IV.1. Υπάρχουν διάφορες ερμηνευτικές παραδόσεις και εθνικές ιδιαιτερότητες σχετικά με την εφαρμογή του συνόλου των δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το σύγχρονο σύστημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διακρίνεται για τον πολυκλαδικό του χαρακτήρα και την τάση για μεγαλύτερη συγκεκριμενοποίηση. Σήμερα δεν υπάρχει στον κόσμο μια κοινώς αποδεκτή ταξινόμηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Οι διάφορες σχολές δικαίου τις κατατάσσουν σε ομάδες με βάση διάφορα κριτήρια. Σύμφωνα με τη βασική της κλίση η Εκκλησία προτείνει να εξετασθούν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες υπό το φως του πιθανού τους ρόλου στη δημιουργία των ευνοϊκών εξωτερικών συνθηκών για την τελειοποίηση του προσώπου στην πορεία της σωτηρίας.

IV.2. Το δικαίωμα στη ζωή. Η ζωή είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ευαγγελίζεται: «ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν» (Ιω. 10, 10). Η εντολή «ου φονεύσεις» ήταν μεταξύ εκείνων που δόθηκαν από τον Θεό στον Προφήτη Μωυσή. Η Ορθοδοξία δεν αποδέχεται και καταδικάζει την τρομοκρατία, την ένοπλη επίθεση, την εγκληματική βία όπως επίσης και όλες τις άλλες μορφές της εγκληματικής αφαίρεσης της ανθρώπινης ζωής.

Όμως η ζωή δεν περιορίζεται από τα γήινα πλαίσια, στα οποία αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο η κοσμική κοσμοθεωρία και το συνδεδεμένο με αυτή νομικό σύστημα. Ο Χριστιανισμός επιβεβαιώνει ότι η επίγεια ζωή, η οποία είναι πράγματι πολύτιμη, αποκτά την πληρότητα και το απόλυτο νόημα της μέσα στην προοπτική της αιωνίου ζωής. Για τον λόγο αυτό πρέπει να κατέχει την πρώτη θέση όχι η ίδια η επιθυμία να διατηρήσουμε με οποιοδήποτε τρόπο την επίγεια ζωή μας, αλλά η επιδίωξη να τη διαμορφώσουμε κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο άνθρωπος σε συνεργασία με τον Θεό να μπορέσει να προετοιμάζει την ψυχή του για την αιωνιότητα.

Ο λόγος του Θεού διδάσκει ότι η απώλεια της ψυχής υπέρ του Χριστού και του Ευαγγελίου (πρβλ. Μκ. 8, 35) και υπέρ των συνανθρώπων δεν βλάπτει τη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά αντίθετα τον οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών (πρβλ. Ιω. 15, 13). Η Εκκλησία τιμά τους αγώνες των μαρτύρων, που διακόνησαν μέχρι θανάτου τον Χριστό, και των ομολογητών που δεν Τον αρνήθηκαν μπροστά στους διωγμούς και τις απειλές. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί τιμούν επίσης τον ηρωισμό όσων θυσίασαν τις ζωές τους για την Πατρίδα και τους πλησίον τους στα πεδία των μαχών.

Ταυτόχρονα η Εκκλησία καταδικάζει την αυτοκτονία, επειδή ο αυτόχειρας δεν θυσιάζει τη ζωή του αλλά απορρίπτει τη ζωή ως δώρο Θεού. Υπό το φως των ανωτέρω είναι απαράδεκτη η νομιμοποίηση της λεγόμενης ευθανασίας, δηλαδή της σύμπραξης στην αναχώρηση από τη ζωή, στην οποία συνδυάζονται ο φόνος και η αυτοκτονία.

