III.1. Η Εκκλησία ως θεανθρώπινος οργανισμός δεν έχει μόνο τη μυστηριακή της ουσία, ανεπηρέαστη από τα στοιχεία του κόσμου, αλλά και την ιστορική συνισταμένη, η οποία έρχεται σε επαφή και σε αλληλεπίδραση με τον έξω κόσμο, ακόμα και με το κράτος. Η Πολιτεία, η οποία υπάρχει για να διαρθρώνει την κοσμική ζωή, έρχεται επίσης σε επαφή και σε αλληλεπίδραση με την Εκκλησία. Οι σχέσεις της Πολιτείας με τους οπαδούς της αληθινής θρησκείας υπέστησαν τροποποιήσεις κατά την πορεία της ιστορίας.

Το αρχικό κύτταρο της ανθρώπινης κοινωνίας ήταν η οικογένεια. Στην ιερή ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης διαπιστώνεται το γεγονός, ότι το Κράτος δεν διαμορφώθηκε αμέσως. Πριν οι αδελφοί του Ιωσήφ αναχωρήσουν για την Αίγυπτο, ο παλαιοδιαθηκικός λαός δεν υφίστατο, ενώ υπήρχε η πατριαρχική φυλετική κοινότητα. Η Πολιτεία διαμορφωνόταν σταδιακά την εποχή των Κριτών. Ως αποτέλεσμα της περίπλοκης ιστορικής εξέλιξης, η οποία κατευθύνεται από τη Θεία Πρόνοια, η αναβάθμιση των κοινωνικών σχέσεων οδήγησε στη δημιουργία της Πολιτείας.

Στο αρχαίο Ισραήλ, πριν την περίοδο των Βασιλειών, υπήρχε η μοναδική στην ιστορία αληθινή θεοκρατία. Με την απομάκρυνση όμως της κοινωνίας από την υπακοή στο Θεό ως Οικονόμο των κοσμικών υποθέσεων, οι άνθρωποι άρχισαν  να σκέφτονται την ανάγκη να έχουν ένα επίγειο κυβερνήτη (άρχοντα). Δεχόμενος την επιλογή των ανθρώπων και επικυρώνοντας μια νέα μορφή διακυβέρνησης, ο Κύριος ταυτόχρονα λυπάται για το ότι εγκατέλειψαν τη θεοκρατία: «καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἄκουε τῆς φωνῆς τοῦ λαοῦ, καθὰ ἂν λαλῶσί σοι· ὅτι οὐ σὲ ἐξουθενήκασιν, ἀλλ᾿ ἢ ἐμὲ ἐξουθενήκασι τοῦ μὴ βασιλεύειν ἐπ᾿ αὐτῶν…καὶ νῦν ἄκουε τῆς φωνῆς αὐτῶν· πλὴν ὅτι διαμαρτυρόμενος διαμαρτύρῃ αὐτοῖς καὶ ἀπαγγελεῖς αὐτοῖς τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως, ὃς βασιλεύσει ἐπ᾿ αὐτούς». (Α Βασ. 8. 7,9).

Έτσι, η δημιουργία της επίγειας Πολιτείας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται  ως μια πραγματικότητα, η οποία θεσπίστηκε από τον Θεό από την αρχή, αλλά ως παραχώρηση από τον Θεό στους ανθρώπους της δυνατότητας να διαμορφώνουν τον κοινωνικό τους βίο με βάση την ελεύθερη βούλησή τους, ώστε αυτή η διάρθρωση, η οποία είναι μια απάντηση στην διεφθαρμένη από την αμαρτία πραγματικότητα, να βοηθήσει στην αποφυγή της χειρότερης αμαρτίας, αντιδρώντας σε αυτήν με τα μέσα της κοσμικής εξουσίας. Εκτός αυτού, ο Κύριος δια στόματος Σαμουήλ αναφέρει σαφώς ότι αναμένει από την εξουσία αυτή την τήρηση των εντολών Του και την αγαθοεργία: «καὶ νῦν ἰδοὺ ὁ βασιλεύς, ὃν ἐξελέξασθε, καὶ ἰδοὺ δέδωκε Κύριος ἐφ᾿ ὑμᾶς βασιλέα. ἐὰν φοβηθῆτε τὸν Κύριον καὶ δουλεύσητε αὐτῷ καὶ ἀκούσητε τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ μὴ ἐρίσητε τῷ στόματι Κυρίου καὶ ἦτε καὶ ὑμεῖς καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ βασιλεύων ἐφ᾿ ὑμῶν ὀπίσω Κυρίου πορευόμενοι· ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσητε τῆς φωνῆς Κυρίου καὶ ἐρίσητε τῷ στόματι Κυρίου, καὶ ἔσται χεὶρ Κυρίου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὸν βασιλέα ὑμῶν» (Α Βασ. 12. 13-15). Όταν ο Σαούλ παραβίασε τις εντολές του Κυρίου ο Θεός τον απέρριψε (Α Βασ. 16. 1), προστάζοντας τον Σαμουήλ να χρίσει βασιλιά έναν άλλον εκλεκτό Του, τον Δαβίδ, υιό ενός απλοϊκού ανθρώπου του.

Ο Υιός του Θεού, ο Οποίος εξουσιάζει τα επί της γης και του Ουρανού (Μθ. 28. 18), ο Οποίος υπέταξε δια της ενανθρωπήσεως Του τον Εαυτό Του στην γήινη τάξη πραγμάτων, υποτάχθηκε και στους φορείς της κρατικής εξουσίας. Στον σταυρωτή Του, τον Ρωμαίο ηγεμόνα των Ιεροσολύμων Πόντιο Πιλάτο, ο Κύριος είπε: «Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν·» (Ιω. 19. 11). Απαντώντας στην ερώτηση του Φαρισαίου για το κατά πόσον επιτρέπεται να πληρωθεί ο φόρος στον Καίσαρα, ο Σωτήρας είπε: «Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Μθ. 22. 21).

Αναλύοντας τη διδασκαλία του Χριστού για την ορθή αντιμετώπιση της κρατικής εξουσίας, ο Απόστολος Παύλος έγραφε: «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν· ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν· οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρίμα λήψονται. Οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἀλλὰ τῶν κακῶν. θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστι σοὶ εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργὴν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. Διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι, οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργὴν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε· λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες. Ἀπόδοτε πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμήν» (Ρωμ. 13. 1-7). Την ίδια σκέψη εκφράζει και ο απόστολος Πέτρος: «Ὑποτάγητε οὖν πάσῃ ἀνθρωπίνῃ κτίσει διὰ τὸν Κύριον, εἴτε βασιλεῖ, ὡς ὑπερέχοντι, εἴτε ἡγεμόσιν, ὡς δι’ αὐτοῦ πεμπομένοις εἰς ἐκδίκησιν μὲν κακοποιῶν, ἔπαινον δὲ ἀγαθοποιῶν· ὅτι οὕτως ἐστὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀγαθοποιοῦντας φιμοῦν τὴν τῶν ἀφρόνων ἀνθρώπων ἀγνωσίαν· ὡς ἐλεύθεροι, καὶ μὴ ὡς ἐπικάλυμμα ἔχοντες τῆς κακίας τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλ’ ὡς δοῦλοι Θεοῦ» (Α Πετ. 2. 13-16). Οι απόστολοι δίδαξαν τους χριστιανούς να υποτάσσονται στις αρχές ανεξάρτητα από την στάση αυτών απέναντι στην Εκκλησία. Κατά τον αποστολικό αιώνα η Εκκλησία υπέστη διωγμούς τόσο από την τοπική Ιουδαϊκή εξουσία, όσο και από την κρατική ρωμαϊκή. Αυτό μάλιστα δεν εμπόδιζε τους μάρτυρες και τους άλλους χριστιανούς εκείνων των εποχών να προσεύχονται για τους διώκτες τους και να αναγνωρίζουν την εξουσία τους.

