Ακολουθεί η επιστολή του κ. Δημήτριου Τσελεγγίδη, τ. Καθηγητής Δογματικής Θεολογίας του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Πρός
τήν Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ἰ. Γενναδίου 14
115 21 Ἀθήνα
Κοινοποίηση:

Σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ΘΕΜΑ: Σχετικά μέ τήν θεσμική νομιμοποίηση τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας

Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Ἐν ὄψει τῆς ἐπικείμενης συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ὡς ἐλάχιστο μέλος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί ὡς καθηγητής τῆς Δογματικῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, θά ἤθελα –μέ αἴσθηση εὐθύνης– νά θέσω καί ἐγώ ταπεινῶς ὑπόψη Σας τίς Ἐκκλησιολογικές –Δογματικές δια- στάσεις, ἀλλά καί τίς σωτηριολογικές προεκτάσεις τῆς ἀπροϋπόθετης ἀπο- δοχῆς σέ ἐκκλησιαστική – μυστηριακή κοινωνία τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, στήν περίπτωση βέβαια μιᾶς ἐνδεχόμενης Συνοδικῆς ἀπόφα- σής Σας γιά τήν ἀναγνώριση τοῦ «Αὐτοκεφάλου» της.

Τό πρῶτο καί μεῖζον θέμα εἶναι, στήν προκειμένη περίπτωση, τό Ἐκκλη- σιολογικό θέμα, πού ἀφορᾶ τήν ταυτότητα τοῦ ἐν λόγῳ «ἐκκλησιαστικοῦ μορφώματος».

Πρῶτα, δηλαδή, θά πρέπει νά ἐξεταστεῖ, ἄν τό «μόρφωμα» αὐτό πληροῖ τίς προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητας. Ἄν, ἀντίθετα, ἀναγνωριστεῖ τό «Αὐτοκέφαλό» του, τότε αὐτομάτως ἀναγνωρίζεται καί ἡ ἐκκλησιαστική «νομιμότητα» τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας.

Ὡς γνωστόν, γιά τήν Σχισματική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἔχει προηγη- θεῖ Πανορθόδοξη καταδίκη μέ καθαιρέσεις καί ἀφορισμούς. Αὐτή ἡ Πανορθόδοξη καταδίκη δέν ἔχει ἀνακληθεῖ.

Τελευταῖα, μέ Τόμο Αὐτοκεφαλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (11-1-2019), ἔγινε μιά ἁγιοπνευματικοῦ καί ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα θεσμική ὑπέρβαση, πού δημιουργεῖ εὔλογα ἐρωτήματα γιά τήν ἐκκλησιαστική νομιμότητά της.

Καί τοῦτο, ἐπειδή δέν τη- ρήθηκαν -ἀπ’ ὅσο τουλάχιστον γνωρίζουμε- θεμελιώδεις Ἁγιοπατερικές καί Ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις, πρᾶγμα πού δημιουργεῖ εὔλογες ἐνστάσεις γιά τήν Κανονικότητα τῶν ὅρων-πρϋποθέσεων τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως, ἐφόσον ἀποδεδειγμένως δέν ἐκφράστηκε δημόσια μετάνοια καί ἀποκήρυξη τοῦ Σχίσματος.

Μέ ὅσα λέμε στήν προκειμένη περίπτωση, δέν σημαίνει ὅτι ἀμφισβητοῦμε τήν θεσμική ἁρμοδιότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά παραχωρεῖ Αὐτοκεφαλία, μέ τήν συναίνεση βέβαια τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζομένης συνοδικά. Ἐδῶ, τίθεται μόνον τό θέμα τῶν ἔγκυ- ρων προϋποθέσεων γιά τήν ἔκδοση τοῦ σχετικοῦ Τόμου.

Κατά τήν Βιβλική μαρτυρία (Μθ. 4, 17, Α ́ Κορ. 5, 1-5 καί Β ́ Κορ. 2, 6-8 ), ἀλλά καί κατά τήν Ἁγιοπατερική καί Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἔνταξη ἤ ἡ ἐπανένταξη στό ἕνα καί ἀδιαίρετο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν βαθιά βίωση καί τήν εἰλικρινῆ ἔκφραση μετανοίας ἐκ μέρους τοῦ ὑπό ἔνταξη ἤ ἐπανένταξη μέλους ἤ τῆς εὐρύτερης Κοινότητας.

Ἡ προϋπόθεση ἐκφράσεως τῆς μετανοίας δέν ὑπερβαίνεται οὔτε ἀκυρώνεται ἀπό κανένα θεσμικό πρόσωπο ἤ θεσμικό ἐκκλησιαστικό φορέα. Δέν ὑπάρχει καμία Οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας, πού νά μπορεῖ νά ὑποκαταστήσει ἤ νά ἀκυρώσει τήν μετάνοια.

