XI.1. Η φροντίδα της ανθρώπινης υγείας, δηλαδή της ψυχικής και της σωματικής, αποτελεί ανέκαθεν το μέλημα της Εκκλησίας. Όμως, σύμφωνα με την ορθόδοξη άποψη, η συντήρηση της σωματικής υγείας παραβλέποντας την πνευματική υγεία δεν αποτελεί μια αναμφίβολη αξία. Με το κήρυγμα, το λόγο και το έργο Του ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θεράπευε τους ανθρώπους φροντίζοντας όχι μόνο τα σώματα, αλλά μάλλον περισσότερο τις ψυχές, και σε τελική ανάλυση, ολόκληρη τη σύνθεση του προσώπου. Σύμφωνα με το λόγο του Ίδιου του Σωτήρα θεράπευε «ὅλον ἄνθρωπον» (Ιω. 7. 23). Το κήρυγμα του Ευαγγελίου συνοδευόταν από τις θεραπείες ως σημεία της εξουσίας του Κυρίου να συγχωρέσει τις αμαρτίες. Ήταν αναπόσπαστο μέρος και του αποστολικού ευαγγελικού κηρύγματος. Η Εκκλησία του Χριστού, την οποία ο Θείος Ιδρυτής της χάρισε το πλήρωμα των δώρων του Αγίου Πνεύματος, ήταν εξ αρχής μια κοινότητα θεραπείας και σήμερα, στην ακολουθία της Εξομολογήσεως, υπενθυμίζει στα τέκνα της ότι έρχονται στο θεραπευτήριο για να αποχωρήσουν θεραπευμένα.

Η βιβλική αντίληψη για την ιατρική  διατυπώνεται με την πληρέστερη μορφή της στο βιβλίο Ιησού υιού Σειράχ: «Τίμα ἰατρὸν πρὸς τὰς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος· παρὰ γὰρ ῾Υψίστου ἐστὶν ἴασις…Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα, καὶ ἀνὴρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς…καὶ αὐτὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ· ἐν αὐτοῖς ἐθεράπευσε καὶ ἦρε τὸν πόνον αὐτοῦ, μυρεψὸς ἐν τούτοις ποιήσει μεῖγμα, καὶ οὐ μὴ συντελέσῃ ἔργα αὐτοῦ, καὶ εἰρήνη παρ᾿ αὐτοῦ ἐστιν ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς. Τέκνον, ἐν ἀρρωστήματί σου μὴ παράβλεπε, ἀλλ᾿ εὖξαι Κυρίῳ, καὶ αὐτὸς ἰάσεταί σε. ἀπόστησον πλημμέλειαν καὶ εὔθυνον χεῖρας, καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν…καὶ ἰατρῷ δὸς τόπον, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος, καὶ μὴ ἀποστήτω σου, καὶ γὰρ αὐτοῦ χρεία. ἔστι καιρὸς ὅτε καὶ ἐν χερσὶν αὐτῶν εὐοδία· καὶ γὰρ αὐτοὶ Κυρίου δεηθήσονται, ἵνα εὐοδώσῃ αὐτοῖς ἀνάπαυσιν καὶ ἴασιν χάριν ἐμβιώσεως» (Σειρ. 38. 1-2,4,6-10,12-14). Οι καλύτεροι εκπρόσωποι της αρχαίας ιατρικής, οι οποίοι συγκαταλέγονταν στη χορεία των αγίων, ανέδειξαν μια ιδιαίτερη μορφή της αγιότητας, δηλαδή αυτή των Αναργύρων και των Θαυματουργών. Συγκαταλέγονταν όχι μόνο διότι πολύ συχνά τελείωναν το βίο τους με μαρτυρικό θάνατο, αλλά για την αντιμετώπιση της ιατρικής κλίσης τους ως χριστιανικού καθήκοντος του ελεείν.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπιζε πάντα με μεγάλο σεβασμό την ιατρική τέχνη, στη βάση της οποίας ευρίσκεται η διακονία της αγάπης που προσανατολίζεται στην αποτροπή και στην ανακούφιση των ανθρώπινων πόνων.  Η θεραπεία της φθαρμένης από την αρρώστια ανθρώπινης φύσης παρίσταται ως εκπλήρωση του Θείου σχεδίου για τον άνθρωπο: «Αὐτὸς δὲ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη» (Α Θες. 5. 23). Тο σώμα ελεύθερο από την υποδούλωση στα αμαρτωλά πάθη και τα επακόλουθά τους τις αρρώστιες, πρέπει να υπηρετεί τη ψυχή, ενώ οι ψυχικές δυνάμεις και ικανότητες με τη μεταμόρφωση από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος να επιδιώκουν τον τελικό σκοπό και τον προορισμό του ανθρώπου τη θέωση. Κάθε αληθής θεραπεία καλείται να γίνει μέτοχος αυτού του θαύματος θεραπείας, το οποίο πραγματοποιείται στην Εκκλησία του Χριστού. Ταυτόχρονα πρέπει να διακρίνουμε την ιαματική δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία παραχωρείται σύμφωνα με την πίστη στον Ένα Κύριο Ιησού Χριστό δια της συμμετοχής στα Μυστήρια της Εκκλησίας και προσευχές, από  ξόρκια, μαγικές πρακτικές και δεισιδαιμονίες.

