Επιστημονικό Συνέδριο «Αιτίες και προκλήσεις της τρεχούσης κρίσεως των διορθοδόξων σχέσεων» πραγματοποιήθηκε με ευλογία του Αγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών κ.κ. Κυρίλλου στις 25–26 Φεβρουαρίου 2019 στο Ορθόδοξο Πανεπιστήμιο «Ο Άγιος Τύχων».

Στην εισήγησή του «Το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο ως απαρχή της μεταρρυθμίσεως της περιφερειακής εκκλησιαστικής διαρθρώσεως» ο υφηγητής του ἐν λόγῳ εκπαιδευτικού ιδρύματος, Ιερέας Pavel Ermilov καταδεικνύει ότι το Ουκρανικό «Αυτοκέφαλο» αποτελεί το πρώτο βήμα στην πορεία προσαρμογής των περιφερειακών εκκλησιαστικών δομών, στην υπό υλοποίηση περιφερειοποίηση στα πλαίσια της ΕΕ. Επίσης η επιδίωξη της υποβαθμίσεως των Ορθοδόξων Εκκλησιών εντός της ΕΕ ευθυγραμμίζεται με την κατά πολύ ευρύτερη διαδικασία, της προσεγγίσεως δηλαδή των Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, στη λογική της οποίας ανταποκρίνεται επίσης και η αναβάθμιση των υπερ-εκκλησιαστικών διοικητικών δομών στο «οικουμενικό» επίπεδο. 

Οι ενέργειες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Ουκρανία μπορούν να αξιολογηθούν υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες. Θα ήθελα να τις παρουσιάσω σε μια συγκεκριμένη συνάφεια, ίσως όχι και τόσο αντιληπτή σήμερα, ειδικότερα δε υπό το πρίσμα της προ ολίγου αρξαμένης διαδικασίας μεταρρυθμίσεως της διαρθρώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Την εισπήδηση του Φαναρίου στο κανονικό έδαφος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας τη βλέπουν σήμερα, και όχι σπάνια, ως αντίδραση στη δήθεν υποκινηθείσα υπό του Πατριαρχείου Μόσχας ματαίωση της Συνόδου της Κρήτης. Στην πραγματικότητα, τόσο η Σύνοδος της Κρήτης όσο και η χορήγηση του Ουκρανικού αυτοκεφάλου αποτελούν στοιχεία του ίδιου σχεδιασμού. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ακόμη και με τη διεξαγωγή της Πανορθοδόξου Συνόδου, με τη μορφή που σχεδιάσθηκε, η εισπήδηση της Κωνσταντινουπόλεως στην Ουκρανία θα γινόταν ούτως ή άλλως, απλά δεν θα ήταν τόσο θρασεία και επιθετική. Η Σύνοδος της Κρήτης χρησιμοποιήθηκε με σκοπό την αναβάθμιση της εκκλησιαστικής διοικητικής δομής στο λεγόμενο «οικουμενικό» επίπεδο, υπέρ του οποίου μαρτυρεί σαφέστατα ο επίμαχος, αλλά σε μέγιστο βαθμό προμελετημένος, Κανονισμός Λειτουργίας της.[1] Η επόμενη κίνηση της ίδιας της μεταρρυθμίσεως, αλλά σε «περιφερειακό» πλέον επίπεδο, ήταν η ανακήρυξη του Ουκρανικού αυτοκεφάλου, η οποία εισάγει μια νέα θεώρηση της εκκλησιαστικής τοπικότητας.

Η πορεία προς τη δημιουργία μιας ενιαίας Εκκλησίας της Ευρώπης

Ως παράδειγμα της πλέον επιτυχούς εφαρμογής του υπερκρατικού συστήματος πολιτικής συνεργασίας παρουσιάζεται ότι είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην επικράτεια της οποίας ευρίσκεται η πλειονότητα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, γι’ αυτό και ολοένα περισσότερο το πρότυπο της διορθοδόξου συνεργασίας στα πλαίσια της ΕΕ επηρεάζεται από την περαιτέρω ενταξιακή πορεία στην Ευρώπη. Εδώ και χρόνια, πολλοί Ορθόδοξοι θεολόγοι συνηγορούν υπέρ της τροποποιήσεως της διαρθρώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ευρώπη. Και όμως, δεν πείθει -κατά πάντα τουλάχιστον- η συλλογιστική τους. Επικαλούμενοι τη συναφή πολιτική φιλοσοφία παραλληλίζουν το σύστημα των κυρίαρχων εθνών-κρατών με ό,τι αποκαλούν «εθνικές Εκκλησίες», στις οποίες κατά κανόνα συγκαταλέγονται όλες οι κατά τόπους Εκκλησίες, που δημιουργήθηκαν εκτός των πλαισίων της αρχαίας Πενταρχίας, συμπεριλαμβανομένης όχι μόνο της Εκκλησίας Κύπρου αλλά και της Ρωσικής Εκκλησίας, την οποία οι Πατριάρχες της Ανατολής ήταν εκείνοι που την ενέταξαν κάποτε στην ανανεωμένη Πενταρχία.

Η πορεία προς την περαιτέρω ρευστοποίηση των πολιτικών και κρατικών συνόρων στην Ευρώπη εγείρει το ερώτημα για το αναπόφευκτο της εξαφανίσεως των διοικητικών ορίων και των Εκκλησιών. Επειδή στην Ευρώπη η εν λόγω πολιτική διαδικασία συνοδεύεται από τη δημιουργία και ενίσχυση ενός υπερεθνικού κέντρου εξουσίας υπό τη μορφή της «γραφειοκρατίας των Βρυξελλών», ο ρόλος της οποίας έγκειται στον έλεγχο της ενταξιακής διαδικασίας, συναφή προβλήματα πρόκειται να αντιμετωπίσουν και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ευρώπης, οι οποίες καλούνται επίσης να συγκροτήσουν ένα παρόμοιο υπερ-εκκλησιαστικό όργανο ελέγχου και διοικήσεως.

Ως ένα ενδεικτικό παράδειγμα της σχετικής δημόσιας συζητήσεως θα παραπέμψουμε στα πρακτικά του συνεδρίου «Εκκλησιολογία και Εθνικισμός στη μεταμοντέρνα εποχή», που διεξήχθη τον Μάιο του 2012 στον Βόλο. Ο Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Παντελής Καλαϊτζίδης, αναρωτιέται άμεσα «μήπως ήλθε ο καιρός αναθεωρήσεως των αρχών της εκκλησιαστικής οργανώσεως;».[2] Ο συντάκτης ερωτά: «μήπως λόγω της παγκοσμιοποίησης, της πολυπολιτισμικότητας και των ευρύτερων οικονομικών, πολιτικών και μεταεθνικών σχηματισμών (post-national configurations), θα πρέπει … να μιλήσουμε για το [νέο] εκκλησιολογικό παράδειγμα, μιας και το σημερινό, που δεν είναι παρά μια αλλοιωμένη και ξεπερασμένη εκδοχή του αυτοκρατορικού και του εθνικού [παραδείγματος], μοιάζει να είναι αναντίστοιχο προς τη σημερινή εκκλησιαστική και πολιτική πραγματικότητα;».[3]

Ο Καλαϊτζίδης συνεχίζει: «Εάν εντός των επομένων δεκαετιών έχουμε μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι την Ουκρανία, με κοινό νόμισμα, κοινή εξωτερική, οικονομική και νομισματική πολιτική, με περαιτέρω εμβάθυνση των Ευρωπαϊκών θεσμών και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, και με την μία ή την άλλη μορφή θα περιλαμβάνει την Τουρκία στους κόλπους της, τότε πραγματικά ο κανόνας που λέει ότι “εἴωθε τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμμεταβάλεσθαι τοῖς πολιτικοῖς” αποκτά εντελώς ξεχωριστό νόημα και προοπτική για την κανονική οργάνωση και το εκκλησιολογικό παράδειγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας».[4]