Ἡ μετάνοια καθεαυτήν συνιστᾶ τήν θεμελιώδη προϋπόθεση καί τό πνευματικό «κλειδί» δεκτικότητας καί οἰκειώσεως τῆς Οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, ἀλλά καί τό «κλειδί» γιά τήν ἐνεργοποίηση ἤ τήν ἐπανενεργοποίησή της, σύμφωνα μέ τήν Βιβλική μαρτυρία: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μθ. 4, 17).

Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, καί τό Μελιτιανό Σχίσμα ἀποκαταστάθηκε στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅταν προηγήθηκε ὄχι μόνον ἡ ἔκφραση μετανοίας, ἀλλά καί ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Σχίσματος ἀπό τούς ἴδιους τούς Σχισματικούς.

Καί ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, «ἀναθεματίζοντες τό ἴδιον Σχίσμα, ὥς φασι, δεδεγμένοι εἰσί τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ» (Ἐπιστολή Μ ́, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, PG 99, 1053C). Τότε μόνον ἀκολούθησε ἡ Πανορθόδοξη Συνοδική ἀποκατάστασή τους, στήν Α ́ Οἰκουμε- νική Σύνοδο.

Στήν περίπτωση τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ὅπως φαί- νεται, δέν ζητήθηκε καί δέν ἐκφράστηκε καμία μετάνοια. Ἐδῶ, στήν πράξη, ἀκυρώθηκε ἡ μετάνοια, πού εἶναι ρητή ἐντολή τοῦ Κυρίου καί διαχρονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας.

Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά Ἐκκλη- σιαστική Οἰκονομία. Στήν πραγματικότητα, πρόκειται γιά κατάφωρη ἐκκλησιαστική παρανομία, πού καθιστᾶ ἀδύνατη τήν σωτηρία, ὄχι μόνο τῶν Σχισματικῶν, ἀλλά καί αὐτῶν πού κοινωνοῦν μυστηριακῶς μαζί τους, ἀφοῦ καί αὐτοί καθίστανται ἀκοινώνητοι (βλ. Β ́ Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, πού ἐπικυρώθηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους Δ’, ΣΤ’ καί Ζ’).

Ἀπό τά παραπάνω, γίνεται σαφές, ὅτι τό ἐν λόγῳ θέμα εἶναι οὐσιαστικά Ἐκκλησιολογικό-Δογματικό, μέ ἀναπόφευκτες σωτηριολογικές προεκτάσεις, ὅπως πολύ ὀρθά ἐπισημάνθηκε ἤδη στήν Ἐπιστολή τῶν Ἁγιορειτῶν Γερόντων πρός τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Μάρτιος 2019).

Γι’ αὐτό καί εἶναι πρωτίστως ἀναγκαῖο, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας νά ἀποφασίσει γιά τήν ταυτότητα τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας καί νά ζητήσει τήν ἐφαρμογή τῶν διαχρονικῶν ἐκκλησιαστικῶν ὅρων ἐπανεντάξεώς της, πού εἶναι ἡ μετάνοια καί ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Σχίσματος.

Ἡ πνευματική αὐτή εὐθύνη ἐμπίπτει πλήρως στήν ἁρμοδιότητα τῆς Ἱεραρχίας, προκειμένου νά ἀναγνωρίσει τό ἐν λόγω «Αὐτοκέφαλο», τό ὁποῖο ἔχει βεβαίως καί ἄλλες παραμέτρους Κανονικότητας, ἐνόσω δέν λαμβάνει ὑπόψη τήν ὕπαρξη τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησίας στήν ἴδια χώρα, ὑπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου Ὀνούφριο, ἀπό τήν ὁποία Κανονική Ἐκκλησία ἀποσχίστηκε.

Τό «Αὐτοκέφαλο» δηλαδή, στήν προκειμένη περίπτωση, ἔχει χορηγηθεῖ σέ ἀμε- τανοήτους σχισματικούς.

Καί αὐτό, τό πρωτοφανές καί ἀδιανόητο λογικῶς, ἱεροκανονικῶς καί ἁγιοπνευματικῶς, ζητᾶται νά γίνει τώρα καί μέ τήν Συνοδική συγκατάθεση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μέ τήν «λογική» ἐκδόσεως τοῦ Τόμου «Αὐτοκεφαλίας» στήν Σχισματική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, κινδυνεύουμε μελλοντικῶς νά ὁδηγηθοῦμε -ἐνδε- χομένως- καί στήν διαμυστηριακή ἀποδοχή τοῦ Παπισμοῦ καί ἄλλων αἱρετικῶν, χωρίς τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις τῆς μετανοίας καί τῆς ἀποκηρύξεως τῶν δογματικῶν πλανῶν τους, πρᾶγμα πού ἐπιχειρεῖ σήμερα ὁ Οἰκουμενισμός, ὄχι μόνο στήν θεωρία, ἀλλά ἤδη καί στήν πράξη.

