7.1. Απορρίπτοντας τις εσφαλμένες σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία απόψεις, οι Ορθόδοξοι καλούνται να αντιμετωπίζουν με χριστιανική αγάπη τους ανθρώπους, τους οποίους αυτές εκφράζουν. Επικοινωνώντας με τους ετεροδόξους οι Ορθόδοξοι μαρτυρούν την αγιότητα της Ορθοδοξίας, την ενότητα της Εκκλησίας. Μαρτυρώντας την Αλήθεια οι Ορθόδοξοι πρέπει να αποδεικνύονται αντάξιοι της μαρτυρίας. Κάθε προσβολή των ετεροδόξων κρίνεται απαράδεκτη.

7.2. Είναι απαραίτητη η αξιόπιστη και αρμόδια ενημέρωση της εκκλησιαστικής κοινής γνώμης για την πορεία, τους στόχους και τις προοπτικές των επαφών και του διαλόγου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους ετεροδόξους.

7.3. Η Εκκλησία καταδικάζει εκείνους, οι οποίοι χρησιμοποιούν την παραπληροφόρηση για την προμελετημένη διαστρέβλωση των στόχων της μαρτυρίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας ενώπιον του ετερόδοξου κόσμου και συκοφαντούν συνειδητά τις εκκλησιαστικές αρχές, κατηγορώντας αυτές για «προδοσία της Ορθοδοξίας». Σε αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι σπέρνουν τους σπόρους του σκανδάλου ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους, πρέπει να επιβληθούν οι κανονικές κυρώσεις. Σε σχέση με τα παραπάνω πρέπει να έχουμε ως γνώμονα τις αποφάσεις της Διορθόδοξης Συνάντησης στη Θεσσαλονίκη (1998): «Οι εκπρόσωποι ομοφώνως κατέκριναν τας σχισματικάς εκείνας ομάδας, ως επίσης και ωρισμένας ακραίας ομάδας, εντός των κόλπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αι οποίαι υπό το πρόσχημα του θέματος του Οικουμενισμού ασκούν κριτικήν κατά της εκκλησιαστικής ηγεσίας και υπονομεύουν την αυθεντίαν αυτής, επιχειρούσαι τοιουτοτρόπως την δημιουργίαν διαιρέσεων και σχισμάτων εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αι ομάδες αύται μεταχειρίζονται ανεξέλεγκτον υλικόν και προβαίνουν εις παραπληροφόρησιν προς τεκμηρίωσιν της αδίκου αυτών κριτικής…Οι εκπρόσωποι επεσήμαναν ωσαύτως ότι η συμμετοχή της Ορθοδοξίας εις την Οικουμενικήν Κίνησιν εστηρίχθη πάντοτε επί της Ορθοδόξου Παραδόσεως, των αποφάσεων των Ιερών Συνόδων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, των Πανορθοδόξων Διακέψεων… Οι σύνεδροι ομοφώνως κρίνουν ως απαραίτητον την συνέχισιν της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τα διαφόρους μορφάς της διαχριστιανικής συνεργασίας. Δεν έχομε δικαίωμα να αρνηθούμε την ανατεθείσα εις ημάς υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ιεραποστολήν της μαρτυρίας της Αληθείας ενώπιον του μη ορθοδόξου κόσμου. Δεν πρέπει να διακόπτουμε τας σχέσεις μετά των λοιπών χριστιανικών ομολογιών, αι οποίαι είναι έτοιμαι να συνεργασθούν μεθ’ ημών… Εις τα πλαίσια της επί πολλών δεκαετιών ορθοδόξου συμμετοχής εις την οικουμενικήν κίνησιν ουδείς εκ των (επισήμων) εκπροσώπων της μιας ή της άλλης τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επρόδωσε την Ορθοδοξίαν. Τουναντίον, οι εν λόγω εκπρόσωποι διατηρούσαν πάντα την πλήρη πίστη αυτών και την υπακοήν των εις τας εκκλησιαστικάς αρχάς, ενεργούσαν εν πλήρη συμφωνία προς τους κανόνας, την διδασκαλίαν των Οικουμενικών Συνόδων και την Αγίαν Παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Η Εκκλησία κινδυνεύει και από όσους συμμετέχουν στις διαχριστιανικές επαφές, εκπροσωπώντας τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς την ευλογία των εκκλησιαστικών αρχών, και από όσους σκανδαλίζουν το ορθόδοξο ποίμνιο, εισερχόμενοι σε κανονικά απαράδεκτη μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους.