Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχίας-Σλοβακίας), στα οποία είχε υποβληθεί το σχετικό αίτημα από τις τοπικές Εκκλησίες. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί το υπόμνημα των τεσσάρων Σεβ. Μητροπολιτών: «Δεν χωρεί ουδεμία σύγκρισις του χορηγηθέντος Αυτοκεφάλου εις τους σχισματικούς και παρασυναγώγους της Ουκρανίας με την κανονικήν χορήγησιν υπό του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου του καθεστώτος της Αυτοκεφαλίας εις τας Κανονικάς Εκκλησίας της Ελλάδος, της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Πολωνίας, της Αλβανίας και της Τσεχίας-Σλοβακίας. Την Αυτοκεφαλίαν της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επεδίωκον ο δυτικόφιλος τέως Πρόεδρος της Χώρας Πέτρος Ποροσένκο, το Κοινοβούλιον και αι δύο σχισματικαί Δομαί…».
Η οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων».
Η δεύτερη αναφορά του είναι: «Ο Πατριάρχης, λοιπόν, δεν είναι Πάπας και πρώτος άνευ ίσων. Δεν κάνει τίποτε παραπάνω από ό,τι επιτάσσουν τα προνόμια που του χορήγησε η Εκκλησία, τα οποία του αναθέτουν την ευθύνη και την μέριμνα για την ευστάθεια όλων των λοιπών τοπικών Εκκλησιών», (σελ. 15). Είναι γνωστή σε πανορθόδοξο πλέον επίπεδο η νέα οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων», η οποία προήλθε από τα σπλάγχνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι πρώτος την εισήγαγε ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ζιζιούλας και συμπλήρωσε ο Σεβ. Αμερικής Ελπιδοφόρος. Την θεωρία αυτή έχουμε αναπτύξει σε παλαιότερη εργασία μας και παραπέμπουμε εκεί τον αναγνώστη για περισσότερες πληροφορίες. Ρωτούμε τον π. Νικήτα: Είναι δυνατόν να αγνοεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης τον αγώνα των δύο ως άνω Σεβ. Μητροπολιτών του οικουμενικού θρόνου νὰ κατοχυρώσουν θεολογικά και να διασπείρουν σ’ όλο τον Ορθόδοξο κόσμο με κείμενα και δηλώσεις τους τη νέα οικουμενιστική θεωρία; Ασφαλώς όχι. Γιατί λοιπόν ο Οικουμενικος Πατριάρχης επέτρεψε με την σιωπηρή συγκατάθεσή του να αναπτυχθεί αυτή η θεωρία;
Ο χρόνος θα θεραπεύσει το σχίσμα;
Στο επόμενο κεφάλαιο με τίτλο: «Ισχυρίζονται ότι έχουν δίκαιο αφού δεν αναγνωρίζουν τους πρώην σχισματικούς όλες οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες», προσπαθεί να αποδείξει ότι η αναγνώριση της νέας Αυτοκεφαλίας από όλες τις τοπικές Εκκλησίες είναι θέμα χρόνου. Γράφει: «Η αναγνώριση κάποιας νέας Αυτοκεφάλου Εκκλησίας είναι μια διαδικασία που μπορεί να κρατήσει πολλές δεκαετίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το Πατριαρχείο Βουλγαρίας αναγνωρίσθηκε μετά από 75 χρόνια, ενώ η Εκκλησία της Πολωνίας αναγνωρίσθηκε πλήρως μετά από 24 χρόνια». Μόλις είναι ανάγκη εδώ να τονιστεί ότι καταπατήσεις των Ιερών Κανόνων και αυθαιρεσίες, απ’ όπου και αν αυτές προέρχονται, δεν θεραπεύονται, ούτε νομιμοποιούνται με τον χρόνο, αλλά με την επάνοδο στην τήρηση των Ιερών Κανόνων, τους οποίους θεοπνεύστως θεσμοθέτησαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες και στην κανονική τάξη της Εκκλησίας. Αλλά και με τον καταλογισμό ευθυνών σ’ αυτούς που παρανομούν και καταπατούν. Στην αντίθετη περίπτωση η παρανόμια γίνεται νόμος και επικρατεί μια χαώδης κατάσταση στην Εκκλησία.
Επίλογος.
Συνοψίζουμε την σύντομη μελέτη μας με τα εξής συμπεράσματα και επισημάνσεις:
α) Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο δὲν είχε κανένα κανονικὸ δικαίωμα νὰ παρέμβει στην δικαιοδοσία άλλης τοπικής Εκκλησίας, (εν προκειμένω της Ρωσίας), και επομένως διέπραξε ένα σοβαρότατο κανονικό αδίκημα, αυτό της εισπήδησης.
β) Δεν υπήρξε ειλικρινής μετάνοια από την πλευρά των σχισματικών.
γ) Εσφαλμένως καί άνευ κανονικής αρμοδιότητος και δωσιδικίας η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξεδίκασε εκκλήτους και έκρινε επί τελεσιδίκων κανονικών υποθέσεων πρῴην κληρικών άλλης Εκκλησιαστικής Αρχής, της Ρωσικής Εκκλησίας.
