V.I. Στις σύγχρονες Πολιτείες οι πολίτες συμμετέχουν στη διακυβέρνηση της χώρας μέσω των εκλογών. Η πλειοψηφία των πολιτών ανήκει σε διάφορα πολιτικά κόμματα, κινήματα, συνδέσμους, ενώσεις και άλλους παρόμοιους οργανισμούς, που δημιουργήθηκαν με βάση τις διαφορετικές πολιτικές θεωρίες και αντιλήψεις. Επιδιώκοντας τη διοργάνωση της ζωής της κοινωνίας σύμφωνα με τις πολιτικές πεποιθήσεις των μελών τους, ένας από τους σκοπούς αυτών των οργανισμών είναι η επίτευξη, η διατήρηση ή ακόμα και η μεταρρύθμιση της εξουσίας στην Πολιτεία. Στην πορεία της εφαρμογής των εξουσιών, που απέκτησαν ως αποτέλεσμα της έκφρασης της βούλησης των πολιτών στις εκλογές, οι πολιτικοί οργανισμοί δύνανται να λαμβάνουν μέρος στο έργο της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.

Η παρουσία μέσα στην κοινωνία των διαφορετικών, και καμιά φορά αντίθετων πολιτικών πεποιθήσεων, όπως επίσης και διαφορετικών συμφερόντων προκαλεί τον πολιτικό αγώνα, ο οποίος διεξάγεται τόσο με νόμιμες και ηθικά δικαιολογημένες μεθόδους, όσο και ενίοτε με μεθόδους οι οποίες αντιτάσσονται στα όρια του κρατικού δικαίου, της χριστιανικής και φυσικής ηθικής.

V.2. Σύμφωνα με την εντολή του Θεού, η Εκκλησία έχει σκοπό τη φροντίδα για την ενότητα των τέκνων της, την ειρήνη και τη συμφωνία στην κοινωνία, καθώς και για την συμμετοχή όλων των μελών της στο δημιουργικό έργο. Η Εκκλησία καλείται να κηρύσσει και να οικοδομήσει την ειρήνη με όλη την εξωτερική για αυτή κοινωνία: «εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. 12. 18), «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων» (Εβρ. 12. 14). Αλλά ακόμα περισσότερα σημαντική γι’ αυτήν είναι η εσωτερική ενότητα της πίστης και της αγάπης: «Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα…μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» (Α Κορ. 1. 10). Η ενότητα της Εκκλησίας ως μυστικού σώματος του Χριστού (Εφ. 1. 23), από την αδιασάλευτη ύπαρξη του οποίου εξαρτάται η αιώνια σωτηρία του ανθρώπου, αποτελεί γι’ αυτήν τον υπέρτατο αγαθό. Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, απευθυνόμενος στα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, αναφέρει: «Όλοι εσείς συγκροτήστε από τους εαυτούς σας τον ένα Ναό του Θεού, το ένα θυσιαστήριο, τον ένα Ιησού».

Ενώπιον των πολιτικών διχασμών, αντιθέσεων και αγώνων η Εκκλησία κηρύσσει την ειρήνη και τη συνεργασία των ανθρώπων, οι οποίοι πρεσβεύουν τις διάφορες πολιτικές πεποιθήσεις. Επίσης δέχεται αυτή την ύπαρξη των διαφόρων πολιτικών απόψεων και μέσα στο επισκοπικό της σώμα, των κληρικών και των λαϊκών με εξαίρεση εκείνων, οι οποίες οδηγούν φανερά σε ενέργειες αντίθετες με την ορθόδοξη διδασκαλία και τα ηθικά όρια της εκκλησιαστικής Παράδοσης.

Καθίσταται ανέφικτη η συμμετοχή των εκκλησιαστικών αρχών και κληρικών και επομένως και του εκκλησιαστικού πληρώματος στη δράση των πολιτικών οργανώσεων, στις προεκλογικές διαδικασίες, όπως η δημόσια υποστήριξη των συμμετεχόντων στις εκλογές πολιτικών οργανισμών ή επί μέρους υποψηφίων, η προπαγάνδα κλπ. Είναι απαράδεκτη η υποβολή των υποψηφιοτήτων κληρικών στις εκλογές σε οποιαδήποτε όργανα της εκτελεστικής εξουσίας όλων των επιπέδων. Ταυτόχρονα, τίποτε δεν πρέπει να κωλύει τη συμμετοχή της Ιεραρχίας, Ιερού Κλήρου και λαϊκών, όπως και οι υπόλοιποι πολίτες, στις εκφράσεις της λαϊκής βούλησης δια μέσου των εκλογών.

Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις στην εκκλησιαστική ιστορία όταν η Εκκλησία εξέφρασε την υποστήριξή της σε διάφορες κοινωνικές θεωρίες, απόψεις, οργανισμούς και κοινωνικούς παράγοντες. Σε μια σειρά περιπτώσεων αυτή η υποστήριξη οφειλόταν στην ανάγκη της υπεράσπισης των επιτακτικών συμφερόντων της Εκκλησίας κάτω από ακραίες συνθήκες αντιθρησκευτικών διωγμών, καταστρεπτικών και περιοριστικών ενεργειών ετεροδόξων και αλλοθρήσκων αρχών. Σε άλλες περιπτώσεις αυτή η υποστήριξη ήταν επακόλουθο της πίεσης εκ μέρους της Πολιτείας ή των πολιτικών δομών και οδηγούσε συνήθως σε διχασμούς και αντιθέσεις μέσα στην Εκκλησία και στην απομάκρυνση από αυτήν ενός μέρους του ποιμνίου με ασταθή πίστη.

Τον 20ο αι. οι κληρικοί και η Ιεραρχία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν μέλη ορισμένων αντιπροσωπευτικών οργάνων της εξουσίας, και συγκεκριμένα της Κρατικής Δούμας (Κοινοβουλίου) της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, των Ανωτάτων Συμβουλίων της ΕΣΣΔ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μιας σειράς τοπικών συμβουλίων και νομοθετικών συνελεύσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συμμετοχή των κληρικών στη δράση των οργάνων της εξουσίας απέβη προς όφελος της Εκκλησίας και της κοινωνίας, όμως, και όχι σπάνια, αυτή η συμμετοχή δημιουργούσε διχόνοιες και διχασμούς. Αυτό συνέβαινε στις περιπτώσεις, στις οποίες ήταν αποδεκτή η συμμετοχή των κληρικών σε ορισμένες μόνο κοινοβουλευτικές ομάδες καθώς και όταν οι κληρικοί υπέβαλαν την υποψηφιότητα τους για αιρετές θέσεις  χωρίς την εκκλησιαστική ευλογία. Συνολικά, η πρακτική της συμμετοχής των κληρικών στη δράση των οργάνων της εξουσίας απέδειξε ότι αυτό είναι σχεδόν ανέφικτο χωρίς την ανάληψη ευθύνης για την λήψη αποφάσεων, οι οποίες ανταποκρίνονται στα συμφέροντα ενός μόνο μέρους του πληθυσμού και αντιτάσσονται στα συμφέροντα του άλλου, πράγμα το οποίο δυσχεραίνει σοβαρά την ποιμαντική και την ιεραποστολική δραστηριότητα των κληρικών που, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, καλούνται να είναι τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσουν (Α Κορ. 9. 22). Ταυτόχρονα η ιστορία επιβεβαιώνει, ότι η απόφαση συμμετοχής ή μη συμμετοχής των κληρικών στις πολιτικές δραστηριότητες λαμβανόταν ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής, εν όψη της εσωτερικής κατάστασης του εκκλησιαστικού οργανισμού και της θέσης του μέσα στην Πολιτεία. Όμως, από την άποψη των ιερών κανόνων, στο αν πρέπει ένας κληρικός, ο οποίος κατέχει μια θέση στα όργανα της εξουσίας να εργάζεται εκεί επαγγελματικά, δίνεται σαφώς αρνητική απάντηση.