Το δικαίωμα στη ζωή πρέπει να προϋποθέτει την προστασία της ανθρώπινης ζωής  από τη στιγμή της συλλήψεως. Οποιαδήποτε επιβουλή εναντίον της διαμορφούμενης ανθρώπινης προσωπικότητας αποτελεί παραβίαση αυτού του δικαιώματος. Η ζωή και τα δικαιώματα του παιδιού, του ενηλίκου και του ηλικιωμένου προστατεύονται από τις σύγχρονες διεθνείς και εθνικές νομοθετικές πράξεις. Με αυτήν τη λογική η προστασία της ανθρώπινης ζωής πρέπει να καλύπτει και το διάστημα από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι και τη γέννηση. Η βιβλική αντίληψη για τη θεοδώρητη αξία της ανθρώπινης ζωής από τη στιγμή της σύλληψης εκφράζεται συγκεκριμένα στα λόγια του Βασιλέως Δαβίδ: «ὅτι σὺ ἐκτήσω τοὺς νεφρούς μου, Κύριε, ἀντελάβου μου ἐκ γαστρὸς μητρός μου… οὐκ ἐκρύβη τὸ ὀστοῦν μου ἀπὸ σοῦ, ὃ ἐποίησας ἐν κρυφῇ, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς· τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, καὶ ἐπὶ τὸ βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ἡμέρας πλασθήσονται καὶ οὐθεὶς ἐν αὐτοῖς» (Ψαλ. 138, 13,15-16).

Αναγνωρίζοντας ότι η θανατική ποινή ήταν αποδεκτή στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ δεν έχουμε υποδείξεις για την ανάγκη της κατάργησής της «ούτε στην Καινή Διαθήκη, ούτε στην Παράδοση και την ιστορική κληρονομιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας», δε μπορούμε να μη θυμηθούμε ότι «η Εκκλησία συχνά αναλάμβανε το καθήκον της μεσολάβησης για τους καταδικασμένους σε θάνατο, ζητώντας για αυτούς το έλεος και τη μετρίαση ποινής» (Οι αρχές του κοινωνικού Δόγματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, IX.3). Προστατεύοντας την ανθρώπινη ζωή η Εκκλησία, ανεξάρτητα από τη στάση της κοινωνίας απέναντι στη θανατική ποινή, καλείται να ασκεί το καθήκον της μεσολάβησης.

IV.3. Η ελευθερία της συνείδησης. Το δώρο της ελευθερίας της επιλογής εκδηλώνεται πρωτίστως στην δυνατότητα επιλογής από τον άνθρωπο των κοσμοθεωρητικών προσανατολισμών της ζωής του. Όπως γράφει ο άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λουγδούνου,  «Ο Θεός εδημιούργησε αυτόν (τον άνθρωπο) ελεύθερον, έχοντα την εξουσία του <…> να εκπληρώνει εκουσίως το θέλημα του Θεού και όχι με εξαναγκασμό από τον Θεό» («Κατά αιρέσεων», κεφ. XXXVI, 1,4). Η αρχή της ελευθερίας της συνείδησης εναρμονίζεται με το θέλημα του Θεού εάν προστατεύει τον άνθρωπο από τις αυθαιρεσίες απέναντι στον εσωτερικό του κόσμο, από την βίαια επιβολή αυτών η των άλλων πεποιθήσεων. Για αυτό και σωστά στις Αρχές του κοινωνικού Δόγματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αναγνωρίζεται η ανάγκη «διατηρήσεως για τον άνθρωπο ενός αυτονόμου τομέα όπου η συνείδηση του θα παραμένει «αυτεξούσιος» κυρίαρχος διότι από την ελεύθερη έκφραση της βούλησης τελικά εξαρτώνται είτε η σωτηρία είτε η απώλεια, ο δρόμος  προς το Χριστό ή ο δρόμος από τον Χριστό» (οι Αρχές του κοινωνικού Δόγματος, IV, 6). Στις συνθήκες του κοσμικού κράτους η ελευθερία της συνείδησης, η οποία ανακηρύχθηκε και θεσπίστηκε από το νόμο, επιτρέπει στην Εκκλησία να διατηρεί την ιδιαιτερότητα και την ανεξαρτησία της από ανθρώπους άλλων πεποιθήσεων, προσφέρει τη νομική βάση τόσο για την ακεραιότητα της εσωτερικής της ζωής, όσο και για τη δημόσια μαρτυρία της Αλήθειας. Ταυτόχρονα «η επικράτηση της νομικής αρχής της ελευθερίας της συνείδησης επιβεβαιώνει την απώλεια από την κοινωνία των θρησκευτικών στόχων και αξιών» (οι Αρχές…, III, 6).

