Μητροπολίτης Νικόδημος (Ρότωβ), Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων (1960–1972)

Ο Μητροπολίτης Νικόδημος (κατά κόσμο Μπόρις Γκεώργκιεβιτς Ρότωφ)Ο Μητροπολίτης Νικόδημος (κατά κόσμο Μπόρις Γκεώργκιεβιτς Ρότωφ) γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1929 στο χωριό Φρολόβο του δήμου Κοραμπλίνσκυ του νομού Ριαζάν. Μετά το πέρας των εγκύκλιων σπουδών του εισήλθε στη Σχολή Φυσικών Επιστημών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του Ριαζάν.

Στις 19 Αυγούστου του 1947 εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Γιαροσλάβλ και Ροστόφ Δημήτριο (Γκράντουσωφ).

Στις 20 Νοεμβρίου του 1949 χειροτονήθηκε ιερομόναχος από τον Αρχιεπίσκοπο Δημήτριο και διορίσθηκε Προϊστάμενος του Ιερού Ναού της του Χριστού Γεννήσεως στο χωριό Νταβίντοβο του νομού Γιαροσλάβλ. Αργότερα ο ιερομόναχος Νικόδημος υπηρέτησε ως εφημέριος στο Ιερό Ναό της Αγίας Σκέπης στη πόλη Περιγιασλάβλ-Ζαλέσσκυ και στη συνέχεια στις 7 Αυγούστου του 1950 διορίσθηκε Προϊστάμενος του Ιερού Ναού του Αγίου Πρίγκιπα Δημητρίου Ούγκλιτς και Αρχιερατικός Επίτροπος της αρχιερατικής περιφέρειας Ούγκλιτς.

Το ίδιο χρόνο ενεγράφη στο Τμήμα εξ αποστάσεως του Θεολογικού Σεμιναρίου του Λένινγκραντ, μετά την αποφοίτηση του οποίου εισήλθε στη Θεολογική Ακαδημία του Λένινγκραντ.

Το Ιανουάριο του 1952 διορίσθηκε εφημέριος του Καθεδρικού Ναού του Γιαροσλάβλ και Γραμματέας του αρχιεπισκόπου Γιαροσλάβλ και Ροστόφ και από το Δεκέμβριο του 1954 τελούσε χρέη Προϊσταμένου.

Το 1955 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Θεολογική Ακαδημία του Λένινγκραντ με τον τίτλο του Διδάκτορα Θεολογίας.

Στις 25 Φεβρουαρίου του 1956 διορίσθηκε Μέλος της Ρωσικής Πνευματικής Ιεραποστολής στα Ιεροσόλυμα και μετέπειτα Αναπληρωτής Αρχηγός της Ιεραποστολής.

Στις 31 Μαρτίου του 1957 ανυψώθηκε σε ηγούμενο από τον Μητροπολίτη Κρουτίτσης και Κολόμνας Νικόλαο και στις 25 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους διορίσθηκε Αρχηγός της Ρωσικής Πνευματικής Ιεραποστολής στα Ιεροσόλυμα, ενώ έλαβε και το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Η ανύψωση του σε Αρχιμανδρίτη τελέσθηκε κατόπιν παράκλησεωςς του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσιών  Αλεξίου Α΄ από τον Μητροπολίτη Ναζαρέτ και πάσης Γαλιλαίας Ισίδωρο.

Το Μάρτιο του 1959 διορίσθηκε υπεύθυνος του Γραφείου του Πατριαρχείου Μόσχας.

Στις 4 Ιουνίου του ίδιου έτους διορίσθηκε Αντιπρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων.

Στις 10 Ιουλίου του 1960 στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας της Λαύρας του Αγίου Σεργίου χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ποντόλσκ, βοηθός της επαρχίας Μόσχας, από τον Αγιώτατο Πατριάρχη Αλέξιο Α΄, τον Μητροπολίτη Όρους Λιβάνου Ηλεία, τους Επισκόπους Σεργιοπόλεως Βασίλειο, Δμήτροφ Ποιμένα και Μοζάϊσκ Στέφανο.

Ως Πρόεδρος του ΤΕΕΥ ο Επίσκοπος Νικόδημος ανέλαβε τη διαποίμανση των ενοριών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουγγαρία, Φινλανδία και Ιαπωνία.