Διερωτώμεθα, λοιπόν, εὔλογα, μήπως οἱ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μας ἁγιοπνευματικοί θεσμοί ἄρχισαν νά «λειτουργοῦν» ἐρήμην τῆς ἁγιοπνευματικῆς ὑποδομῆς τους.

Διερωτώμεθα, μήπως τίς τελευταῖες δεκαετίες εἰσάγεται «νέο ἦθος», μέ τήν κρυφή ἐπιδίωξη νά γίνει ἔθος– συνήθεια καί στήν συνέχεια ἐθιμικό Δίκαιο, πού θά ὑποκαταστήσει τήν Ἱεροκανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἱστορικά, γνωρίζουμε ὅτι, ὅταν παγιώθηκε μιά τέτοια νοοτροπία στή Δύση, ἡ Δυτική Ἐκκλησία ὁδηγήθηκε στόν Παπισμό -μέ ὅλες τίς δογματικές ἀποκλίσεις του– καί κατέληξε στήν ἀποκοπή της ἀπό τήν Μία καί μόνη Ἐκκλησία.

Συνοψίζοντας, σημειώνουμε, ὅτι ἡ ὅποια ἐνδεχόμενη ἀπόφαση γιά τήν «Αὐτοκεφαλία» τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀπροϋπόθετη.

Ἐπειδή τότε -ἔμμεσα πλήν σαφῶς- θά σημάνει στήν πράξη μιά παράνομη, ἐκκλησιαστικῶς, θεσμική «νομιμοποίηση» τοῦ ὑφισταμένου Σχίσματος, πρᾶγμα πού δέν ἔχει ἱστορικό προηγούμενο στήν Ἐκκλησιαστική Ἁγιοπατερική Παράδοση.

Καί τό σημαντικότερο εἶναι, ὅτι ἡ ἐνδεχόμενη -ἀπροϋπόθετη ἁγιοπνευματικῶς- ἀναγνώριση πλήττει καίρια τήν ἑνό- τητα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τίποτε δέν ὑπάρχει πολυτιμότερο.

Ὁ κίνδυνος εἶναι ὁρατός, νά δημιουργηθοῦν δηλαδή Σχίσματα στό πλαίσιο τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῆς ἐνδεχόμενης συμφωνίας Σας γιά τήν ἀναγνώ- ριση τοῦ «Αὐτοκεφάλου» τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, πρᾶγμα πού ἐγκαρδίως ἀπευχόμεθα.

Τέλος, ἡ πνευματική λύση τοῦ ὑπάρχοντος ἐκκλησιολογικοῦ προβλήμα- τος εἶναι ἡ μετάνοια. Καί δυστυχῶς αὐτή, πρός τό παρόν, λείπει.

Ὅμως, ὑπάρχει ρεαλιστική ἐλπίδα. Ὅσοι ἀγαποῦμε ἐν Χριστῷ τήν Ἐκκλησία, ἄς πάρουμε οἱ ἴδιοι μας τό καθάρσιο καί θεουργό φάρμακο τῆς μετανοίας καί τότε ὁ Χριστός θά δώσει στόν ἀσθενῆ τήν θεραπεία, σύμφωνα μέ τήν Ἁγιοπατερική μαρτυρία [Βλ. Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα: «…ὅ καί θαυμάσαι τις ἄν τῆς τοῦ Θεοῦ χρηστότητος, εἰ νόσον μέν οὐδείς ἄν φύγοι τό φάρμακον ἄλλου πίνοντος, εὐθύνης δέ λύοιτ’ ἄν ἀλγούντων ἑτέρων», Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Ζ ́, PG 150, 700C. (Ἐδῶ θά μποροῦσε νά θαυμάσει κανείς τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Κανένας δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό ἀρρώστια, ἄν ἄλλος πιεῖ τό φάρμακο. Ἀπό τίς συνέπειες ὅμως τῆς ἁμαρτίας, μπορεῖ κάποιος νά ἀπαλ- λαγεῖ, ὅταν ἄλλοι πονοῦν γι’ αὐτόν)].

Μέ βαθύτατο σεβασμό
Δημήτριος Τσελεγγίδης τ. Καθηγητής Α.Π.Θ.