Ενίοτε η ελευθερία της συνείδησης ερμηνεύεται ως απαίτηση θρησκευτικής ουδετερότητας ή αδιαφορίας του κράτους και της κοινωνίας. Ορισμένες ιδεολογικές ερμηνείες της θρησκευτικής ελευθερίας επιμένουν στο να αναγνωρισθούν ως σχετικές ή «εξίσου γνήσιες» όλες οι θρησκείες. Αυτό είναι απαράδεκτο για την Εκκλησία, η οποία, σεβόμενη την ελευθερία επιλογής, καλείται να μαρτυρεί περί της φυλασσόμενης από αυτήν αλήθειας και να αποκαλύπτει τις πλάνες (πρβλ. Α Τιμ. 3, 15).

Η κοινωνία έχει το δικαίωμα του ελεύθερου καθορισμού του περιεχομένου και του μεγέθους της συνεργασίας του κράτους με τις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες ανάλογα με τον αριθμό των πιστών τους, με το κατά πόσον είναι παραδοσιακές για τη χώρα ή την περιοχή, με τη συμβολή τους στην ιστορία και την πολιτειακή τους θέση. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να τηρείται η ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο, ανεξάρτητα από τη στάση τους απέναντι στη θρησκεία. Η αρχή της ελευθερίας της συνείδησης δεν αποτελεί εμπόδιο για τη συνεργασία Εκκλησίας – Κράτους στην κοινωνική, φιλανθρωπική, εκπαιδευτική και άλλη σημαντική κοινωνική δραστηριότητα.

Δεν επιτρέπεται επικαλούμενοι την ελευθερία της συνείδησης, διαστρεβλώνοντας την ίδια την ουσία αυτής της αρχής, να εγκαθίσταται ένας ολοκληρωτικός έλεγχος της ζωής και των πεποιθήσεων του ανθρώπου, να καταστρέφεται η ιδιωτική, οικογενειακή και δημόσια ηθική, να προσβάλλονται τα θρησκευτικά συναισθήματα, να επιβουλεύονται τα ιερά και τα όσια, να ζημιώνεται η πνευματική και πολιτιστική ιδιομορφία του λαού.

IV.4. Η ελευθερία του λόγου. Η ελευθερία έκφρασης των σκέψεων και συναισθημάτων, η οποία προϋποθέτει τη δυνατότητα διάδοσης της πληροφορίας, είναι η φυσική συνέχεια της ελευθερίας επιλογής της κοσμοθεωρίας. Ο λόγος λειτουργεί ως βασικό μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων με το Θεό και μεταξύ τους.  Το περιεχόμενο της επικοινωνίας ασκεί σοβαρή επίδραση στην ευημερία του ανθρώπου και στις διαπροσωπικές σχέσεις στην κοινωνία. Ο άνθρωπος φέρει ιδιαίτερη ευθύνη για τα λόγια του. «κ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ, καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ», — λέει η Αγία Γραφεί (Ματθ. 12, 37). Οι δημόσιες ομιλίες και δηλώσεις δεν πρέπει να συνεισφέρουν στην διάδοση της αμαρτίας, ούτε να γεννούν διχόνοιες και αταξίες στην κοινωνία. Ο λόγος πρέπει να οικοδομεί και να στηρίζει το καλό. Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η προσβολή των θρησκευτικών και εθνικών συναισθημάτων, η διαστρέβλωση των πληροφοριών για τη ζωή των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων, λαών, κοινωνικών ομάδων, και προσώπων. Η ευθύνη του λόγου αυξάνεται πολλαπλώς στο σύγχρονο κόσμο, ο οποίος βιώνει τη ραγδαία εξέλιξη των τεχνολογιών της αποθηκεύσεως και διαδόσεως της πληροφορίας.