Στις 8 Οκτωβρίου του 1919 ο Άγιος Τύχων ο Πατριάρχης Μόσχας απηύθυνε στους κληρικούς της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Μήνυμα, στο οποίο τους καλούσε να μην αναμιγνύονται στον πολιτικό αγώνα και συγκεκριμένα τους υπέδειξε ότι οι υπηρέτες της Εκκλησίας «λόγω του αξιώματός τους πρέπει να είναι υπεράνω και εκτός κάθε πολιτικού συμφέροντος, επιπλέον πρέπει να μη λησμονούν τους ιερούς κανόνες της Αγίας Εκκλησίας, σύμφωνα με τους οποίους δεν επιτρέπεται η ανάμειξη στον πολιτικό βίο της χώρας, η συμμετοχή σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα και ακόμα περισσότερο στο να μετατρέπουν τις λατρευτικές τελετές και ιεροπραξίες σε όργανα πολιτικών εκδηλώσεων».

Στις παραμονές των εκλογών των λαϊκών βουλευτών της ΕΣΣΔ, στις 27 Δεκεμβρίου του 1988, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας αποφάσισε «να ευλογήσει τους αντιπροσώπους της Εκκλησίας μας σε περίπτωση που προταθούν και εκλεγούν ως λαϊκοί βουλευτές, εντούτοις εκφράζουμε την πεποίθηση ότι το έργο τους θα πρέπει να υπηρετήσει το καλό των πιστών και ολόκληρης της κοινωνίας μας». Εκτός από την εκλογή των λαϊκών βουλευτών της ΕΣΣΔ, ορισμένοι αρχιερείς και κληρικοί κατέλαβαν έδρες στα Συμβούλια των Δημοκρατιών, των νομών και των τοπικών Συμβουλίων. Οι καινούργιες συνθήκες προέτρεψαν τη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τον Οκτώβριο του 1989 να συζητήσει ενδελεχώς δυο θέματα: «πρωτίστως, έως που μπορεί να φθάσει η Εκκλησία στην ανάληψη ευθύνης για πολιτικές αποφάσεις χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση την ποιμαντική της αυθεντία και, δεύτερον, εάν επιτρέπεται στην Εκκλησία να αρνηθεί τη συμμετοχή στις νομοθετικές πρωτοβουλίες και τη δυνατότητα ηθικής επιρροής στην πολιτική διαδικασία σε περίπτωση που από την απόφαση αυτή εξαρτάται το μέλλον της χώρας». Ως αποτέλεσμα η Σύνοδος της Ιεραρχίας έκρινε την από 27 Δεκεμβρίου του 1988 απόφαση της Ιεράς Συνόδου ως ισχύουσα μόνο για τις παρελθούσες εκλογές. Στο εξής καθορίσθηκε η τάξη, σύμφωνα με την οποία το θέμα της σκοπιμότητας συμμετοχής των εκπροσώπων των κληρικών στην εκλογική εκστρατεία σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να αντιμετωπίζεται προηγουμένως από τις εκκλησιαστικές αρχές (την Ιερά Σύνοδο αναφορικά με τους Επισκόπους και τον οικείο Επίσκοπο αναφορικά με τους υπό την ευθύνη του κληρικούς).

Όμως ορισμένοι εκπρόσωποι του Ιερού Κλήρου έλαβαν μέρος στις εκλογές χωρίς τη δέουσα ευλογία. Η Ιερά Σύνοδος, στις 20 Μαρτίου του 1990, δήλωσε με λύπη, ότι  «η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία απαλλάσσεται από την ηθική και θρησκευτική ευθύνη σχετικά με τη συμμετοχή των προσώπων αυτών στα αιρετά όργανα της εξουσίας». Για λόγους οικονομίας η Σύνοδος δεν προχώρησε στη λήψη των δεόντων κυρώσεων  εναντίον των παραβατών της τάξεως, «διαπιστώνοντας, ότι αυτή η συμπεριφορά βαρύνει τη συνείδηση τους». Στις 8 Οκτωβρίου του 1993, εν όψη της σύστασης στη Ρωσία του επαγγελματικού Κοινοβουλίου, στη διευρυμένη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου ελήφθη η απόφαση να δοθεί η εντολή στους κληρικούς να απέχουν της συμμετοχής στις ρωσικές κοινοβουλευτικές εκλογές ως υποψήφιοι βουλευτές. Με σχετική Συνοδική απόφαση θεσπίστηκε ότι στους παραβάτες κληρικούς θα επιβληθεί η καθαίρεση. Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του 1994 ενέκρινε την απόφαση της Ιεράς Συνόδου «ως έγκαιρη και σοφή» και επέκτεινε την ισχύ της «στην προσεχή συμμετοχή των κληρικών της Ρωσική Ορθόδοξης Εκκλησίας στις εκλογές σε οποιαδήποτε όργανα της εκτελεστικής εξουσίας των χωρών της ΚΑΚ και της Βαλτικής τόσο σε κρατικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο».