Πολλές αρρώστιες μένουν ανίατες και προκαλούν ταλαιπωρίες και θάνατο. Αντιμετωπίζοντας αυτές ο ορθόδοξος χριστιανός καλείται να εμπιστευθεί την πανάγαθη Θεία βούληση, ενθυμούμενος ότι το νόημα της ύπαρξης δεν περιορίζεται στην επίγεια ζωή, η οποία είναι προετοιμασία για την αιωνιότητα. Οι ταλαιπωρίες αποτελούν συνέπεια όχι μόνο των προσωπικών αμαρτιών αλλά και της καθολικής διαφθοράς και του περιορισμού της ανθρώπινης φύσης και για αυτό το λόγο πρέπει να τις ανεχόμαστε με υπομονή και ελπίδα. Ο Κύριος δέχεται οικειοθελώς τις ταλαιπωρίες για να σώσει το ανθρώπινο γένος: «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» (Ησ. 53. 5). Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός θέλησε να καταστήσει την ταλαιπωρία ένα μέσο σωτηρίας και κάθαρσης, το οποίο δύναται να είναι αποτελεσματικό για όσους το βιώνουν με ταπείνωση και εμπιστοσύνη προς την πανάγαθη Θεία βούληση. Σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο «όποιος έμαθε να ευχαριστεί τον Θεό για τις αρρώστιες του προσεγγίζει την αγιότητα». Αυτό δεν σημαίνει ότι ο γιατρός ή ο ασθενής δεν πρέπει να καταβάλλουν προσπάθειες να αγωνιστούν εναντίον της αρρώστιας. Όμως, όταν εξαντληθούν τα ανθρώπινα μέσα ο χριστιανός πρέπει να θυμηθεί ότι η δύναμη του Θεού τελείται στην ανθρώπινη αδυναμία και ότι στο βάθος των ταλαιπωριών είναι ικανός να συναντηθεί με τον Χριστό, ο οποίος βάσταξε τις αδυναμίες και τις αρρώστιες μας (Ησ. 53. 4).

XI.2. Η Εκκλησία καλεί τόσο τον ποιμένα όσο και τα τέκνα της στη χριστιανική μαρτυρία στους εργάτες του υγειονομικού τομέα. Είναι άκρως σημαντική η γνωριμία των καθηγητών και φοιτητών των ιατρικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τις βάσεις της ορθόδοξης διδασκαλίας και της ορθοδόξως προσανατολισμένης βιοηθικής (πρβλ. XII). Η δραστηριότητα της Εκκλησίας, η οποία αποσκοπεί στην κήρυξη του Θείου λόγου και στην παράδοση της  χάριτος του Αγίου Πνεύματος στους πάσχοντες και σε όσους τους φροντίζουν, αποτελεί το έργο της διαποίμανσης στον υγειονομικό τομέα. Την πρώτη θέση σε αυτή κατέχει η συμμετοχή στα σωτηριώδη μυστήρια, η δημιουργία στα ιατρικά ιδρύματα ενός χώρου προσευχής και η παροχή στους ασθενείς της πολύμορφης φιλανθρωπικής βοήθειας. Η αποστολή της Εκκλησίας στο υγειονομικό τομέα αποτελεί υποχρέωση όχι μόνο των κληρικών αλλά και των ορθοδόξων λαϊκών εργατών του υγειονομικού τομέα, οι οποίοι καλούνται να δημιουργήσουν όλες τις συνθήκες για θρησκευτική παρηγοριά των ασθενών που το ζητάνε άμεσα ή έμμεσα. Ένας πιστός γιατρός πρέπει να αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος που χρήζει βοήθειας περιμένει όχι μόνο τη σχετική θεραπεία, αλλά και την πνευματική υποστήριξη, ιδιαίτερα όταν ο γιατρός κατέχει την κοσμοθεωρία, η οποία αποκαλύπτει το μυστήριο του πάθους και του θανάτου. Κάθε ορθόδοξος εργαζόμενος του υγειονομικού τομέα υποχρεούται να είναι για τον ασθενή ο καλός Σαμαρείτης της ευαγγελικής παραβολής.