IV.5. Η ελευθερία της δημιουργίας. Οι δημιουργικές ικανότητες αποτελούν τις εκφάνσεις της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο. Η Εκκλησία ευλογεί τη δημιουργία, η οποία ανοίγει καινούργιους ορίζοντες για την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και για τη γνώση του κτιστού κόσμου. Η δημιουργία, η οποία καλείται να αναδείξει το δημιουργικό δυναμικό του προσώπου, δεν πρέπει να δικαιολογεί την μηδενιστική στάση απέναντι στον πολιτισμό, τη θρησκεία και την ηθική. Το δικαίωμα της έκφρασης από ένα πρόσωπο ή μια ομάδα ανθρώπων του εαυτού τους δεν πρέπει να πραγματοποιείται με μορφές, οι οποίες προσβάλλουν τις πεποιθήσεις και τον τρόπο ζωής των άλλων μελών της κοινωνίας. Ταυτόχρονα πρέπει να τηρείται μία από τις βασικές αρχές του κοινοτικού βίου – ο αμοιβαίος σεβασμός των ομάδων με διαφορετικές κοσμοθεωρίες.

Η βεβήλωση των ιερών δεν μπορεί να δικαιωθεί με την επίκληση των δικαιωμάτων του ζωγράφου, του συγγραφέα και του δημοσιογράφου. Η σύγχρονη νομοθεσία προστατεύει συνήθως όχι μόνο τη ζωή και την περιουσία των ανθρώπων αλλά και τις συμβολικές αξίες, όπως η μνήμη των νεκρών, οι τόποι ταφής, τα μνημεία της ιστορίας και του πολιτισμού, τα κρατικά σύμβολα. Αυτή η προστασία πρέπει να καλύπτει και την πίστη και τα ιερά τα οποία είναι πολύτιμα για τους θρησκευόμενους.

IV.6. Το δικαίωμα στην παιδεία. Η μίμηση του Θεού στην αρετή αποτελεί τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου στη γη. Η παιδεία δεν είναι μόνο ένα μέσο για την απόκτηση γνώσεων και την ένταξη του ανθρώπου στην κοινωνική ζωή αλλά και η ανατροφή του προσώπου σύμφωνα με το σχέδιο του Κτίστη. Το δικαίωμα στην παιδεία προϋποθέτει την απόκτηση γνώσεων λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτισμικές παραδόσεις της κοινωνίας και την κοσμοθεωρητική βάση της οικογένειας και του προσώπου. Στη βάση των περισσότερων πολιτισμών του κόσμου βρίσκεται η θρησκεία και για το λόγο αυτό η ολόπλευρη παιδεία και η αγωγή του ανθρώπου πρέπει να συμπεριλαμβάνει την παροχή γνώσεων για τη θρησκεία, η οποία δημιούργησε τον πολιτισμό μέσα στον οποίο ζει ο άνθρωπος. Ταυτόχρονα πρέπει να γίνεται σεβαστή η ελευθερία της συνείδησης.

IV.7. Τα αστικά και τα πολιτικά δικαιώματα. Από την Αγία Γραφή οι πιστοί διδάσκονται να εκπληρώνουν τις οικογενειακές και τις σημαντικές κοινωνικές υποχρεώσεις τους ως υπακοή στο Χριστό (πρβλ. Λκ. 3, 10-14; Εφ. 5, 23-33; Τιτ. 3, 1). Ο Απόστολος Παύλος επικαλούταν επανειλημμένος τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη για να κηρύττει απρόσκοπτα το θείο λόγο. Τα αστικά και τα πολιτικά δικαιώματα προσφέρουν στον άνθρωπο ευρείες δυνατότητες της έμπρακτης διακονίας του πλησίον. Χρησιμοποιώντας αυτό το όργανο ο πολίτης μπορεί να ασκεί επιρροή στη ζωή της κοινωνίας και να συμμετέχει στην διαχείριση των υποθέσεων του κράτους. Ανάλογα με το πως ο άνθρωπος μεταχειρίζεται το δικαίωμα να εκλέγει και να εκλέγεται, την ελευθερία των συνεταιρισμών και των ενώσεων, την ελευθερία του λόγου και των πεποιθήσεων, εξαρτάται η ευημερία της κοινωνίας.