III.2. Η πτώση του Αδάμ έφερε στον κόσμο τις αμαρτίες και τα κακά, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπισθούν από κοινού. Ένα από αυτά ήταν ο φόνος του Άβελ από τον Κάιν (Γεν. 4. 1-16). Συνειδητοποιώντας αυτό οι άνθρωποι σε όλες τις γνωστές κοινωνίες άρχισαν να θεσπίζουν νόμους, οι οποίοι περιόριζαν το κακό και υποστήριζαν το καλό. Για τον λαό της Παλαιάς Διαθήκης ο Νομοθέτης ήταν ο Ίδιος ο Θεός, ο Οποίος έδωσε τους κανόνες, που ρύθμιζαν όχι μόνο τη θρησκευτική, αλλά και την κοινωνική ζωή. (Εξ. 20-23).

Το κράτος, ως απαραίτητο στοιχείο της ζωής στο διεφθαρμένο από την αμαρτία κόσμο, όπου το πρόσωπο και η κοινωνία πρέπει να περιφρουρηθούν από τις επικίνδυνες εκφάνσεις της αμαρτίας, ευλογείται από τον Θεό. Ταυτόχρονα η ανάγκη για το κράτος δεν απορρέει άμεσα από το θέλημα του Θεού για τον πρωτότοκο Αδάμ, αλλά από τη συμμόρφωση των ενεργειών για τον περιορισμό της κυριαρχίας της αμαρτίας στον κόσμο με το θέλημά Του. Η Αγία Γραφή καλεί τους έχοντας την εξουσία να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη του κράτους για τον περιορισμό του κακού και την υποστήριξη του καλού, μέσα στα οποία είναι και το ηθικό νόημα της ύπαρξης του κράτους. (Ρωμ. 13. 3-4). Με βάση τα παραπάνω, η αναρχία, δηλαδή η έλλειψη της δέουσας διάρθρωσης του κράτους και της κοινωνίας, καθώς και οι εκκλήσεις σε αυτόν και η προσπάθεια για την επιβολή αυτού αντιτάσσονται στη χριστιανική κοσμοαντίληψη  (Ρωμ. 13. 2).

Η Εκκλησία όχι μόνο ορίζει στα τέκνα της να υποτάσσονται στην κρατική εξουσία ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις και τα πιστεύω των φορέων της, αλλά και να προσεύχονται για αυτήν, «ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» (Α Тιμ. 2. 2). Ταυτόχρονα οι χριστιανοί πρέπει να αποφεύγουν την απολυτοποίηση της εξουσίας, τη μη αναγνώριση των ορίων της καθαρά γήινης, προσωρινής και παροδικής αξίας αυτής, η οποία οφείλεται στην παρουσία της αμαρτίας στον κόσμο και  την ανάγκη της συγκράτησης αυτής. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η ίδια η εξουσία δεν δικαιούται να απολυτοποιηθεί, διευρύνοντας τα όρια της έως την πλήρη αυτονομία από τον Θεό και από την εγκατεστημένη από Αυτόν τάξη, πράγμα το οποίο δύναται να οδηγήσει στην κατάχρηση της εξουσίας είτε ακόμα και στη θεοποίηση των αρχόντων. Η Πολιτεία, όπως και οι άλλοι ανθρώπινοι θεσμοί, ακόμα και αν αποβλέπουν στο καλό,  μπορεί να έχει τάσεις μετατροπής σε έναν αυτάρκη θεσμό. Τα πολλαπλά ιστορικά παραδείγματα μιας τέτοιας μετατροπής επιδεικνύουν ότι σε αυτή την περίπτωση η Πολιτεία στερείται του γνήσιου προορισμού αυτής.

III.3. Στις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διαφορά των φύσεων τους. Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Ίδιο τον Θεό και Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ενώ το θεοσύστατο της κρατικής εξουσίας εκδηλώνεται μέσα στην ιστορική πορεία με έμμεσο τρόπο. Η αποστολή της Εκκλησίας είναι η αιώνια σωτηρία των ανθρώπων, ενώ η αποστολή της Πολιτείας συνίσταται στην εξασφάλιση της γήινης ευημερίας τους.

«Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», αναφέρει ο (Ιω. 18. 36). «Ούτος ο κόσμος» εν μέρει υποτάσσεται στον Θεό και εν μέρει αυτονομείται από τον Ίδιο το Δημιουργό και τον Κύριο του. Στον ίδιο βαθμό, στον οποίο ο κόσμος δεν υποτάσσεται στον Θεό, υποτάσσεται στον «πατέρα του ψεύδους» τον Σατανά και «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Ιω. 8. 44; Α Ιω. 5. 19). Η δε Εκκλησία, η οποία είναι «σώμα Χριστού» (Α Коρ. 12. 27), «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α Τιμ. 3. 15), μέσα στην μυστηριακή της ουσία δεν μπορεί να ενέχει κανένα κακό, καμία σκιά του σκότους. Εφόσον η Πολιτεία αποτελεί ένα μέρος «του κόσμου τούτου», δεν έχει θέση στη Βασιλεία του Θεού, διότι εκεί όπου ο Χρίστος είναι «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι» (Κολ. 3. 11), δεν υπάρχει θέση για την αντιδιαστολή του ανθρώπινου με το Θείο και επομένως εκεί δεν υπάρχει η Πολιτεία

Στο σύγχρονο κόσμο το Κράτος συνήθως είναι κοσμικό και δεν δεσμεύεται από κάποιες θρησκευτικές υποχρεώσεις. Η συνεργασία του με την Εκκλησία περιορίζεται σε μερικούς τομείς και βασίζεται στη μη ανάμειξη στις υποθέσεις του άλλου.

Συνήθως όμως η Πολιτεία συνειδητοποιεί ότι η γήινη ευημερία δεν νοείται χωρίς την τήρηση ορισμένων ηθικών ορίων που είναι απαραίτητα και για την αιώνια σωτηρία του ανθρώπου. Για αυτό το λόγο οι στόχοι και η δράση της Εκκλησίας και της Πολιτείας μπορούν να συμπίπτουν όχι μόνο στην επίτευξη του καθαρά γήινου οφέλους αλλά και στην πραγματοποίηση της σωτήριας αποστολής της Εκκλησίας.

Η αρχή της λαϊκότητας της Πολιτείας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ριζοσπαστική περιθωριοποίηση της θρησκείας από όλους τους τομείς του βίου του λαού, ως απομάκρυνση των θρησκευτικών οργανώσεων από τη συμμετοχή στην επίλυση των σημαντικών για την κοινωνία στόχων, στέρηση του δικαιώματος αξιολογήσεως εκ μέρους αυτών των ενεργειών των αρχών. Αυτή η αρχή προϋποθέτει μόνο μια γνωστή διάκριση στους τομείς αρμοδιότητας της Εκκλησίας και της εξουσίας, μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις τους.

Η Εκκλησία δεν πρέπει να αφομοιώνει τις λειτουργίες, οι οποίες ανήκουν στην Πολιτεία: η αντίσταση στο κακό με τη χρήση βίας, η χρήση των κοσμικών αρμοδιοτήτων της εξουσίας, οι οποίες προϋποθέτουν εξαναγκασμό ή περιορισμό. Ταυτόχρονα η Εκκλησία μπορεί να απευθύνεται στις κρατικές αρχές με την παράκληση ή την έκκληση να χρησιμοποιήσουν την εξουσία σε αυτές ή στις άλλες περιπτώσεις, όμως το Κράτος επιφυλάσσεται του δικαιώματος επιλύσεως αυτού του ζητήματος .