Κατά τη γνώμη του, η Ορθοδοξία δύναται να ακολουθήσει μία εκ των δύο ενδεχόμενων οδών: είτε της περαιτέρω επιδεινώσεως της εθνικιστικής παραφροσύνης και της ταυτίσεως της Εκκλησίας με την Πολιτεία και το έθνος –κάτι το οποίο ο συντάκτης για κάποιο λόγο παρουσιάζει ως θέση της Ρωσικής Εκκλησίας– είτε της μεταβάσεως στην λίγο πολύ υπερεθνική προοπτική, η οποία προσεγγίζει περισσότερο το οικουμενικό πνεύμα της Ορθοδοξίας και ανταποκρίνεται αποτελεσματικότερα στην αναπότρεπτη και αμείλικτη πορεία της παγκοσμιοποίησης. Αυτή τη θεώρηση, κατά τον συντάκτη, την προωθεί το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκευτική διάσταση της εντάξεως στην Ευρώπη επιδεικνύει στα πονήματά του ο κανονολόγος Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Παπαθωμάς. Σε πολλές μελέτες του υπερασπίζεται με συνέπεια τη γνώμη του ότι η διαδικασία της ενώσεως της Ευρώπης δημιουργεί νέα πλαίσια για την ύπαρξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εφόσον τα πράγματα εξελίσσονται έτσι ώστε τα Ευρωπαϊκά κράτη υποβαθμίζονται για να καταλήξουν περιφέρειες, περιοχές, ή μεγάλες Ευρωπαϊκές επαρχίες, η υποβάθμιση των κάποτε κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών αναπόφευκτα θέτει το ζήτημα της προσαρμογής των εκκλησιαστικών αυτοκεφάλων στη νέα Ευρωπαϊκή περιφερειοποίηση.[5]

Οι προαναφερθέντες γράφουν επίσης ότι η αρχή των εθνικών αυτοκεφάλων θα πρέπει να αντιπαραταχθεί με τα εδαφικά αυτοκέφαλα, ούτως ώστε οι δικαιοδοσίες των περιφερειακών εκκλησιαστικών δομών να συμπεριληφθούν εντός των αυστηρών γεωγραφικών ορίων, ενώ η υπερόρια ευθύνη να κατοχυρωθεί μόνο σε μία Εκκλησία, εκείνη δηλαδή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά την άποψή τους, οποιαδήποτε διαφορετική προσέγγιση του θέματος οδηγεί στη συνύπαρξη πληθώρας οικουμενικών Εκκλησιών και σε σύγχυση των υπερορίων δικαιοδοσιών. Γι’ αυτό, σπουδαίο στοιχείο της μεταρρυθμίσεως της εκκλησιαστικής διαρθρώσεως αποτελεί η απόσχιση των εθνικών διασπορών από τις «εθνικές Εκκλησίες» και η υποταγή τους στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού πατριάρχη, κάτι το οποίο παρατηρούμε και στο κείμενο του Τόμου Αυτοκεφαλίας της εν Ουκρανία σχισματικής οντότητας.

Η νέα προσέγγιση της έννοιας του εκκλησιαστικού αυτοκεφάλου

Εντούτοις, αυτός ο περιορισμός δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο του Φαναριώτικου σχεδίου. Ουσιαστικά, πρόκειται περί αναθεωρήσεως της ίδιας της ιδέας του εκκλησιαστικού αυτοκεφάλου ως διοικητικής ανεξαρτησίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η θέση του Κωνσταντινουπόλεως ακολουθεί εδώ την εξέλιξη της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας. Άλλωστε, ήδη από το 1994 ο πατριάρχης Βαρθολομαίος κατά τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συσχετίζοντας τη διάρθρωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με το πρότυπο της αρχής της επικουρικότητας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, περιέγραφε το καθεστώς των τοπικών και περιφερειακών Ορθοδόξων Εκκλησιών με βάση τις έννοιες της «αυτονομίας» και της «κυριαρχίας».[6] Τώρα πλέον, μετά και την αλλαγή στάσεως έναντι της αρχής της κρατικής κυριαρχίας, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προβάλλουν τη νέα θεώρηση στον χώρο της εκκλησιολογίας, τασσόμενοι ανοικτά κατά της ιδέας της εκκλησιαστικής κυριαρχίας.

Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Παπαθωμάς εξηγεί την ανάπτυξη της ιδέας του αυτοκεφάλου ως διοικητικής ανεξαρτησίας λόγω της επίδρασης του συστήματος της Βεστφαλίας: όπως η προτεσταντική μεταρρύθμιση επηρέασε την προώθηση της αρχής της κυριαρχίας των εθνικών κρατών στη Δύση, τα οποία επιθυμούσαν την απεξάρτηση από την παπική επιρροή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κατά τον π. Γρηγόριο, το προτεσταντικό φρόνημα οδήγησε τον 19ο αι. στη διαμόρφωση των εθνικών Ορθοδόξων αυτοκεφάλων με σκοπό την εκκλησιαστική ανεξαρτησία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.[7] Σύμφωνα με τη λογική αυτής της προσεγγίσεως, ο ίδιος αποτιμά τις εκκλησιολογικές αντιλήψεις, οι οποίες τοποθετούνται στο θεμέλιο των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών της Νεότερης εποχής, ως επουσιώδεις συνέπειες της περί Εκκλησίας προτεσταντικής διδασκαλίας ή ακόμη απόμακρο αντίλαλο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας της εποχής των Σταυροφοριών.[8] Κατά συνέπεια, είναι επιβεβλημένο να ξεπερασθούν όλες οι παρόμοιες ετερόδοξες επιδράσεις στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία.

Κατά κανόνα, οι συγγραφείς που συντάσσονται με τις θέσεις του Φαναρίου δεν αναρωτιούνται κατά πόσο αναλογικές τυγχάνουν να είναι οι αρχές της εκκλησιαστικής και κρατικής κυριαρχίας και εάν πράγματι έχουν τα ίδια θεμέλια. Ωστόσο, το μόνο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς από την ταύτιση που προβάλλουν είναι: εφόσον δέχονται ότι η αρχή της κρατικής κυριαρχίας δεν ανταποκρίνεται πλέον στη νέα κατάσταση της παγκοσμίας αλληλοεξαρτήσεως οφείλει πλέον να επανεξετασθεί και η θεώρηση της εκκλησιαστικής κυριαρχίας.

Άλλωστε, πώς αλλιώς μπορεί να συμφιλιωθεί ο σαφής ισχυρισμός του Μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα ότι ο μεταμοντερνισμός και η παγκοσμιοποίηση θα οδηγήσουν στην ανάδειξη μιας μορφής διεθνισμού η οποία «θα εξαφανίσει την αυτοκέφαλη δομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας»[9] με το γεγονός αναδείξεως από το Φανάρι μιας νέας Ουκρανικής αυτοκεφαλίας; Είναι λογικό να θάβουν και ταυτόχρονα να δημιουργούν αυτοκέφαλα; Η απάντηση εν προκειμένω είναι μόνο μία: πρόκειται για διαφορετικού τύπου αυτοκέφαλα: τα αρχαία που «θάβουν», μα και τα νέα που δημιουργούν, αποδεικνύονται ό,τι θα χαρακτηρίζαμε παλαιότερα ως ευρύτερες αυτονομίες. Η αυτοκέφαλη δομή που δημιούργησε το Φανάρι στην Ουκρανία ακολουθεί ακριβώς αυτό το δήθεν «νέο Ευρωπαϊκό» πρότυπο, το οποίο παρουσιάζεται ως το περιφερειακό επι μέρους μιας μεγαλύτερης, ολοκληρωμένης υπερ-εκκλησιαστικής δομής.