Τηρώντας πιστά τους ιερούς κανόνες και απαντώντας στις προκλήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας, η ίδια Σύνοδος της Ιεραρχίας θέσπισε μια σειρά κανόνων σχετικών με το υπό εξέταση θέμα. Έτσι σε μια από της αποφάσεις της Συνόδου αναφέρεται: «Να επιβεβαιωθεί το αδύνατον της υποστήριξης από το εκκλησιαστικό Πλήρωμα οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος, κινήσεως, ενώσεως, συνδέσμου και άλλων παρεμφερών οργανισμών, όπως επίσης και των επί μέρους παραγόντων τους, και πρωτίστως στην πορεία των προεκλογικών εκστρατειών…Να θεωρηθεί ως άκρως ανεπιθύμητη η συμμετοχή των κληρικών στα πολιτικά κόμματα, κινήσεις, ενώσεις, συνδέσμους και άλλους παρόμοιους οργανισμούς, και πρωτίστως σε αυτούς που διεξάγουν τον προεκλογικό αγώνα».

Η Σύνοδος της Ιεραρχίας η οποία συνεκλήθη το  1997, ανέπτυξε τις αρχές των σχέσεων Εκκλησίας και πολιτικών οργανισμών και ενίσχυσε μία από τις αποφάσεις της προηγούμενης Συνόδου με το μη δίνοντας ευλογία στους κληρικούς να είναι μέλη των πολιτικών συλλόγων. Στη συνοδική απόφαση «Περί των σχέσεων με την Πολιτεία και την κοσμική κοινωνία» συγκεκριμένα αναφέρεται: «Χαιρετίζεται ο διάλογος και οι επαφές της Εκκλησίας με πολιτικούς οργανισμούς σε περίπτωση εάν αυτές οι επαφές δεν έχουν χαρακτήρα πολιτικής υποστήριξης. Να θεωρηθεί αποδεκτή η συνεργασία με αυτούς τους οργανισμούς για σκοπούς χρήσιμους για την Εκκλησία και το λαό, με την εξαίρεση της ερμηνείας αυτής της συνεργασίας ως πολιτικής υποστήριξης…Να θεωρηθεί απαράδεκτη η συμμετοχή των αρχιερέων και των κληρικών σε οποιαδήποτε προεκλογική προπαγάνδα, όπως επίσης και η συμμετοχή τους στους πολιτικούς συλλόγους, τα Καταστατικά των οποίων προβλέπουν την προβολή των υποψηφίων τους στις αιρετές κρατικές θέσεις όλων των επιπέδων».

Η μη συμμετοχή του εκκλησιαστικού Πληρώματος στον πολιτικό αγώνα, στη δραστηριότητα των πολιτικών κομμάτων και στις προεκλογικές διαδικασίες δεν σημαίνει την άρνηση της δημόσιας έκφρασης της θέσης του αναφορικά με σημαντικά για την κοινωνία θέματα, ούτε την άρνηση της παρουσίασης αυτής της θέσης ενώπιον των οργάνων της εξουσίας οποιασδήποτε χώρας και σε οποιοδήποτε επίπεδο. Αυτή η θέση εκφράζεται αποκλειστικά από τις εκκλησιαστικές Συνόδους, τις εκκλησιαστικές αρχές και τα εξουσιοδοτημένα αρμόδια πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα της έκφρασης της θέσης αυτής δε μπορεί να μεταβιβασθεί στους κρατικούς θεσμούς, τους πολιτικούς και άλλους οργανώσεις. 