Η Πολιτεία δεν πρέπει να αναμειγνύεται στη ζωή της Εκκλησίας, στη διοίκηση της, στη λειτουργική ζωή, στην πνευματική πατρότητα κ.ο.κ., όπως και γενικά στη λειτουργία των κανονικών εκκλησιαστικών θεσμών, με εξαίρεση αυτών των πλευρών που προϋποθέτουν τη δράση κάποιου νομικού προσώπου, το οποίο αναποφεύκτως έρχεται σε αντίστοιχη σχέση με την Πολιτεία, τη νομοθεσία της και τα όργανα της εξουσίας. Η Εκκλησία αναμένει από την Πολιτεία το σεβασμό των κανονικών της ορίων και των άλλων εσωτερικών νόμων της.

III.4. Στην πορεία της ιστορίας εμφανίσθηκαν διάφορα μοντέλα σχέσεων μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Πολιτείας.

Στην ορθόδοξη παράδοση διαμορφώθηκε μια ορισμένη αντίληψη για την ιδανική μορφή των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Εφόσον οι σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους αποτελούν ένα αμφίπλευρο φαινόμενο, η ως άνω ιδανική μορφή θα μπορούσε να δημιουργηθεί ιστορικά μόνο στην Πολιτεία, η οποία αναγνωρίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως το μεγαλύτερο ιερό του λαού, δηλαδή, με άλλα λόγια, σε μια Πολιτεία Ορθόδοξη.

Οι προσπάθειες να δημιουργηθεί μια τέτοια μορφή είχαν καταβληθεί στο Βυζάντιο, όπου οι αρχές των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους βρήκαν την έκφρασή τους στους κανόνες και στους κρατικούς νόμους της αυτοκρατορίας, αποτυπώθηκαν στα έργα των αγίων πατέρων. Στο σύνολό τους αυτές οι αρχές χαρακτηρίσθηκαν ως συμφωνία της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Στην  ουσία της βρίσκεται η αμοιβαία συνεργασία και η αμοιβαία ευθύνη χωρίς την ανάμειξη της μίας πλευράς στο χώρο της αποκλειστικής αρμοδιότητας της άλλης. Ο Επίσκοπος υπάγεται στην κρατική εξουσία ως πολίτης και όχι διότι η επισκοπική του εξουσία πηγάζει από τον εκπρόσωπο της κρατικής εξουσίας. Με τον ίδιο τρόπο ο εκπρόσωπος της κρατικής εξουσίας υπάγεται στον Επίσκοπο ως μέλος της Εκκλησίας, αναζητώντας μέσα της τη σωτηρία του, και όχι διότι η εξουσία του προέρχεται από την εξουσία του Επισκόπου. Η Πολιτεία όταν έχει σχέσεις συμφωνίας με την Εκκλησία, αναζητεί από αυτήν την πνευματική υποστήριξη, την προσευχή υπέρ αυτής και την ευλογία για το έργο που προσανατολίζεται στην επίτευξη των σκοπών για το καλό των πολιτών, ενώ η Εκκλησία δέχεται από την Πολιτεία τη βοήθεια στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για το κήρυγμα του θείου λόγου και τη διαποίμανση των τέκνων της, τα οποία αποτελούν ταυτόχρονα και πολίτες του Κράτους.

Στην 6η Νεαρά του Αγίου Ιουστινιανού διατυπώθηκε μια αρχή, η οποία κείται στη βάση της συμφωνίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας: «Μέγιστα τῶν ἐν ἀνθρώποις ἐστί δῶρα Θεοῦ παρά τῆς ἄνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας Ἱερωσύνη τε καί Βασιλεία, ἡ μέν (Ιερωσύνη, εκκλησιαστική εξουσία) τοῖς θείοις ὑπηρετουμένη, ἡ δέ (Βασιλεία, κρατική εξουσία) τῶν ἀνθρωπίνων ἐξάρχουσά τε καί ἐπιμελουμένη, καί ἐκ μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ἀρχῆς ἑκατέρα προϊοῦσα καί τόν ἀνθρώπινον κατακοσμοῦσα βίον, ὥστε οὐδέν οὕτως ἄν εἴη περισπούδαστον βασιλεῦσιν ὡς ἡ τῶν ἱερέων σεμνότης, οἵ γε καί ὑπέρ αὐτῶν ἐκείνων ἀεί τόν Θεόν ἱκετεύουσιν. Εἰ γάρ ἡ μέν ἄμεμπτος εἴη πανταχόθεν καί τῆς πρός Θεόν μετέχοι παρρησίας, ἡ δέ ὀρθῶς τε καί προσηκόντως κατακοσμοίῃ τήν παραδοθεῖσαν αὐτῇ πολιτείαν, συμφωνία τις ἀγαθή, πᾶν εἴ τι χρηστόν τῷ ἀνθρωπίνῳ χαριζομένη γένει. ̔Ημεῖς τοίνυν μεγίστην εχομεν φροντίδα περί τε τὰ ἀληθῆ τοῦ θεοῦ δόγματα περί τε τὴν τῶν ἱερέων σεμνότητα, ης ἐκείνων ὀντεχομένων πεπιστεύκαμεν, ὡς δι’ αὐτῆς μεγάλα ἡμῖν ἀγαθὰ δοθήσεται παρὰ θεοῦ καὶ τά τε όντα βεβαίως έξομεν τά τε ούπω καὶ νῦν ἀφιγμένα προσκτησόμεθα». Καθοδηγούμενος από αυτή την αρχή ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός αναγνώριζε στις Νεαρές του, στους κανόνες την ισχύ των κρατικών νόμων.

Ο κλασικός βυζαντινός τύπος των σχέσεων μεταξύ κρατικής και εκκλησιαστικής εξουσίας περιλαμβάνεται στην «Επαναγωγή» (2 ήμισυ του Θ΄ αιώνα): «H κοσμική εξουσία και η Ιεροσύνη συσχετίζονται μεταξύ τους όπως το σώμα με τη ψυχή και είναι απαραίτητοι για τη διάρθρωση της Πολιτείας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως το σώμα και η ψυχή για τον ζωντανό άνθρωπο.   Στο σύνδεσμό τους και στη συμφωνία τους συνίσταται η ευημερία της Πολιτείας».

Στο Βυζάντιο όμως δεν υπήρχε η συμφωνία σε εντελώς καθαρή μορφή. Στην πραγματικότητα υφίστατο διαταραχές και διαφθορές. Η Εκκλησία πολλές φορές αποτελούσε αντικείμενο των καισαροπαπικών επιδιώξεων της κρατικής εξουσίας. Η ουσία τους συνίστατο στο ότι ο Αρχηγός του Κράτους, ο Αυτοκράτορας, διεκδικούσε τον οριστικό λόγο στην ρύθμιση των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Εκτός από την αμαρτωλή ανθρώπινη φιλαρχία αυτές οι διεκδικήσεις είχαν και έναν ιστορικό λόγο. Οι χριστιανοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου ήταν άμεσοι διάδοχοι των Ρωμαίων ηγεμόνων (princeps), οι οποίοι μεταξύ των πολλών τίτλων που έφεραν είχαν και τον ακόλουθο: pontifex maximus – Ύπατος Ποντίφικας. Με τον πιο φανερό και πλέον επικίνδυνο τρόπο για την Εκκλησία αυτή η καισαροπαπική τάση εκδηλώθηκε στην πολιτική των αιρετικών αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα δε κατά την περίοδο της Εικονομαχίας.

Σε αντιδιαστολή προς τους βασιλείς του Βυζαντίου οι Ρώσοι ηγεμόνες είχαν μια άλλη κληρονομιά. Για αυτό το λόγο, όπως και για άλλους ιστορικούς λόγους, οι σχέσεις μεταξύ εκκλησιαστικής και κρατικής εξουσίας στο Μεσαίωνα ήταν πιο αρμονικές. Όμως υπήρξαν και αποστασίες από τα κανονικά πλαίσια (κατά τη βασιλεία του Ιωάννη το Τρομερού, η σύγκρουση μεταξύ του Τσάρου Αλεξίου Μιχάηλοβιτς και του Πατριάρχη Νίκωνα).

