XIV.1. Αφού υπερέβη τις παγανιστικές δεισιδαιμονίες ο χριστιανισμός απομυθοποίησε τη φύση συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία της επιστημονικής φυσιογνωσίας. Με την πάροδο του χρόνου οι επιστήμες, τόσο οι φυσικές όσο και οι ανθρωπιστικές έγιναν ένα από τα σημαντικότερα συστατικά στοιχεία του πολιτισμού. Στο τέλος του 20 αι. η επιστήμη και η τεχνολογία πέτυχαν τόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα και άρχισαν να ασκούν μια τέτοια επιρροή σε όλες τις πλευρές του κοινωνικού βίου, ώστε ουσιαστικά μετατράπηκαν σε καθοριστικό παράγοντα της ύπαρξης του πολιτισμού. Ταυτόχρονα, και παρά την αρχική επίδραση του χριστιανισμού στη διαμόρφωση της επιστημονικής έρευνας, η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας υπό την επίδραση των κοσμικών ιδεολογιών οδήγησε σε μια σειρά άκρως ανησυχητικών συνεπειών. Η οικολογική και οι άλλες κρίσεις, που πλήττουν τον σύγχρονο κόσμο με όλο και περισσότερη δύναμη θέτουν υπό αμφισβήτηση τη συγκεκριμένη πορεία εξέλιξης. Το επιστημονικό και τεχνολογικό επίπεδο του πολιτισμού σήμερα είναι τέτοιο ώστε οι εγκληματικές ενέργειες μιας μικρής ομάδας ανθρώπων μπορούν σε μερικές ώρες να προκαλέσουν μια παγκόσμια καταστροφή, κατά την οποία θα εξαφανισθούν όλες οι ανώτατες μορφές ζωής.

Από τη χριστιανική άποψη αυτές οι συνέπειες δημιουργήθηκαν λόγω της εσφαλμένης αρχής, στην οποία θεμελιώνεται η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη, η οποία συνίσταται στην προϋπάρχουσα  αντίληψη ότι η ανάπτυξη δεν πρέπει να περιορισθεί από οποιεσδήποτε ηθικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές απαιτήσεις. Όμως με αυτή την «ελευθερία» η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη  υποτάσσονται στην εξουσία των ανθρώπινων παθών και, πρώτα από όλα, της ματαιοδοξίας, της υπερηφάνειας, της επιθυμίας περισσότερων ανέσεων, γεγονός, το οποίο καταστρέφει την πνευματική αρμονία της ζωής με όλα τα επακόλουθα αρνητικά φαινόμενα. Έτσι, για να διασφαλισθεί η ομαλή ανθρώπινη ζωή χρειάζεται, όπως ποτέ άλλοτε, η επιστροφή στο χαμένο σύνδεσμο μεταξύ της επιστημονικής γνώσης με τις θρησκευτικές και ηθικές αξίες.

Η ανάγκη αυτού του συνδέσμου δικαιολογείται από το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων δεν παύει να πιστεύει στην παντοδυναμία της επιστημονικής γνώσης. Ως ένα σημείο χάρη σε αυτή ακριβώς την προσέγγιση ένα μέρος των άθεων στοχαστών αντέταξε πεισματικά κατά το 18 αιώνα την επιστήμη στη θρησκεία. Ταυτόχρονα είναι γνωστό  ότι σε όλες τις εποχές, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσης, πολλοί από τους κορυφαίους επιστήμονες ήταν και παραμένουν θρήσκοι. Αυτό θα ήταν αδύνατο εάν υπήρχαν ριζικές αντιθέσεις μεταξύ της θρησκείας και της επιστήμης. Η επιστημονική και η θρησκευτική γνώση έχουν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Έχουν διάφορες αφετηρίες, διάφορους στόχους, σκοπούς και μεθόδους. Αυτοί οι τομείς μπορούν να έρχονται σε επαφή, να διασταυρώνονται αλλά όχι και να αντιμάχονται ο ένας  τον άλλο. Διότι, από τη μια πλευρά, στη φυσιογνωσία δεν υπάρχουν αθεϊστικές και θρησκευτικές θεωρίες, αλλά υπάρχουν θεωρίες περισσότερο ή λιγότερο αληθινές. Από την άλλη, η θρησκεία δεν ασχολείται με τα ζητήματα της δομής της ύλης.