δ) Τό οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είχε κανένα κανονικὸ δικαίωμα να αποκαταστήσει σχισματικούς άλλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, επειδή στην προκειμένη περίπτωση και το αδίκημα της εισπηδήσεως έχουμε, αλλά και το έκκλητον δεν ισχύει.
ε) Ο π. Νικήτας ορθά μεν επισημαίνει ότι ο Πατριάρχης, δεν είναι Πάπας και «πρώτος άνευ ίσων», ωστόσο αποσιωπά τη νέα οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων», η οποία προήλθε από τα σπλάγχνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι πρώτος την εισήγαγε ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ζιζιούλας και συμπλήρωσε ο Σεβ. Αμερικής Ελπιδοφόρος, και
στ) Καταπατήσεις των Ιερών Κανόνων και αυθαιρεσίες, απ’ όπου και αν αυτές προέρχονται, δεν θεραπεύονται, ούτε νομιμοποιούνται με τον χρόνο, αλλά με την επάνοδο στην τήρηση των Ιερών Κανόνων, τους οποίους θεοπνεύστως θεσμοθέτησαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες και στην κανονική τάξη της Εκκλησίας, όπως επίσης και με τον καταλογισμό ευθυνών σ’ αυτούς που παρανομούν και καταπατούν.
Η προσπάθεια του π. Νικήτα να παρουσιάσει την «όλη αλήθεια» για το ουκρανικό ζήτημα υπήρξε ατυχέστατη. Παρά τον ισχυρισμό του, ότι με όσα παραθέτει, προβάλλει δήθεν την «όλη αλήθεια», εν τέλει επιτυγχάνει να δώσει στον αναγνώστη μια ψευδή και παραπλανητική εικόνα του ουκρανικού ζητήματος, προφανώς για να μην έρθει σε αντίθεση με την προϊσταμένη του εκκλησιαστική αρχή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Προφανώς για να αποφύγει, τόσον αυτός, όσον και η Ιερά Μονή στην οποία ανήκει, «περιπέτειες», αφού η προβολή «όλης της αλήθειας» κοστίζει, συνεπάγεται διωγμούς και θλίψεις σε όλους εκείνους που τολμούν να διαφοροποιηθούν από τη γραμμή που χάραξε η προϊσταμένη του εκκλησιαστική αρχή. Το φυλλάδιο δυστυχώς βρίθει από ανακρίβειες, εσφαλμένη εκτίμηση ιστορικών γεγονότων, παρερμηνείες Ιερών Κανόνων και αποσιωπήσεις άλλων εξ’ αυτών, ενώ η Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση και εκκλησιαστική Πράξη αδικείται. Σ’ ολόκληρο το κείμενο, από την αρχή ως το τέλος, διακρίνεται μια αποστροφή προς την Ρωσική Εκκλησία, η οποία φταίει για όλα και ευθύνεται για όλα. Αντίθετα οι ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι όλες άγιες, θεάρεστες και σύμφωνες με τους Ιερούς Κανόνες. Τόσο άγιες και θεάρεστες, ώστε να είναι περιττή ακόμη και η σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου.
Ο συντάκτης αδυνατεί, ή μάλλον δεν θέλει να διακρίνει, αυτό που διακρίνουν και διαπιστώνουν όλοι: Το ότι δυστυχώς στο συγκεκριμένο ζήτημα το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνέπραξε σε ξένες γεωπολιτικές σκοπιμότητες. Αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα όχι μόνον από τις ευχαριστίες που έστειλε ο πρώην Ουκρανός Προέδρος κ. Ποροσένκο στις Η.Π.Α. για την «ενεργό υποστήριξή τους στη διαδικασία χορήγησης του Αυτοκεφάλου», αλλά και η επίσημη δήλωση της εκπρόσωπου Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χίθερ Νάουερτ, ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υποστηρίζουν την χορήγηση Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία». Όπως επίσης και τα συγχαρητήρια προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο του απερχομένου υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Πομπέο για την χορηγηθείσα Αυτοκεφαλία.
Κλείνουμε με μια πολύ ορθή φράση, την οποία παραθέτει στον επίλογο του φυλλαδίου του ο π. Νικήτας, με την θερμή όμως παράκληση να κάνει μια αυτοκριτική στον εαυτό του και να εξετάσει, μήπως αυτά που απευθύνει προς τους άλλους, που διαφωνούν μαζί του, θα έπρεπε να τα απευθύνει πρώτα στον εαυτό του: Γράφει: «Αν κάποιος είναι καλοπροαίρετος και πιστεύει ότι δεν είναι αλάθητος, τότε ίσως σκεφτεί πως κάποιες γνώμες του πάνω στο ζήτημα αυτό είναι εσφαλμένες. Το δυστύχημα είναι για αυτόν που δεν πιστεύει ότι μπορεί να κάνει λάθος. Θα παραμείνει στις γνώμες του, που νομίζει πως είναι οι μόνες σωστές».
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών.
https://www.vimaorthodoxias.gr/