Στη Συνοδική εποχή η αδιαμφισβήτητη παραφθορά των πλαισίων της συμφωνίας στη διάρκεια των δυο εκατονταετιών της εκκλησιαστικής ιστορίας οφείλεται,  βεβαίως, στην σαφώς παρατηρούμενη επίδραση της προτεσταντικής διδασκαλίας περί του εδαφισμού και της κρατικής εκκλησιαστικότητας (βλ. κατωτέρω) στην ρωσική νομική αντίληψη και τον πολιτικό βίο. Η Τοπική Κληρικολαϊκή Σύνοδος του 1917-1918 προσπάθησε να θεσπίσει το ιδεώδες της συμφωνίας κάτω από τις νέες συνθήκες, όταν δηλαδή κατέρρευσε η αυτοκρατορία. Στη διακήρυξη, η οποία προηγήθηκε της Απόφασης για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, η απαίτηση για το διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας παρομοιάζεται με την ευχή «ώστε ο ήλιος να μη λάμπει, και το πυρ να μη θερμαίνει. Η Εκκλησία, σύμφωνα με τον εσωτερικό νόμο της υπάρξεως της, δεν μπορεί να απαρνηθεί την κλίση της να διαφωτίζει, να μεταμορφώνει τη ζωή της ανθρωπότητας και να τη διαπερνά με τις ακτίνες της».  Συγκεκριμένα στην Απόφαση της Συνόδου για το νομικό καθεστώς της Ορθοδόξου Ρωσικής Εκκλησίας η Πολιτεία καλείται να θεσπίσει τις ακόλουθες διατάξεις: «Η Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία, ως μέρος της Οικουμενικής Εκκλησίας του Χριστού, αποτελώντας τη θρησκεία της πλειοψηφίας των κατοίκων και εκείνη τη μεγάλη ιστορική δύναμη, η οποία συνέβαλε στην οικοδόμηση του Ρωσικού Κράτους, κατέχει στη Ρωσική Πολιτεία την αρμόζουσα λόγω των ανωτέρω πρώτη μεταξύ των άλλων ομολογιών δημόσια και νομική θέση … Τα θεσπίσματα και τα νομοθετήματα, τα οποία εκδίδονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία για την ίδια και σύμφωνα με την καθιερωμένη από αυτήν τάξη, από τη στιγμή της δημοσίευσης τους από την εκκλησιαστική εξουσία, όπως επίσης και οι αποφάσεις σχετικά με την εκκλησιαστική διοίκηση και το δικαστήριο, αναγνωρίζονται από την Πολιτεία ως έχοντα νομική ισχύ και σημασία, διότι δεν  παραβιάζουν τους κρατικούς νόμους…Οι νόμοι της Πολιτείας που αφορούν την Ορθόδοξη Εκκλησία εκδίδονται μόνο κατόπιν συνεννοήσεως με τις εκκλησιαστικές αρχές». Οι επόμενες Τοπικές Κληρικολαϊκές Σύνοδοι πραγματοποιήθηκαν κάτω από ιστορικές συνθήκες, οι οποίες έκαναν αδύνατη την επαναφορά των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους στις ισχύουσες πριν την επανάσταση αρχές. Ωστόσο η Εκκλησία, επιβεβαίωσε τον παραδοσιακό της ρόλο στη ζωή της κοινωνίας και εξέφρασε την προθυμία της να εργάζεται στον κοινωνικό τομέα. Έτσι, η Τοπική Κληρικολαϊκή Σύνοδος του 1990 προέβη στην ακόλουθη διαπίστωση: «Στη διάρκεια της χιλιετούς ιστορίας της η Ορθόδοξη Εκκλησίας της Ρωσίας διαπαιδαγώγησε του πιστούς της μέσα στο πνεύμα του πατριωτισμού και της ειρηνοφιλίας. Ο πατριωτισμός εκδηλώνεται στην ευαισθησία απέναντι στην ιστορική κληρονομιά της Πατρίδας, στην ενεργή συμμετοχή στην πολιτική ζωή, η οποία περιλαμβάνει τη συμμετοχή στις χαρές και στις δοκιμασίες του λαού, στο αφοσιωμένο και τίμιο έργο, στο ενδιαφέρον για την ηθική κατάσταση της κοινωνίας, στη φροντίδα για την προστασία της φύσεως» (από το Μήνυμα της Συνόδου).

Υπό την επίδραση του έργου του Ιερού Αυγουστίνου «De civitate Dei» διαμορφώθηκε στη Μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη η διδασκαλία περί των δυο μαχαιρών, σύμφωνα με την οποία κα οι δυο εξουσίες, εκκλησιαστική και κρατική, η μια άμεσα και η άλλη έμμεσα, ανάγονται στον Επίσκοπο Ρώμης.  Οι Πάπες Ρώμης ήταν απόλυτοι μονάρχες ενός τμήματος της Ιταλίας, της Παπικής Περιφέρειας, υπόλειμμα της οποίας είναι το σύγχρονο Βατικανό. Πολλοί Επίσκοποι, και ιδιαίτερα στη φεουδαρχικά κερματισμένη Γερμανία, ήταν και πρίγκιπες, οι οποίοι είχαν την κρατική δικαιοδοσία στο έδαφος τους, τις δικές τους κυβερνήσεις και το στρατό, του οποίου ηγούντο.

Η Μεταρρύθμιση δεν άφησε περιθώρια για τη διατήρηση της κρατικής εξουσίας του Πάπα και των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων στα εδάφη των χωρών που ασπάστηκαν τον προτεσταντισμό. Τους ΙΖ΄-ΙΘ΄ αι. οι νομικές συνθήκες στις Ρωμαιοκαθολικές χώρες άλλαξαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ουσιαστικά η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποκλείσθηκε από την κρατική εξουσία. Εκτός όμως από το κρατίδιο του Βατικανού, ο απόηχος της διδασκαλίας περί των «δυο μαχαιρών» εκφράζεται με τη μορφή των Κονκορδάτων, δηλαδή στις συμφωνίες που συνάπτει η Ρωμαϊκή Κούρια με κράτη, στα οποία  υφίστανται ρωμαιοκαθολικές κοινότητες, με αποτέλεσμα το νομικό καθεστώς των συγκεκριμένων κοινοτήτων να καθορίζεται σε πολλές χώρες όχι μόνο από τους εσωτερικούς νόμους, αλλά και από το διεθνές δίκαιο, βάσει του οποίου το κρατίδιο του Βατικανού ρυθμίζει τις εξωτερικές του σχέσεις.