Ο Μ. Λομονόσωφ δίκαια τόνιζε ότι η επιστήμη και η θρησκεία «δεν μπορούν να συγκρουστούν… μόνο εάν κάποιος, από ματαιοδοξία ή θέλοντας να προβάλει  τη δική του σοφία, τις οδηγήσει στη σύγκρουση». Την ίδια γνώμη διατύπωσε και ο Άγιος Φιλάρετος Μόσχας: «Η πίστη στον Χριστό δεν ευρίσκεται σε κατάσταση έχθρας με την αληθινή γνώση, διότι δεν είναι σύμμαχος της άγνοιας». Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε  τη λανθασμένη αντιπαράθεση μεταξύ της θρησκείας και της λεγόμενης κοσμοαντίληψης.

Σύμφωνα με τη φύση τους μόνο η θρησκεία και η φιλοσοφία είναι σε θέση να εκφράσουν μια κοσμοαντίληψη, διότι ούτε οι συγκεκριμένες ειδικές επιστήμες, αλλά ούτε και το σύνολο της συγκεκριμένης επιστημονικής γνώσης είναι σε θέση να αποτελέσουν τους εκφραστές της. Η κατανόηση των επιστημονικών επιτευγμάτων και η ένταξή τους σε ένα σύστημα κοσμοαντίληψης μπορεί να έχει την ευρύτερη δυνατόν κλίμακα: από την απολύτως θρησκευτική έως την καθαρά αθεϊστική.  

Αν και η επιστήμη μπορεί να αποτελεί ένα από τα μέσα για την επίγνωση του Θεού (Ρωμ. 1. 19-20), η Ορθοδοξία την προσεγγίζει ως ένα φυσικό εργαλείο για την άρτια οργάνωση της επίγειας ζωής, το οποίο πρέπει να χρησιμοποιηθεί πολύ προσεκτικά. Η Εκκλησία προειδοποιεί τον άνθρωπο για τον πειρασμό να αντιμετωπίζει την επιστήμη ως έναν τομέα εντελώς ανεξάρτητο από τις ηθικές αρχές. Τα σύγχρονα επιτεύγματα σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της μοριακής φυσικής, της χημείας, της μικροβιολογίας επιβεβαιώνουν ότι όλες αυτές αποτελούν ένα «δίκοπο μαχαίρι», ικανό όχι μόνο να κάνει καλό στον άνθρωπο, αλλά και να αφαιρέσει τη ζωή του. Οι Ευαγγελικοί κανόνες της ζωής προσφέρουν τη δυνατότητα παροχής μιας τέτοιας ανατροφής στο πρόσωπο, ώστε αυτό να μην μπορέσει να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις και τις ικανότητες που απέκτησε για το κακό. Για το λόγο αυτό η Εκκλησία και οι κοσμική επιστήμη καλούνται σε συνεργασία για τη σωτηρία της ζωής και για την ορθή οργάνωση αυτής. Η μεταξύ τους συνεργασία συντελεί στην δημιουργία ενός υγιούς δημιουργικού κλίματος στον πνευματικό και διανοητικό τομέα και με αυτόν τον τρόπο βοηθούν στη δημιουργία συνθηκών ευνοϊκών για την ανάπτυξη των επιστημονικών ερευνών.  

Πρέπει να ξεχωρίσουμε ιδιαίτερα τις κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες λόγω του χαρακτήρα τους αναπόφευκτα συνδέονται με τη θεολογία, την εκκλησιαστική ιστορία και το κανονικό δίκαιο. Χαιρετίζοντας τα έργα των κοσμικών επιστημόνων σε αυτόν τον τομέα και αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα των ανθρωπιστικών ερευνών, η Εκκλησία, εντούτοις, δεν θεωρεί την ορθολογική εικόνα του κόσμου, η οποία ενίοτε διαμορφώνεται χάρη σε αυτές τις έρευνες, ως πλήρη και ολοκληρωμένη. Η θρησκευτική κοσμοαντίληψη δεν μπορεί να απορριφθεί ως μια πηγή κατανοήσεως της αλήθειας, όπως και για την κατανόηση της ιστορίας, της ηθικής και άλλων ανθρωπιστικών επιστημών, οι οποίες έχουν δικαίωμα ύπαρξης μέσα στο σύστημα της κοσμικής παιδείας και ανατροφής, στην οργάνωση του κοινωνικού βίου. Μόνο με το σύνδεσμο της πνευματικής εμπειρίας με την επιστημονική γνώση προσφέρεται η πληρότητα της γνώσεως. Κανένα κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αρμονικό εάν μέσα του υπάρχει το μονοπώλιο της κοσμικής κοσμοθεωρίας κατά την εκφορά σημαντικών για την κοινωνία κρίσεων. Δυστυχώς παραμένει ο κίνδυνος ιδεολογικοποίησης της επιστήμης, την οποία πλήρωσαν ακριβά οι λαοί τον 20 αι. Αυτή η ιδεολογικοποίηση είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη στον τομέα των κοινωνικών ερευνών, οι οποίες αποτελούν τη βάση κρατικών προγραμμάτων και πολιτικών σχεδιασμών. Αντιτιθέμενη στην αντικατάσταση της επιστήμης από την ιδεολογία, η Εκκλησία υποστηρίζει ιδιαίτερα τον υπεύθυνο διάλογο με τις ανθρωπιστές επιστήμονες.