Η χρήση των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων δεν πρέπει να οδηγεί στις διχόνοιες και στην έχθρα. Η Ορθόδοξη παράδοση της καθολικότητας προϋποθέτει την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής με βάση τις διαχρονικές ηθικές αξίες. Η Εκκλησία καλεί τους ανθρώπους να συγκρατούν τις εγωιστικές τους απαιτήσεις για χάρη του κοινού καλού. Στην ιστορία των λαών, οι οποίοι διαποιμαίνονται από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει διαμορφωθεί η καρποφόρα αντίληψη για την ανάγκη της συνεργασίας του κράτους και της κοινωνίας. Τα πολιτικά δικαιώματα μπορούν να υπηρετούν πλήρως μια τέτοια αρχή των σχέσεων Κοινωνίας και Κράτους. Για αυτό είναι απαραίτητη η πραγματική εκπροσώπηση των συμφερόντων των πολιτών στα διαφορετικά επίπεδα της εξουσίας και η εξασφάλιση της δυνατότητας ανάληψης πολιτικών δράσεων.

Η ιδιωτική ζωή, η κοσμοθεωρία και το θέλημα των ανθρώπων δεν πρέπει να γίνουν αντικείμενο ολοκληρωτικού ελέγχου. Για την κοινωνία καθίστανται επικίνδυνοι οι χειρισμοί των επιλογών των ανθρώπων και της συνειδήσεως τους από τις αρχές, τις πολιτικές δυνάμεις, τις οικονομικές και τις πληροφοριακές ελίτ. Είναι επίσης απαράδεκτη η συλλογή, η συγκέντρωση και η χρήση πληροφοριών για οποιαδήποτε πλευρά της ζωής των ανθρώπων χωρίς τη συγκατάθεση τους. Στις περιπτώσεις όπου αυτό απαιτείται για την προστασία της Πατρίδας, τη διατήρηση της ηθικής, την προστασία της υγείας, των δικαιωμάτων και των νομίμων συμφερόντων των πολιτών καθώς επίσης και από την αποτροπή ή την αποκάλυψη εγκλημάτων και την εφαρμογή της δικαιοσύνης, η συλλογή πληροφοριών για το άτομο μπορεί να πραγματοποιείται και χωρίς τη συγκατάθεση του. Όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις η λήψη και η χρήση των πληροφοριών πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους δηλωμένους σκοπούς και με τη τήρηση της νομιμότητας. Οι μέθοδοι συλλογής και επεξεργασίας της πληροφορίας για τους ανθρώπους δεν πρέπει να εξευτελίζουν την αξιοπρέπεια τους, να περιορίζουν την ελευθερία τους και να μετατρέπουν τον άνθρωπο από υποκείμενο των κοινωνικών σχέσεων σε αντικείμενο μηχανικής διαχείρισης. Ακόμη πιο επικίνδυνη για την ανθρώπινη ελευθερία θα καταστεί η χρήση των τεχνικών μέσων, τα οποία θα συνοδεύουν συνεχώς τον άνθρωπο ή θα αποτελούν αναπόσπαστα μέρη του σώματός του, εάν θα γίνει δυνατή η χρήση του για τον έλεγχο του προσώπου και τη διαχείρισή του.

IV.8. Τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα. Η επίγεια ζωή δε νοείται χωρίς την ικανοποίηση των υλικών αναγκών του ανθρώπου. Στις Πράξεις των Αποστόλων γίνεται λόγος για την πρωτοχριστιανική κοινότητα, στην οποία η υλική φροντίδα για τα μέλη της κατείχε μια υψηλή θέση (πρβλ. Πραξ. 4, 32-37; 6, 1-6). Μια σωστή χρήση των υλικών αγαθών δεν είναι άσχετη με το έργο της σωτηρίας. Για αυτό πρέπει να προσδοθεί μια σαφής ηθική διάσταση σε τέτοια δικαιώματα και ελευθερίες, όπως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, της εργασίας, της προστασίας από την αυθαιρεσία του εργοδότη, η ελευθερία της επιχειρηματικότητας και το δικαίωμα για ένα αντάξιο επίπεδο ζωής.