Στις χώρες, όπου επικράτησε η Μεταρρύθμιση και μετέπειτα σε ορισμένες Ρωμαιοκαθολικές χώρες στα πλαίσια των κρατικών-εκκλησιαστικών σχέσεων καθιερώθηκε η αρχή του εδαφισμού, η ουσία του οποίου συνίσταται στην πλήρη κρατική κυριαρχία επί του συγκεκριμένου εδάφους, συμπεριλαμβανομένων και των ευρισκόμενων σε αυτό θρησκευτικών κοινοτήτων. Το σύνθημα αυτού του συστήματος σχέσεων αποτέλεσε η ακόλουθη ρήση cujus est regio, illius est religio (σε όποιον ανήκει η εξουσία, σε αυτόν ανήκει και η θρησκεία). Η συνεπή εφαρμογή αυτού του συστήματος προβλέπει τον αποκλεισμό από το κράτος των πιστών του θρησκεύματος, το οποίο είναι διαφορετικό από εκείνο που ανήκουν οι φορείς της ανωτάτης κρατικής εξουσίας (αυτό εφαρμόσθηκε στην πράξη πολλές φορές). Όμως στην πράξη καθιερώθηκε μια ήπια μορφή εφαρμογής αυτής της αρχής, δηλαδή η λεγομένη κρατική εκκλησιαστικότητα. Εκτός αυτού η  θρησκευτική κοινότητα, την οποία συνήθως απαρτίζει  η πλειονοψηφία του πληθυσμού, ο Ηγεμόνας, ο οποίος αποκαλείται επισήμως και Αρχηγός της Εκκλησίας, απολαμβάνει τα προνόμια της κρατικής Εκκλησίας. Ο συνδυασμός των στοιχείων αυτού του συστήματος των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους, με τα υπολείμματα της παραδοσιακής, κληρονομημένης από το Βυζάντιο συμφωνίας προσδιόρισε την ιδιαιτερότητα του νομικού καθεστώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Ρωσία κατά τη Συνοδική εποχή.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι οποίες από την αρχή ήταν ένα Κράτος πολύ-ομολογιακό, καθιερώθηκε η αρχή του ριζικού χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας, η οποία προέβλεπε τον ουδέτερο απέναντι σε όλες τις ομολογίες χαρακτήρα του συστήματος της εξουσίας. Άλλωστε η Πολιτεία πρέπει να υπολογίζει την πραγματική θρησκευτική σύνθεση του πληθυσμού της. Καμία εκκλησιαστική οργάνωση ξεχωριστά δεν αποτελεί πλειοψηφία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως η συντριπτική πλειονοψηφία των κατοίκων των ΗΠΑ είναι χριστιανοί. Συγκεκριμένα αυτή η πραγματικότητα εκφράζεται στην τελετή ορκωμοσίας του Προέδρου επί της Βίβλου, στην ύπαρξη της επίσημης αργίας την Κυριακή  κλπ.

Η αρχή του διαχωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας έχει όμως και μια άλλη γενεαλογία. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν το αποτέλεσμα της αντικληρικής ή άμεσης αντιεκκλησιαστικής μάχης, γνωστής ειδικότερα από την ιστορία των γαλλικών επαναστάσεων.  Σε αυτές τις περιπτώσεις η Εκκλησία χωρίζεται από την Πολιτεία όχι λόγω της πολύ-ομολογιακότητας του πληθυσμού της χώρας, αλλά διότι η Πολιτεία συνδέεται με τη μια ή την άλλη αντιχριστιανική ή εντελώς αντιθρησκευτική ιδεολογία. Εδώ πλέον δεν γίνεται λόγος για την ουδετερότητα της Πολιτείας απέναντι στη θρησκεία ούτε ακόμα και για τον καθαρά λαϊκό της χαρακτήρα. Για την Εκκλησία συνήθως αυτό συνδέεται με τους περιορισμούς των δικαιωμάτων, τις διακρίσεις ή άμεσους διωγμούς. Η ιστορία του Κ΄ αιώνα σε διάφορες χώρες του κόσμου ανέδειξε πολλά παραδείγματα αυτής της στάσης της Πολιτείας απέναντι στη θρησκεία και στην Εκκλησία.

Υπάρχει επίσης άλλη μια μορφή των εκκλησιαστικών-κρατικών σχέσεων, η  οποία έχει ένα ενδιάμεσο χαρακτήρα μεταξύ του ριζικού διαχωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας, όταν η Εκκλησία απολαμβάνει το καθεστώς ενός ιδιωτικού οργανισμού και κρατικής εκκλησιαστικότητας. Πρόκειται για το καθεστώς της Εκκλησίας ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Σε αυτή την περίπτωση η Εκκλησία μπορεί να έχει μια σειρά προνομίων και υποχρεώσεων, εκχωρηθέντων  σε αυτή από την Πολιτεία, χωρίς να είναι η επικρατούσα Εκκλησίας με την πλήρη έννοια της λέξεως.

Μια σειρά σύγχρονων χωρών, όπως π.χ. η Μεγάλη Βρετανία, η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Δανία, η Ελλάδα διατηρούν την κρατική εκκλησιαστικότητα. Ενώ τα άλλα κράτη, τα οποία αυξάνονται όλο και περισσότερο (ΗΠΑ, Γαλλία) οικοδομούν τις σχέσεις τους με τις θρησκευτικές κοινότητες πάνω στις αρχές του πλήρους διαχωρισμού. Στη Γερμανία η Ρωμαιοκαθολική, Ευαγγελική και ορισμένες άλλες Εκκλησίες απολαμβάνουν το καθεστώς των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ενώ οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες είναι χωρισμένες εντελώς από την Πολιτεία και θεωρούνται ιδιωτικά σωματεία.

Στην πράξη όμως η πραγματική κατάσταση των θρησκευτικών κοινοτήτων στην πλειοψηφία των χωρών ελάχιστα εξαρτάται από το γεγονός εάν είναι χωρισμένες ή όχι από την Πολιτεία. Σε ορισμένες χώρες, όπου οι Εκκλησίες διατηρούν το κρατικό τους καθεστώς, αυτό περιορίζεται στην είσπραξη φόρων για τη συντήρηση τους μέσα από τα κρατικά φορολογικά όργανα, όπως επίσης και στο ότι μαζί με την καταχώρηση των ληξιαρχικών πράξεων, η οποία πραγματοποιείται από τα κρατικά διοικητικά όργανα, αναγνωρίζεται η νομιμότητα των εκκλησιαστικών πιστοποιητικών που είχαν εκδοθεί κατά το βάπτισμα των νεογέννητων ή κατά τη σύναψη εκκλησιαστικού γάμου.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία επιτελεί σήμερα τη διακονία του Θεού και των ανθρώπων σε διάφορες χώρες. Σε άλλες χώρες αποτελεί το εθνικό θρήσκευμα (Ελλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία), σε άλλες, πολυεθνικές, τη θρησκεία της εθνικής πλειοψηφίας (Ρωσία), ενώ σε άλλες, οι πιστοί της αποτελούν μια θρησκευτική μειονότητα, η οποία διαμένει στο περιβάλλον είτε των ετεροδόξων χριστιανών (ΗΠΑ, Πολωνία, Φινλανδία), είτε των αλλοθρήσκων (Συρία, Τουρκία, Ιαπωνία). Σε ελάχιστες χώρες η Ορθόδοξη Εκκλησία απολαμβάνει το καθεστώς της επικρατούσης θρησκείας (Ελλάδα, Φινλανδία, Κύπρος), σε άλλες είναι χωρισμένη από την Πολιτεία. Υπάρχουν διαφορές στις συγκεκριμένες νομικές και πολιτικές συνθήκες, στα πλαίσια των οποίων λειτουργούν οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Όλες όμως στηρίζονται, τόσο στην εσωτερική τους διάρθρωση, όσο και στη στάση τους απέναντι στην κρατική εξουσία, στις εντολές του χριστού, στη διδασκαλία των αποστόλων, στους ιερούς κανόνες, στη δισχιλιετή  ιστορική εμπειρία και κάτω από οποιεσδήποτε  συνθήκες βρίσκουν την ευκαιρία για την εφαρμογή των εντεταλμένων από τον Θεό στόχων, φανερώνοντας έτσι την υπερκόσμια τους φύση, την ουράνια, την Θεία τους καταγωγή.

III.5. Η Εκκλησία και η Πολιτεία, οι οποίες έχουν διαφορετικές φύσεις, χρησιμοποιούν και διαφορετικά μέσα για την επίτευξη των σκοπών τους. Η Πολιτεία στηρίζεται κυρίως στην υλική δύναμη, συμπεριλαμβανομένου και του καταναγκασμού, όπως επίσης και στα σχετικά κοσμικά συστήματα ιδεών. Η δε Εκκλησία διαθέτει τα θρησκευτικά-ηθικά μέσα για την πνευματική καθοδήγηση του ποιμνίου της και για την απόκτηση νέων τέκνων.

