Х.1. Η διάκριση μεταξύ των φύλων είναι ένα ιδιαίτερο δώρο του Δημιουργού στους ανθρώπους που έπλασε. «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (Γεν. 1. 27). Ως ισότιμοι φορείς του κατ΄ εικόνα Θεού και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο άνδρας και η γυναίκα δημιουργήθηκαν για την ολοκληρωτική ένωση του ενός με τον άλλο μέσα από την αγάπη: «Ένεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γέν. 2. 24). Η ευλογημένη από τον Θεό συζυγική ένωση, μέσω  της οποίας εφαρμόζεται το αρχικό Του σχέδιο για τη δημιουργία, γίνεται μέσο συνέχισης και πολλαπλασιασμού του ανθρώπινου γένους: «Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1. 28). Οι ιδιαιτερότητες των φύλων δεν περιορίζονται στις σωματικές διαφορές. Ο άνδρας και η γυναίκα αποτελούν δυο διαφορετικές μορφές της ύπαρξης μέσα σε μια ανθρωπότητα. Έχουν ανάγκη την επικοινωνία και την αλληλοσυμπλήρωση. Όμως στον πεπτωκότα κόσμο οι σχέσεις των φύλων δύνανται να διαστρεβλωθούν, παύοντας να είναι έκφραση της θεοδώρητης αγάπης και εκφυλιζόμενες στην εκδήλωση του αμαρτωλού πάθους του πεπτωκότος ανθρώπου για το «εγώ» του. 

Τιμώντας τον άθλο της εκούσιας αγαμίας, ο οποίος αναλαμβάνεται για τον Χριστό και το Ευαγγέλιο και αναγνωρίζοντας τον ιδιαίτερο ρόλο του μοναχισμού στην ιστορία και τη σύγχρονη ζωή αυτής, η Εκκλησία πότε δεν αντιμετώπιζε το γάμο περιφρονητικά και καταδίκαζε εκείνους που, παρερμηνεύοντας την επιδίωξη της καθαρότητας, ταπείνωναν τους γαμήλιους δεσμούς.

Ο Απόστολος Παύλος, αν και είχε προσωπικά επιλέξει την παρθενία και καλούσε να τον μιμηθούν σε αυτό (Α Κορ. 7. 8), καταδικάζει την υποκρισία «ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμεῖν» (Α Τιμ. 4. 2-3). Ο 51ος Αποστολικός κανόνας αναφέρει: «Εἴ τις… γάμου…οὐ δι’ ἄσκησιν, ἀλλὰ διὰ βδελυρίαν ἀπέχηται, ἐπιλαθόμενος ὅτι πάντα καλὰ λίαν, καὶ ὅτι ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ βλασφημῶν διαβάλλῃ τὴν δημιουργίαν, ἢ διορθούσθω, ἢ καθαιρείσθω, καὶ τῆς ἐκκλησίας ἀποβαλλέσθω». Ο κανόνας αυτός αναπτύχθηκε από τους κανόνες 1, 9 και 10 Συνόδου της Γάγγρας: «Εἴ τις τὸν γάμον μέμφοιτο, καὶ τὴν καθεύδουσαν μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, οὖσαν πιστὴν καὶ εὐλαβῆ, βδελύσσοιτο ἢ μέμφοιτο, ὡς ἂν μὴ δυναμένην εἰς βασιλείαν εἰσελθεῖν, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις παρθενεύοι ἢ ἐγκρατεύοιτο, ὡς ἂν βδελυκτῶν τῶν γάμων ἀναχωρήσας, καὶ μὴ δι᾽ αὐτὸ τὸ καλὸν καὶ ἅγιον τῆς παρθενίας, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις τῶν παρθενευόντων διὰ τὸν Κύριον, κατεπαίροιτο τῶν γεγαμηκότων, ἀνάθεμα ἔστω». Στην απόφαση της  28 Δεκεμβρίου 1998 η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αναφερόμενη  σε αυτούς τους κανόνες, τόνισε «το απαράδεκτο της αρνητικής ή αλαζονικής αντιμετώπισης του γάμου».

Х.2. Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο αποτέλεσε τη βάση των αστικών κωδίκων των περισσότερων σύγχρονων κρατών, ο γάμος είναι η σύμβαση μεταξύ των ελεύθερων στην επιλογή τους πλευρών. Η Εκκλησία δέχθηκε αυτό τον ορισμό του γάμου ερμηνεύοντάς τον σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Αγίας Γραφής.

Ο Ρωμαίος νομικός Μοδεστίνος (Γ΄ αι.) έδωσε τον ακόλουθο ορισμό του γάμου: «Γάμος καλεῖται ἕνωσις ἀνδρός καὶ γυναικός, συγκλήρωσις τοῦ βίου παντός, θείου τε καὶ ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Αυτός ο ορισμός ενσωματώθηκε σχεδόν αναλλοίωτος στις νομοκανονικές συλλογές της Ορθόδοξης Εκκλησίας και συγκεκριμένα στο «Νομοκανόνα» του Ιερού Φωτίου (Θ΄ αι.), στο «Σύνταγμα» του Ματθαίου Βλαστάρεως (ΙΔ΄ αι.) και στο «Πρόχειρο» του Βασιλείου του Μακεδόνα (Θ΄ αι.), όπως και στο σλαβικό «Πηδάλιο». Οι πατέρες και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας της πρώιμης χριστιανικής εποχής επίσης βασίστηκαν στις ρωμαϊκές αντιλήψεις για το γάμο. Έτσι ο Αθηναγόρας στην Απολογία του προς τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (Β΄ αι.) αναφέρει: «Καθένας μας θεωρεί  σύζυγό του αυτή τη γυναίκα, την οποία παντρεύτηκε νόμιμα». Οι «Αποστολικές Διαταγές», ένα μνημείο του Δ΄ αι., προτρέπουν τους χριστιανούς να «συνάπτουν γάμο σύμφωνα με το νόμο».

