VII.1. Η έννοια της ιδιοκτησίας  εκφράζει κατά κανόνα την κοινώς αναγνωρισμένη μορφή της σχέσεως των ανθρώπων ως προς τους καρπούς της εργασίας και τους φυσικούς πόρους. Στα βασικά δικαιώματα του ιδιοκτήτη συγκαταλέγονται συνήθως το δικαίωμα κατοχής και χρήσεως, το δικαίωμα διαχείρισης και αποκόμισης κερδών, το δικαίωμα αλλοτρίωσης, η εκμετάλλευση, η αλλαγή ή η καταστροφή των περιουσιακών στοιχείων.

Αν και η Εκκλησία δεν ορίζει τα δικαιώματα των ανθρώπων στην ιδιοκτησία, όμως η υλική διάσταση της ανθρώπινης ζωής δεν παραμένει εκτός του οπτικού της πεδίου. Η Εκκλησία, η οποία πρώτα από όλα μας καλεί να αναζητήσουμε «τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ» (Μθ. 6. 33), δεν λησμονεί και τις ανάγκες του « επιούσιου άρτου» (Μθ. 6. 11), θεωρώντας ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει αρκετά μέσα για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Ταυτόχρονα η Εκκλησία προφυλάσσει από την υπερβολική αναζήτηση των υλικών αγαθών και καταδικάζει όσους δελεάζονται από «μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου» (Λκ. 8. 14). Η θέση της Εκκλησίας για την ιδιοκτησία δεν αγνοεί τις υλικές ανάγκες χωρίς να υποπίπτει στην αντίθετη ακρότητα της εξύμνησης των υλικών αγαθών ως τον υπέρτατο σκοπό και αξία της ζωής. Αυτή καθεαυτή η περιουσιακή κατάσταση του ανθρώπου δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για το αν κάποιος είναι αρεστός ή μη ενώπιον του Θεού.  

Η στάση του ορθοδόξου χριστιανού απέναντι στην ιδιοκτησία πρέπει να θεμελιώνεται στην ευαγγελική αρχή της αγάπης προς τον πλησίον, η οποία εκφράζεται στα λόγια του Σωτήρα: «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ιω. 13. 34). Αυτή η εντολή είναι η βάση της ηθικής συμπεριφοράς των χριστιανών και πρέπει να αποτελεί, όχι μόνο για αυτούς αλλά σύμφωνα με την άποψη της Εκκλησίας, και για τους άλλους ανθρώπους, μια «εκ των ων ουκ άνευ» συνθήκη στον τομέα της ρύθμισης των ανθρώπινων σχέσεων συμπεριλαμβανομένων και των περιουσιακών.

Σύμφωνα με την εκκλησιαστική διδασκαλία, η άνθρωποι αποκτούν όλα τα επίγεια αγαθά από τον Θεό, ο Οποίος έχει και το απόλυτο δίκαιο της κατοχής αυτών. Ο Σωτήρας υπεδείκνυε επανειλημμένως στις παραβολές τη σχετικότητα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας: είτε επρόκειτο για τον αμπελώνα, που παραχωρήθηκε προς εκμετάλλευση (Μκ. 12. 1-9), είτε για τα τάλαντα, που κατανεμήθηκαν μεταξύ των ανθρώπων (Μθ. 25. 14-30), είτε για το κτήμα, το οποίο παραχωρήθηκε για προσωρινή διαχείριση (Λκ. 16. 1-13). Εκφράζοντας τη χαρακτηριστική για την Εκκλησία σκέψη ότι ο απόλυτος ιδιοκτήτης των πάντων είναι ο Θεός, ο Μέγας Βασίλειος αναρωτιέται: «Πες μου, τι έχεις στην ιδιοκτησία σου; Από που το πήρες και το έφερες στη ζωή;». Η αμαρτωλή στάση απέναντι στην ιδιοκτησία, η οποία εκφράζεται στη λήθη ή στη συνειδητή απόρριψη αυτής της πνευματικής αρχής, προκαλεί το διχασμό και την αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων.