Η Εκκλησία κηρύσσει αλάνθαστα την Αλήθεια του Χριστού και διδάσκει τους ανθρώπους τις ηθικές εντολές που πηγάζουν από τον Ίδιο τον Θεό και για αυτό το λόγο δεν μπορεί να αλλάξει κάτι στη διδασκαλία της. Δεν μπορεί όμως και να σιωπήσει, να παύσει το κήρυγμα της αλήθειας, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διδασκαλίες ευνοούν και αναπτύσσουν τα κρατικά όργανα. Στην προκειμένη περίπτωση η Εκκλησία είναι απολύτως ελεύθερη από την Πολιτεία. Για το απρόσκοπτο και την εσωτερικά ελεύθερο κήρυγμα της αλήθειας η Εκκλησία πολλές φορές στην ιστορία υφίστατο διώξεις από τους εχθρούς του Χριστού. Αλλά και διωκόμενη η Εκκλησία καλείται να αντέχει με υπομονή τους διωγμούς χωρίς να αρνείται στην νομιμοφροσύνη προς την Πολιτεία που την διώκει.

Η δικαιωματική κυριαρχία στο έδαφος μιας Πολιτείας ανήκει στις αρχές της. Επομένως αυτές είναι που ορίζουν το νομικό καθεστώς μιας τοπικής Εκκλησίας ή ενός μέρους της, προσφέροντας τη δυνατότητα της ανεμπόδιστης εκπλήρωσης της εκκλησιαστικής αποστολής ή του περιορισμού αυτής της δυνατότητας. Με αυτό τον τρόπο η κρατική εξουσία θέτει τον εαυτόν της ενώπιον της κρίσεως  της Αιώνιας Αλήθειας και τελικώς προαγγέλλει την τύχη της.  Η Εκκλησία διατηρεί τη νομιμοφροσύνη της προς την Πολιτεία, όμως πέρα από την απαίτηση της νομιμοφροσύνης βρίσκεται η Θεία εντολή: η πραγματοποίηση του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και οποιεσδήποτε περιστάσεις.

Εάν η ίδια η εξουσία επιβάλει στους ορθοδόξους να αποστατήσουν από τον Χριστό και την Εκκλησία Του, όπως επίσης και να προβούν σε αμαρτωλές και ψυχοφθόρες πράξεις, η Εκκλησία πρέπει να αρνηθεί την υποταγή της στην Πολιτεία. Ο χριστιανός, ακολουθώντας την εντολή της συνειδήσεώς του, μπορεί να μην εφαρμόζει τις εντολές της εξουσίας, οι οποίες οδηγούν στη διάπραξη βαριάς αμαρτίας. Όταν η υποταγή στους νόμους της Πολιτείας και στις εντολές των αρχών καθίσταται ανέφικτη από το πλήρωμα της Εκκλησίας, οι εκκλησιαστικές αρχές, κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως του ζητήματος, μπορεί να προβούν στις ακόλουθες ενέργειες: να καλέσουν σε άμεσο διάλογο τις αρχές πάνω στο πρόβλημα που ανέκυψε, να καλέσουν τον λαό να χρησιμοποιήσει τους δημοκρατικούς μηχανισμούς για την αλλαγή της νομοθεσίας ή για την επανεξέταση από τις αρχές της απόφασής τους, να απευθυνθούν στα διεθνή όργανα και στη διεθνή κοινή γνώμη, να απευθυνθούν στα τέκνα τους καλώντας τα σε μια ειρηνική πολιτική ανυπακοής.

III.6. Η αρχή της ελευθερίας της συνειδήσεως, η οποία εμφανίσθηκε ως νομική έννοια τον ΙΗ΄ – ΙΘ΄ αι., μετατρέπεται σε μια από τις θεμελιώδεις αρχές στις ανθρώπινες σχέσεις μετά το Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα επικυρώθηκε από την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενσωματώθηκε στα Συντάγματα των περισσοτέρων κρατών. Η εμφάνιση της αρχής της ελευθερίας της συνειδήσεως αποτελεί την επιβεβαίωση ότι από «δημόσια υπόθεση» η θρησκεία μεταβάλλεται σε «ιδιωτική υπόθεση» του ανθρώπου. Αυτή καθεαυτή η διαδικασία επιβεβαιώνει τη διάσπαση του συστήματος των πνευματικών αξιών, την απώλεια της επιδιώξεως της σωτηρίας στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, η οποία προβάλλει την αρχή της ελευθερίας της συνειδήσεως. Εάν αρχικά η Πολιτεία εμφανίστηκε ως ένα εργαλείο θεσπίσεως στην κοινωνία του Θείου νόμου, η ελευθερία της συνειδήσεως μετατρέπει οριστικά την Πολιτεία σε έναν αποκλειστικά γήινο θεσμό που δεν δεσμεύεται από θρησκευτικές υποχρεώσεις.

Η θέσπιση της νομικής αρχής της ελευθερίας της συνειδήσεως επιβεβαιώνει την απώλεια από την κοινωνία των θρησκευτικών σκοπών και αξιών, τη μαζική αποστασία και την έμπρακτη αδιαφορία για το έργο της Εκκλησίας και για τη νίκη κατά της αμαρτίας. Όμως αυτή η αρχή αποτελεί ένα από να μέσα της λειτουργίας της Εκκλησίας σε έναν άθρησκο κόσμο, ο οποίος της επιτρέπει να απολαμβάνει ένα νομικό καθιστός σε μια κοσμική Πολιτεία και την ανεξαρτησία από τα αλλόπιστα ή άπιστα στρώματα της κοινωνίας.

Η θεωρία της θρησκευτικής ουδετερότητας της Πολιτείας δεν αντιφάσκει με τη χριστιανική αντίληψη για την αναγνώριση της Εκκλησίας στην κοινωνία. Όμως η Εκκλησία πρέπει να υποδεικνύει στην Πολιτεία το απαράδεκτό της διάδοσης πεποιθήσεων ή ενεργειών, οι οποίες οδηγούν στην επιβολή του ολοκληρωτικού ελέγχου πάνω στη ζωή του προσώπου, στις πεποιθήσεις του και στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, όπως επίσης και στην καταστροφή του προσωπικού, του οικογενειακού ή του κοινωνικού ήθους, στη προσβολή των θρησκευτικών συναισθημάτων, στη φθορά της πολιτιστικής και πνευματικής ταυτότητας του λαού ή στην εμφάνιση κινδύνων για το ιερό δώρο της ζωής. Στην υλοποίηση των κοινωνικών, των φιλανθρωπικών, των εκπαιδευτικών και άλλων σημαντικών για την κοινωνία προγραμμάτων η Εκκλησία δύναται να υπολογίζει στη βοήθεια και στη συνεργασία της Πολιτείας. Επίσης, έχει το δικαίωμα να αναμένει ότι στην οικοδόμηση των σχέσεων με τις θρησκευτικές οργανώσεις η Πολιτεία θα λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των οπαδών, τη θέση στη διαμόρφωση της πολιτισμικής και της πνευματικής εικόνας του λαού και την πολιτική τους τοποθέτηση.

III.7. Η μορφή και οι μέθοδοι της κυβερνήσεως προσδιορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την πνευματική και την ηθική κατάσταση της κοινωνίας. Γνωρίζοντας αυτό η Εκκλησία δέχεται τη σχετική επιλογή των ανθρώπων ή τουλάχιστον δεν αντιτάσσεται σε αυτή.