Η εφαρμογή των οικονομικών δικαιωμάτων δεν πρέπει να οδηγήσει στην συγκρότηση μιας τέτοιας κοινωνίας, στην οποία η χρήση των υλικών αγαθών μετατρέπεται σε κυρίαρχο ή ακόμη και σε μοναδικό σκοπό της υπάρξεως της κοινωνίας. Μια από τις αποστολές των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων συνίσταται στην αποτροπή της συγκρουσιακής διαστρωματώσεως. Αυτή η διαστρωμάτωση είναι αντίθετη με την αγάπη προς το πλησίον. Δημιουργεί συνθήκες για την ηθική κατάπτωση της κοινωνίας και του προσώπου, γεννά την αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων και παραβιάζει την αρχή της δικαιοσύνης.

Μια από τις σημαντικές ευθύνες της κοινωνίας είναι η μέριμνα για τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι ανίκανοι να ικανοποιήσουν τις υλικές τους ανάγκες. Η πρόσβαση στην παιδεία και στη ζωτικά απαραίτητη ιατρική περίθαλψη δεν πρέπει να εξαρτάται από την κοινωνική και οικονομική θέση του ανθρώπου.

IV.9. Τα συλλογικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα ενός προσώπου δεν πρέπει να αποβαίνουν καταστρεπτικά για το μοναδικό τρόπο ζωής και τις οικογενειακές  παραδόσεις καθώς επίσης και για τις διάφορες θρησκευτικές, εθνικές και κοινωνικές κοινότητες. Ο Θεός προίκισε την ανθρώπινη φύση με την τάση να έλκει το άτομο προς τον κοινοτικό βίο (πρβλ. Γεν. 2, 18). Σημαντικό ρόλο στην πορεία της εφαρμογής του θείου θελήματος για την ενότητα του ανθρώπινου γένους διαδραματίζουν οι διάφοροι τρόποι του κοινοτικού βίου που πραγματοποιούνται στα εθνικά, κρατικά και κοινωνικά σωματεία. Η Εκκλησία, ο θεανθρώπινος οργανισμός, είναι εκείνη η οποία εφαρμόζει πλήρως τις θείες εντολές για την αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον (πρβλ. Ματθ. 22, 37-39).

Την αρχή του κοινοτικού βίου αποτελεί η οικογένεια. Δεν είναι τυχαία αυτά που λέει ο Απόστολος Παύλος σχετικά με τη συμμετοχή της οικογένειας στο Μυστήριο της Εκκλησίας (πρβλ. Εφ. 5, 23-33). Ο άνθρωπος αποκτά στην οικογένεια την εμπειρία της αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον. Μέσα από την οικογένεια μεταδίδονται οι θρησκευτικές παραδόσεις, ο κοινωνικός τρόπος ζωής και ο εθνικός πολιτισμός της κοινωνίας. Το σύγχρονο δίκαιο πρέπει να εξετάζει την οικογένεια ως το νόμιμο δεσμό του άνδρα και της γυναίκας, στον οποίο δημιουργούνται οι φυσικές συνθήκες για την ομαλή αγωγή των παιδιών. Ο νόμος καλείται επίσης να σεβαστεί την οικογένεια ως έναν ακέραιο οργανισμό και να τον προστατεύσει από την καταστροφή που προκαλεί η πτώση των ηθών. Περιφρουρώντας τα δικαιώματα του παιδιού το νομικό σύστημα δεν πρέπει να αρνηθεί τον ιδιαίτερο ρόλο των γονέων στην αγωγή του, ο οποίος είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της κοσμοθεωρητικής και θρησκευτικής εμπειρίας.

Είναι αναγκαίο να γίνουν σεβαστά και άλλα συλλογικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ειρήνη, στο περιβάλλον, στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και των εσωτερικών κανονισμών που ρυθμίζουν τη ζωή των διάφορων κοινοτήτων.

Η ενότητα και το αλληλένδετο των αστικών και πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών, ιδιωτικών και συλλογικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να συνεισφέρουν στην αρμονική οργάνωση της κοινωνικής ζωής τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η κοινωνική αξία και η αποτελεσματικότητα ολόκληρου του συστήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξαρτώνται από το κατά πόσο αυτή δημιουργεί συνθήκες για την ανάπτυξη του προσώπου στη θεοδώρητη αξιοπρέπεια και συνδυάζεται με την ευθύνη του ανθρώπου για της πράξεις του ενώπιον του Θεού και των πλησίον του.