VII.2. Τα υλικά αγαθά αδυνατούν να καταστήσουν τον άνθρωπο ευτυχή. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μας προειδοποιεί: «Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λκ. 12. 15). Η καταδίωξη του πλούτου ζημιώνει την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου και δύναται να οδηγήσει σε πλήρη κατάπτωση του προσώπου.  Ο Απόστολος Παύλος υποδεικνύει ότι «οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς. Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα» (Α Τιμ. 6. 9-11). Στη συνομιλία με τον νεανίσκο ο Κύριος λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μθ. 19. 21). Ακολούθως ο Χριστός εξήγησε τα λόγια αυτά στους μαθητές: «δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν…εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Μθ. 19. 23-24). Ο Ευαγγελιστής Μάρκος διευκρινίζει ότι στη Βασιλεία του Θεού είναι δύσκολο να εισέλθουν ακριβώς όσοι στηρίζονται στα υλικά αγαθά και όχι στον Θεό «στοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν» (Μθ. 10. 24). Μόνο «οι πεποιθότες ἐπὶ Κύριον ὡς ὄρος Σιών· οὐ σαλευθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλ. 124. 1).

Άλλωστε και ο πλούσιος δύναται να σωθεί, διότι «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λκ. 18. 27). Η Αγία Γραφή δεν είναι επικριτική εναντίον των πλουσίων γενικώς. Ο Αβραάμ και οι παλαιοδιαθηκικοί πατριάρχες, ο δίκαιος Ιώβ, ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν εύποροι. Όποιος κατέχει μεγάλη περιουσία δεν αμαρτάνει εφόσον τη χρησιμοποιεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, στον Οποίο ανήκουν όλα όσα υπάρχουν, και σύμφωνα με το νόμο της αγάπης, διότι η χαρά και η πληρότητα της ζωής συνίστανται όχι στην απόκτηση και στην κατοχή, αλλά στη δωρεά και στην προσφορά. Ο Απόστολος Παύλος καλεί «μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πραξ. 20. 35). Ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί κλέπτη εκείνον, ο οποίος δεν προσφέρει ένα μέρος της ιδιοκτησίας του για να βοηθήσει τον πλησίον. Την ίδια σκέψη υπογραμμίζει και ο Ιερός Χρυσόστομος: «Το να μη δίνει κάποιος ένα μέρος από την περιουσία του σημαίνει επίσης αρπαγή». Η Εκκλησία καλεί τον χριστιανό να αντιλαμβάνεται την ιδιοκτησία του ως Θείο δώρο, το οποίο του παραχωρήθηκε για να χρησιμοποιηθεί για το δικό του καλό και για το καλό των πλησίον.

Ταυτόχρονα η Αγία Γραφή αναγνωρίζει το δικαίωμα του ανθρώπου στην ιδιοκτησία και κατακρίνει την επιβουλή εναντίον της. Δυο από τις δέκα εντολές του Δεκάλογου αναφέρονται άμεσα σε αυτό: «οὐ φονεύσεις…οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί» (Εξ. 20. 15,17). Στην Καινή Διαθήκη αυτή η στάση απέναντι στην ιδιοκτησία διατηρήθηκε και απέκτησε μια βαθύτερη ηθική τεκμηρίωση. Το Ευαγγέλιο αναφέρεται σε αυτό ως εξής: «τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις…οὐκ ἐπιθυμήσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ρωμ. 13. 9).

VII.3. Η Εκκλησία αναγνωρίζει την ύπαρξη ποικίλων μορφών ιδιοκτησίας. Η κρατική, η κοινωνική, η συλλογική, η ιδιωτική και η μικτή μορφή ιδιοκτησίας σε διάφορες χώρες αποκτούσαν διαφορετικές βάσεις στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης.  Η Εκκλησία δεν δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποια μορφή. Καθεμία από αυτές δύναται να συνδυάζει τόσο τα αμαρτωλά φαινόμενα, όπως η αρπαγή, η πλεονεξία, η άδικη κατανομή των προϊόντων της εργασίας, όσο και τα αξιοπρεπή, όπως η δικαιολογημένη χρήση των υλικών αγαθών.