Ο χριστιανισμός συμπλήρωσε τις ειδωλολατρικές και παλαιοδιαθηκικές αντιλήψεις για το γάμο με το υψηλό τρόπο της ένωσης του Χριστού και της Εκκλησίας. «Αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ, ὅτι ὁ ἀνήρ ἐστι κεφαλὴ τῆς γυναικὸς, ὡς καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας, καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ σώματος. ἀλλ’ ὥσπερ ἡ ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ, οὕτω καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ἐν παντί. οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ῥήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος. οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ· οὐδεὶς γάρ ποτε τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ’ ἐκτρέφει καὶ θάλπει αὐτήν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς τὴν ἐκκλησίαν· ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ· ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ’ ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα» (Εφ. 5. 22-33).

Για τους χριστιανούς ο γάμος μετατράπηκε όχι μόνο σε μια νομική σύμβαση, ένα μέσο για τη συνέχιση του γένους και την ικανοποίηση των πρόσκαιρων φυσικών αναγκών, αλλά σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο σε «μυστήριο της αγάπης», στην αιώνια ένωση των συζύγων του ενός με τον άλλο στο Χριστό. Από την αρχή οι χριστιανοί σφράγισαν το γάμο τους με την εκκλησιαστική ευλογία και την κοινή συμμετοχή στην Ευχαριστία, πράγμα το οποίο αποτελούσε την αρχαιότερη μορφή τέλεσης του Μυστηρίου του Γάμου.

«Όσοι νυμφεύονται και παντρεύονται πρέπει να εισέλθουν στην κοινωνία με τη σύμφωνη γνώμη του Επισκόπου, ώστε ο γάμος να είναι σύμφωνα με τον Κύριο και όχι με το πάθος», ανέφερε ο ιερομάρτυρας Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. Σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό ο γάμος που «συνδέθηκε από την Εκκλησία επιβεβαιώθηκε από την προσφορά της θυσίας [Ευχαριστίας], σφραγίσθηκε από την ευλογία και καταγράφεται από τους αγγέλους στους ουρανούς». «Πρέπει να προσκληθούν  οι ιερείς και με προσευχές και ευλογίες να στηριχθούν οι σύζυγοι στον κοινό βίο, ώστε… οι σύζυγοι να περνούσαν με χαρά τη ζωή τους, ενωμένοι με τη βοήθεια του Θεού», λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος. Ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων υπέδειξε ότι «ο γάμος έπρεπε να αγιασθεί με την ιερατική σκέπη και ευλογία».

Κατά την περίοδο του εκχριστιανισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι κρατικές αρχές όπως και πριν κατέγραφαν τους γάμους καθιστώντας τους κατ᾽ αυτόν τον τρόπο νόμιμους. Καθαγιάζοντας τους συζυγικούς δεσμούς με την προσευχή και την ευλογία της η Εκκλησία ανεγνώριζε και τη νομιμότητα του γάμου, ο οποίος είχε συναφθεί ενώπιον των κρατικών οργάνων στις περιπτώσεις που ο εκκλησιαστικός γάμος ήταν αδύνατος και δεν επέβαλε στους συζύγους κανονικές κυρώσεις. Αυτή η πράξη ακολουθείται σήμερα και από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ταυτόχρονα αδυνατεί να παρέχει ευλογία στις συζυγικές ενώσεις, οι οποίες, παρόλο που είχαν συναφθεί σύμφωνα με την ισχύουσα κρατική νομοθεσία, παραβίασαν τις κανονικές διατάξεις (λ.χ. ο τέταρτος και οι επόμενοι γάμοι, οι γάμοι σε απαγορευμένους βαθμούς φυσικής ή πνευματικής συγγένειας).

Σύμφωνα με τη 74η Νεαρά του Ιουστινιανού (538 μ.Χ.) νόμιμος γάμος μπορούσε να συναφθεί τόσο από τον έκδικο, δηλαδή τον εκκλησιαστικό συμβολαιογράφο, όσο και από τον ιερέα. Ένας παρόμοιος κανόνας συμπεριλαμβανόταν στην Εκλογή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ΄ και του υιού του Κωνσταντίνου Ε΄ (740 μ.Χ.), όπως επίσης και στα Βασιλικά του Βασιλείου Α΄ (879 μ.Χ.). Η σπουδαιότερη προϋπόθεση του γάμου ήταν η αμοιβαία συμφωνία ανδρός και γυναικός που επιβεβαιώθηκε ενώπιον των μαρτύρων. Η Εκκλησία δεν ήταν αντίθετη σε αυτή την πρακτική. Μόνο από το 893, σύμφωνα με τη 89η Νεαρά   του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄, οι ελεύθεροι υποχρεώθηκαν να συνάπτουν το γάμο τους με εκκλησιαστική τελετή, ενώ το 1095 ο αυτοκράτορας Αλέξιος ο Κομνηνός επέκτεινε την ισχύ του νόμου αυτού και στους δούλους. Η καθιέρωση του υποχρεωτικού εκκλησιαστικού γάμου (Θ΄ – ΙΑ΄ αι.) σήμαινε ότι με απόφαση των κρατικών αρχών όλη η νομική ρύθμιση των ζητημάτων περί του γάμου μεταβιβάστηκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας. Εξάλλου, η καθολική καθιέρωση αυτής της πράξης δεν πρέπει να εκληφθεί ως η καθιέρωση του Μυστηρίου του Γάμου, το οποίο ανέκαθεν υπήρχε στην Εκκλησία.