Η Εκκλησία παραχωρεί την ευλογία στις ορθόδοξες αδελφότητες να τελούν τη διακονία τους στις κλινικές και σε άλλα υγειονομικά ιδρύματα και συμβάλλει στην ίδρυση παρεκκλησίων στα νοσοκομεία καθώς και  εκκλησιαστικών και μοναστηριακών νοσοκομείων, ώστε η ιατρική περίθαλψη σε όλες τις φάσεις της θεραπείας και η αποκατάσταση να συνοδεύονται από τη διαποίμανση. Η Εκκλησία καλεί τους λαϊκούς να παρέχουν κατά το δυνατόν τη βοήθεια στους ασθενείς, η οποία καλύπτει τις ανθρώπινες ταλαιπωρίες με την ελεούσα αγάπη και τη μέριμνα.

XI.3. Για την Εκκλησία το πρόβλημα της ατομικής υγείας και της υγείας του λαού δεν είναι εξωτερικό και αμιγώς κοινωνικό, διότι συσχετίζεται άμεσα με την αποστολή της στον κόσμο, τον διεφθαρμένο από την αμαρτία και τις αρρώστιες. Η Εκκλησία, σε συνεργασία με τους κρατικούς φορείς και όλους τους ενδιαφερόμενους κύκλους της κοινωνίας, καλείται να συμμετάσχει στην εκπόνηση μιας τέτοιας αντίληψης της προστασίας της υγείας του λαού, με την οποία ο κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα του της πνευματικής, της σωματικής και της ψυχικής υγείας και της κοινωνικής ευημερίας του σε συνδυασμό με τη μέγιστη διάρκεια ζωής.

Οι σχέσεις μεταξύ του γιατρού και του ασθενούς πρέπει να οικοδομούνται με βάση τον σεβασμό της ακεραιότητας, της ελεύθερης επιλογής και της αξιοπρέπειας του προσώπου. Είναι απαράδεκτη η μεταχείριση των ανθρώπων ακόμα και για τους πιο καλούς σκοπούς. Δεν μπορούμε παρά να χαιρετίζουμε την ανάπτυξη του διαλόγου μεταξύ του γιατρού και του ασθενούς, ο οποίος διεξάγεται στη σύγχρονη ιατρική. Αυτή η προσέγγιση αδιαμφισβήτητα έχει τις ρίζες της στη χριστιανική παράδοση, αν και υπάρχει ο πειρασμός της υποβάθμισής της στο επίπεδο καθαρά συμφωνημένων σχέσεων. Ταυτόχρονα πρέπει να αναγνωρισθεί το γεγονός ότι το πιο παραδοσιακό «πατερναλιστικό» μοντέλο σχέσεων μεταξύ γιατρού και ασθενούς, το οποίο δέχεται δίκαια την κριτική λόγω των πολλαπλών προσπαθειών δικαιολογίας της ιατρικής αυθαιρεσίας, δύναται να φανερώσει και την πραγματικά πατερική προσέγγιση του ασθενούς, η οποία προσδιορίζεται από την ηθική του ιατρού.

Χωρίς να δίνει ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιο μοντέλο οργάνωσης της ιατρικής περίθαλψης, η Εκκλησία κρίνει ότι αυτή η βοήθεια πρέπει να είναι άκρως αποτελεσματική και προσβάσιμη από όλα τα μέλη της κοινωνίας ανεξάρτητα από τους υλικούς πόρους και της κοινωνικής θέσης αυτών, ακόμα και κατά την κατανομή των περιορισμένων ιατρικών πόρων. Για να γίνει αυτή η κατανομή πραγματικά δίκαιη το κριτήριο των «βιοτικών αναγκών» πρέπει να υπερτερεί του κριτηρίου των «εμπορικών σχέσεων». Ο ιατρός δεν πρέπει να συνδέει το βαθμό της ευθύνης για την παροχή της ιατρικής περίθαλψης αποκλειστικά με την υλική αμοιβή και το ύψος αυτής, καθιστώντας το επάγγελμά του πηγή εμπλουτισμού. Ταυτόχρονα η αντάξια αμοιβή για το έργο του ιατρικού προσωπικού αποτελεί ένα σπουδαίο σκοπό για την κοινωνία και την Πολιτεία.

