Η πρώτη εμπειρία της συμμετοχής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησία στο διάλογο με τους ετεροδόξους ανάγεται στις αρχές του 18 αιώνα. Το δεύτερο ήμισυ του 19 αιώνα αρχίζει ο θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και τους ετερόδοξους χριστιανούς, δηλαδή τους Αγγλικανούς, τους Παλαιοκαθολικούς και τους μη Χαλκηδόνιους. Οι επαφές με την Αγγλικανική Εκκλησία εντατικοποιήθηκαν κατά την δεκαετία 60 του 19 αιώνα στη Βόρεια Αμερική, όπου οι ορθόδοξες ενορίες ευρίσκονταν σε στενή σχέση με την Επισκοπική Εκκλησία στις ΗΠΑ. Το θέμα της προσέγγισης Αγγλικανών και Ορθοδόξων τέθηκε για άλλη μια φορά στις συνομιλίες το 1895–1897 και εν συνεχεία στις αρχές του 20 αιώνα με τη συμμετοχή του Επισκόπου Τύχωνα, του μέλλοντος Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσιών. Σημαντικές για την εκπόνηση των θεολογικών βάσεων για το διάλογο με τους ετεροδόξους υπήρξαν οι συνομιλίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Παλαιοκαθολική Εκκλησία στα πλαίσια της Επιτροπής Πετρουπόλεως – Ρόττερνταμ (1892–1914). Με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την επακολουθήσασα Επανάσταση του 1917 ο επίσημος διάλογος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους Αγγλικανούς και τους Παλαιοκαθολικούς διεκόπη. Ταυτόχρονα ο διάλογος με τους ετεροδόξους συνεχίσθηκε με τις δυνάμεις της ρωσικής ορθόδοξης διασποράς. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία κατόρθωσε να ανανεώσει τους θεολογικούς διαλόγους μόλις τη δεκαετία του 1950. Έτσι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ξεκίνησε διμερή διάλογο με την Εκκλησία της Αγγλίας (1956), την Ευαγγελική Εκκλησία στη Γερμανία (1959), τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (1967), την Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία της Φινλανδίας (1970). Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει στο θεολογικό διάλογο με τους ετεροδόξους και σε πανορθόδοξο επίπεδο: με την Αγγλικανική Εκκλησία (1976), την Παλαιοκαθολική Εκκλησία (1975), τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (1979), τις Ανατολικές Ορθόδοξες (μη Χαλκηδόνιες) Εκκλησίες (1985), την Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία (1981), την Παγκόσμια Ένωση των Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών (1986).

Οι σχέσεις με τις Αρχαίες Ανατολικές (μη Χαλκηδόνιες) Εκκλησίες

Από το 1961 η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει στο διάλογο με τις μη Χαλκηδόνιες Εκκλησίες σε πανορθόδοξο επίπεδο, αρχικά στις ανεπίσημες συναντήσεις και από το 1985 στον επίσημο θεολογικό διάλογο μέσω των εκπροσώπων της, μελών της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής. Αποτέλεσμα των μακροχρόνιων κόπων της εξέτασης των λόγων και του χαρακτήρα της υφιστάμενης διαίρεσης μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των εκκλησιών, οι οποίες δεν δέχθηκαν τους όρους της 4ης (στη Χαλκηδόνα) Οικουμενικής Συνόδου ήταν η «Δεύτερη κοινή δήλωση και η πρόταση προς τις Εκκλησίες» (1990, Σαμπεζύ Ελβετίας).