Η τάξη, η οποία θεσπίστηκε στο Βυζάντιο, υιοθετήθηκε και στη Ρωσία για να εφαρμοσθεί από τα άτομα της ορθόδοξης θρησκείας. Όμως με την αποδοχή του Διατάγματος για το χωρισμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία (1918) από τον εκκλησιαστικό γάμο αφαιρέθηκε η νομική του ισχύ, τυπικά στους πιστούς δόθηκε το δικαίωμα να λαμβάνουν την εκκλησιαστική ευλογία μετά την καταγραφή του γάμου από τα κρατικά όργανα. Όμως στη διάρκεια της μακράς περιόδου των κρατικών διωγμών εναντίον της θρησκείας η στέψη στην Εκκλησία κατέστη εκ των πραγμάτων άκρως δυσχερής και επικίνδυνη.

Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 28 Δεκεμβρίου του 1998 διαπίστωσε με λύπη ότι «ορισμένοι πνευματικοί χαρακτηρίζουν τον πολιτικό γάμο ως παράνομο ή απαιτούν την διάλυση του γάμου των συζύγων, οι οποίοι ζουν επί πολλά χρόνια μαζί, όμως για διάφορους λόγους δεν τέλεσαν εκκλησιαστικό γάμο… Ορισμένοι ιερείς δεν επιτρέπουν να μεταλαμβάνουν εκείνα τα άτομα, τα οποία ζουν «αστεφάνωτα», ταυτίζοντας αυτό το γάμο με την πορνεία». Στη σχετική απόφαση της Συνόδου αναφέρεται ότι: «Εμμένοντας στην αναγκαιότητα του εκκλησιαστικού γάμου, πρέπει να υπενθυμίζουμε στους ποιμένες ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετωπίζει τον πολιτικό γάμο με σεβασμό».

Η κοινωνία πίστης μεταξύ των συζύγων, οι οποίοι είναι μέλη του σώματος του Χριστού, αποτελεί τη σημαντικότερη προϋπόθεση ενός γνήσιου χριστιανικού και εκκλησιαστικού γάμου. Μόνο η ενωμένη στην πίστη οικογένεια δύναται να γίνει «τὴν κατ’ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίαν» (Ρωμ. 16. 5, Φλμ. 1. 2), στην οποία ο άνδρας και η γυναίκα μαζί με τα παιδιά αυξάνουν στην πνευματική τελειότητα και στην επίγνωση του Θεού. Η έλλειψη ομογνωμοσύνης αποτελεί ένα σοβαρό κίνδυνο για την ολότητα της συζυγικής ενώσεως. Ακριβώς για αυτό το λόγο η Εκκλησία θεωρεί καθήκον της να καλεί τους πιστούς να συνάπτουν γάμο «μόνον ἐν Κυρίῳ» (Α Κορ. 7. 39), δηλαδή με αυτούς που συμμερίζονται τις δικές τους χριστιανικές πεποιθήσεις. 

Η ως άνω απόφαση της Ιεράς Συνόδου αναφέρεται επίσης στο σεβασμό της Εκκλησίας για «ένα τέτοιο γάμο, όπου η μία μόνο πλευρά ανήκει στο ορθόδοξο δόγμα και σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί» (Α Κορ. 7. 14). Σε αυτό το κείμενο της Αγίας Γραφής παρέπεμψαν και οι πατέρες της εν Τρούλλω Συνόδου, οι οποίοι ανεγνώρισαν ως έγκυρη την ένωση των προσώπων που «ἔτι ἐν τῇ ἀπιστίᾳ τυγχάνοντες, καὶ οὔπω τῇ τῶν ὀρθοδόξων ἐγκαταλεγέντες ποίμνῃ (ΟΒ΄ κανόνας). Όμως σε αυτόν τον κανόνα και σε άλλες κανονικές αποφάσεις (ΙΔ΄ της Δ΄ Οικουμ., Ι, ΙΓ΄ της Λαοδικείας), ομοίως και στα έργα των αρχαίων χριστιανικών συγγραφέων και πατέρων της Εκκλησίας (Τερτυλλιανός, Άγιος Κυπριανός ο Καρθαγένης, Άγιος Θεοδώρητος και Ιερός Αυγουστίνος), κωλύεται η σύναψη γάμου μεταξύ ορθοδόξων και πιστών άλλων θρησκευτικών παραδόσεων.

Σύμφωνα με τις αρχαίες κανονικές διατάξεις η Εκκλησία και σήμερα  δεν ευλογεί τους γάμους, οι οποίοι συνήφθησαν μεταξύ ορθοδόξων και μη χριστιανών. Ταυτόχρονα αναγνωρίζει αυτούς ως νόμιμους και δεν θεωρεί όσους παραμένουν σε αυτούς ως ευρισκόμενους σε πορνική συμβίωση.  Για λόγους ποιμαντικής οικονομίας η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν, θεωρεί εφικτή την τέλεση γάμων μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, μελών των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών και διαμαρτυρομένων, οι οποίοι ομολογούν την πίστη στον Τριαδικό Θεό με προϋπόθεση την ευλογία του γάμου να τελείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τα παιδιά να διαπαιδαγωγούνται στην Ορθόδοξη πίστη. Αυτή η πρακτική ακολουθείται στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων και από τις περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, από τις 23 Ιουνίου του 1721, επετράπη με βάση τους παραπάνω όρους η σύναψη γάμου μεταξύ των Σουηδών αιχμαλώτων  στην Σιβηρία με ορθόδοξες νύφες. Στις 18 Αυγούστου του ίδιου έτους η παραπάνω  απόφαση της Συνόδου απέκτησε μια αναλυτικότερη βιβλική και θεολογική θεμελίωση με την έκδοση ενός ειδικού Συνοδικού Μηνύματος. Σε αυτό το Μήνυμα παραπέμπει και αργότερα η Ιερά Σύνοδος κατά την αντιμετώπιση των περιπτώσεων μικτών γάμων στις επαρχίες, οι οποίες προσαρτήθηκαν από την Πολωνία, όπως επίσης και στη Φινλανδία (διατάξεις της Ιεράς Συνόδου 1803 και του 1811). Άλλωστε σε αυτές τις επαρχίες επετράπη ένας περισσότερο ελεύθερος προσδιορισμός της ομολογιακής ταυτότητας των παιδιών (αυτή η πράξη προσωρινά ίσχυσε και στις επαρχίες της Βαλτικής). Τέλος, τα θεσπίσματα σχετικά με τους μεικτούς γάμους για όλη τη Ρωσική Αυτοκρατορία κατοχυρώθηκαν οριστικά στον Καταστατικό των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων (1883). Παραδείγματα μεικτών γάμων  αποτελούσαν πολλοί δυναστικοί γάμοι, κατά τη σύναψη των οποίων ο ασπασμός της Ορθοδοξίας από τη ετερόδοξη πλευρά δεν ήταν υποχρεωτικός (με εξαίρεση το γάμο του διαδόχου του Ρωσικού θρόνου). Έτσι, η Οσιομάρτυρας Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ σύναψε γάμο με τον Μέγα Δούκα Σέργιο Αλεξάνδροβιτς παραμένοντας μέλος της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας και μόνο αργότερα, σύμφωνα με προσωπική της επιθυμία, ασπάστηκε την Ορθοδοξία.

Х.3. Η Εκκλησία επιμένει στον ισόβιο χαρακτήρα της συζυγικής πίστεως και στο αδιάλυτο του ορθοδόξου γάμου, βασιζόμενη στα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού: «ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω…ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μὴ ἐπὶ πορνείᾳ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται· καὶ ὁ ἀπολελυμένην γαμήσας μοιχᾶται» (Ματθ. 19. 6,9). Το διαζύγιο αποδοκιμάζεται από την Εκκλησία ως αμαρτία, διότι γίνεται αιτία σοβαρών ψυχικών ταλαιπωριών και για τους συζύγους (τουλάχιστον για έναν από αυτούς) και ιδιαίτερα για τα παιδιά.  Είναι άκρως ανησυχητική η σύγχρονη κατάσταση όταν διαλύεται ένας πολύ σημαντικός αριθμός γάμων και ιδιαίτερα μεταξύ των νέων. Όσα συμβαίνουν αποτελούν πράγματι μια τραγωδία για το πρόσωπο και τον λαό. 

Η μόνη αποδεκτή προϋπόθεση για το διαζύγιο είναι σύμφωνα με τον Κύριο η μοιχεία, η οποία μολύνει την αγιότητα του γάμου και καταστρέφει τη σχέση της συζυγικής πιστότητας. Σε περιπτώσεις των διαφόρων συγκρούσεων μεταξύ των συζύγων η Εκκλησία διαβλέπει τον ποιμαντικό της σκοπό στο ότι με όλα τα διαθέσιμα μέσα (νουθεσία, προσευχή, συμμετοχή στα Μυστήρια) οφείλει να διαφυλάξει την ακεραιότητα του γάμου και να αποτρέψει το διαζύγιο. Οι κληρικοί καλούνται επίσης να διεξάγουν συζητήσεις με όσους επιθυμούν να συνάψουν γάμο, εξηγώντας τη σπουδαιότητα και την υπευθυνότητα της κίνησης, την οποία επιχειρούν.

Δυστυχώς ορισμένες φορές, λόγω της αμαρτωλής ατέλειας, οι σύζυγοι αποδεικνύονται ανίκανοι να διατηρήσουν το δώρο της χάριτος που δέχθηκαν με το Μυστήριο του Γάμου και να διαφυλάξουν την ενότητα της οικογένειας. Επιθυμώντας να σώσει τους αμαρτωλούς η Εκκλησία τους προσφέρει τη δυνατότητα διόρθωσης και είναι πρόθυμη, αφού μετανοιώσουν, να τους επιτρέψει τη συμμετοχή στα Μυστήρια.

Οι νόμοι του Βυζαντίου που θεσπίστηκαν από τους ορθοδόξους αυτοκράτορες και δεν αποδοκιμάστηκαν από την Εκκλησία, αναγνώριζαν διάφορες προϋποθέσεις για το διαζύγιο. Στην Ρωσική Αυτοκρατορία η διάλυση του γάμου με βάση τους υφισταμένους νόμους πραγματοποιείτο από το εκκλησιαστικό δικαστήριο. 

Το 1918 η Τοπική Κληρικολαϊκή Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην «Απόφαση σχετικά με τις αιτίες διαλύσεως της ευλογημένης από την Εκκλησία συζυγικής ένωσης» εκτός της μοιχείας και της σύναψης νέου γάμου από τη μια πλευρά, ανεγνώρισε επίσης και τις ακόλουθες προϋποθέσεις όπως: η έκπτωση του ή της συζύγου από την Ορθοδοξία,  τα ανώμαλα πάθη, η ανικανότητα της συζυγικής συμβίωσης, η οποία άρχισε πριν το γάμο ή αποτέλεσε συνέπεια του σκόπιμου αυτοτραυματισμού, η λέπρα ή η σύφιλη, η μακρά και αγνώστου προορισμού απουσία, η καταδίκη σε τιμωρία που συνοδεύεται από τη στέρηση όλων των δικαιωμάτων, η επιβουλή κατά της ζωής ή της υγείας της συζύγου ή των παιδιών, η συμβίωση του πατέρα του άνδρα με τη νύφη του, η μαστροπεία, η αποκομιδή κερδών από την ασέλγεια του ή της συζύγου, η ανίατη ψυχική νόσος η κακόβουλη εγκατάλειψη ενός συζύγου από τον άλλο. Σήμερα αυτός ο κατάλογος των προϋποθέσεων για τη διάλυση του γάμου συμπληρώνεται και με άλλες όπως το AIDS, ο ιατρικώς διαπιστωμένος χρόνιος αλκοολισμός, η ναρκομανία, η διάπραξη έκτρωσης από τη γυναίκα με τη διαφωνία του άνδρα.