V.3. Τίποτε δεν κωλύει τους ορθοδόξους λαϊκούς από τη συμμετοχή στη δραστηριότητα των οργάνων της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας και των πολιτικών οργανισμών. Ακόμα περισσότερο, μια τέτοια συμμετοχή, εάν γίνεται με τη συγκατάθεση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, τα ηθικά της όρια και την επίσημη θέση της σχετικά με κοινωνικά θέματα, αποτελεί μια μορφή της ιεραποστολής της Εκκλησίας στην κοινωνία. Οι λαϊκοί μπορούν και καλούνται, μέσα από την επιτέλεση του πολιτικού τους καθήκοντος, να συμμετέχουν στις διαδικασίες που συνδέονται με την εκλογή αρχών όλων  των επιπέδων και να συμβάλλουν σε κάθε ηθικά δικαιολογημένη πρωτοβουλία της Πολιτείας.

Η ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας διατήρησε πολλά παραδείγματα της ενεργού συμμετοχής των λαϊκών στη διακυβέρνηση της Πολιτείας, στη δραστηριότητα πολιτικών και άλλων αστικών συνδέσμων. Αυτή η συμμετοχή πραγματοποιείτο κάτω από συνθήκες διαφόρων συστημάτων κρατικού καθεστώτος: απόλυτης μοναρχίας, συνταγματικής μοναρχίας, διαφόρων μορφών δημοκρατιών. Η συμμετοχή των ορθοδόξων πολιτών στις αστικές και πολιτικές διαδικασίες δεν επιτρεπόταν μόνο κάτω από συνθήκες μιας αλλόθρησκης επικράτειας ή ενός αλλοθρήσκου καθεστώτος, το οποίο ακολουθούσε την πολιτική της κρατικής αθεΐας.

Συμμετέχοντας στη διακυβέρνηση της Πολιτείας και στις πολιτικές διαδικασίες, ο ορθόδοξος λαϊκός καλείται να στηρίζει τη δραστηριότητά του στα όρια της ευαγγελικής ηθικής, στην ενότητα της δικαιοσύνης και ελεημοσύνης  (Ψαλ. 84. 11), στη φροντίδα για το πνευματικό και το υλικό αγαθό των ανθρώπων, στην αγάπη προς την Πατρίδα και στην επιδίωξη να μεταμορφώνει το γύρω του κόσμο σύμφωνα με το λόγο του Χριστού.

Ταυτόχρονα ο χριστιανός, πολιτικός ή πολιτικός ανήρ, πρέπει να συνειδητοποιήσει, ότι κάτω από τους όρους της ιστορικής πραγματικότητας, και μάλιστα λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη διχασμένη και ανταγωνιστική κοινωνία, η πλειοψηφία των αποφάσεων που λαμβάνονται ή οι πολιτικές ενέργειες που αναλαμβάνονται είναι προς όφελος μονό ενός μέρους της κοινωνίας και ταυτόχρονα περιορίζουν ή θίγουν τα συμφέροντα και τις επιθυμίες των άλλων.  Πολλές από τις προαναφερθείσες αποφάσεις και ενέργειες συνδυάζονται αναπόφευκτα με την αμαρτία και την ανεκτικότητα στην αμαρτία. Γι’  αυτό ακριβώς το λόγο ένας ορθόδοξος πολιτικός ή κρατικός παράγοντας έχει μια πάρα πολύ λεπτή πνευματική και ηθική ευαισθησία.