Κατά την διοίκηση των Κριτών, ενός κοινωνικού καθεστώτος, το οποίο περιγράφεται στο Βιβλίο των Κριτών, η εξουσία ενεργούσε όχι δια εξαναγκασμού αλλά δια της δυνάμεως της αυθεντίας, μάλιστα δε αυτή  η αυθεντία μεταδίδονταν με τη Θεία έγκριση. Για να ενεργεί αποτελεσματικά αυτή η εξουσία η πίστη μέσα στην κοινωνία πρέπει να είναι αρκετά ισχυρή. Με την μοναρχία η εξουσία διατηρεί τη θεϊκή της προέλευση, όμως κατά την άσκηση της εφαρμόζεται όχι τόσο η πνευματική αυθεντία, όσο ο καταναγκασμός. Η μετάβαση από τη διοίκηση των Κριτών προς τη μοναρχία επιβεβαίωνε την αποδυνάμωση της πίστεως, εξ ου και προέκυψε η ανάγκη αντικατάστασης του Βασιλέα του Αοράτου από έναν  ορατό βασιλέα. Οι σύγχρονες δημοκρατίες, μεταξύ των οποίων και οι βασιλευόμενες, δεν αναζητούν τη Θεία έγκριση για την εξουσία. Αποτελούν δε μια μορφή εξουσίας μέσα στην κοσμική κοινωνία, η  οποία προϋποθέτει το δικαίωμα του κάθε ενεργού πολίτη να εκφράσει τη βούληση του μέσα από τις εκλογές.

Η αντικατάσταση της μορφής εξουσίας από μια μορφή με μεγαλύτερες θρησκευτικές ρίζες χωρίς την αύξηση της πνευματικότητας της ίδιας της κοινωνίας, αναπόφευκτα θα εκφυλιστεί στο ψεύδος και στην υποκρισία, θα αποδυναμώσει αυτή τη μορφή και θα την υποβαθμίσει στα μάτια των ανθρώπων. Όμως δε μπορούμε να αποκλείσουμε πλήρως τη δυνατότητα μιας πνευματικής αναγέννησης της κοινωνίας στην περίπτωση που μια ανώτερη μορφή κρατικού συστήματος θεωρηθεί φυσιολογική. Κάτω από τις συνθήκες της δουλειάς, σύμφωνα με τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου «εἰ καὶ δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι» (Α Κορ. 7. 21). Εκτός τούτου, η Εκκλησία πρέπει να δώσει μεγάλη προσοχή όχι μόνο στο σύστημα της εσωτερικής οργάνωσης της Πολιτείας, αλλά και στην κατάσταση των καρδιών των μελών της. Για αυτό το λόγο η Εκκλησία δε θεωρεί εφικτό για τον εαυτό της να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες σχετικά με την αλλαγή της μορφής της κυβερνήσεως, ενώ η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του 1994 τόνισε την ορθότητα της θέσεως για τη «μη προτίμηση από την Εκκλησία κάποιου συγκεκριμένου κρατικού καθεστώτος ή κάποιας υφιστάμενης πολιτικής διδασκαλίας».

III.8. Κατά κανόνα η Πολιτεία, συμπεριλαμβανομένης και της λαϊκής, συνειδητοποιεί την κλίση της να οικοδομήσει τη ζωή του λαού πάνω στις αρχές του καλού και της αλήθειας, φροντίζοντας για την υλική και την πνευματική ευημερία της κοινωνίας. Για αυτό το λόγο η Εκκλησία μπορεί να συνεργάζεται με την Πολιτεία στις υποθέσεις που υπηρετούν το καλό της ίδιας της Εκκλησίας, του προσώπου και της κοινωνίας. Για την Εκκλησία μια τέτοια συνεργασία πρέπει να αποτελέσει μέρος της σωτήριας της αποστολής, η οποία περιλαμβάνει την ολοκληρωτική μέριμνα για τον άνθρωπο. Η Εκκλησία καλείται να συμμετέχει στην οικοδόμηση της ανθρώπινης ζωής σε όλους τους τομείς, όπου αυτό είναι δυνατόν, και να ενώνει τις σχετικές προσπάθειες με τους εκπροσώπους της κοσμικής εξουσίας.

Η συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας πρέπει να πραγματοποιείται πάνω στους ακόλουθους όρους: η συμμετοχή της Εκκλησίας στις προσπάθειες της Πολιτείας αντιστοιχεί στη φύση και στην κλίση της Εκκλησίας, η Πολιτεία δεν ασκεί εξαναγκασμό στην κοινωνική δράση της Εκκλησίας, η Εκκλησία δεν αναμειγνύεται σε εκείνους του τομείς δράσεως της Πολιτείας, στους οποίους η συνεργασία είναι αδύνατη για κανονικούς ή άλλους λόγους.

Οι τομείς της συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την παρούσα ιστορική περίοδο έχουν ως ακολούθως:

α) η επικράτηση της ειρήνης σε διεθνές, διεθνικό και πολιτικό επίπεδο,  η συμβολή στην αλληλοκατανόηση και τη συνεργασία μεταξύ των λαών, των εθνών και των Κρατών,

β) η φροντίδα για την διατήρηση της ηθικής στην κοινωνία,

γ) η πνευματική,  πολιτισμική και πατριωτική εκπαίδευση και αγωγή,

δ) η φιλανθρωπία και η ανάπτυξη κοινών κοινωνικών προγραμμάτων,

ε) η διαφύλαξη, η συντήρηση και η ανάπτυξη της ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς, συμπεριλαμβανομένης και της φροντίδας για τη διαφύλαξη των ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων,

ζ) ο διάλογος με τα όργανα της κρατικής εξουσίας κάθε κλάδου και επιπέδου σχετικά με τα ζητήματα, τα οποία είναι σημαντικά για την Εκκλησία και την Κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων και όσων συνδέονται με την εκπόνηση των σχετικών νόμων, εσωτερικών κανονισμών, διατάξεων και αποφάσεων,

η) η φροντίδα για τους στρατευμένους και τα όργανα της τάξεως, η πνευματική και ηθική τους αγωγή,

θ) το έργο για την πρόληψη των αδικημάτων, η φροντίδα για τους φυλακισμένους,

ι) η επιστήμη, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρωπιστικών ερευνών,

κ) η υγεία,

λ) ο πολιτισμός και  το δημιουργικό έργο,

μ) το έργο των εκκλησιαστικών και των κοσμικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης,

ν) η δράση για την προστασία του περιβάλλοντος,

ξ) η οικονομική δράση για το καλό της Εκκλησίας, της Πολιτείας και της κοινωνίας,

ο) η υποστήριξη του θεσμού της οικογένειας, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας,

π) η αντίσταση στη δράση των ψευδό-θρησκευτικών δομών που αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία και το πρόσωπο.

Η συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας είναι επίσης εφικτή και σε μια σειρά άλλων τομέων, όταν υπηρετεί τους σκοπούς που αντιστοιχούν στους ως άνω τομείς της συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας.

Ταυτόχρονα, υπάρχουν τομείς, στους οποίους οι κληρικοί και οι κανονικές εκκλησιαστικές δομές αδυνατούν να παρέχουν βοήθεια στην Πολιτεία, να συνεργάζονται μαζί της και οποίοι είναι οι εξής:

α) ο πολιτικός αγώνας, η προεκλογική προπαγάνδα για την υποστήριξη κάποιων πολιτικών κομμάτων, κοινωνικών και πολιτικών ηγετών,

β) η διεξαγωγή εμφυλίου πολέμου ή ενός επιθετικού εξωτερικού πολέμου,

γ) η άμεση συμμετοχή σε έρευνες ή σε άλλες παρόμοιες ενέργειες, οι οποίες εμπίπτουν στα πλαίσια του νόμου περί απορρήτου, στη μη δημοσιοποίηση του ακόμα και κατά την ιερά εξομολόγηση και στις αναφορές προς τις εκκλησιαστικές αρχές. Ο παραδοσιακός τομέας της κοινωνικής μέριμνας της Εκκλησίας είναι η μεσολάβηση της ενώπιον της Πολιτείας για τις ανάγκες του λάου, τα δικαιώματα και τις φροντίδες των ξεχωριστών πολιτών ή κοινωνικών ομάδων. Μια τέτοια μεσολάβηση, η οποία αποτελεί καθήκον της Εκκλησίας, πραγματοποιείται μέσα από την προφορική ή γραπτή αναφορά στα όργανα της κρατικής εξουσίας διαφόρων κλάδων και επιπέδων από  τις σχετικές εκκλησιαστικές υπηρεσίες.