Το «Ουκρανικό πρότυπο»

Όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση της Ουκρανίας διακήρυξε την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως βασικό στοιχείο της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι στην μεταπραξικοπηματική (μετά το 2014 δηλαδή) Ουκρανία η εν εξελίξει μεταβολή των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών αφορά και την Εκκλησία που επίσης ανασυγκροτείται προκειμένου να συμμορφωθεί με τον σχεδιαζόμενο ενιαίο πολιτικό χώρο της Ευρώπης. Πιθανόν αυτό εξηγεί εν μέρει και τον δισταγμό των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών της ΕΕ στις εκτιμήσεις τους για τα γενόμενα στην Ουκρανία, οι οποίες εμπλέκονται πολύ περισσότερο στο σχέδιο της θρησκευτικής ένταξης στην Ευρώπη, που υλοποιούν οι κυβερνήσεις των κρατών τους.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το πρότυπο που δοκιμάζεται τώρα στην Ουκρανία θα επεκταθεί και στις άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, τόσο στις υφιστάμενες όσο και σε εκείνες που θα συγκροτηθούν στις χώρες που θα προστεθούν μελλοντικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν αυτή η εικασία είναι ορθή, τότε είναι μεγάλη η πιθανότητα ότι οι ήδη υφιστάμενες αυτοκεφαλίες θα προσαρμοσθούν στο νέο «Ουκρανικό» πρότυπο, το οποίο θα συνίσταται στον περιορισμό της αυτοτέλειάς τους και την υποβάθμισή τους από το επίπεδο της πλήρους αυτοδιοικήσεως στο επίπεδο των εξαρτημένων περιφερειακών αυτόνομων διοικήσεων, ενώ όλα τα νέου τύπου αυτοκέφαλα θα χορηγούνται αμέσως κατά το «Ουκρανικό» πρότυπο. Σε σχέση με τα παραπάνω, οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη τα λεγόμενα του προέδρου της Ουκρανίας Π. Ποροσένκο με αφορμή τη δημιουργία της νέας τοπικής «εκκλησίας», ότι δηλαδή «εδώ, σε μάς, κρίνεται το μέλλον της παγκόσμιας Ορθοδοξίας», με τη χαρακτηριστική συμπλήρωση: «το οποίο εμείς και οι Ρώσοι το αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά».[10] Πλέον εκφράζεται απερίφραστα ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως θεωρεί ως συμβατικά, δηλαδή επιδεκτικά αναθεωρήσεως, όλα τα αυτοκέφαλα της Β΄ χιλιετίας, συμπεριλαμβανομένου του Ρωσικού. Αρκεί να θυμηθούμε τα λόγια του πατριάρχη Βαρθολομαίου στη Σύνοδο της Κρήτης, ότι «Μετὰ τὴν διακοπὴν τῆς κοινωνίας μεταξὺ τοῦ Θρόνου τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καὶ τῶν Θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, προσετέθησαν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἕτερα Πατριαρχεῖα καὶ Αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι, ἐπ᾿ ἀναφορᾷ πρὸς ἀναγνώρισιν τοῦ καθεστῶτος αὐτῶν ὑπὸ μελλοντικῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου»,[11] και μόνο τότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε περί της τελικής νομιμοποιήσεώς τους.

Ευρωπαϊκή ή Οικουμενική Εκκλησία;

Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η περιγραφείσα εικόνα παρουσιάζει μερικές ουσιαστικές αναντιστοιχίες μεταξύ του πολιτικού και του εκκλησιαστικού. Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Ένωση διαφέρει πάρα πολύ από ένα ολοκληρωτικό σχέδιο παγκοσμιοποίησης υπό την έννοια ότι παρουσιάζεται εξαρχής ως μια μη παγκόσμια κοινωνία, με αποτέλεσμα, οι διαδικασίες ένταξης στην Ευρώπη δεν επεκτείνονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως εκ τούτου εγείρεται το εύλογο ερώτημα: γιατί μια τοπική διαδικασία πολιτικής και θρησκευτικής ένταξης οφείλει να οδηγήσει σε παγκόσμιες δομικές μεταβολές στα πλαίσια όλης της Ορθοδόξου Εκκλησίας;

Δεύτερον, δεχόμαστε βέβαια ότι η ιδέα των εθνικών κρατών είναι όψιμο προϊόν και περιλαμβάνει πολλά αρνητικά στοιχεία, ωστόσο το σύστημα των αυτοκεφάλων είχε διαμορφωθεί πολύ πριν από αυτή και μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα υπάρχει κάλλιστα και μετά.[12] Τότε γιατί ο μαρασμός των εθνικών κρατών στα πλαίσια ενός μεγάλου και ίσως επιτυχούς περιφερειακού σχεδίου θα πρέπει να συνεπάγεται την αναθεώρηση της ιδέας του αυτοκεφάλου στα πλαίσια όλης της Εκκλησίας;

Τέλος, από το κείμενο του Ουκρανικού Τόμου διαπιστώνεται ότι η ολοκληρωμένη εκείνη εκκλησιαστική δομή, το περιφερειακό δηλαδή στοιχείο στο οποίο διαμορφώνεται η νέα «Εκκλησία», δεν συνιστά την υπό σχεδιασμό ενιαία Εκκλησία της ΕΕ, για την οποία συζητούν τόσο πολύ οι φιλικά προσκείμενοι προς τις θέσεις του Φαναρίου θεολόγοι, ούτε ακόμη η “Οικουμενική” Εκκλησία, αλλά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δηλαδή η κοινή Μήτηρ Εκκλησία. Εξ ου και το ερώτημα: τί σχέση μπορούν να έχουν με όλα αυτά όλες οι συζητήσεις για την θρησκευτική ένταξη στην Ευρώπη; Μήπως με το πρόσχημα της αντιγραφής του Ευρωπαϊκού προτύπου πολιτικής διαρθρώσεως η Κωνσταντινούπολη προωθεί απλά τα δικά της συμφέροντα, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τα πλαίσια της Ευρώπης, ενώ όλη η ρητορική για την ένταξη στην Ευρώπη, που εκφέρεται διά στόματος των εκπροσώπων της Κωνσταντινουπόλεως, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άλλη συγκάλυψη για την υλοποίηση των “παπικών” της αξιώσεων; Άλλωστε, εάν πράγματι η Κωνσταντινούπολη υποστήριζε το σχέδιο δημιουργίας μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής Εκκλησίας θα μπορούσε να ενθαρρύνει παντοιοτρόπως την διατήρηση της Ευρωπαϊκής τοπικότητας, και να συντελέσει στην ένωση των Ορθοδόξων Εκκλησιών των χωρών της ΕΕ σε έναν μεγάλο περιφερειακό σχηματισμό με έδρα τις Βρυξέλλες, με την δημιουργία αντίστοιχου υπερ-εκκλησιαστικού συνοδικού θεσμού. Τουναντίον, η Κωνσταντινούπολη αυτοπροβάλλεται ως μια τέτοια έδρα, και μάλιστα όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.[13]

Πάντως οι πραγματικές διαστάσεις των σχεδιασμών της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία προβαίνει σε μεταρρύθμιση της εκκλησιαστικής διαρθρώσεως όχι μόνο σε μια απομονωμένη περιφέρεια (στην Ευρώπη) αλλά σε ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία, φαίνεται ότι πρέπει να αναζητηθούν σε έναν ευρύτερο ορίζοντα από το πρότζεκτ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Κατ’ επέκτασιν διαπιστώνει κανείς ότι η βίαια διάλυση της διαμορφωθείσας δομής της Ορθοδόξου Εκκλησίας που επιχειρείται σήμερα, εκτός από την δήθεν προσαρμογή σε μια νέα Ευρωπαϊκή περιφερειοποίηση, εξυπηρετεί έναν άλλο και πολύ ευρύτερο σκοπό, δηλαδή την προσέγγιση Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών.