Με σκοπό την πνευματική διαπαιδαγώγηση των συζύγων και τη συμβολή στην ενίσχυση των συζυγικών δεσμών οι ιερείς, κατά τη συζήτηση που προηγείται της τέλεσης του Μυστηρίου του Γάμου, καλούνται να εξηγήσουν αναλυτικά στο γαμπρό και στη νύφη την ιδέα του αδιάλυτου του εκκλησιαστικού γάμου, τονίζοντας ότι το διαζύγιο ως έσχατο μέσο δύναται να έχει θέση μόνο σε περίπτωση διάπραξης ενός των συζύγων πράξεων, οι οποίες ορίζονται από την Εκκλησία ως αφορμές για διαζύγιο. Η συμφωνία για τη διάλυση του εκκλησιαστικού γάμου δεν μπορεί να παραχωρηθεί χάρη της ικανοποιήσεως  μιας ιδιοτροπίας ή για την «επιβεβαίωση» του πολιτικού διαζυγίου. Άλλωστε εάν η διάλυση του γάμου αποτελεί ένα τετελεσμένο γεγονός, ιδιαίτερα με τη χωριστή διαμονή των συζύγων και η αποκατάσταση της οικογένειας αναγνωρίζεται ως ανέφικτη, επιτρέπεται για λόγους ποιμαντικής συγκατάθεσης και το εκκλησιαστικό διαζύγιο. Η Εκκλησία δεν ενθαρρύνει τη διγαμία, ωστόσο μετά το νόμιμο εκκλησιαστικό διαζύγιο, σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο, ο δεύτερος γάμος επιτρέπεται στον αθώο σύζυγο. Στα πρόσωπα, ο πρώτος γάμος των οποίων διαλύθηκε λόγω της δικής τους ενοχής, η σύναψη του δεύτερου γάμου επιτρέπεται μόνο με την προϋπόθεση της μετάνοιας και την εφαρμογή εκ μέρους τους του επιτιμίου, το οποίο επιβλήθηκε σύμφωνα με τους κανονικούς όρους. Σε εκείνες τις αποκλειστικές περιπτώσεις όταν, σύμφωνα με τους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου επιτρέπεται ο τρίτος γάμος, ο χρόνος του επιτιμίου αυξάνεται.

Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Απόφαση της 28 Δεκεμβρίου του 1998 κατέκρινε τις πράξεις εκείνων των πνευματικών, οι οποίοι «απαγορεύουν στα πνευματικά τους τέκνα τη σύναψη δεύτερου γάμου, ο οποίος δήθεν καταδικάζεται από την Εκκλησία, απαγορεύουν στα ζευγάρια το διαζύγιο σε περιπτώσεις όταν για διάφορους λόγους η συζυγική ζωή γίνεται για τους συζύγους ανέφικτη». Ταυτόχρονα η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε «να υπενθυμίσει στους ποιμένες ότι στην αντιμετώπιση του δεύτερου γάμου η Ορθόδοξη Εκκλησία καθοδηγείται από τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν· λέλυσαι ἀπὸ γυναικός; μὴ ζήτει γυναῖκα· ἐὰν δὲ καὶ γήμῃς, οὐχ ἥμαρτες· καὶ ἐὰν γήμῃ ἡ παρθένος, οὐχ ἥμαρτε… Γυνὴ δέδεται νόμῳ ἐφ’ ὅσον ζῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ἐὰν δὲ κοιμηθῇ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κυρίῳ»(Α Κορ. 7. 27-28,39)».

Х.4. Η ιδιαίτερη οικειότητα μεταξύ οικογένειας και Εκκλησίας φαίνεται ακόμα και από το γεγονός ότι στην Αγία Γραφή ο Χριστός αναφέρεται στον Εαυτό Του ως  Νυμφίος (Ματθ. 9. 15, 25. 1-13, Λκ. 12. 35-36), ενώ η Εκκλησία παρομοιάζεται με τη γυναίκα και τη νύμφη Αυτού (Εφ. 5. 24, Αποκ. 21. 9). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αποκαλεί τόσο την οικογένεια όσο και την Εκκλησία «οίκο Κυρίου», ενώ ο Ιερός Χρυσόστομος χαρακτηρίζει την οικογένεια ως «μικρή Εκκλησία». «Θα πω ακόμα και το εξής, αναφέρει ο άγιος πατέρας, ότι ο γάμος είναι η μυστηριώδης απεικόνιση της Εκκλησίας». Την «κατ΄ οίκον» Εκκλησία συγκροτούν ο άνδρας και η γυναίκα, οι οποίοι αγαπιούνται, ενώθηκαν δια του γάμου και επιδιώκουν να φτάσουν στον Χριστό. Ο καρπός της αγάπης και κοινωνίας τους είναι τα παιδιά, η γέννηση και η ανατροφή των οποίων, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους σκοπούς του γάμου.

«Ἰδοὺ ἡ κληρονομία Κυρίου υἱοί, ὁ μισθὸς τοῦ καρποῦ τῆς γαστρός», αναφωνεί ο Ψαλμωδός (Ψαλ. 126. 3). Για το σωτήριο της τεκνογονίας δίδαξε ο Απόστολος Παύλος (Α Τιμ. 2. 13). Ο ίδιος κάλεσε τους πατέρες: «μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ’ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Εφ. 6. 4). «Τα τέκνα δεν είναι ένα τυχερό απόκτημα, έχουμε ευθύνη για τη σωτηρία τους… Η περιφρόνηση των τέκνων είναι η μεγαλύτερη αμαρτία, διότι οδηγεί στην έσχατη ακολασία… Δεν υπάρχει συγχώρηση για εμάς εάν τα παιδιά μας είναι διεφθαρμένα», νουθετεί ο Ιερός Χρυσόστομος. Ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος διδάσκει: «Μακάριος είναι αυτός που ανατρέφει τα τέκνα του θεάρεστα». «Γνήσιος πατήρ δεν είναι εκείνος ο οποίος γέννησε, αλλά αυτός που ανέθρεψε και δίδαξε καλά», αναφέρει ο Άγιος Τύχων Επίσκοπος Ζαντόνσκ. «Οι γονείς κυρίως είναι υπεύθυνοι για την αγωγή των τέκνων τους και την ενοχή τους για την κακή ανατροφή δεν μπορούν να την μεταθέσουν σε κανένα εκτός από τον εαυτό τους», κήρυττε ο ιερομάρτυρας Βλαδίμηρος Μητροπολίτης Κιέβου. «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς», αναφέρεται στην πέμπτη εντολή (Εξ. 20. 12). Στην Παλαιά Διαθήκη η ασέβεια απέναντι στους γονείς θεωρείτο φοβερό έγκλημα (Εξ. 21. 15,17, Παρ. 20. 20, 30. 17). Η Καινή Διαθήκη επίσης διδάσκει τα παιδιά να υποτάσσονται με αγάπη στους γονείς: «Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσι κατὰ πάντα· τοῦτο γάρ ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ» (Κολ. 3. 20).