Αναγνωρίζοντας τις ενδεχόμενες καλές συνέπειες του γεγονότος ότι οι δυνατότητες της ιατρικής στη διάγνωση και στην πρόληψη αυξάνονται και χαιρετίζοντας την ολοκληρωτική αντίληψη της υγείας και της αρρώστιας, η Εκκλησία προειδοποιεί για τον κίνδυνο που ελλοχεύει στις προσπάθειες  απολυτοποίησης οποιωνδήποτε ιατρικών θεωριών και υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα της διατήρησης των πνευματικών προτεραιοτήτων στην ανθρώπινη ζωή. Βασιζόμενη στη μακραίωνη εμπειρία της η Εκκλησία προειδοποιεί και για τον κίνδυνο της εισαγωγής, με το πρόσχημα της «εναλλακτικής ιατρικής», των αποκρυφιστικών και «μαγικών» πρακτικών, οι οποίες  υποβάλλουν τη βούληση και τη συνείδηση των ανθρώπων στην επιρροή των δαιμονικών δυνάμεων. Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει το δικαίωμα και την πραγματική δυνατότητα της μη αποδοχής εκείνων των μεθόδων ασκήσεως επιρροής πάνω στον οργανισμό του, οι οποίες αντιτάσσονται στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

Η Εκκλησία υπενθυμίζει ότι η σωματική υγεία δεν είναι αυτάρκης, διότι αποτελεί μονό μια από τις πλευρές του συνόλου της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι για την υποστήριξη της ατομικής υγείας και της υγείας του λαού είναι άκρως σημαντικά τα προληπτικά μέτρα, η δημιουργία των πραγματικών συνθηκών για την ενασχόληση με τη φυσική αγωγή και τον αθλητισμό. Στον αθλητισμό είναι φυσιολογική η ανταγωνιστικότητα. Όμως είναι αδύνατο να γίνουν αποδεκτές οι ακραίες μορφές της εμπορευματοποίησής του, η εμφάνιση της συνδεόμενης με αυτό λατρείας της υπερηφάνειας, η καταστρεπτική για την υγεία χρήση φαρμάκων (ντόπινγκ) και ακόμα περισσότερο εκείνοι οι αγώνες, στη διάρκεια των οποίων γίνεται μια προμελετημένη πρόκληση βαρέων σωματικών βλαβών.

XI.4. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία διαπιστώνει με βαθιά ανησυχία ότι οι λαοί, τους οποίους παραδοσιακά ποιμαίνει υποφέρουν σήμερα από μια δημογραφική κρίση. Μειώθηκε απότομα η γεννητικότητα και ο μέσος όρος ζωής, μειώνεται συνεχώς πληθυσμός. Αυξάνονται επικίνδυνα οι επιδημίες, οι καρδιαγγειακές, ψυχικές, σεξουαλικές και άλλες ασθένειες, η χρήση ναρκωτικών και ο αλκοολισμός. Σημειώθηκε αύξηση των παιδικών νόσων συμπεριλαμβανομένης και της ολιγοφρενίας. Τα δημογραφικά προβλήματα οδηγούν στην παραμόρφωση της δομής της κοινωνίας και στη μείωση του δημιουργικού δυναμικού των λαών, καθίστανται μια από τις αφορμές αποδυνάμωσης της οικογένειας. Οι βασικοί λόγοι της ερήμωσης και της κριτικής κατάστασης της υγείας των λαών αυτών τον 20ο  αιώνα ήταν οι πόλεμοι, η επανάσταση, η πείνα και οι μαζικοί διωγμοί, οι συνέπειες των οποίων αυξήθηκαν εξαιτίας της βαθιάς κοινωνικής κρίσης του τέλους του αιώνα.