Ο διάλογος Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών επί της δομής της Εκκλησίας

Όπως είναι γνωστό, στα εγκριθέντα κείμενα της Μικτής Επιτροπής επί του θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας προβάλλεται ως ενοποιητικό πρότυπο ένα σχήμα τριών επιπέδων στην διάρθρωση της Εκκλησίας: το τοπικό, περιφερειακό, και οικουμενικό, με το αντίστοιχο σε κάθε επίπεδο πρωτείο του επισκόπου. Το παρόμοιο σχήμα για την πρώτη χιλιετία παρουσιάζεται ως κοινή θέση και για τα δύο μέρη. Έτσι, ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ τόνισε στη συνάντηση με τους εκπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Φράιμπουργκ το 2011 ότι οι Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν καταλήξει σε μια σπουδαία συμφωνία επί του ζητήματος της δομής της Εκκλησίας: «Έχουμε και οι δύο την ίδια δομή της Εκκλησίας, εκείνη της πρώτης Εκκλησίας (nous avons tous les deux la même structure de l’Église, celle de l’Église des origines)».[14]

Στην πραγματικότητα όμως, όπως σημειώθηκε επανειλημμένως από τους εκπροσώπους του Πατριαρχείου Μόσχας, το παρόμοιο σχήμα παραμένει αυθαίρετο ακόμη και για την πρώτη χιλιετία, διότι ουδέποτε αναγνωρίσθηκε πρωτείο (ως διακονία του πρώτου) στους πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως –κατά τη λογική του 34ου Αποστολικού κανόνα– στο λεγόμενο «οικουμενικό» επίπεδο. Πίσω από όλες τις επιδιώξεις αναβαθμίσεως της θέσεως των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως κρυβόταν ο ανταγωνισμός με τις αξιώσεις της Ρώμης για οικουμενική εξουσία στην Εκκλησία. Εκτός τούτων, η διάκριση του ίδιου του οικουμενικού επιπέδου στη δομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας τυγχάνει τεχνητή, διότι το κανονικό δίκαιο θεωρεί την παγκόσμια Εκκλησία ως το σύνολο των «περιφερειακών» Εκκλησιών, ενώ το οικουμενικό επίπεδο είναι στην ουσία του μη περιφερειακό, καθολικό, και υπερβαίνει ακόμη και τα πλαίσια του ορατού κόσμου, όπου κεφαλή υπάρχει ο Μόνος Μεγάλος Αρχιερέας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός και όχι οι πάπες, ούτε οι πατριάρχες.

Περιφερειακές δομές στο Ρωμαιοκαθολικισμό

Το πρόβλημα δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι παρ΄ όλο το επίμαχό της η περιγραφείσα από το διάλογο δομή παραμορφώθηκε ουσιαστικά στο Ρωμαιοκαθολικισμό κατά την πορεία εξελίξεως του δόγματος του παπισμού κατά τη δεύτερη χιλιετία. Εάν την πρώτη χιλιετία οι πάπες ήταν αναγκασμένοι να συμφιλιωθούν με τις περιφερειακές εκκλησιαστικές δομές, μεταγενέστερα στη Δύση αυτές τελικά ισοπεδώθηκαν πλήρως και δεν εκφράζονται πλέον ούτε κατ΄ελάχιστον στο ισχύον κανονικό δίκαιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ως αποτέλεσμα, δεν προβλέπεται ουδόλως η λειτουργία ενός μητροπολίτη ως περιφερειακού πρώτου, παρά μόνον το σύνολο των επισκόπων συγκροτεί το «κολλέγιο των επισκόπων με επικεφαλής τον Ύπατο Ποντίφικα» (Κώδικας του Κανονικού Δικαίου. 336ος κανόνας).[15]

Οι εθνικές Διασκέψεις των Επισκόπων, οι οποίες κάνουν την εμφάνισή τους στο τέλος του 19ου και το πρώτο ήμισυ του 20ου αι., παρ΄ ότι αναγνωρίζονται κατ΄ αρχάς από τη Β’ Βατικάνειο Σύνοδο (με το διάταγμα Christus Dominus)[16] και γίνονται αποδεκτές από αυτή ως ο γενικός κανόνας για όλη τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, είναι αμφίβολο αν είναι δυνατόν να συσχετισθούν με τις αυτοδιοίκητες περιφερειακές δομές της Ορθοδοξίας. Είναι γνωστό ότι το Δογματικό Σύνταγμα  Lumen Gentium παραλληλίζει τις «επισκοπικές συνελεύσεις» (coetus episcopales) της Δύσεως με τις «παλαίφατες Πατριαρχικές Εκκλησίες», ωστόσο οι πατριαρχικές Εκκλησίες ήταν ανέκαθεν ανεξάρτητες και αυτοδιοίκητες, ενώ οι Διασκέψεις των Επισκόπων –στην καλύτερη περίπτωση– μπορούν να περιγραφούν ως αυτόνομα σχήματα (π.χ. κατά τον 456ο κανόνα του Κώδικα Κανονικού Δικαίου, οι αποφάσεις των Επισκοπικών Διασκέψεων τίθενται σε ισχύ μόνον κατόπιν έγκρισής τους από την Αποστολική Έδρα). Παρά τις προσπάθειες των παπών Ιωάννη Παύλου Β’ και Βενεδίκτου ΙΣΤ’, να διευρύνουν τις αρμοδιότητες των Επισκοπικών Διασκέψεων, ο ἐν ενεργεία Ποντίφικας, ακολουθώντας άλλους Ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους,[17] υπογράμμισε το 2013 ότι η επιθυμία της Β’ Βατικάνειου Συνόδου να αναβαθμίσει τη θέση των Διασκέψεων Επισκόπων «κατ’ αναλογία με τις παλαίφατες πατριαρχικές Εκκλησίες» «δεν εκπληρώθηκε πλήρως, καθώς δεν έχει αποσαφηνισθεί αρκούντως μέχρι σήμερα το κανονικό status των Επισκοπικών Διασκέψεων, και των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης και της ορισμένης δογματικής αυθεντίας».[18] Παρ΄ όλο το σχετικό ευχολόγιο το γεγονός παραμένει ότι οι Επισκοπικές Διασκέψεις δεν αποτελούν τον σκελετό της ιεραρχικής δομής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ενδιάμεσες συνοδικές μορφές στο Ρωμαιοκαθολικισμό, που μπορούν –κατά προσέγγιση– να θυμίσουν τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι οι λεγόμενες «Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες», οι Εκκλησίες sui juris, η λειτουργία καθώς και οι σχέσεις των οποίων με τη Ρώμη, διέπονται από τη Διάταξη Orientalium Ecclesiarum  (1964) και αναφέρονται στον ξεχωριστό Κώδικα Κανόνων Ανατολικών Εκκλησιών (ΚΚΑΕ) με έτος εκδόσεως το 1990. Και όμως, σε αντιδιαστολή με τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, η αυτοτέλεια των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών είναι περιορισμένη σε μεγάλο βαθμό: διαθέτουν μόνο το αυτόνομο, αφού όλων των σημαντικών εσωτερικών ζητημάτων επιλαμβάνεται το Κολλέγιο Ανατολικών Εκκλησιών στη Ρώμη, ενώ αυτών που είναι θεμελιώδους σημασίας, παραμερίζοντας πλήρως τις τοπικές συνελεύσεις, αναλαμβάνει απ΄ ευθείας ο πάπας. Το ζήτημα αν είναι ολοκληρωμένες «επιμέρους εκκλησίες» (ecclesia particularis) παραμένει συζητήσιμο στο Ρωμαιοκαθολικό δίκαιο και τη θεολογία.[19] Επιπλέον, το χωρικό καθεστώς αυτών των σχηματισμών και της ιεραρχίας τους παραμένει διφορούμενο. Οι κανόνες 27–28 του ΚΚΑΕ αναφέρονται σε αυτούς ως “ενώσεις πιστών”, οι οποίες προΐστανται από την ιεραρχία τους με βάση το ρυθμό (ως “ελληνόρυθμοι”), δηλαδή τους παρουσιάζουν ως εκκλησιαστικές κοινότητες. Ως εκ τούτου ο χωρικός χαρακτήρας, –δηλαδή το περιφερειακό ζήτημα–, της υπάρξεώς τους δεν συζητείται, κάτι που οφείλεται στην κατάσταση συνυπάρξεως αυτών των εκκλησιών στον αυτό τόπο με τους πιστούς του λατινικού ρυθμού.