Ο άνθρωπος, ως εικόνα και ομοίωμα του Ασύλληπτου Δημιουργού, είναι ελεύθερος μέσα στα μυστικά του βάθη. Η Εκκλησία προειδοποιεί για τον επικίνδυνο χαρακτήρα των προσπαθειών χρήσεως των επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας για τον έλεγχο του εσωτερικού κόσμου του προσώπου, για τη δημιουργία οποιωνδήποτε τεχνολογιών υποβολής και διαβουκόλησης της ανθρώπινης συνείδησης ή του υποσυνείδητου.

XIV.2. Η λατινική λέξη cultura, η οποία σημαίνει «καλλιέργεια», «ανατροφή», «εκπαίδευση», «ανάπτυξη», προέρχεται από τη λέξη cultus – «σεβασμός», «προσκύνηση», «λατρεία». Όλα αυτά υποδεικνύουν τις θρησκευτικές ρίζες του πολιτισμού. Αφού δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο τον τοποθέτησε στον παράδεισο με την εντολή να καλλιεργεί και να διαφυλάσσει το δημιούργημά Του (Γεν. 2. 15). Ο Πολιτισμός, υπό την έννοια της προστασίας και της φροντίδας του περιβάλλοντος κόσμου, αποτελεί για τον άνθρωπο ένα εντεταλμένο από τον Θεό έργο. Μετά την εκδίωξη από τον Παράδεισο, όταν οι άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανάγκη να αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, εμφανίσθηκε η παραγωγή εργαλείων, η πολεοδομία, η γεωργία και η τέχνη. Οι Πατέρες και οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας τόνιζαν την αρχική θεϊκή καταγωγή του Πολιτισμού. Ειδικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τον προσέγγισε ως τον καρπό της δημιουργίας του ανθρώπου με την καθοδήγηση του Λόγου: «Η Γραφή με ένα κοινό όνομα της σοφίας χαρακτηρίζει όλες εν γένει τις θύραθεν επιστήμες και τέχνες, όλα στα οποία μπόρεσε να φτάσει ο ανθρώπινος νους… διότι η κάθε τέχνη και η κάθε γνώση προέρχεται από τον Θεό». Ενώ ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέφερε: «Όπως στην επιδέξια μουσική αρμονία η κάθε χορδή παράγει ένα διαφορετικό ήχο, μια ένα ψηλό και άλλη ένα χαμηλό, έτσι και εδώ ο Ζωγράφος και ο Δημιουργός Λόγος, παρόλο που τοποθέτησε τους διάφορους εφευρέτες των διαφόρων έργων και τεχνών, αλλά όλα τα διέθεσε σε όσους επιθυμούν ώστε να μας συνδέσει με τους δεσμούς επικοινωνίας και φιλανθρωπίας και να καταστήσει τη ζωή μας πιο πολιτισμένη».