Ως προς τα ενδιάμεσα αποτελέσματα του πανορθόδοξου διαλόγου με τις μη Χαλκηδόνιες Εκκλησίες και το εκπονημένο στην πορεία αυτού κείμενο, ισχύει η απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του 1997. «Έχοντας εξετάσει τις πληροφορίες σχετικά με το διάλογο μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών (μη Χαλκηδονίων), χαιρετίζουμε το πνεύμα της αδελφοσύνης, της κατανόησης και της κοινής επιδιώξεως της πιστότητας στην αποστολική και την αγιοπατερική Παράδοση, το οποίο διατυπώθηκε από την Μικτή θεολογική Επιτροπή για το θεολογικό διάλογο μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στη «Δεύτερη κοινή δήλωση και την πρόταση προς τις Εκκλησίες» (1990, Σαμπεζύ Ελβετίας). Η «Δήλωση» δεν πρέπει να θεωρηθεί ως οριστικό κείμενο, επαρκές για την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, διότι εμπεριέχει ασάφειες στις επί μέρους χριστολογικές διατυπώσεις. Σε σχέση με τα παραπάνω πρέπει να εκφρασθεί η ελπίδα ότι οι χριστολογικές διατυπώσεις θα διασαφηνιστούν περαιτέρω στην πορεία της μελέτης των ζητημάτων λειτουργικού, ποιμαντικού και κανονικού χαρακτήρα, καθώς και των ζητημάτων σχετικών με την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των δυο οικογενειών των Εκκλησιών της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης». Με βάση την προαναφερθείσα απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας η Ιερά Σύνοδος, στα πλαίσια της συνεδρίας της 30ης Μαρτίου 1999, αποφάσισε τη συνέχιση του θεολογικού διαλόγου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις μη Χαλκηδόνιες Εκκλησίες σε διμερές επίπεδο.

Οι σχέσεις με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία

Ο διάλογος με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία οικοδομείται και πρέπει να οικοδομείται στο μέλλον με βάση εκείνο το θεμελιακό παράγοντα ότι δηλαδή αυτή αποτελεί μια Εκκλησία, στην οποία διατηρείται η αποστολική διαδοχή των χειροτονιών. Ταυτόχρονα καθίσταται απαραίτητο να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της ανάπτυξης των δογματικών αρχών και του ήθους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το οποίο ενίοτε ερχόταν σε αντίθεση με την Παράδοση και την πνευματική εμπειρία της Αρχαίας Εκκλησίας.

Ο θεολογικός διάλογος με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πρέπει να εξελίσσεται παράλληλα με τη συζήτηση των πιο επίκαιρων προβλημάτων των διμερών σχέσεων. Το σημαντικότερο θέμα του διαλόγου σήμερα παραμένει το θέμα της Ουνίας και του προσηλυτισμού.

Στο παρόν και στο εγγύς μέλλον μια από τις μορφές της συνεργασίες με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οι οποίες έχουν προοπτικές, είναι η εμπέδωση των περιφερειακών σχέσεων με τις επαρχίες και τις παροικίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Μια άλλη μορφή συνεργασίας μπορεί να αποτελέσει η σύναψη και η ανάπτυξη των ήδη υφιστάμενων σχέσεων με τις Καθολικές Επισκοπικές Διασκέψεις.

