Το βιβλίο του Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου «Το σύγχρονο Ουκρανικό ζήτημα και η κατά τους θείους και ιερούς κανόνες επίλυσή του». Συμπεράσματα
Ακολουθεί απόσπασμα του βιβλίου του Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου και ειδικότερα τα συμπεράσματα, στα οποία καταλήγει ο Σεβασμιώτατος στη μελέτη του, που είναι αφιερωμένη στο Ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συνοψίζοντας τα μέχρι τώρα εκτεθέντα εκκλησιαστικά, θεολογικά, κανονικά και ιστορικά στοιχεία για το Ουκρανικὸ Ζήτημα, συμπερασματικά παρατηρούμε τά εξής:
α. Η άρση του Πατριαρχικού Γράμματος τοῦ 1686 και η οικειοποίηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως του δικαιοδοσιακού δικαιώματος επί του εκκλησιαστικού εδάφους της Ουκρανίας είναι πράξη μονόπλευρη, αυθαίρετη και αντικανονική και, επομένως, άκυρη. Τόσο η εκκλησιαστική συνείδηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ρωσικής Εκκλησίας, όσο και η Πανορθόδοξη Οικουμενική συνείδηση (όλες, δηλαδή, οι κατά τόπους Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες) εδέχοντο χωρίς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας βρισκόταν, κατά τα τελευταία 332 συνεχόμενα χρόνια (1686-2018), κάτω από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Ορθοδόξου Πατριαρχείου Μόσχας και αποτελούσε κανονικό έδαφος αυτού. Η πανορθόδοξη αυτή εκκλησιαστική εμπειρία εκδηλωνόταν συνεχώς, χωρίς καμία ένσταση η επιφύλαξη σε πανορθόδοξα συλλείτουργα και διασκέψεις, σε ειρηνικές επισκέψεις, σε διεθνή συνέδρια και σε πολλές άλλες ευκαιρίες.
β. Η χορήγηση της ψευδοαυτοκεφαλίας στις σχισματικές ομάδες της Ουκρανίας, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση και συγκατάθεση των υπολοίπων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ούτε καν της Μητέρας Εκκλησίας, που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η Εκκλησία της Ρωσίας, είναι ενέργεια εντελώς αντίθετη προς τη μακραίωνη κανονική παράδοση και διαχρονική εκκλησιαστική Πράξη και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ιεροκανονικά.
γ. Η άρση της καθαιρέσεως των καθηρημένων και αναθεματισμένων, αφενός μέν χωρίς να προηγηθεί ειλικρινής και εκ βαθέων μετάνοια, αφετέρου δέ με τον αντικανονικό ισχυρισμό, ότι ανέκαθεν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε και εξακολουθεί να έχει το προνόμιο αποδοχής και εκδικάσεως εκκλήτων προσφυγών κληρικών όχι μόνο από τις Εκκλησίες της δικής του δικαιοδοσίας, αλλά και από τα άλλα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, όλα αυτά ευρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τους ιερούς Κανόνες, τους οποίους και κατάφωρα παραβιάζουν. Γι᾽αυτό και η παραχώρηση του καθεστώτος Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία δεν μπορεί να έχει πραγματικές κανονικές συνέπειες και ούτε πρέπει να γίνουν αποδεκτές από τις κατά τόπους Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
δ. Η αντικανονική χορήγηση της ψευδοαυτοκεφαλίας στις σχισματικές δομές της Ουκρανίας ουδόλως επανέφερε τον ουκρανικό λαό στην κανονικότητα, όπως ισχυρίζεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αφού η τεράστια πλειοψηφία του ορθοδόξου ουκρανικού λαού παραμένει πιστή στην υπό τον Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Ονούφριο κανονική Εκκλησία. Αντίθετα, οι ενέργειες του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου είχαν ως οδυνηρό αποτέλεσμα την καταστροφική διάσπαση της Ουκρανικής Εκκλησίας και τον επώδυνο διχασμό του χριστεπωνύμου πληρώματός της, με επακόλουθο σχίσμα ολέθριο να απειλεί το Σώμα της Οικουμενικής, Παγκόσμιας Ορθοδοξίας.
ε. Η μονομερής, αυθαίρετη και αντικανονική απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη να χορηγήσει καθεστώς Αυτοκεφάλου Εκκλησίας στις σχισματικές δομές της Ουκρανίας, εκτός του ότι δημιουργεί μεγάλο εκκλησιαστικό πρόβλημα και απειλεί την πανορθόδοξη ενότητα με το επάρατο σχίσμα, ταυτόχρονα κλονίζει αθεράπευτα το πανορθόδοξο κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως συντονιστικού Κέντρου των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
στ. Η διακοπή της Ευχαριστιακής Κοινωνίας μεταξύ δύο Εκκλησιών, όταν οφείλεται σε λόγους δογματικούς ή παραβιάσεις των θείων και ιερών Κανόνων τότε όχι μόνον επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται, τόσο από αυτούς τους ιδίους τους ιερούς Κανόνες, όσο και από τη διαχρονική εκκλησιαστική Πράξη. Ορθώς, επομένως, το Ορθόδοξο Πατριαρχείο Μόσχας, εφαρμόζοντας τους ιερούς Κανόνες (ι’ και ια’ Αποστολικούς, και ε’ της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, όπως και τον β’ της Συνόδου της Αντιοχείας) προχώρησε σε διακοπή της Ευχαριστιακής Κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την ελπίδα, βεβαίως, να αρθούν σύντομα οι λόγοι, που επέβαλαν την ακοινωνησία αυτή και να αποκατασταθούν και πάλι οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών «ἐν πίσει καὶ ἀγάπῃ», με φυσικό συνεπακόλουθο και τη μεταξύ τους αποκατάσταση της Ευχαριστιακής Κοινωνίας.
ζ. Μέσα από όλη αυτή την εξέλιξη γύρω από το Ουκρανικό Ζήτημα, ξεπήδησε και μία νέα αντικανονική αξίωση, ότι, δηλαδή, ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικός Πατριάρχης στην Παγκόσμια ορθοδοξία δεν είναι «πρῶτος μεταξύ ἴσων», αλλά «πρῶτος ἄνευ ἴσων», γεγονός, που ανικαθιστά το «πρῶτείο διακονίας» του σε «πρῶτείο ἐξουσίας», με αποτέλεσμα την παραβίαση της Αρχής της Συνοδικότητας, που διαχρονικά ισχύει στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
η. Μέσα από αυτή την πολύ επικίνδυνη και αδικαιολόγητη κρίση, η οποία προκλήθηκε στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εξαιτίας του Ουκρανικού Ζητήματος, βγήκε, επίσης, ένα νέο δόγμα, ότι δηλαδή, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είναι η Κεφαλή της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Στενοί συνεργάτες του Οικουμενικού Θρόνου, παρερμηνεύοντας τον λδ’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, υποστηρίζουν, ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης πρέπει να θεωρείται ως Πρώτος και Κεφαλή των υπολοίπων Προκαθημένων. Οφείλουν, δηλαδή, όλοι, Πατριάρχες, Προκαθήμενοι και γενικά όλοι οι Επίσκοποι, να αναγνωρίζουν ως Κεφαλή της Οικουμενικής Ορθοδόξου Εκκλησίας τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η καινοφανής, όμως, αυτή θεωρία, ούτε ιστορικά, ούτε ιεροκανονικά, ούτε δογματικά, ούτε εκκλησιολογικά, μπορεί να σταθεί, γιατί η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία δεν έχει άλλη Κεφαλή εκτός από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Μόνος αιώνιος Αρχηγός και Κεφαλή αθάνατη της Εκκλησίας είναι ο Δομήτορας αυτής Σωτήρας και Λυτρωτής Χριστός.
θ. Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει και καμία αντίρρηση μπορεί να προβληθεί, ότι στην Ουκρανία η αρχή της Συνοδικότητας, η οποία αποτελεί θεμελιώδες κεφάλαιο της διοικήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υποχώρησε έναντι της αρχής της αυθαίρετης και αυταρχικής εξουσίας του ενός, του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος, κατά ειρωνεία των ιστορικών γεγονότων, μόλις προ τετραετίας είχε συγκαλέσει και προεδρεύσει και συντονίσει τις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης (18-25 Ιουνίου 2016), η οποία και διακήρυττε στο μήνυμά της, ότι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητά της ἐν Συνόδῳ. Ἡ Συνοδικότητα διαπνέει τὴν ὀργάνωση, τὸν τρόπο, που λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις, καὶ καθορίζεται ἡ πορεία της».
ι. Τέλος, επισημαίνουμε και εμείς, ότι «οἱ ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες, μὲ βάση τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια καὶ τὴν κανονικὴ παράδοση, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ ὁριστικὸ σχίσμα, πρέπει νὰ ὑποστηρίζουν τὰ ἱστορικὰ καὶ ἱεροκανονικὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ νὰ μὴ στηρίζουν εἴτε ἐμφανῶς, εἴτε διὰ τῆς σιωπῆς των τὴν ἀντικανονικὴ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινουπόλεως σέ ξένη δικαιοδοσία. Ἄν πράξουν τὸ ἀντίθετο, ὑποστηρίζοντας, λόγῳ φιλογενείας καὶ πατριωτισμοῦ, τὸν Ἕλληνα Πατριάρχη, περιπίπτουν στὴν αἵρεση τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, τὸν ὁποῖον κατεδίκασε συνοδικὰ ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη τό 1872».