Ως συμπέρασμα, όποια προσέγγιση και να ακολουθηθεί, οι υφιστάμενες στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ενδιάμεσες συνοδικές μορφές, τις οποίες μπορούμε να βλέπουμε συμβατικά ως εκκλησιαστικές περιφερειακές δομές, δύνανται να ταξινομηθούν μόνο ως αυτόνομα και όχι ως αυτοκέφαλα σύμφωνα με την Ορθόδοξη έννοια. Διαπιστώνεται ότι στην πορεία του θεολογικού διαλόγου με την Ορθοδοξία η ρωμαιοκαθολική πλευρά προβάλλει συνειδητώς ως ενοποιητικό πρότυπο μια παρωχημένη εκκλησιαστική δομή της πρώτης χιλιετίας, καθόσον η υπάρχουσα δομή δεν έχει ανεπτυγμένο το περιφερειακό επίπεδο, το οποίο θα ηδύνατο να συσχετισθεί με εκείνο της Ορθοδοξίας.

Τροποποιήσεις στην εκκλησιαστική δομή

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχει διαμορφωθεί αποκλειστικά διεπίπεδη δομή με τις τοπικές επισκοπές αφ΄ ενός, και τους περιφερειακούς σχηματισμούς διαφόρων μεγεθών από τις Μητροπόλεις έως τις Τοπικές Εκκλησίες, αφ΄ ετέρου. Δεν έχει θεσμοποιηθεί σε μόνιμη μορφή το οικουμενικό επίπεδο στην Ορθόδοξη Εκκλησία.[20] Τα ζητήματα που αφορούσαν την καθόλου Εκκλησία αντιμετωπίζονταν με τη συναίνεση των περιφερειακών Εκκλησιών υπό διάφορες μορφές: από τις συνόδους και διασκέψεις μέχρι την ανταλλαγή γραμμάτων και περιοδείες εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων σε όλες τις Εκκλησίες.

Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επίσης ισχύει το διεπίπεδο σύστημα, αλλά με τον πάπα στο οικουμενικό επίπεδο και το σύνολο των τοπικών επισκοπών σε άμεση εξάρτηση από τον πάπα. Εξ ου και το απλό συμπέρασμα: προκειμένου να λειτουργήσει το προγραμματισθέν και συμφωνηθέν πρότυπο τριών επιπέδων, το οποίο όμως δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα πλήρως σε καμία Εκκλησία, οι δομές και των δύο Εκκλησιών, ή τουλάχιστον μιας εξ αυτών, θα πρέπει να προσαρμοσθεί σε αυτό. Στην πραγματικότητα εκείνο το οποίο μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι το πως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συνειδητά και βαθμηδόν κινείται προς κατεύθυνση εξελίξεως των περιφερειακών της δομών. Βλέπουμε κινητικότητα, πρός την αντίθετη όμως κατεύθυνση, και στην Ορθοδοξία. Και εάν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ακολουθεί την κατεύθυνση από ο,τι υπάρχει προς το ο,τι υπήρχε, στην Ορθόδοξη Εκκλησία βλέπουμε το αντίθετο: από εκείνο, το οποίο υπήρχε και υπάρχει προς εκείνο το οποίο ουδέποτε υπήρχε. Κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας βλέπουμε να αποδομείται, και αδικαιολογήτως μάλιστα, η διαμορφωθείσα στην Ορθοδοξία εκκλησιαστική δομή, προκειμένου να συμμορφωθεί με το ενωτικό πρότυπο.

Ενώπιόν μας διαμορφώνεται ένα σχήμα, όπου από το διεπίπεδο πρότυπο διακρίνεται τεχνητώς ένα νέα υπερεθνικό «οικουμενικό» επίπεδο με “Πρώτο” τον Οικουμενικό πατριάρχη και δύο διαρκή συλλογικά όργανα: τη Σύναξη Προκαθημένων και τη Σύνοδο όλης της Εκκλησίας, οι οποίες συγκαλούνται και προεδρεύονται από τον οικουμενικό πρωθιεράρχη και παρουσιάζονται ως όργανα της ανώτατης εκκλησιαστικής εξουσίας, διότι οι αποφάσεις αυτών κηρύσσονται δεσμευτικές για το πλήρωμα της Εκκλησίας. Επικαλούμενος την κανονική αρχή του πρωτείου, το οποίο είναι κατοχυρωμένο στο 34ο Αποστολικό Κανόνα, ο νύν Κωνσταντινουπόλεως, ένας από τους απολύτως ισοτίμους προκαθημένους, για πολλοστή φορά κήρυξε τον εαυτό του κεφαλή όλων των κατά τόπους Εκκλησιών, κάτι το οποίο αναγράφεται άμεσα στον Τόμο της νέας Ουκρανικής «Εκκλησίας»: «Ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία γινώσκει ὡς κεφαλὴν τὸν Ἁγιώτατον Ἀποστολικὸν καὶ Πατριαρχικὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχαι καὶ Προκαθήμενοι».

Παρόλο που αποκρούσθηκαν προηγούμενες προσπάθειες προς κατάληψιν της εξουσίας στην Εκκλησία, οι εσχάτως υπάρχοντες πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε, αποδίδουν στον εαυτό τους θέση πάπα εντός της Εκκλησίας.

Προκειμένου να προσαρμοσθεί το περιφερειακό επίπεδο της δομής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ενωτικό πρότυπο, θα πρέπει να περιορισθεί η εκκλησιαστική αυτοτέλεια των κατά τόπους Εκκλησιών και να ισχυροποιηθεί η εξάρτησή τους από την προϊσταμένη αρχή, κατά τα πρότυπα της Ρώμης, με άλλα λόγια, να στερηθούν του ολοκληρωμένου καθεστώτος της αυτοκεφαλίας και να υποβιβασθούν στο επίπεδο των αυτονόμων, κάτι το οποίο ορισμένοι συγγραφείς βλέπουν ως στοιχείο της μεταρρυθμίσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, [21] το οποίο είχε προ πολλού ωριμάσει και το οποίο βλέπουμε στο νέο Ουκρανικό Τόμο.[22] Με αυτή την πτυχή και τα δύο σχέδια, της μιας δήθεν Ευρωπαϊκής, αλλά στην πραγματικότητα της «οικουμενικής» Εκκλησίας και της ενώσεως με το Ρωμαιοκαθολικισμό, συμπίπτουν πλήρως ως προς τους στόχους τους, ενώ κινητήρια δύναμη και των δύο είναι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο μονομερώς και σχεδόν με πλήρη συγκατάθεση των λοιπών κατά τόπους Εκκλησιών αναχαράσσει τη δομή της παγκόσμιας Ορθοδοξίας.