III.9. Συνήθως στη σύγχρονη Πολιτεία υπάρχει ο διαχωρισμός των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, υπάρχουν διάφορα επίπεδα αρχών: κρατικές, περιφερειακές και τοπικές. Αυτό καθορίζει την ιδιαιτερότητα στις σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και των αρχών των διαφορετικών κλάδων και επιπέδων.

Οι σχέσεις με τη νομοθετική εξουσία εκφράζονται στο διάλογο της Εκκλησίας και των νομοθετών για ζητήματα βελτίωσης του κρατικού και του τοπικού δικαίου, το οποίο συνδέεται με τη ζωή της Εκκλησίας, τη συνεργασία Εκκλησίας και Κράτους και τους τομείς του κοινωνικού προβληματισμού της Εκκλησίας. Αυτός ο διάλογος αφορά επίσης και στις διατάξεις και αποφάσεις, οι οποίες δεν έχουν άμεση σχέση με το νομοθετικό έργο.

Στις επαφές με την εκτελεστική εξουσία η Εκκλησία πρέπει να διεξάγει διάλογο πάνω σε θέματα λήψεως αποφάσεων που σχετίζονται με τη ζωή της Εκκλησίας, με τη συνεργασία Κράτους και Εκκλησίας και με τους τομείς του κοινωνικού προβληματισμού της Εκκλησίας. Για το σκοπό αυτό στο σχετικό επίπεδο διατηρούνται επαφές με τα κεντρικά και τα τοπικά όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων και όσων είναι αρμόδια για τη διευθέτηση των πρακτικών ζητημάτων της ζωής και της λειτουργίας  των θρησκευτικών οργανώσεων και για την εποπτεία της εφαρμογής από αυτών της νομοθεσίας (όργανα δικαιοσύνης, εισαγγελίας, εσωτερικών υποθέσεων κλπ.).

Οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και δικαστικής εξουσίας επί διαφορετικών επιπέδων πρέπει να περιορίζονται στην εκπροσώπηση, αν παραστεί ανάγκη, των συμφερόντων της Εκκλησίας ενώπιον του δικαστηρίου. Η Εκκλησία δεν αναμιγνύεται στην άμεση επιτέλεση των λειτουργιών και των αρμοδιοτήτων της δικαστικής εξουσίας. Τα συμφέροντα της Εκκλησίας ενώπιον του δικαστηρίου, εξαιρουμένων κάποιων εξαιρετικών περιπτώσεων, εκπροσωπούν λαϊκοί, εξουσιοδοτημένοι αρμοδίως από τις εκκλησιαστικές αρχές (Χαλκηδόνα 9). Οι εσωτερικές διαμάχες δεν πρέπει να οδηγούνται στο κοσμικό δικαστήριο (Αντιόχεια 12). Οι διομολογιακές συγκρούσεις, όπως και οι συγκρούσεις με τους σχισματικούς που δεν άπτονται ζητημάτων πίστεως, μπορούν να εξεταστούν στο κοσμικό δικαστήριο. (Καρθαγένη 59).

III.10. Οι Ιεροί κανόνες απαγορεύουν στους κληρικούς να καταφεύγουν στην κρατική εξουσία χωρίς την άδεια των εκκλησιαστικών αρχών. Έτσι, ο 11ος κανόνας της Συνόδου της Αντιοχείας  αναφέρει: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ ὅλως τοῦ κανόνος, ἄνευ γνώμης καὶ γραμμάτων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα τοῦ κατὰ τὴν μητρόπολιν, ὁρμήσειε πρὸς βασιλέα ἀπελθεῖν, τοῦτον ἀποκηρύττεσθαι καὶ ἀπόβλητον γίνεσθαι οὐ μόνον τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀξίας, ἧς μετέχων τυγχάνει… Εἰ δὲ ἀναγκαία καλοίη χρεία πρὸς βασιλέα ὁρμᾶν, τοῦτο πράττειν μετὰ σκέψεως καὶ γνώμης τοῦ κατὰ τὴν μητρόπολιν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπου καὶ τῶν ἐν αὐτῇ, τοῖς τε τούτων γράμμασιν ἐφοδιάζεσθαι».

Οι επαφές και η συνεργασία της Εκκλησίας με τα ανώτατα όργανα της κρατικής εξουσίας διεκπεραιώνονται από τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο άμεσα ή μέσα από εκπροσώπους,. Οι επαφές και η συνεργασία με τις περιφερειακές αρχές διεκπεραιώνεται από τους επαρχιούχους αρχιερείς άμεσα ή  μέσω εκπροσώπων,  στους οποίους επίσης έχουν εκχωρηθεί γραπτώς οι σχετικές αρμοδιότητες.  Οι επαφές και η συνεργασία με τα τοπικά όργανα εξουσίας και της τοπικής αυτοδιοίκησης διεκπεραιώνεται από τις αρχιερατικές περιφέρειες και τις ενορίες με την ευλογία των επαρχιούχων Αρχιερέων. Οι αρμόδιοι εκπρόσωποι των εκκλησιαστικών αρχών για τις επαφές με τα όργανα εξουσίας διορίζονται τόσο σε μόνιμη βάση, όσο και για τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων για επί μέρους προβλήματα.

Σε περίπτωση μεταβιβάσεως της υποθέσεως, η οποία είχε προηγουμένως εξετασθεί σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, στα ανώτατα όργανα της εξουσίας, ο επαρχιούχος Αρχιερέας ενημερώνει τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο ζητώντας να διατηρούν επαφές με την Πολιτεία κατά την περαιτέρω εξέταση της υποθέσεως. Σε περίπτωση μεταβιβάσεως της δικαστικής υποθέσεως από τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο σε ανώτερο, ο επαρχιούχος Αρχιερέας ενημερώνει γραπτώς τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο για την προηγούμενη πορεία των δικαστικών διαδικασιών. Οι Προκαθήμενοι των αυτοδιαχειριζόμενων εκκλησιαστικών περιφερειών και οι διοικητές των επαρχιών στα επί μέρους Κράτη έχουν ειδική ευλογία του Πατριάρχη και της Ιεράς Συνόδου για τη διεκπεραίωση των μόνιμων επαφών με την ανώτατη ηγεσία αυτών των Κρατών.

III.11. Για να μη συγχέονται οι εκκλησιαστικές και κρατικές υποθέσεις και για να μην αποκτά η εκκλησιαστική εξουσία κοσμικό χαρακτήρα, οι κανόνες αποτρέπουν τους κληρικούς να αναλαμβάνουν θέσεις στη δημόσια διοίκηση. Ο 81ος Αποστολικός κανόνας αναφέρει: «Ο χρ πίσκοπον, πρεσβύτερον καθιέναι αυτν ες δημοσίας διοικήσεις, λλ προσευκαιρεν τας κκλησιαστικας χρείαις». Το ίδιο αναφέρει και ο 6ος Αποστολικός κανόνας, όπως επίσης και ο 10ος κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Στα σύγχρονα πλαίσια οι παρούσες διατάξεις αφορούν όχι μόνο στην άσκηση των διοικητικών αρμοδιοτήτων της εξουσίας, αλλά και στη συμμετοχή στα αντιπροσωπευτικά όργανα της εξουσίας (πρβλ. V. 2).