Ένας χριστιανός, που εργάζεται στον τομέα της συγκρότησης του κρατικού και πολιτικού βίου, καλείται να αποκτήσει το δώρο μιας ιδιαίτερης προσφοράς και μιας ιδιαίτερης αυταπάρνησης. Πρέπει οπωσδήποτε να είναι προσεκτικός σε ότι αφορά στην πνευματική του κατάσταση, ώστε να μη αφήνει την κρατική ή πολιτική του δραστηριότητα να μετατρέπεται από τη διακονία στον αυτοσκοπό, ο οποίος τρέφει την υπερηφάνεια, την πλεονεξία και άλλα πάθη. Πρέπει να θυμόμασται, ότι «εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι· τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται… καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε» (Κολ. 1. 16-17). Απευθυνόμενος στους άρχοντες, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέφερε: «Με τον Χριστό έχεις την αρχή, με τον Χριστό κυβερνάς, διότι από Αυτόν έλαβες το σπαθί». Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει: «Πράγματι, εκείνος είναι ο βασιλιάς, ο οποίος νικά την οργή και την ζήλια και την ηδυπάθεια, στα πάντα υποτάσσεται στους θείους νόμους, διατηρεί το νου του ελεύθερο και δεν αφήνει τη ψυχή να κυριεύεται από το πάθος των ηδονών. Αυτόν τον άνδρα θα επιθυμούσα να δω άρχοντα επί των λαών, και της γης, και της θάλασσας, και των πόλεων, και των περιοχών, και του στρατού, διότι εκείνος ο οποίος υπέταξε τα ψυχικά του πάθη στο νου, αυτός θα κυβερνούσε με ευχέρεια και τους ανθρώπους σύμφωνα με τους θείους νόμους…Ενώ εκείνος, ο οποίος φαινομενικά κυριεύει επί των ανθρώπων, αλλά λατρεύει την οργή και τη φιλοτιμία και τις ηδονές, αυτός δε θα ξέρει πως να μεταχειριστεί την εξουσία ».

V.4. Η συμμετοχή των ορθοδόξων λαϊκών στη δραστηριότητα των οργάνων της εξουσίας και στις πολιτικές διαδικασίες μπορεί να είναι τόσο ατομική, όσο και στα πλαίσια των ιδιαίτερων χριστιανικών (ορθοδόξων) πολιτικών οργανισμών ή χριστιανικών (ορθοδόξων) σύνθετων μερών των μεγαλύτερων πολιτικών συνδέσμων. Και στις δυο περιπτώσεις τα τέκνα της Εκκλησίας έχουν την ελευθερία επιλογής και έκφρασης των πολιτικών τους πεποιθήσεων, της λήψεως αποφάσεων και διεκπεραίωσης της σχετικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, οι λαϊκοί, οι οποίοι συμμετέχουν στην κρατική ή πολιτική δραστηριότητα ατομικά ή στα πλαίσια διαφόρων οργανισμών, πρέπει να το κάνουν αυτοτελώς, χωρίς να ταυτίζουν το πολιτικό τους έργο με τη θέση του εκκλησιαστικού Πληρώματος ή κάποιων κανονικών εκκλησιαστικών θεσμών και ούτε πρέπει να μιλούν εξ ονόματος τους. Επομένως, οι εκκλησιαστικές αρχές δεν χορηγούν μια ειδική ευλογία για την πολιτική δραστηριότητα των λαϊκών.

Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του 1994 αποφάσισε να κριθεί αποδεκτή η συμμετοχή στους πολιτικούς οργανισμούς «λαϊκών και η σύσταση από αυτούς αυτών των οργανισμών, οι οποίοι σε περίπτωση αυτοχαρακτηρισμού ως χριστιανικοί και ορθόδοξοι καλούνται σε στενότερη συνεργασία με τις εκκλησιαστικές αρχές. Επίσης, να κριθεί εφικτή η συμμετοχή των κληρικών, συμπεριλαμβανομένων όσων εκπροσωπούν τους κανονικούς εκκλησιαστικούς θεσμούς και τις εκκλησιαστικές αρχές, στις  ιδιαίτερες εκδηλώσεις των πολιτικών οργανισμών, όπως επίσης και η συνεργασία της Εκκλησίας μαζί τους σε περίπτωση αν αυτή η συμμετοχή και η συνεργασία δεν έχουν χαρακτήρα υποστήριξης των πολιτικών οργανισμών και υπηρετούν την οικοδομή της ειρήνης και της συμφωνίας μέσα στο λαό και στο εκκλησιαστικό περιβάλλον».