Η Εκκλησία υιοθέτησε πολλά από εκείνα που δημιούργησε η ανθρωπότητα στον τομέα της Τέχνης και του Πολιτισμού, λιώνοντας τους καρπούς της δημιουργίας στο χωνευτήριο της θρησκευτικής εμπειρίας, επιδιώκοντας να τους καθαρίσει από τα ψυχοβλαβή στοιχεία και στη συνέχεια να τους παραδώσει στους ανθρώπους. Αυτή αγιάζει τις διάφορες πλευρές του Πολιτισμού και κάνει πολλά για την ανάπτυξή του. Ένας ορθόδοξος αγιογράφος, ποιητής, φιλόσοφος, αρχιτέκτονας, ηθοποιός και συγγραφέας καταφεύγουν στα μέσα της Τέχνης για να εκφράσουν την εμπειρία της πνευματικής ανανέωσης, την οποία απέκτησαν μέσα τους και επιθυμούν να προσφέρουν στους άλλους. Η Εκκλησία επιτρέπει να προσεγγίσουμε τον άνθρωπο, τον εσωτερικό του κόσμο και το νόημα της ύπαρξής του με έναν καινούργιο τρόπο. Ως αποτέλεσμα η ανθρώπινη δημιουργία, αφού εκκλησιοποιηθεί, επαναφέρεται στις αρχικές θρησκευτικές της καταβολές. Η Εκκλησία βοηθά τον Πολιτισμό να υπερβεί τα όρια του αμιγώς επίγειου έργου: προσφέροντας την οδό της κάθαρσης της καρδιάς και της ένωσης με τον Δημιουργό, τον καθιστά ανοιχτό για τη συνεργασία με τον Θεό.

Ο κοσμικός Πολιτισμός δύναται να είναι φορέας του καλού αγγέλματος. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε εκείνες τις περιπτώσεις,  όταν  η επιρροή του χριστιανισμού στην κοινωνία μειώνεται ή όταν η κοσμικές αρχές ξεκινούν έναν ανοικτό πόλεμο εναντίον της Εκκλησίας. Έτσι στα χρόνια του αθεϊστικού κράτους η ρωσική κλασική λογοτεχνία, η ποίηση, η ζωγραφική και η μουσική αποτελούσαν σχεδόν τη μόνη πηγή των θρησκευτικών γνώσεων. Οι πολιτιστικές παραδόσεις συμβάλλουν στη διαφύλαξη και στην αύξηση της πνευματικής κληρονομίας σε έναν ραγδαία εξελισσόμενο κόσμο. Αυτό αφορά στα διάφορα είδη της δημιουργίας όπως, λ.χ., η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες, η μουσική, η αρχιτεκτονική, το θέατρο και ο κινηματογράφος. Για το κήρυγμα του Χριστού είναι ευπρόσδεκτες οποιεσδήποτε τεχνοτροπίες εάν, βέβαια, ο καλλιτέχνης κινείται από την ειλικρινή ευλάβεια και εάν παραμένει πιστός στον Κύριο.     

Η Εκκλησία απευθύνει πάντα στους ανθρώπους του Πολιτισμού την ακόλουθη έκκληση: «Μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. 12. 2). Ταυτόχρονα η Εκκλησία προειδοποιεί: «Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α Ιω. 4. 1). Ο άνθρωπος δεν διαθέτει πάντοτε επαρκή πνευματική οξυδέρκεια ώστε να ξεχωρίζει τη γνήσια θεϊκή έμπνευση από την εκστατική «έμπνευση», πίσω από την οποία ενίοτε κρύβονται οι σκοτεινές δυνάμεις που επηρεάζουν καταστρεπτικά τον άνθρωπο. Το τελευταίο συμβαίνει ειδικά ως αποτέλεσμα της επαφής με τον κόσμο της μαγείας και των ναρκωτικών. Η εκκλησιαστική ανατροφή βοηθά στην απόκτηση της πνευματικής όρασης, η οποία επιτρέπει να διακρίνουμε το καλό από το κακό και το θείο από το δαιμονικό.

Η συνάντηση της Εκκλησίας και του κόσμου του Πολιτισμού δεν συνεπάγεται πάντα μια απλή συνεργασία και έναν αμοιβαίο εμπλουτισμό. «Ο Γνήσιος Λόγος, όταν ήλθε, έδειξε ότι δεν είναι εξ ίσου καλές όλες οι γνώμες και οι διδασκαλίες, οι μεν είναι κακές, οι δε είναι καλές» (Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος). Αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου στην ηθική αξιολόγηση των πολιτιστικών φαινομένων η Εκκλησία διατηρεί και για την ίδια αυτό το δικαίωμα. Επιπλέον, αυτό το αντιμετωπίζει ως τον άμεσο σκοπό της. Χωρίς να επιμένει στο ότι το εκκλησιαστικό σύστημα αξιολόγησης είναι το μόνο αποδεκτό από την κοσμική κοινωνία και την Πολιτεία, η Εκκλησία είναι βέβαιη για την τελική γνησιότητα και το σωτήριο χαρακτήρα της οδού, η οποία της αποκαλύφθηκε στο Ευαγγέλιο. Η Εκκλησία ευλογεί τη δημιουργία εάν αυτή συμβάλλει στην ηθική και στην πνευματική μεταμόρφωση του προσώπου. Εάν ο Πολιτισμός αντιτάσσεται στον Θεό, γίνεται αντιθρησκευτικός ή απάνθρωπος, μετατρέπεται σε «αντιπολιτισμό», τότε η Εκκλησία αντιτίθεται σε αυτόν. Όμως αυτή η αντίθεση δεν αποτελεί μια μάχη εναντίον των φορέων αυτού του Πολιτισμού, διότι «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα», αλλά η πνευματική πάλη, η οποία αποσκοπεί στην απελευθέρωση των ανθρώπων από την επιβλαβή επιρροή των σκοτεινών δυνάμεων, των «πνευματικών τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» πάνω στις ψυχές αυτών (Εφ. 6. 12).