Οι σχέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με του Αγγλικανούς έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος οφείλεται και στην αρχαιότητά τους και στο πνεύμα του ενδιαφέροντος, και του αμοιβαίου σεβασμού και προσοχής, μέσα στο οποίο διεξήγοντο παραδοσιακά. Ο διάλογος με τους Αγγλικανούς, ο οποίος διακόπηκε λόγω της επανάστασης, ανανεώθηκε το 1956 στα πλαίσια των θεολογικών συνομιλιών στη Μόσχα, όταν συζητήθηκαν θέματα όπως «Οι σχέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Αγγλικανική Εκκλησία», «Σχετικά με την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση», «Η διδασκαλία και η διατύπωση αυτής», «Το Σύμβολο της Πίστεως και οι Σύνοδοι», «Τα μυστήρια, η ουσία και ο αριθμός αυτών», «Τα πανορθόδοξα έθιμα». Από το 1976 Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία  συμμετέχει στο πανορθόδοξο διάλογο με τους Αγγλικανούς. Το 1976 ελήφθη η συμφωνημένη δήλωση  που αφορούσε 7 ενότητες 1) Θεογνωσία, 2) Το θεόπνευστο και το κύρος της Αγίας Γραφής, 3) Η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση, 4) Το κύρος των Οικουμενικών Συνόδων, 5) Το Filioque, 6) Η Εκκλησία ως η ευχαριστιακή κοινότητα, 7) Η επίκληση του Αγίου Πνεύματος στην Ευχαριστία. Ως αποτέλεσμα του διαλόγου οι αγγλικανοί εταίροι αποφάσισαν τη χρήση του Συμβόλου της Πίστεως χωρίς το «Filioque». Στα πλαίσια του διαλόγου που επακολούθησε συζητήθηκαν θέματα όπως το Μυστήριο της Εκκλησίας, τα γνωρίσματα της Εκκλησίας, η κοινωνία και το intercommunion, η διεύρυνση της διοίκησης στην Εκκλησία, η μαρτυρία, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, η διακονία, η Τριαδολογία, η προσευχή και η αγιότητα, η συμμετοχή στη χάρη της Υπεραγίας Τριάδας, η προσευχή, η προσευχή και η Παράδοση, η θεία λατρεία και η παράδοση της πίστεως, η κοινωνία των αγίων, η εικονολατρία. Η εμφάνιση στους αγγλικανούς της πράξεως χειροτονίας των γυναικών στο ιερατικό και το επισκοπικό αξίωμα ζημίωσε ουσιαστικά την επιτυχή εξέλιξη του διαλόγου, εφόσον επρόκειτο για μια πρακτική ξένη προς την εκκλησιαστική παράδοση. Εντούτοις, παρά τις δυσκολίες που ανέκυψαν, το μειωμένο επίπεδο και την εκκλησιαστική σημασία του διαλόγου, ο διάλογος πρέπει να συνεχίζεται με αυξημένη επιφυλακτικότητα ως προς την αποκάλυψη των πνευματικών αρχών στην ορθόδοξη Παράδοση. Η Τρίτη Προσυνοδική Διάσκεψη στην απόφασή της έκρινε «ως ικανοποιητικό το έργο της Μικτής θεολογικής επιτροπής για το διάλογο μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Εκκλησίας της Αγγλίας, παρά τις δηλωμένες εκ μέρους των Αγγλικανών τάσεις να μειώσουν τη σημασία αυτού του διαλόγου. Η Επιτροπή συνέταξε γενικά κείμενα για τα θέματα της Τριαδολογίας και της Εκκλησιολογίας, όπως επίσης και του βίου, της θείας λατρείας και της Παράδοσης της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα η Διάσκεψη τονίζει ότι η υπογραφείσα το 1976 στη Μόσχα απόφαση για την αφαίρεση του «Filioque» από το Σύμβολο της πίστεως δεν έτυχε ακόμα ευρείας ανταπόκρισης. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, παρά τις συνομιλίες και τις δηλώσεις των Ορθοδόξων στην Αθήνα το 1978 και αλλού εναντίον της χειροτονίας των γυναικών, ορισμένες Εκκλησίες της Αγγλικανικής κοινότητας εξακολουθούν να τελούν αυτές τις χειροτονίες. Αυτές οι τάσεις μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την περαιτέρω πορεία του διαλόγου. Επίσης σοβαρή δυσκολία για την ομαλή διεξαγωγή αυτού του διαλόγου παρουσιάζουν και οι ασαφείς και ελαστικές εκκλησιαστικές προϋποθέσεις των Αγγλικανών, οι οποίοι εμποδίζουν την συγκεκριμενοποίηση του περιεχόμενο των από κοινού υπογραφόμενων θεολογικών κειμένων. Παρόμοια είναι η δυσκολία, η οποία αναφύεται λόγω των διαφορετικών ακραίου χαρακτήρα δηλώσεων σχετικά με τα θέματα πίστης των επί μέρους Αγγλικανών ηγετών. Σχετικά με το θεματολογία του διαλόγου η Διάσκεψη συγκεκριμένα συστήνει να τονίζουμε τη συμφωνία, η οποία μπορεί να επιτευχθεί στα θέματα δογματικά, τα οποία χωρίζουν τις δυο Εκκλησίες. Επίσης θα μπορούσε να ενταχθεί στο θεματολόγιο και τα ζητήματα της πνευματικότητας, της ποιμαντικής φροντίδας και της διακονίας των αναγκών του σύγχρονου κόσμου».