Η οικογένεια ως η «κατ΄ οίκον» Εκκλησία είναι ένας ενωμένος οργανισμός, τα μέλη του οποίου ζουν και οικοδομούν τις σχέσεις τους με βάση το νόμο της αγάπης. Η πείρα της οικογενειακής επικοινωνίας διδάσκει τον άνθρωπο να υπερβαίνει τον αμαρτωλό εγωισμό και να θέτει τα θεμέλια ενός υγιούς πολιτικού βίου. Στην οικογένεια, στο σχολείο της ευλάβειας, διαμορφώνεται και ενισχύεται η σωστή αντιμετώπιση των πλησίον και συνεπώς του λαού και της κοινωνίας γενικότερα. Η ζωντανή αλληλουχία των γενεών αρχίζει από την οικογένεια, αποκτά τη συνέχεια της στην αγάπη προς τους απογόνους και την πατρίδα, στο συναίσθημα συμμετοχής στην ιστορία. Για αυτό το λόγο είναι τόσο επικίνδυνη η καταστροφή των παραδοσιακών σχέσεων γονέων και παιδιών, στην οποία δυστυχώς συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος ζωής της σύγχρονης κοινωνίας. Η υποβάθμιση του κοινωνικού ρόλου της μητρότητας και της πατρότητας σε σύγκριση με τις επιτυχίες των ανδρών και γυναικών στον επαγγελματικό τομέα οδηγεί στο ότι τα παιδιά εκλαμβάνονται ως ένα άχρηστο φορτίο. Επίσης η υποβάθμιση αυτή συμβάλλει στην αποξένωση και στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ των γενεών.  Ο ρόλος της οικογένειας στην διαμόρφωση της προσωπικότητας είναι αποκλειστικός και δεν μπορεί να αντικατασταθεί από άλλους κοινωνικού θεσμούς. Η καταστροφή των οικογενειακών σχέσεων συνδυάζεται αναπόφευκτα με την διαταραχή της ομαλής ανάπτυξης των παιδιών και αφήνει ένα μακρύ και κατά κάποιο τρόπο ανεξίτηλο ίχνος πάνω σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. 

Ολοφάνερη τραγωδία της σύγχρονης κοινωνίας αποτελεί η ορφάνια με ζωντανούς γονείς. Χιλιάδες εγκαταλειμμένα παιδιά, τα οποία γεμίζουν τα ορφανοτροφεία και ενίοτε ευρίσκονται στο δρόμο επιβεβαιώνουν την βαθιά νόσο της κοινωνίας. Παρέχοντας πνευματική και υλική βοήθεια σε αυτά τα παιδιά, φροντίζοντας για την συμμετοχή τους στην πνευματική και την κοινωνική ζωή, η Εκκλησία ταυτόχρονα θεωρεί ως σημαντικότερο καθήκον αυτής την ενίσχυση της οικογένειας και τη συνειδητοποίηση από τους γονείς της κλήσεώς τους, πράγμα το οποίο θα απέκλειε την τραγωδία του εγκαταλειμμένου παιδιού. 

Х.5. Στον προχριστιανικό κόσμο ήταν διαδεδομένη η αντίληψη για τη γυναίκα ως ένα πλάσμα κατώτερου επιπέδου σε σύγκριση με τον άνδρα. Η Εκκλησία του Χριστού απεκάλυψε πλήρως την αξιοπρέπεια και την κλήση της γυναίκας, δίνοντας τους τη βαθιά θρησκευτική τεκμηρίωση, το αποκορύφωμα της οποίας αποτελεί η ευλάβεια προς την Παναγία. Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, η κεχαριτωμένη Μαρία, η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών (Λκ. 1. 28), φανέρωσε τον υψηλότατο βαθμό της ηθικής καθαρότητας, της πνευματικής τελειότητας και της αγιότητας που μπόρεσε να φθάσει η ανθρωπότητα και που υπερβαίνει την αξιοπρέπεια ακόμα και των αγγελικών τάξεων. Στο πρόσωπό της αγιάζεται η μητρότητα και στηρίζεται η σπουδαιότητα της γυναικείας αρχής. Με τη συμμετοχή της Μητέρας του Θεού πραγματοποιείται το μυστήριο της Ενσαρκώσεως. Με αυτόν το τρόπο γίνεται μέτοχος του έργου της σωτηρίας και της αναγέννησης της ανθρωπότητας. Η Εκκλησία τιμά σε μεγάλο βαθμό τις ευαγγελικές γυναίκες-μυροφόρες, όπως επίσης και πολλαπλά νέφη των χριστιανών γυναικών, που δοξάστηκαν με τους μαρτυρικούς αγώνες, της ομολογίας και της δικαιοσύνης. Από την αρχή της ύπαρξης της εκκλησιαστικής κοινότητας η γυναίκα συμμετέχει ενεργά στην οργάνωσή, στη λειτουργική της ζωή, στο έργο της ιεραποστολής, του κηρύγματος, της αγωγής και της φιλανθρωπίας.