Η εσχατολογική προοπτική δεν αφήνει τον χριστιανό να ταυτίσει πλήρως τη ζωή του με τον κόσμο του Πολιτισμού, διότι «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ. 13. 14). Ο χριστιανός μπορεί να εργάζεται και να ζει μέσα σε αυτόν τον κόσμο, αλλά δεν πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με τα επίγεια. Η Εκκλησία υπενθυμίζει στους ανθρώπους του Πολιτισμού ότι καλούνται να καλλιεργούν τις ανθρώπινες ψυχές, συμπεριλαμβανομένων και των δικών τους, αποκαθιστώντας με αυτό τον τρόπο τη διεφθαρμένη λόγω της αμαρτίας εικόνα του Θεού.  

Η Εκκλησία, η οποία κηρύσσει την αιώνια αλήθεια του Χριστού στους ανθρώπους, οι οποίοι ζουν στις εξελισσόμενες ιστορικές συνθήκες, το πράττει αυτό καταφεύγοντας στις  πολιτιστικές μορφές, οι οποίες χαρακτηρίζουν  τη συγκεκριμένη εποχή, το συγκεκριμένο έθνος και τις διάφορες ομάδες. Εκείνο το οποίο συνειδητοποιήθηκε και βιώθηκε από αυτούς τους λαούς και τις γενιές, πρέπει να ερμηνευθεί εκ νέου για τους άλλους ανθρώπους και να γίνει οικείο και κατανοητό από αυτούς. Κανένας πολιτισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μόνος αποδεκτός για την έκφραση του χριστιανικού πνευματικού μηνύματος. Είναι φυσικό ότι ο γραπτός λόγος και ο λόγος των εικόνων του Ευαγγελίου, οι μέθοδοι και τα μέσα αυτού του λόγου αλλάζουν με την πάροδο της ιστορίας, διαφέρουν ανάλογα με το εθνικό και το άλλο περιεχόμενο. Ταυτόχρονα οι μεταβαλλόμενες διαθέσεις του κόσμου δεν αποτελούν αφορμή για την απόρριψη της άξιας κληρονομίας των περασμένων αιώνων, ακόμα δε περισσότερο για την λησμονιά της εκκλησιαστικής Παράδοσης.

XIV.3. Χριστιανική παράδοση αντιμετωπίζει πάντα με σεβασμό την κοσμική παιδεία. Πολλοί πατέρες της Εκκλησίας διδάχθηκαν σε κοσμικά σχολεία και ακαδημίες και θεωρούσαν τις διδασκόμενες εκεί επιστήμες ως απαραίτητες για τον πιστό. Ο Μέγας Βασίλειος ανέφερε ότι «οι έξωθεν επιστήμες δεν είναι άχρηστες» για τον χριστιανό, ο οποίος πρέπει να δανειστεί από αυτές όλα όσα συμβάλλουν στην ηθική του τελειότητα και στην διανοητική του ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, «ο έχων νου αναγνωρίζει την παίδευση (δηλ. την παιδεία) ως το πρώτο εκ των ημετέρων αγαθών. Και όχι μόνο την πολυτιμότατη και ημέτερη σοφία, η οποία… έχει ως αντικείμενο μόνη τη σωτηρία και την ωραιότητα του κατανοητού, αλλά και την εξωτερική σοφία, την οποία πολλοί χριστιανοί περιφρονούν ως αβέβαιη, επικίνδυνη που απομακρύνει από τον Θεό».