Στη σχετική απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας του 1997, αναφέρεται συγκεκριμένα: «Να θεωρηθεί εφικτή η συμμετοχή των λαϊκών στη δραστηριότητα των πολιτικών οργανώσεων και η σύσταση αυτών των οργανώσεων από αυτούς σε περίπτωση εάν οι τελευταίοι δεν έχουν στη σύνθεσή τους κληρικούς και διεξάγουν τις υπεύθυνες διαβουλεύσεις με τις εκκλησιαστικές αρχές. Να αποφασισθεί ότι αυτοί οι οργανισμοί ως συμμετέχοντες στην πολιτική διαδικασία δε μπορούν να έχουν την ευλογία των εκκλησιαστικών αρχών και να  παρουσιαστούν εξ ονόματος της Εκκλησίας. Δεν μπορούν να αποκτήσουν την εκκλησιαστική ευλογία, αλλά σε περίπτωση ύπαρξης αυτής, οι οργανισμοί που διεξάγουν τον προεκλογικό αγώνα, εμπλεκόμενοι στην πολιτική προπαγάνδα και παρουσιάζοντας την γνώμη τους ως άποψη της Εκκλησίας, η οποία εκφράζεται ενώπιον της Πολιτείας και της κοινωνίας από τις εκκλησιαστικές Συνόδους, τον Αγιώτατο Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο, στερούνται αυτής. Το ίδιο ισχύει και για τα εκκλησιαστικά και εκκλησιαστικά και κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης».

Η ύπαρξη των χριστιανικών (ορθοδόξων) πολιτικών οργανισμών, όπως επίσης και των χριστιανικών (ορθοδόξων) συνθετικών μερών των ευρύτερων πολιτικών συλλόγων εκλαμβάνεται από την Εκκλησία ως ένα θετικό φαινόμενο, το οποίο συμβάλλει στους λαϊκούς από κοινού να επιτελούν    την πολιτική και την κρατική δραστηριότητα με βάση τις χριστιανικές πνευματικές και ηθικές αξίες. Οι ως άνω οργανισμοί, όντας ελεύθεροι στη δράση τους, καλούνται ταυτόχρονα να συμβουλευθούν τις εκκλησιαστικές αρχές στο συντονισμό των δράσεων τους στον τομέα διεκπεραιώσεως της θέσης της Εκκλησίας σχετικά με τα κοινωνικά ζητήματα.   

Στις σχέσεις του εκκλησιαστικού πληρώματος με τους χριστιανικούς (ορθοδόξους) οργανισμούς, στη δραστηριότητα των οποίων συμμετέχουν οι ορθόδοξοι λαϊκοί, όπως επίσης και με τους ξεχωριστούς ορθοδόξους πολιτικούς και κρατικούς παράγοντες δύνανται να προκύψουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι δηλώσεις ή οι πράξεις αυτών των οργανισμών και των προσώπων απέχουν ουσιωδώς από τη κοινή εκκλησιαστική θέση πάνω στα κοινωνικά ζητήματα ή κωλύουν την εφαρμογή αυτής της θέσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι εκκλησιαστικές αρχές διαπιστώνουν το γεγονός αποκλίσεως των θέσεων και δηλώνουν δημοσίως περί αυτού προς αποφυγή της σύγχυσης και των παρερμηνειών μεταξύ των πιστών και των ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας.   Η διαπίστωση αυτής της διαφωνίας πρέπει να προτρέψει τον ορθόδοξο λαϊκό, ο οποίος συμμετέχει στην πολιτική δραστηριότητα, να συλλογισθεί την σκοπιμότητα της περαιτέρω συμμετοχής του στον αντίστοιχο πολιτικό οργανισμό.

Οι οργανισμοί των ορθοδόξων χριστιανών δεν πρέπει να έχουν το χαρακτήρα των μυστικών κοινοτήτων, οι οποίες προϋποθέτουν την αποκλειστική υποταγή στους ηγέτες τους και τη συνειδητή άρνηση της αποκαλύψεως της ουσίας της δραστηριότητας των οργανισμών στην πορεία των διαβουλεύσεων με τις εκκλησιαστικές αρχές ή ακόμα και στην εξομολόγηση. Η Εκκλησία αδυνατεί να εγκρίνει τη συμμετοχή των ορθοδόξων λαϊκών, ακόμα και των κληρικών στους μη ορθοδόξους οργανισμούς αυτού του τύπου, διότι λόγω του χαρακτήρα τους αποσπούν τον άνθρωπο από την ολοκληρωτική αφοσίωση στην Εκκλησία του Θεού και στην κανονική της τάξη.