XIII.1. Συνειδητοποιώντας την ευθύνη της για τις τύχες του κόσμου, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει τον έντονο προβληματισμό της σχετικά με τα προβλήματα που δημιουργεί ο σύγχρονος πολιτισμός. Σημαντικό μέρος  μεταξύ αυτών κατέχουν τα οικολογικά προβλήματα. Σήμερα η μορφή της Γης αλλοιώνεται σε πλανητική κλίμακα. Πλήττεται το υπέδαφος, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, ο ζωικός και ο φυτικός κόσμος. Η περιβάλλουσα φύση συμμετέχει σχεδόν ολόκληρη στην υποστήριξη της ζωής του ανθρώπου, στον οποίο δεν επαρκεί πλέον η ποικιλία των δώρων της, αλλά εκμεταλλεύεται σχεδόν χωρίς περιορισμούς ολόκληρα οικολογικά συστήματα. Η δράση του ανθρώπου, η οποία απέκτησε διαστάσεις συγκρινόμενες με τις διαδικασίες της βιόσφαιρας, αναπτύσσεται συνεχώς χάρη στην επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η καθολική μόλυνση του περιβάλλοντος από τους βιομηχανικούς ρύπους, η λανθασμένη γεωργική εκμετάλλευση, η καταστροφή των δασών και του εδάφους οδηγούν στην καταστολή της βιολογικής δραστηριότητας, στη σταθερή μείωση της βιολογικής ποικιλίας. Εξαντλείται ανεπανόρθωτα ο ορυκτός πλούτος, μειώνονται τα αποθέματα του πόσιμου ύδατος. Εμφανίζονται πολλές βλαπτικές ουσίες, οι περισσότερες από τις οποίες δεν εντάσσονται στο φυσικό κύκλο και συσσωρεύονται στη βιόσφαιρα. Η οικολογική ισορροπία διαταράχθηκε: ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το γεγονός της εμφάνισης αναπότρεπτων ζημιογόνων διαδικασιών στη φύση, συμπεριλαμβανομένης και της υπονόμευσης των φυσικών της αναπαραγωγικών δυνάμεων.    

Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε ένα σκηνικό πρωτοφανούς και αδικαιολόγητης αύξησης της μαζικής κατανάλωσης στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου η επιδίωξη της αφθονίας και της πολυτέλειας αποτελεί τον κανόνα. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί εμπόδια για μια δίκαιη κατανομή των φυσικών πόρων, οι οποίοι αποτελούν πανανθρώπινη κληρονομία. Οι συνέπειες της οικολογικής κρίσης αποδείχθηκαν οδυνηρές όχι μόνο για τη φύση αλλά και για τον άνθρωπο, ο οποίος ευρίσκεται σε οργανική ενότητα με αυτή. Ως αποτέλεσμα η Γη βρέθηκε στο κατώφλι μιας παγκόσμιας οικολογικής καταστροφής.

XIII.2. Οι σχέσεις μεταξύ του ανθρώπου και του περιβάλλοντος διαταράχθηκαν κατά τους προϊστορικούς χρόνους και ήταν αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου και της αποξένωσής του από τον Θεό. Η αμαρτία που γεννήθηκε μέσα στη ψυχή του ανθρώπου είχε ολέθριες συνέπειες  όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για ολόκληρο το περιβάλλον. «Η γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ’ ἐλπίδι  ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8. 20-22). Η πρώτη ανθρώπινη αμαρτία αντικαθρεφτίστηκε στη φύση σαν σε καθρέφτη. Από το σπόρο της αμαρτίας, ο οποίος ενεργοποιήθηκε στην ανθρώπινη καρδιά, φύτρωσαν στη γη, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, «ἀκάνθαι καὶ τρίβολοι» (Γεν. 3. 18). Αποδείχθηκε αδύνατη η πλήρης οργανική ενότητα του ανθρώπου με το περιβάλλον, πράγμα το οποίο υπήρχε πριν την πτώση (Γεν. 2. 19-20). Στις σχέσεις τους με τη φύση, οι οποίες απέκτησαν ένα καταναλωτικό χαρακτήρα, οι άνθρωποι καθοδηγούνταν όλο και περισσότερο από τα εγωιστικά κίνητρα. Άρχισαν να λησμονούν ότι ο Μόνος Κυρίαρχος της Οικουμένης είναι ο Θεός (Ψαλ. 23. 1), στον Οποίο ανήκουν  «οὐρανὸς και… ἡ γῆ καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ» (Δευτ. 10. 14), ενώ ο άνθρωπος, σύμφωνα με την έκφραση του Ιερού Χρυσοστόμου, είναι απλά «οικονόμος», στον οποίο εμπιστεύθηκε τον πλούτο του κάτω κόσμου.  Ο Θεός, όπως παρατηρεί ο ίδιος άγιος, κατένειμε αυτόν τον πλούτο, δηλαδή «τον αέρα, τον ήλιο, το νερό, τη γη, τον ουρανό, τη θάλασσα, το φως, τα αστέρια», «ανάμεσα σε όλους εξ ίσου, σαν μεταξύ αδελφών». Η «κυρίευση» της φύσεως και η  «κατοχή» της γης (Γεν. 1. 28), στις οποίες καλείται ο άνθρωπος σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, δεν σημαίνει ότι όλα επιτρέπονται. Απλά επιβεβαιώνουν ότι ο άνθρωπος είναι ο φορέας της εικόνας του Ουράνιου Οικοδεσπότη και με αυτή την ιδιότητά του πρέπει, σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, να επιδείξει το βασιλικό του αξίωμα όχι μέσω της κυριαρχίας και της βίας κατά του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά στο «ἐργάζεσθαι» και στο «φυλάσσειν» (Γεν. 2. 15) την μεγαλοπρεπή φυσική βασιλεία, για την οποία είναι υπεύθυνος ενώπιον του Θεού.