Από την ορθόδοξη άποψη είναι επιθυμητό ώστε ολόκληρο το εκπαιδευτικό  σύστημα να οικοδομείται πάνω στις θρησκευτικές αρχές και να θεμελιώνεται στις χριστιανικές αξίες. Ωστόσο η Εκκλησία, ακολουθώντας την μακραίωνη παράδοση, αντιμετωπίζει με σεβασμό το κοσμικό σχολείο και είναι πρόθυμη να οικοδομήσει τις σχέσεις της με αυτό με βάση την αναγνώριση της ανθρώπινης ελευθερίας. Ταυτόχρονα η Εκκλησία κρίνει απαράδεκτη την εκ προμελέτης επιβολή στους μαθητές αντιθρησκευτικών και αντιχριστιανικών ιδεών καθώς και την επικράτηση του μονοπωλίου της υλιστικής θεωρίας του κόσμου (πρβλ. XIV.1). Δεν πρέπει να επαναληφθεί η κατάσταση, η οποία ήταν χαρακτηριστική για πολλές χώρες τον 20 αιώνα, όταν δηλαδή τα κρατικά σχολεία χρησίμευαν ως εργαλεία της μαχητικής και αθεϊστικής αγωγής. Η Εκκλησία καλεί στην άρση των συνεπειών του αθεϊστικού ελέγχου του συστήματος της κρατικής εκπαίδευσης.

Δυστυχώς πολλές φορές κατά τη διδασκαλία της ιστορίας υποτιμάται ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση της πνευματικής αυτοσυνειδησίας των λαών. Η Εκκλησία υπενθυμίζει συνεχώς τη συμβολή του χριστιανισμού στο θησαυροφυλάκιο του παγκόσμιου και εθνικού πολιτισμού. Οι Ορθόδοξοι πιστοί αντιμετωπίζουν με θλίψη τις προσπάθειες ενός άκριτου δανεισμού εκπαιδευτικών προτύπων, προγραμμάτων και αρχών από οργανισμούς, οι οποίοι φημίζονται για την αρνητική τους στάση απέναντι στον χριστιανισμό και στην Ορθοδοξία ειδικότερα. Δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί και ο κίνδυνος διείσδυσης στο κοσμικό σχολείο των αποκρυφιστικών και νεοπαγανιστικών επιρροών, των καταστροφικών αιρέσεων, υπό την επίδραση των οποίων το παιδί δύναται να χαθεί και για τον εαυτό του, και για την οικογένειά του και για την κοινωνία.   

Η Εκκλησία κρίνει ωφέλιμη και απαραίτητη τη διδασκαλία των μαθημάτων της χριστιανικής πίστης στα κοσμικά σχολεία κατόπιν επιθυμίας των παιδιών ή των γονέων τους, όπως επίσης και σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η Ιεραρχία πρέπει να διεξάγει διάλογο με τις κρατικές αρχές με σκοπό τη νομική και πρακτική θεμελίωση της υλοποίησης του αναγνωρισμένου διεθνώς δικαίου των θρησκευόμενων οικογενειών στη θρησκευτική μόρφωση και αγωγή των παιδιών τους. Με αυτό το σκοπό η Εκκλησία δημιουργεί ορθόδοξα εκπαιδευτικά ιδρύματα μέσης εκπαίδευσης, αναμένοντας την υποστήριξή τους από την Πολιτεία.

Το σχολείο είναι ο μεσάζων, ο οποίος μεταδίδει στις νέες γενιές τις ηθικές αξίες που συσσωρεύτηκαν στους προηγούμενους αιώνες. Η Εκκλησία και το σχολείο καλούνται να συνεργαστούν σε αυτό το έργο. Η εκπαίδευση, ιδιαίτερα εκείνη που προορίζεται στα παιδιά και στους ανηλίκους, καλείται όχι μόνο στη μετάδοση πληροφοριών. Η αναθέρμανση στις νεανικές καρδιές της επιδίωξης της Αλήθειας, του γνήσιου ηθικού αισθήματος, της αγάπης προς το πλησίον, προς την πατρίδα, την ιστορία και τον Πολιτισμό της, πρέπει να γίνει ο σκοπός του σχολείου όχι σε λιγότερο αλλά ίσως και σε περισσότερο βαθμό από τη διδασκαλία των γνώσεων. Η Εκκλησία καλείται και επιδιώκει να συμπαρασταθεί στο σχολείο στην παιδαγωγική του αποστολή, διότι από την πνευματική και την ηθική μορφή του ανθρώπου εξαρτάται η αιώνια σωτηρία του όπως επίσης και το μέλλον των εθνών και ολόκληρου του ανθρώπινου γένους.