Πολιτικές επιταγές των τρεχουσών μεταρρυθμίσεων

Το πρόβλημα δεν είναι τόσο στο καθεστώς των όποιων τροποποιήσεων στην εκκλησιαστική δομή. Η δομή της Εκκλησίας είναι τόσο καθορισμένη ιστορικά όσο και ευκίνητη. Η εκκλησιαστική συνείδηση έχει όμως προ καιρού ετοιμασθεί για την ανάγκη της προσαρμογής της στα νέα ιστορικά δεδομένα.[23] Το πρόβλημα προφανώς είναι στο ότι η αρξαμένη μεταρρύθμιση προλαβαίνει σημαντικά την φυσιολογική ροή των πραγμάτων. Διεξάγονται πλέον συζητήσεις σχετικά με την εγκαθίδρυση της Νέας Τάξεως Πραγμάτων και του νέου συστήματος της διεθνούς σταθερότητας, συζητάται ευρέως η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η θέση της Γερμανίας σχετικά με την περαιτέρω πορεία της Ευρώπης και πολλά άλλα, ενώ αυτή τη στιγμή ουδεμία συναίνεση στη διεθνή πολιτική διακρίνεται. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προχωρήσει ακόμη στο επόμενο στάδιο της ολοκλήρωσής της και στην προβλεπόμενη περιφερειοποίηση, αλλά και η ίδια η Ουκρανία δεν εντάχθηκε ακόμη στην ΕΕ, παρ΄ όλα ταύτα η νέα εκκλησιαστική δομή στην Ουκρανία συγκροτείται ήδη κατά το σχετικό «Ευρωπαϊκό» πρότυπο. Και παρόλο που η υπό ευρεία συζήτηση μεταρρύθμιση του ΟΗΕ και των λοιπών διεθνών οργανισμών δεν έχει γίνει ακόμη, όπως και δεν έχει αναδειχθεί ένα συμφωνηθέν διεθνές σύστημα παγκοσμίας διακυβέρνησης, ωστόσο ήδη το Φανάρι θέτει σταδιακά σε λειτουργία μια παγκόσμια υπερεκκλησιαστική δομή υπό τη μορφή της διαρκούς Συνόδου όλης της Εκκλησίας. Μήπως τούτο σημαίνει ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ανέλαβε πρωτοβουλία όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων, σπεύδει συνειδητά, προκειμένου να προλάβει να υλοποιήσει τα ειδικά τού συμφέροντα;

Τυγχάνει γνωστό ότι ο σύγχρονος κόσμος βιώνει μία “διαρχία” διεθνών συστημάτων καθώς υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς την κατάλληλη διάρθρωση του Κόσμου, οι οποίες είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικές. Σοβαρές διαφοροποιήσεις καταγράφονται επίσης, μεταξύ των διαφόρων χωρών ως προς τις εκτιμήσεις τους επί των παγκοσμίων πολιτικών διαδικασιών και μορφών της περιφερειακής εντάξεως. Και μέχρι να αντιμετωπισθεί αυτή η διαρχία, μέχρι να αρθούν όλες οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, είναι ανάγκη η Εκκλησία να αναμιχθεί σε όλα αυτά; Πώς και για ποιό σκοπό άραγε πρέπει η Εκκλησία να συνταχθεί με ένα πολιτικό σχέδιο εις βάρος ενός άλλου και να προωθεί ένα από τα ανταγωνιζόμενα πρότυπα έναντι του άλλου; Η απάντηση είναι προφανής: μόνο με σκοπό τη διαίρεση. Αλλοίμονο, αλλά οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εδώ και χρόνια είχαν προβλέψει το σχίσμα εντός της παγκόσμιας Ορθοδοξίας: είτε εξαιτίας της διαφωνίας για την αποκατάσταση της κοινωνίας με τη Ρώμη,[24] είτε εξαιτίας των γεωπολιτικών διαφορών.[25]

Η Εκκλησία σήμερα κατακερματίζεται αποκλειστικά και μόνον για πολιτικούς λόγους, ένεκα γεωπολιτικών εντάσεων, έχοντας ως φορέα της μεταφοράς της πολιτικής συγκρούσεως στις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις έναν ιεράρχη, ο οποίος αυτοπαρουσιάζεται ως ο μόνος (πολιτικά) ανεξάρτητος εκκλησιαστικής ηγέτης στην παγκόσμια Ορθοδοξία. Όπως φαίνεται από το πολιτικό υπόβαθρο και μόνο, δεν μπορεί παρά να αμφισβητηθεί το βάσιμο της συλλογιστικής όσον αφορά το γόνιμο της διαδικασίας προσαρμογής της εκκλησιαστικής διοίκησης στη νέα γεωπολιτική κατάσταση. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που ελλοχεύει για την Εκκλησία βρίσκεται στην επιδίωξη να προσαρμόζεται στις εξωτερικές και πρόσκαιρες πολιτικές συγκυρίες αποκλειστικά βάσει αμιγώς πολιτικών λόγων. Αντιθέτως, η Εκκλησία σε όλες τις αλλαγές προχωρά κινούμενη κυρίως από τις πραγματικές της ανάγκες σε αναφορά προς τα εσωτερικά της προβλήματά, και αποστασιοποιείται ξεκάθαρα από κάθε προσπάθεια επιβολής σε αυτή αποφάσεων, ειλημμένων με βάση την πολιτική. Γι΄αυτό η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (που βρίσκεται σε κοινωνία με το Πατριαρχείο Μόσχας), η οποία ευρέθη σήμερα στο επίκεντρο μιας ανοικτής πολιτικής αντιπαραθέσεως, προέβη στην μόνη ορθή λύση, να υπερασπίζεται δηλαδή την ίδια την ιδέα της Εκκλησίας, μακριά από κάθε πολιτική επίδραση, τόσο εξωτερικής, Ρωσικής, Ευρωπαϊκής, Αμερικανικής, ή της οιασδήποτε άλλης, όσο και εσωτερικής.[26]

Η αντίδραση της Ρωσικής Εκκλησίας, έναντι των νέων προκλήσεων

Η Εκκλησία διαθέτει τις απαραίτητες εκείνες δυνάμεις που είναι απαραίτητες για να προσαρμόζεται στις εξωτερικές αλλαγές, κάτι το οποίο έχει επανειλημμένως ζήσει στην ιστορία. Όμως, όλες αυτές οι μεταβάσεις έγιναν κατά τρόπο φυσιολογικό, ή κατά την εύστοχη έκφραση του S. Fοudel[27] «απλά και χαριτωμένα».[28] Στην περίπτωση της Συνόδου της Κρήτης και του Ουκρανικού αυτοκεφάλου ούτε την απλότητα διακρίνουμε, αλλά ούτε και την χάρη: οι σχετικές κινήσεις συνοδεύονται από κατηγορίες, ψεύδη, βία, αλλά και την εμφανή προδοσία. Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος μαζί με όσους τον υποστηρίζουν επισκόπους τόσο στην Κρήτη, όσο και στην Ουκρανία, κατεπάτησαν απροκάλυπτα την εκκλησιαστική συνοδικότητα και επιτίθενται πλέον σ΄ αυτήν τούτη την εκκλησιαστική ενότητα. Είναι καιρός πια να τεθεί ένα τέλος σ΄ αυτόν τον κατήφορο, πριν να είναι αργά.

Οι εκκλησιαστικές αρχές της Ρωσικής Εκκλησίας εξέδωσαν ήδη μια απολύτως ορθή απόφαση, να παύσουν δηλαδή να αναγνωρίζουν τον “πρώτο” ρόλο του Κωνσταντινουπόλεως,[29] ένα ρόλο, ο οποίος μέχρι σήμερα δεν εστηρίζετο ούτε στους κανόνες, πόσο μάλλον στο Δόγμα, αλλά αποκλειστικά στην παρά τους Κανόνες εκούσια αποδοχή του από τις άλλες Τοπικές Εκκλησίες.[30] Η καθ’ ἡμᾶς Εκκλησία δεν το αποδέχεται πλέον, και ελπίζω ότι μετά από όσα έπραξαν οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, δεν πρόκειται να επανεξετάσει την απόφαση της αυτή, η οποία είχε προ πολλού ωριμάσει. Δικαιούμαστε όμως να είμαστε συνεπέστεροι προς εαυτούς και αφού παύσαμε να αναγνωρίζουμε το “παπικού” τύπου πρωτείο του Κωνσταντινουπόλεως, θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην επανεξέταση και άλλων αποφάσεων, οι οποίες βασίζονταν στην αποδοχή των έως τώρα ισχυόντων.