XIII.3. Η οικολογική κρίση ωθεί προς την αναθεώρηση των σχέσεών μας με τον περιβάλλοντα κόσμο. Σήμερα όλο και περισσότερα ασκείται κριτική κατά της θεωρίας σχετικά με την κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσεως και κατά της καταναλωτικής αρχής που διέπει τις σχέσεις με αυτή. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η σύγχρονη κοινωνία πληρώνει πολύ ακριβά τα αγαθά του πολιτισμού, προκαλεί την αντίδραση εναντίον του οικονομικού εγωισμού. Έτσι εντοπίζονται τα είδη της δραστηριότητας που ζημιώνουν το φυσικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα διαμορφώνεται το σύστημα της προστασίας της, επανεξετάζονται οι μέθοδοι της οικονομικής δραστηριότητας, καταβάλλονται οι προσπάθειες δημιουργίας τεχνολογιών φιλικών προς τον φυσικό πλούτο και ανακυκλώσιμων προϊόντων, τα οποία θα μπορούσαν ταυτόχρονα να «ενταχθούν» στον φυσικό κύκλο. Αναπτύσσεται η οικολογική ηθική. Έχοντας ως γνώμονα αυτή την ηθική η κοινωνική συνείδηση τάσσεται εναντίον του καταναλωτικού τρόπου ζωής, απαιτεί την αύξηση της ηθικής και νομικής ευθύνης για τις ζημιές που προκαλούνται στη φύση, προτείνει την εισαγωγή της οικολογικής εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης, καλεί να ενώσουμε τις προσπάθειες για την προστασία του περιβάλλοντος με βάση μια ευρεία διεθνή συνεργασία.   

XIII.4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εκτιμά επάξια τους κόπους που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσεως και καλεί σε μια ενεργό συμμετοχή στις κοινωνικές ενέργειες για την προστασία της κτίσεως του Θεού. Ταυτόχρονα επισημαίνει ότι αυτές οι προσπάθειες θα αποβούν καρποφόρες μόνο εάν οι βάσεις, πάνω στις οποίες οικοδομούνται οι σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, δε θα έχουν αποκλειστικά ανθρωπιστικό χαρακτήρα αλλά και χριστιανικό. Μια από τις βασικότερες αρχές στη θέση της Εκκλησίας για τα οικολογικά ζητήματα είναι η αρχή της ενότητας και της ακεραιότητας του δημιουργημένου από τον Θεό κόσμου. Η Ορθοδοξία δεν βλέπει τη φύση που μας περιβάλλει απομονωμένα, ως μια κλειστή δομή. Ο φυτικός, ο ζωικός και ο ανθρώπινος κόσμος αλληλοσυνδέονται. Από τη χριστιανική άποψη η φύση δεν είναι αποθήκη πόρων, που προσδιορίζονται για την εγωιστική και ανεύθυνη χρήση από τον άνθρωπο, αλλά ένα σπίτι όπου ο άνθρωπος δεν είναι ο οικοδεσπότης αλλά ο οικονόμος, είναι επίσης ένας ναός, στον οποίο αυτός είναι ο ιερέας που υπηρετεί όχι τη φύση αλλά τον Μόνο Κτίστη. Στη βάση της κατανόησης της φύσεως ως ναού ευρίσκεται η ιδέα του Θεοκεντρισμού: ο Θεός «ὁ διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα» (Πραξ. 17. 25) είναι η Πηγή της ύπαρξης. Για το λόγο αυτό η ίδια η ζωή στις πολλαπλές εκφάνσεις της έχει χαρακτήρα ιερό, αποτελώντας το θείο δώρο, η καταπάτηση του οποίου είναι μια πρόκληση που στρέφεται όχι μόνο εναντίον του Θείου δημιουργήματος αλλά και εναντίον του ίδιου του Κυρίου.  