Όλο και περισσότερη σημασία αποκτάει η πνευματική ιδιοκτησία, τα αντικείμενα της οποίας είναι τα επιστημονικά έργα και οι εφευρέσεις, οι πληροφοριακές τεχνολογίες, τα καλλιτεχνικά έργα και τα υπόλοιπα επιτεύγματα της δημιουργικής σκέψης. Η Εκκλησία χαιρετίζει τη δημιουργική εργασία, η οποία στρέφεται  προς το καλό της κοινωνίας και καταδικάζει την παράβαση των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Γενικά η προσάρτηση και η ανακατανομή της ιδιοκτησίας σε συνδυασμό με την παράβαση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών αυτής δεν μπορεί να επιδοκιμαστεί από την Εκκλησία. Εξαίρεση μπορεί να αποτελέσει εκείνη η προσάρτηση, η οποία πραγματοποιείται στα πλαίσια σχετικού νόμου και αφού τεκμηριωθεί από τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των ανθρώπων, συνοδεύεται από μια δίκαιη αποζημίωση. Η εμπειρία της ιστορίας της Πατρίδας μας δείχνει ότι η παράβαση αυτών των αρχών συνδυάζεται αναπόφευκτα με κοινωνικές ταραχές και ταλαιπωρίες των ανθρώπων.

Μέσα στη χριστιανική  ιστορία η ενοποίηση των περιουσιών και η άρνηση των προσωπικών επιδιώξεων αποτελούσαν το χαρακτηριστικό πολλών κοινοτήτων. Αυτός ο χαρακτήρας των περιουσιακών σχέσεων συνέβαλε στην ενίσχυση της πνευματικής ενότητας των πιστών και σε πολλές περιπτώσεις απέβαινε οικονομικά αποτελεσματικός. Παράδειγμα αυτού του χαρακτήρα μπορούν να αποτελέσουν τα ορθόδοξα μοναστήρια. Όμως, η απόρριψη της προσωπικής ιδιοκτησίας στην πρωτοχριστιανική κοινότητα (Πραξ. 4. 32) και αργότερα στις κοινοβιακές μονές έφερε αποκλειστικά εκούσιο χαρακτήρα και συνδυαζόταν με την προσωπική πνευματική επιλογή. 

VII.4. Μια ιδιαίτερη μορφή ιδιοκτησίας αποτελεί η περιουσία των θρησκευτικών σωματείων. Αποκτάται με διάφορους τρόπους, αλλά το βασικό συστατικό στη διαμόρφωση της είναι η οικειοθελή προσφορά των πιστών.  Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η προσφορά είναι ιερή, δηλαδή ανήκει άμεσα στον Θεό, ο δωρητής προσφέρει στον Θεό και όχι στον ιερέα (Λευ. 27. 30, Εσδρ. 8. 28). Η προσφορά είναι μια οικειοθελή πράξη, η οποία πραγματοποιείται από τους πιστούς για θρησκευτικούς λόγους (Νεεμ. 10. 32). Η προσφορά καλείται να υποστηρίξει όχι μόνο τους υπηρέτες της Εκκλησίας, αλλά και ολόκληρο το λαό του Θεού (Φλπ. 4. 14-18). Η αφιερωμένη στον Θεό προσφορά είναι απαραβίαστη και όποιος την αρπάζει είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει περισσότερα από ο, τι είχε αρπάξει (Λευ. 5. 14-15). Οι προσφορές συγκαταλέγονται μεταξύ των βασικών εντολών του Θεού προς τον άνθρωπο (Σειράχ. 7. 30-34). Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο οι προσφορές αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και γι᾽ αυτό δεν πρέπει να εμπίπτουν αυτομάτως στους νόμους που ρυθμίζουν το κρατικό χρηματοοικονομικό σύστημα, συγκεκριμένα να φορολογούνται. Εκκλησία δηλώνει ότι σε περίπτωση που κάποια από τα έσοδά της έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, μπορούν να φορολογούνται, όμως οποιαδήποτε επιβουλή εναντίον των προσφορών των πιστών αποτελεί έγκλημα εναντίον του Θεού και των ανθρώπων.