Κατά τη νέα λογική το ἐν ισχύι πρότυπο της Πανορθοδόξου Συνόδου με τον κανονισμό αυτής, εφόσον στηρίζονται στην αρχή του πρωτείου του Κωνσταντινουπόλεως, χάνει κάθε νόημα.

Όπως κάθε νόημα χάνει και η περαιτέρω συμμετοχή στη Μικτή Διεθνή Επιτροπή επί Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών, διότι εκείνο το πρότυπο, το οποίο προωθείτο εκεί εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, βασίζεται στην ίδια την αρχή του πρωτείου του Κωνσταντινουπόλεως.

Επίσης η Ρωσική θεολογία καλείται να διατυπώσει τη διορθωμένη πατερικά ορθή θέση επί του ζητήματος του πρωτείου εντός της Εκκλησίας, διότι οι τελευταίες τοποθετήσεις των εκκλησιαστικών αρχών της Ρωσικής Εκκλησίας εκ των πραγμάτων ανακάλεσαν την ισχύ του εγκριθέντος παλαιότερα κειμένου του Πατριαρχείου Μόσχας.

Και τέλος, οφείλουμε να πετύχουμε την αναγνώριση του γεγονότος ότι στη βάση του Τόμου της «Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ουκρανίας» τέθηκαν εκκλησιολογικές αντιλήψεις, οι οποίες είναι ασύμβατες προς την κανονική και τη δογματική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

[1] Βλ.: Кузенков Павел, Ермилов Павел. О соборности подлинной и мнимой. Куда ведет экклезиология критского «Великого Собора»? https://pravoslavie.ru/95312.html; Павел Кузенков, Алексей Кнутов. Размышления о регламенте «Святого и Великого Собора», намеченного на Пятидесятницу сего года https://pravoslavie.ru/93937.html

[2] Kalaitzidis P. Ecclesiology and Globalization: In Search of an Ecclesiological Paradigm in the Era of Globalization (After the Previous Paradigms of the Local, Imperial, and National) St Vladimir’s Theological Quarterly. 2013. Vol. 57, 3–4. σ. 494

[3] Ibid. σ. 494–495

[4] Ibid. σ. 496

[5] Grigorios D. Papathomas, archim. La dialectique entre nation étatique et l’autocéphalie ecclésiastique, L’Année canonique. 2001. T. 43. σ. 86

[6] «Εἶναι ἐκπληκτικὸν, ὅτι ἡ πράγματι καὶ βαθύτατα δημοκρατικὴ ὀργάνωσις τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν μεγάλον βαθμὸν διοικητικῆς αὐτονομίας καὶ κυριαρχίας τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ταυτόχρονον εὐχαριστιακὴν ἑνότητα ἐν τῇ πίστει εἶναι ἕν εἶδος προτύπου, τὸ ὁποῖον προσφάτως ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωσις ὑπὸ τὸ ὄνομα τῆς Ἀρχῆς τῆς Ἐπικουρικότητος ἐθεσμοθέτησεν ὡς τὴν πλέον λυσιτελῆ μέθοδον διαρθρώσεως τῶν ἐξουσιῶν της», πρβ. Κωτσιόπουλος Κ. Π. Ορθοδοξία και Ευρώπη, Θεσσαλονίκη, 1998 σ. 146

[7] Grigorios D. Papathomas, archim. Face au concept «d’Eglise nationale», la réponse canonique orthodoxe: L’Eglise autocéphale, L’Année canonique. 2003. T. 45. σ. 169

[8] Grigorios D. Papathomas, archim. In the age of the Post-Ecclesiality (The emergence of post-ecclesiological modernity). Kanon. 2006. Vol. 19. σ. 3–21

[9] Zizioulas J. Primacy and Nationalism. St Vladimir’s Theological Quarterly. 2013. Vol. 57, 3–4. σ. 458

[10] Ο Αρχηγός Κράτους: η Σύναξη Ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου διέλυσε τις ψευδαισθήσεις της Μόσχας ότι η Ουκρανία αποτελεί το κανονικό έδαφός της (14 Σεπτεμβρίου 2018) https://web.archive.org/web/20190422014116/https://www.president.gov.ua/ru/news/glava-derzhavi-zbori-arhiyereyiv-vselenskogo-patriarhatu-roz-49550

[11] Opening Address by His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew at the Inaugural Session of the Holy and Great Council https://www.holycouncil.org/speeches-addresses/-/asset_publisher/oOILsDUAGY7C/content/opening-ecumenical-patriarch?_101_INSTANCE_oOILsDUAGY7C_languageId=en_US

[12] Βλ. το γνωστό σχόλιο του Βαλσαμώνα στο Β’ κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου: «Τὸ παλαιὸν πάντες οἱ τῶν ἐπαρχιῶν μητροπολῖται αὐτοκέφαλοι ἦσαν καὶ ὑπὸ τῶν οἰκείων συνόδων ἐχειροτονοῦντο». Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων. Τ. 2. Ἐν Ἀθήναις, 1852 σ. 171

[13] Βλ. σχετικά: Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Ο θεσμός της Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία  https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/24439-naupaktou-o-thesmos-tis-autokefalias-stin-orthodoji-ekklisia; Χρήστου Γιανναρά. Η ύβρις της αυτοκεφαλίας https://www.kathimerini.gr/988520/opinion/epikairothta/ politikh/h-yvris-ths-aytokefalias

[14] Irénikon. 2011. T. 2–3. Σ. 312–313.

[15] Βλ.: Of all times and of all places: Protestants and Catholics on the church local and universal L. J. Koffeman, H. Witte, eds. Zoetermeer, 2001

[16] Документы II Ватиканского собора. М., 2004. С. 218

[17] Βλ. π.χ. «Στο Lumen Gentium 23 εκφράζεται η πεποίθηση ότι οι Διασκέψεις Επισκόπων θα διαδραματίσουν τον ρόλο ανάλογο με εκείνο των Πατριαρχείων της αρχαίας Εκκλησίας για να εξασφαλίσουν την νόμιμη και ευχάριστη ποικιλομορφία της κοινωνίας. Αυτή η ευχή δεν υλοποιήθκε διότι το εν λόγω σύνταγμα με το κανονικό καθεστώς αυτής δεν εξήλθε των πλαισίων ενός απλού οργάνου του πρακτικού συντονισμού μεταξύ Επισκόπων της ίδιας χώρας». – Legrand H. Les évêques, les Églises locales et l‘Église entière. Évolutions institutionnelles depuis Vatican II et chantiers actuels de recherche Revue des sciences philosophiques et théologiques. 2001. T. 85, 3. σ. 478

[18] «Η Β’ Βατικάνειος Σύνοδος ισχυριζόταν ότι κατ’ αναλογία προς τις παλαίφατες πατριαρχικές Εκκλησίες οι Διασκέψεις Επισκόπων μπορούν “να συντελούν ποικιλοτρόπως και γόνιμα ώστε το συλλογικό πνεύμα να μεταφράζεται στα συγκεκριμένα πράγματα”. Αυτή η ευχή δεν εκπληρώθηκε πλήρως διότι δεν έχει διασαφηνισθεί αρκούντως μέχρι σήμερα το καθεστώς των Διασκέψεων Επισκόπων ως υποκειμένων, στα οποία χορηγούνται οι συγκεκριμένες αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένης και της ορισμένης δογματικής αυθεντίας. Η υπερβολική συγκέντρωση εν διευκολύνει, αλλά δυσχεραίνει τη ζωή της Εκκλησίας και εμποδίζει την ιεραποστολική δυναμική». βλ. Evangelii Gaudium, 32.