Εκτιμώντας ιδιαίτερα τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας και χαιρετίζοντας την πολιτική, την πολιτιστική και την κοινωνική τους ισότητα με τους άνδρες, η Εκκλησία ταυτόχρονα αντιτάσσεται στην τάση μείωσης του ρόλου της γυναίκας ως συζύγου και μητέρας. Η βασική ισότητα της αξιοπρέπειας των φύλων δεν καταργεί τη φυσιολογική τους διαφορά και δεν σημαίνει την ταυτότητά των κλήσεων τους τόσο στην οικογένεια, όσο και στην κοινωνία.  Συγκεκριμένα, η Εκκλησία δεν δύναται να παρερμηνεύει τα λόγια του Αποστόλου Παύλου για την ιδιαίτερη ευθύνη του άνδρα, ο οποίος καλείται να είναι  η «κεφαλή γυναικός», που την αγαπά, όπως ο Χριστός αγαπά την Εκκλησία Αυτού και για την κλήση της γυναίκας να υποτάσσεται στον άνδρα, όπως η Εκκλησία υποτάσσεται στον Χριστό (Εφ. 5. 22-23, Κολ. 3. 18). Μάλιστα δε σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρόκειται για το δεσποτισμό του άνδρα, ούτε για την υποδούλωση της γυναίκας, αλλά για τα πρωτεία ευθύνης, φροντίδας και αγάπης. Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι όλοι οι χριστιανοί καλούνται να είναι  «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ» (Εφ. 5. 21). Για αυτό το λόγο «πλὴν οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς ἐν Κυρίῳ· ὥσπερ γὰρ ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ ἀνδρός, οὕτω καὶ ὁ ἀνὴρ διὰ τῆς γυναικός, τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α Κορ. 11. 11-12).

Οι εκπρόσωποι ορισμένων κοινωνικών ρευμάτων προσπαθούν να μειώσουν ή ακόμα και να αρνηθούν τη σημασία του γάμου και του θεσμού της οικογένειας, επικεντρώνοντας το κύριο ενδιαφέρον τους στη σπουδαία για την κοινωνία δράση της γυναίκας, συμπεριλαμβανομένης και της ασυμβίβαστης ή ελάχιστα συμβατής με τη γυναικεία φύση (λ.χ. της δουλείας που σχετίζεται με βαριά σωματική εργασία). Δεν είναι σπάνιες οι κλήσεις προς την τεχνητή ισοπέδωση της συμμετοχής των γυναικών και των ανδρών σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δράσης. Η Εκκλησία διαβλέπει τον προορισμό της γυναίκας όχι απλά στην μίμηση του άνδρα και στο ανταγωνισμό του, αλλά στην ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων που της δόθηκαν από τον Κύριο, ακόμα και όσων είναι χαρακτηριστικές μόνο για τη φύση της. Χωρίς να τονίζει μόνο το σύστημα κατανομής των κοινωνικών λειτουργιών η χριστιανική ανθρωπολογία προσφέρει στη γυναίκα υψηλότερη θέση από ότι οι σύγχρονες άθρησκες αντιλήψεις. Η προσπάθεια καταστροφής ή μείωσης των φυσιολογικών διαχωρισμών στον κοινωνικό τομέα δεν είναι χαρακτηριστική για την εκκλησιαστική σκέψη. Οι φυλετικές διαφορές, όπως οι κοινωνικές και οι εθνικές δεν κωλύουν την πρόσβαση στη σωτηρία, την οποία έφερε ο Χριστός για όλους τους ανθρώπους: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3. 28). Όμως αυτή η σωτηριολογική διατύπωση δεν σημαίνει την τεχνητή πτώχευση της διαφοράς μεταξύ των ανθρώπων και δεν πρέπει να μεταφέρεται αυτομάτως σε οποιεσδήποτε κοινωνικές σχέσεις.

Х.6. Η αρετή της σωφροσύνης, την οποία κηρύττει η Εκκλησία, αποτελεί τη βάση της εσωτερικής ενότητας του ανθρώπινου προσώπου και πρέπει να ευρίσκεται σε αρμονία με τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις. Η πορνεία αναπόφευκτα καταστρέφει την αρμονία και την ακεραιότητα της ανθρώπινης ζωής, επιφέροντας βαριά ζημιά στην πνευματική του υγεία. Η ακολασία εξασθενίζει την πνευματική όραση και σκληρύνει την καρδιά, καθιστώντας την ανίκανη για την πραγματική αγάπη.  Η ευτυχία της πλήρους οικογενειακής ζωής γίνεται απρόσβατη για ένα πόρνο. Επομένως, η αμαρτία κατά της σωφροσύνης συνεπάγεται και αρνητικά κοινωνικά αποτελέσματα. Σε συνθήκες πνευματικής κρίσης της ανθρώπινης κοινωνίας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα έργα του λεγόμενου μαζικού πολιτισμού γίνονται συχνά όργανα ηθικής διαφθοράς, υμνώντας και εξαιρώντας τη σεξουαλική ακολασία, τις διάφορες σεξουαλικές διαστρεβλώσεις και τα άλλα αμαρτωλά πάθη. Η πορνογραφία, η οποία αποτελεί την εκμετάλλευση της σεξουαλικής έλξης για σκοπούς πολιτικούς ή ιδεολογικούς, συμβάλλει στην καταπίεση των πνευματικών και ηθικών αρχών, τοποθετεί τον άνθρωπο σε επίπεδο ζώου, που καθοδηγείται μόνο από τα ένστικτα. Η προπαγάνδα της αμαρτίας βλάπτει ιδιαίτερα τις αστήρικτες ψυχές των παιδιών και της νεολαίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις βιβλία, ταινίες και βίντεο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως και ορισμένα εκπαιδευτικά προγράμματα επιβάλλουν στους ανήλικους την άκρως ταπεινωτικά για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αντίληψη των φυλετικών σχέσεων, διότι δεν περιλαμβάνει τις έννοιες της σωφροσύνης, της συζυγικής πίστης και της ανιδιοτελούς αγάπης. Οι σχέσεις μεταξύ άνδρα και γυναίκας όχι μόνο  απογυμνώνονται και προβάλλονται με τρόπο προσβλητικό για το φυσιολογικό αίσθημα της αιδούς, αλλά και παρουσιάζονται ως μια πράξη καθαρά σωματικής ικανοποίησης, η οποία δεν συνδέεται με βαθιά εσωτερική κοινωνία και ορισμένες ηθικές υποχρεώσεις. Η Εκκλησίας καλεί τους πιστούς σε συνεργασία με όλες τις ηθικά υγιείς δυνάμεις να αγωνίζονται κατά της διάδοσης αυτού του διαβολικού πειρασμού, ο οποίος συμβάλλει στην καταστροφή της οικογένειας και υπονομεύει τα θεμέλια της κοινωνίας.   

«Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ», αναφέρει ο Κύριος στην επί του Όρους ομιλία (Μτθ. 5. 28). «Ή ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον», προειδοποιεί ο Απόστολος Ιακώβ (Ιακ. 1. 15). «ἢ οὐκ οἴδατε…ὅτι πόρνοι…βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι», ισχυρίζεται ο Απόστολος Παύλος (Α Κορ. 6. 9-10). Αυτά τα λόγια ισχύουν πλήρως και όσον αφορά στους καταναλωτές, αλλά και σε μεγαλύτερο βαθμό στους παραγωγούς των πορνογραφικών υλικών. Τους τελευταίους αφορούν επίσης και τα λόγια του Χριστού: «Ὃς δ’ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης…οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται» (Μτθ. 18. 6-7). «Η πορνεία είναι δηλητήριο το οποίο σκοτώνει τη ψυχή… Όποιος πορνεύει, αρνήθηκε τον Χριστό», δίδασκε ο Άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ. Ο Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ έγραφε: «Το σώμα του κάθε ανθρώπου δεν ανήκει σε αυτόν αλλά στον Χριστό, σύμφωνα με τη Γραφή: “Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους ” (Α Κορ. 12. 27). Και δεν πρέπει να μολύνεις το σώμα του Χριστού με σαρκικά έργα, ηδυπαθή, εκτός του νόμιμου γάμου. Διότι είσαι οίκος Χριστού, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: “ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς ” (Α Κορ. 3. 17)». Η αρχαία Εκκλησία στα έργα των πατέρων και διδασκάλων αυτής (όπως του Κλήμεντος Αλεξανδρείας, του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης και του Αγίου Ιωάννη του  Χρυσοστόμου) καταδίκαζε τις απρεπείς θεατρικές σκηνές και παραστάσεις. Υπό το φόβο του αφορισμού ο 100ος κανόνας της Πενθέκτης  Συνόδου απαγορεύει την παρουσίαση παραστάσεων που «τὸν νοῦν διαφθειρούσιν καὶ κινούσιν πρὸς τὰ τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν ὑπεκκαύματα».

Το ανθρώπινο σώμα είναι ένα αξιοθαύμαστο έργο του Θεού, το οποίο προορίζεται να γίνει ο ναός του Αγίου Πνεύματος  (Α Κορ. 6. 19-20). Καταδικάζοντας την πορνογραφία και την πορνεία η Εκκλησία κάθε άλλο παρά μας καλεί να περιφρονήσουμε το σώμα ή τη σεξουαλική επαφή, διότι οι σαρκικές σχέσεις ανδρός και γυναικός ευλογήθηκαν από τον Θεό μέσα στο γάμο, όπου γίνονται πηγή συνέχισης του ανθρωπίνου γένους και εκφράζουν την αγνή αγάπη, την πλήρη κοινωνία, την «κοινωνία ψυχών και σωμάτων» των συζύγων, για την οποία η Εκκλησία προσεύχεται κατά την τελετή της εκκλησιαστικής στέψης. Αντίθετα, αξιοκατάκριτη είναι η μετατροπή αυτών των αγνών και άξιων σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού σχέσεων, όπως και του ίδιου του ανθρώπινου σώματος, σε αντικείμενο μιας ταπεινωτικής εκμετάλλευσης και εμπορίου, που προορίζονται για την επίτευξη της εγωιστικής, απρόσωπης, χωρίς  αγάπη και διαστρεβλωμένης ικανοποίησης. Για το λόγο αυτό η Εκκλησία αποδοκιμάζει την πορνεία και το κήρυγμα του λεγομένου ελεύθερου έρωτα, ο οποίος αποκλείει τη σωματική επαφή από την προσωπική και πνευματική κοινωνία, από τη θυσιαστική προσφορά και την ολοκληρωτική ευθύνη του ενός για τον άλλο, το οποίο επιτυγχάνεται μόνο στην ισόβια συζυγική πίστη.

Αντιλαμβανόμενη ότι το σχολείο, μαζί με την οικογένεια, πρέπει να παρέχει στα παιδιά και στους ανήλικους τις γνώσεις για τις σχέσεις των φύλων και για τη σωματική φύση του ανθρώπου, η Εκκλησία δε μπορεί να υποστηρίζει εκείνα τα προγράμματα της «σεξουαλικής διαφώτισης» που αναγνωρίζουν ως κανόνα τις προγαμιαίες σχέσεις και τις διάφορες διαστρεβλώσεις. Είναι απολύτως απαράδεκτη η επιβολή αυτών των προγραμμάτων στους μαθητές. Το σχολείο καλείται να αντιτάσσεται στο κακό, το οποίο καταστρέφει την ακεραιότητα του προσώπου, να καλλιεργεί τη σωφροσύνη, να προετοιμάζει τη νεολαία για τη δημιουργία μιας ισχυρής οικογένειας, η οποία θα βασίζεται στην πίστη και στην αγνότητα.