XIII.5. Τα οικολογικά προβλήματα έχουν ουσιαστικά ανθρωπολογικό χαρακτήρα, διότι δημιουργήθηκαν από τον άνθρωπο και όχι από τη φύση. Για το λόγο αυτό πολλά ζητήματα, τα οποία τέθηκαν εξαιτίας της περιβαντολλογικής κρίσεως, αναφέρονται στην ανθρώπινη ψυχή και όχι στους τομείς της οικονομίας, της βιολογίας, της τεχνολογίας ή της πολιτικής. Η φύση από μόνη της ούτε μεταμορφώνεται πραγματικά, ούτε καταστρέφεται, αλλά από την επίδραση του ανθρώπου. Η πνευματική του κατάσταση διαδραματίζει έναν αποφασιστικό ρόλο, διότι ευρίσκει ανταπόκριση στο περιβάλλον τόσο με την εσωτερική επίδραση πάνω του, όσο και χωρίς αυτή. Η εκκλησιαστική ιστορία γνωρίζει πολλά παραδείγματα όταν η αγάπη των χριστιανών ασκητών για τη φύση, η προσευχή τους για το περιβάλλον, η συμπάθεια τους για την κτίση επέδρασε ευνοϊκά  στις ζωντανές υπάρξεις.

Η αμοιβαία σχέση μεταξύ της ανθρωπολογίας και της οικολογίας με μεγάλη  σαφήνεια αποκαλύπτεται στις μέρες μας όταν ο κόσμος αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δυο κρίσεις: πνευματική και οικολογική. Στη σύγχρονη κοινωνία ο άνθρωπος ενίοτε χάνει την συνείδηση της ζωής ως θείο δώρο και κάποτε δε και το ίδιο το νόημα της ζωής, το οποίο ορισμένες φορές περιορίζεται στη φυσική ύπαρξη. Με αυτή την στάση η φύση αντιμετωπίζεται όχι ως οίκος, και βέβαια λιγότερο ως ναός, αλλά ως «χώρος κατοικίας». Η διαρκώς υποβαθμιζόμενη προσωπικότητα οδηγεί και στην υποβάθμιση της φύσεως, διότι αποδεικνύεται ανίκανη να μεταμορφώσει τον κόσμο. Την τυφλωμένη από τις αμαρτίες ανθρωπότητα δε βοηθούν ούτε οι τεράστιες τεχνολογικές δυνατότητες, διότι με την αδιαφορία προς το νόημα, το μυστήριο και το θαύμα της ζωής δεν φέρνουν γνήσια ωφέλεια αλλά καμιά φορά αποδεικνύονται και επιζήμιες. Στον άνθρωπο, οι ενέργειες του οποίου δεν έχουν πνευματικό προσανατολισμό, η τεχνολογική ισχύς δημιουργεί ουτοπιστικές ελπίδες για τις απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπινου λόγου και της δύναμης της προόδου.

 Σε συνθήκες πνευματικής κρίσεως είναι αδιανόητη η πλήρης υπέρβαση της οικολογικής κρίσης. Αυτός ισχυρισμός δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία μας καλεί να περιορίσουμε το έργο για την προστασία της φύσεως. Όμως συνδέει την ελπίδα της στην θετική τροποποίηση των αμοιβαίων σχέσεων του ανθρώπου και της φύσεως με την επιδίωξη της πνευματικής αναγέννησης της κοινωνίας. Η ανθρωπογενής βάση των οικολογικών προβλημάτων δείχνει ότι τροποποιούμε τον περιβάλλον σύμφωνα με τον εσωτερικό μας κόσμο και για το λόγο αυτό η μεταμόρφωση της φύσεως πρέπει να αρχίσει από τη μεταμόρφωση της ψυχής. Σύμφωνα με τη γνώμη του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, ο άνθρωπος μπορεί να μετατρέψει σε παράδεισο ολόκληρη τη γη μόνο όταν θα έχει τον παράδεισο μέσα του.