[19] Βλ., π.χ.: Feldhans V. Ecclesia Sui Iuris and the Local Church: An Investigation in Terminology The Jurist. 2008. Vol. 68, 2. σ. 350–360

[20] «Κατά τη διάρκεια όλης της δευτέρας χιλιετίας έως και τις ημέρες μας η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρούσε εκείνη τη διοικητική δομή, η οποία ήταν χαρακτηριστική της Ανατολικής Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας. Εντός των πλαισίων αυτής της δομής, εκάστη τοπική Αυτοκέφαλος Εκκλησία, εν τη δογματικη, τη κανονικη και τη ευχαριστιακη ενότητι προς τις λοιπές τοπικές Εκκλησίες ούσα, είναι διοικητικά αυτοτελής. Δεν υπάρχει ούτε υπήρχε ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένα ενιαίο διοικητικό κέντρο σε παγκόσμιο επίπεδο… Η μεταφορά των λειτουργιών του πρώτου από το επίπεδο επισκοπής σε παγκόσμιο επίπεδο, επι της ουσίας σημαίνει την αναγνώριση ενός ιδιαίτερου είδους λειτουργήματος, δηλονότι εκείνου του “Παγκοσμίου Αρχιερέως”, ο οποίος κατέχει την πληρότητα της διδακτικής και διοικητικής αυθεντίας στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία. Μια τοιαύτη αναγνώριση, διά της καταργήσεως της μυστηριακής ισότητος των Επισκόπων, συνεπάγεται την εμφάνιση της δικαιοδοσίας του Παγκοσμίου Πρωθιεράρχου, στην οποία ούτε οι ιεροί κανόνες αναφέρονται, αλλά ούτε η αγιοπατερική Παράδοση, και η οποία ως αποτέλεσμα έχει την ελάττωση ή ακόμα και την άρση του αυτοκεφάλου των κατά τόπους Εκκλησιών». Η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας περί του πρωτείου εντός της Εκκλησίας σε παγκόσμιο επίπεδο http://www.patriarchia.ru/db/text/3481089.html

[21] Βλ. σχετικά: Cohen W. Why Ecclesial Structures at the Regional Level Matter: Communion as Mutual Inclusion Theological Studies. 2014. Vol. 75, 2. σ. 308–330

[22] Βλ.: «Μπορεί να διαπιστώσει κανείς ό,τι τα ιδρυτικά κείμενα της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (ΟΟΕ) και της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ουκρανίας (ΑΕΟ) αποδεικνύουν περίτρανα: η ΟΟΕ με το αυτόνομο καθεστώς αυτής απολαμβάνει μεγαλύτερης αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας από την <παρά η> ΑΕΟ με το καθεστώς του αυτοκεφάλου της». – Кирилл Александров. УПЦ и СЦУ: у кого больше независимости? https://spzh.news/ru/zashhita-very/59048-upc-i-scu-u-kogo-bolyshe-nezavisimosti

[23] Βλ. τις σκέψεις του πρωθιερέα A. Lebedev, τις οποίες διατύπωσε ήδη από το 1887: «Εάν ο Ορθόδοξος χριστιανισμός διαφυλάχθηκε μόνο σε ένα Πατριαρχείο και σε ένα λαό με κάποιο πνευματικό ηγέτη ως επικεφαλής του, θα ήταν αντορθόδοξη μια τέτοια μοναρχία; Αναμφιβόλως όχι. Ο Πατριάρχης ή ο Μητροπολίτης, αφού αναδειχθεί επικεφαλής όλης της Ορθοδόξου χριστιανοσύνης με την αναγνώριση της θέσεώς του από όλους τους υφισταμένους ποιμένες και λαούς, δεν θα κατέληγε πάπας, παρόλο που, κατά τη γνώμη μας, θα είχε πολλούς σχετικούς πειρασμούς» (О главенстве папы, или О разности православных и папистов в учении о Церкви. СПб., 1887. С. 7).

[24] «Η δυνατότητα σχίσματος μεταξύ διαφόρων κατά τόπους Εκκλησιών ως αντίδραση σε κάθε προσπάθεια συμφιλιώσεως με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, καθίσταται πραγματικότητα». – John Panteleimon Manoussakis. For the Unity of All Eugene, Oregon, 2015. σ. 41

[25] «Η πολυπολικότητα της Ορθοδοξίας, η ύπαρξή της σε διάφορες πολιτιστικές πραγματικότητες, σε διάφορες ηπείρους δεν ευνοούσαν ιδιαίτερα την εγκαθίδρυση μιας εσωτερικής συναινέσεως. Μάλλον το αντίθετο, οι νέες γεωγραφικές πραγματικότητες της Ορθοδοξίας –τόσο μετά τα γεγονότα στην Μικρά Ασία το 1923, όσο και μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989– στα οποία προστέθηκε η ύπαρξη των μεγάλων ρευμάτων αμοιβαίας επιρροής, που συνδέονταν με την Παγκοσμιοποίηση, συνετέλεσαν στην αναδιαμόρφωση των ενδοορθοδόξων σχέσεων με την ενίσχυση του ανταγωνισμού, ο οποίος δύναται να οδηγήσει στη διακοπή κοινωνίας μεταξύ των διαφόρων μερών της Εκκλησίας… Δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι, μήπως η αντίθεση, η οποία σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση, μετεξελιχθεί σε αντίθεση εντός της Ορθοδοξίας, η οποία είναι τόσο έτοιμη προς κατακερματισμό (ne se transforme en contradiction orthodoxe, si prompte à la fragmentation)». – Kazarian N. Orthodoxie et mondialisation, une résistance en mouvement: Étude des paradigmes grecs et russes Les religions dans la mondialisation: entre acculturation et contestation. Chr. Grannec, B. Massignon, éd. Paris, 2012. σ. 144

[26] «Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία τασσόταν πάντοτε και με συνέπεια υπέρ της θεραπείας του σχίσματος, υπέρ της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής ενότητας, δηλαδή, υπέρ της ενιαίας Εκκλησίας. Και όμως η αποκατάσταση της ενότητας της Ουκρανικής Ορθοδοξίας δεν θα πρέπει να σημαίνει την μετατροπή της Εκκλησίας σε στοιχείο πολιτικής ή προπαγάνδας, διότι τούτο έρχεται σε αντίθεση με αυτή τούτη τη φύση της Εκκλησίας. Είμαστε βέβαιοι ότι η αντιμετώπιση της εκκλησιαστικής διαιρέσεως θα πρέπει να γίνει άνευ της επεμβάσεως των κρατικών, πολιτικών, ή και λοιπών εξωτερικών δυνάμεων». – Απόφαση της Συνόδου των Επισκόπων της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της 13ης Νοεμβρίου 2018, http://www.patriarchia.ru/db/text/5301215.html

[27] Σεργκέι Foudel (1900–1977) – ένας διάσημος Ρώσος πνευματικός συγγραφέας, ομολογητής. Στα έργα του πρότεινε μια σύνθεση των ιδεών της ρωσικής θεολογίας του 19ου αιώνα με τις θεολογικές διαισθήσεις της νέας εποχής «των μαρτύρων».

[28] «Όταν αλλάζουν οι πνευματικές και οι εξωτερικές περιστάσεις, η Εκκλησία μεταβαίνει από μια μορφή στην άλλη απλά και χαριτωμένα». – Фудель С.И. У стен Церкви. (Собрание сочинений: В 3-х т. Т. 1. М., 2001. С. 134).

[29] Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα: ο Κωνσταντινουπόλεως απώλεσε τα πρωτεία του στην ανά την Οικουμένη Ορθοδοξία, http://www.patriarchia.ru/db/text/5361350.html

[30] «Ο Πατριαρχικός Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως απολαμβάνει πρωτεία τιμής επί τη βάσει των Ιερών Διπτύχων, τα οποία αναγνωρίζονται υφ΄όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιῶν. Το περιεχόμενο δε αυτού του πρωτείου καθορίζει η συναίνεση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία εκφράζεται ειδικώς στις Διορθόδοξες Διασκέψεις επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας». – Η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας περί του πρωτείου εντός της Εκκλησίας σε παγκόσμιο επίπεδο, http://www.patriarchia.ru/db/text/3481089.html