Ο διάλογος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους Παλαιοκαθολικούς επίσης χαρακτηρίζεται από την πλούσια ιστορία και τη θεολογική σημασία, καθώς και από τα πολύ σοβαρά αποτελέσματα, στα οποία υπήρξαν αναφορές κατά τη διάρκεια της Τοπικής Κληρικό-Λαϊκής Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας  1917–18. Η Τρίτη Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (28.11–6.11.1986) υιοθέτησε το ακόλουθο ψήφισμα με βάση το διάλογο με τους Παλαιοκαθολικούς: «Έχουν ήδη συνταχθεί και γίνει από κοινού δεκτά είκοσιν εν όλω κείμενα επί ισαρίθμων θεολογικών, χριστολογικών, εκκλησιολογικών, σωτηριολογικών, περί της θεομήτορος και τινών μυστηρίων θεμάτων, πρόκειται δε κατά την επόμένην συνεδρίαν της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής να εξετασθούν θέματα σχετικά με την μυστηριολογίαν και εσχατολογίαν, ως και αι προϋποθέσεις και αι συνέπειαι της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Η Διάσκεψη κρίνει, ότι δια την πληρεστέραν αξιολόγησιν του Διαλόγου τούτου, δεν θα έδει να αγνοηθούν τα εξής: α) η διατήρησις  της παλαιάς πράξεως της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας περί την μυστηριακήν κοινωνίαν μετά της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ως επίσης και αι εν Γερμανία αναφανείσαι νεώτεραι τάσεις μυστηριακής κοινωνίας μετά της Ευαγγελικής Εκκλησίας, διότι αύται συρρικνώνουν την σπουδαιότητα των συνυπογραφομένων εν τω Διαλόγω κοινών εκκλησιολογικών κειμένων, και  β) αι δυσχέρειαι ενσωμασώσεως και αναπτύξεως εις τον καθ΄όλου βίον της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας της θεολογίας των συνυπογραφομένων κοινών θεολογικών κειμένων. Τα δυο ταύτα θέματα δέον να αξιολογηθούν ως προς τας εκκλησιολογικάς και εκκλησιαστικάς συνεπείας αυτών υπό των αρμοδίων οργάνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ούτως ώστε να καθορισθούν, ως οιόν τε τάχιον, αι εκκλησιαστικαί προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της μετά των Πλαιοκαθολικών εκκλησιαστικής κοινωνίας. Η τυχόν επιτυχής περάτωσις του θεολογικού τούτου Διαλόγου θα έχη ευεργετικά αποτελέσματα διά την πορείαν και των άλλων Διαλόγων, διότι θα ενισχύση των αξιοπιστίαν αυτών».

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία  διεξάγει διάλογο με τους Λουθηρανούς τόσο σε διμερές όσο και σε πανορθόδοξο επίπεδο. Στα πλαίσια του διαλόγου με την Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας (ΟΔΓ) συζητήθηκαν θέματα της Αγίας Γραφής και της Παράδοσης, της Λύτρωσης, της Πνευματολογίας, της ειρήνης, των Μυστηρίων του Βαπτίσματος και της Ευχαριστίας. Στα πλαίσια του διαλόγου με τη Λουθηρανική Εκκλησία της Φινλανδίας συζητήθηκαν θέματα όπως η Ευχαριστία, η Σωτηρία, η Δικαιολογία, η Θέωση. Επίσης διεξάχθηκε και ο διάλογος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους Λουθηρανούς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στην πορεία του οποίου εξετάσθηκαν ζητήματα κατανόησης από τις δυο παραδόσεις της Βασιλείας του Θεού, της αγιαστικής ενέργειας της Θείας χάριτος. Στο πανορθόδοξο επίπεδο το θέμα των συζητήσεων υπήρξε «Η συμμετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας».

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει στο διάλογο με τους Μεταρρυθμισμένους. Τα θέματα του διαλόγου ήταν η Ιερή Παράδοση, η Ευχαριστία, οι πνευματικές αξίες και η κοινωνική διακονία. Παρ όλες τις δυσκολίες, ο διάλογος αυτός πρέπει να συνεχιστεί δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα εκκλησιολογίας καθώς και στο θέμα της Παράδοσης της Εκκλησίας.