Τα δημογραφικά προβλήματα ευρίσκονται στον τομέα του μόνιμου ενδιαφέροντος της Εκκλησίας. Καλείται να παρακολουθεί τις νομοθετικές και διοικητικές διαδικασίες, ώστε να αποτρέπει τη λήψη αποφάσεων, οι οποίες επιβαρύνουν την κατάσταση. Είναι απαραίτητος ο συνεχής διάλογος με τις κρατικές αρχές, όπως επίσης και με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για την διασαφήνιση της θέσης της Εκκλησίας σχετικά με τα θέματα δημογραφικής πολιτικής και της προστασίας της υγείας. Ο αγώνας κατά της ερήμωσης πρέπει να περιλαμβάνει την ενεργό στήριξη των επιστημονικών και ιατρικών και κοινωνικών προγραμμάτων για την προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας, του εμβρύου και του νεογέννητου. Η Πολιτεία καλείται με όλα τα διαθέσιμα μέσα να στηρίζει τη γέννηση και την αξιοπρεπή ανατροφή των παιδιών.

ХI.5. Η Εκκλησία θεωρεί τις ψυχικές νόσους ως μια από τις εκδηλώσεις της κοινής αμαρτωλής διαφθοράς της ανθρώπινης φύσης. Διακρίνοντας στην ατομική διάρθρωση το πνευματικό, το ψυχικό και το σωματικό επίπεδο, οι Άγιοι πατέρες ξεχώριζαν τις αρρώστιες που αναπτύχθηκαν «εκ της φύσεως» και τις αρρώστιες που προκλήθηκαν κατόπιν δαιμονικής επίδρασης ή έγιναν αποτέλεσμα των παθών που υποδούλωσαν τον άνθρωπο. Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή κρίνεται εξίσου αδικαιολόγητη τόσο η επαγωγή όλων των ψυχικών νοσημάτων στις εκδηλώσεις των δαιμονισμένων, πράγμα το οποίο οδηγεί την αδικαιολόγητη τέλεση της ιεροπραξίας εξορκισμού των πονηρών πνευμάτων, όσο και η προσπάθεια θεραπείας των οποιωνδήποτε πνευματικών διαταραχών αποκλειστικά με κλινικές μεθόδους. Στον τομέα της ψυχοθεραπείας αποβαίνει καρποφόρος σε μέγιστο βαθμό ο συνδυασμός της ποιμαντικής και της ιατρικής βοήθειας στους φρενοβλαβείς, με το δέοντα διαχωρισμό μεταξύ των τομέων αρμοδιοτήτων του ιατρού και του ιερέα.

Η ψυχική αρρώστια δεν μειώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η Εκκλησία επιβεβαιώνει ότι ακόμα και ο φρενοβλαβής είναι κατ΄ εικόνα Θεού και παραμένει  αδελφός μας, ο οποίος χρήζει της συμπάθειας και της βοήθειάς μας. Είναι απαράδεκτες εξ απόψεως ηθικής οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, που βασίζονται στην καταστολή της προσωπικότητας του ασθενούς και στην ταπείνωση της αξιοπρέπειας αυτού. Οι αποκρυφιστικές μεθοδολογίες επιδράσεως στον ψυχικό κόσμο, οι οποίες ενίοτε μεταμφιέζονται με τη μορφή της επιστημονικής ψυχοθεραπείας, είναι απολύτως απαράδεκτές για την Ορθοδοξία. Σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις θεραπείας των φρενοβλαβών απαιτείται αναγκαστικά η εφαρμογή τόσο της απομόνωσης, όσο και άλλων μορφών καταναγκασμού. Όμως η επιλογή των μορφών της ιατρικής παρέμβασης πρέπει να βασίζεται στην αρχή του μικρότερου περιορισμού της ελευθερίας του ασθενούς.

ХI.6. Στην Βίβλο αναφέρεται ότι «οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου» (Ψσ. 103. 15) και «ἔπισον ζωῆς οἶνος ἀνθρώπῳ, ἐὰν πίνῃς αὐτὸν μέτρῳ αὐτοῦ» (Σειρ. 31. 31). Όμως και στην Αγία Γραφή και στα έργα των πατέρων της Εκκλησίας βρίσκουμε πολλά σημεία, στα οποία αποδοκιμάζεται αυστηρά το πάθος της οινοποσίας, το οποίο ξεκινώντας απαρατήρητα επιφέρει στη συνέχεια και πλήθος άλλων αμαρτιών. Πολύ συχνά η οινοποσία γίνεται αφορμή διάλυσης των οικογενειών, προκαλώντας αναρίθμητες ταλαιπωρίες τόσο στο θύμα αυτού του αμαρτωλού πάθους, όσο και στους πλησίον και ιδιαίτερα τα παιδιά.

«Η οινοποσία είναι η έχθρα κατά του Θεού… Η οινοποσία είναι ένας δαίμονας ο οποίος προσκαλείται οικειοθελώς… Η οινοποσία διώχνει το Άγιο Πνεύμα», ανέφερε ο Μέγας Βασίλειος. «Η οινοποσία είναι η ρίζα όλων των κακών…Ο μεθυσμένος είναι ένας ζωντανός νεκρός… Η οινοποσία δύναται να είναι αντί κάθε τιμωρίας, γεμίζοντας τις ψυχές με ταραχή και το νου με σκοτάδι, καθιστώντας τον μεθυσμένο αιχμάλωτο και επιδεκτικό αναρίθμητων ασθενειών, εσωτερικών και εξωτερικών… Η οινοποσία είναι… ένα πολύμορφο και πολυκέφαλο θηρίο… Αλλού ξεφυτρώνει η πορνεία, αλλού η οργή, αλλού η κώφωση του νου και της καρδιάς, αλλού ο αναίσχυντος έρωτας… Κανείς δεν εφαρμόζει τόσο πολύ τη κακή θέληση του διαβόλου όσο ο μεθυσμένος», δίδασκε ο Ιερός Χρυσόστομος. «Ένας άνθρωπος μεθυσμένος είναι ικανός να πράξει κάθε κακό και συγκατατίθεται με κάθε πειρασμό… Η οινοποσία καθιστά τον οπαδό της ανίκανο για κάθε εργασία», επιβεβαιώνει ο Άγιος Τύχων Επίσκοπος Ζαντόνσκ.

Ακόμα επιβλαβέστερη είναι η ευρέως διαδεδομένη χρήση των ναρκωτικών, ένα πάθος, το οποίο καθιστά τον υποδουλωμένο από αυτό άνθρωπο άκρως ευάλωτο στις ενέργειες των σκοτεινών δυνάμεων. Κάθε χρόνο αυτή η φοβερή αρρώστια αγκαλιάζει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους καταστρέφοντας πολλές ζωές.  Περισσότερο επιρρεπής στα ναρκωτικά είναι η νεολαία, πράγμα το οποίο αποτελεί απειλή για την κοινωνία. Τα ιδιοτελή συμφέροντα του εμπορείου ναρκωτικών επηρεάζουν επίσης και τη διαμόρφωση, ιδιαίτερα στους κύκλους της νεολαίας, ενός ειδικού «ναρκωτικού» – ψεύτικου πολιτισμού. Στους ανώριμους ανθρώπους επιβάλλονται πρότυπα συμπεριφοράς, που προτείνουν τη χρήση των ναρκωτικών ως «κανονικού», ακόμα δε και απαραίτητου στοιχείου της επικοινωνίας.

Ο βασικός λόγος φυγής των πολλών σύγχρονων μας στο βασίλειο της αυταπάτης του αλκοόλ και των ναρκωτικών είναι η πνευματική ερήμωση, η απώλεια του νοήματος της ζωής, η διάβρωση των ηθικών προσανατολισμών. Η ναρκομανία και ο αλκοολισμός γίνονται εκδηλώσεις της πνευματικής αρρώστιας όχι μόνο ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Είναι η πληρωμή για την ιδεολογία του καταναλωτισμού, για τη λατρεία της υλικής ευημερίας, για την έλλειψη πνευματικότητας και για την απώλεια των γνήσιων ιδανικών. Η Εκκλησία αντιμετωπίζει με ποιμαντική συμπάθεια τα θύματα του αλκοολισμού και των ναρκωτικών και τους προτείνει πνευματική υποστήριξη στην καταπολέμηση του πάθους. Χωρίς να αρνείται την ανάγκη της ιατρικής βοήθειας στις ακραίες φάσεις της ναρκομανίας, η Εκκλησίας επικεντρώνει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της στην πρόληψη και στην αποκατάσταση, οι οποίες καθίστανται περισσότερο αποτελεσματικές με την ευσυνείδητη συμμετοχή των πασχόντων στην ευχαριστιακή και κοινοτική ζωή.