Στις 28 Αυγούστου του ίδιου έτους διορίσθηκε Μέλος της Επιτροπής για τις διαχριστιανικές σχέσεις, στις 19 Σεπτεμβρίου Υπεύθυνος του Εκδοτικού Οίκου του Πατριαρχείου Μόσχας, και στη συνέχεια Πρόεδρος της Συντακτικής Επιτροπής της θεολογικής συλλογής «Θεολογικά πονήματα».

Από τις 23 Νοεμβρίου του 1960 είναι Επίσκοπος Γιαροσλάβλ και Ροστόφ.

Στις 16 Μαρτίου του 1961 διορίσθηκε Μόνιμο Μέλος της Ιεράς Συνόδου.

Στις 10 Ιουνίου του 1961 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο.

Στις 11 Μαΐου του 1963 έλαβε το σταυρό στο καλυμμαύχι και εξελέγη Επίτιμο Μέλος της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας.

Στις 3 Ιουλίου του 1963 διορίσθηκε Πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής για τη χριστιανική ενότητα.

Στις 3 Αυγούστου ανυψώθηκε σε Μητροπολίτη και διορίσθηκε στην επαρχία Μινσκ και Λευκορωσίας και στις 9 Οκτωβρίου μετά από σχετικό διορισμό ανέλαβε Μητροπολίτης Λένινγκραντ και Λάντογκας.

Στις 7 Οκτωβρίου του 1967 διορίσθηκε Διοικητής της επαρχίας Νόβγκοροντ με τον τίτλο «Λένινγκραντ και Νόβγκοροντ».

Το 1968 ως Αρχηγός της αποστολής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας συμμετείχε στη Δ΄ Συνέλευση του ΠΣΕ στο Uppsala Σουηδίας και εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΣΕ, και το ίδιο έτος εξελέγη στη θέση του Προέδρου της Επιτροπής της συνέχειας της Χριστιανικής Διεθνούς Συνδιασκέψεως.

Ηγήθηκε των αποστολών της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στις 4 Πανορθόδοξες Διασκέψεις το в 1961, 1963, 1964 και το 1968.

Στις 20 Μαρτίου του 1969 διορίσθηκε Εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Μόσχας στη Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τοποθετήθηκε στη θέση του Προέδρου της Συνοδικής Επιτροπής για τη χριστιανική ενότητα.

Το 1970 ο Μητροπολίτης Νικόδημος ανέλαβε την προσωρινή διαποίμανση των Πατριαρχικών ενοριών της Βορείου και Νοτίου Αμερικής.

Το ίδιο έτος του παραχωρήθηκε το δικαίωμα να φορά δυο εγκόλπια.

Στις 25 Ιουνίου του 1970 διορίσθηκε Μέλος της Συνοδικής Επιτροπής προπαρασκευής της Τοπικής Κληρικολαϊκής Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας.

Στις 30 Μαΐου του 1972 ο Μητροπολίτης Νικόδημος παραιτήθηκε από τη θέση του Προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων κατόπιν αιτήσεως του ιδίου λόγω τη βαριάς ασθένειας από την οποία είχε μόλις συνέλθει. Όμως παρέμεινε Πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής για τη χριστιανική ενότητα. Του ανατέθηκε επίσης η διαποίμανση των εν Φινλανδία ενοριών της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Στις  3 Σεπτεμβρίου διορίσθηκε Πατριαρχικός Έξαρχος της Δυτικής Ευρώπης.

Στις 24 και 25 Οκτωβρίου με αφορμή την 20ετία από την ίδρυση της Χριστιανικής Θεολογικής Ακαδημίας Βαρσοβίας και για τη μεγάλη του προσφορά στον τομέα οικουμενικής και ειρηνευτικής δράσεως, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νικόδημος αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ Θεολογίας από την Γερουσία και το Συμβούλιο της Ακαδημίας.

Από 23 Νοεμβρίου έως 10 Δεκεμβρίου 1975 ηγήθηκε της αποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας στη Ε΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Ναϊρόμπι, όπου εξελέγη  Πρόεδρος του ΠΣΕ.

Για τις προσφορές του στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νικόδημος βραβεύθηκε με πολλά παράσημα και διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων και των παρασήμων του Αγίου Ισαποστόλου Μεγάλου Πρίγκιπα Βλαδιμήρου Α΄, Β΄ και Γ΄ τάξεως, είχε το δικαίωμα να φέρει δεύτερο εγκόλπιο και το δικαίωμα κατά την τέλεση των ακολουθιών να προπορεύονται οι υποδιάκονοι του με ένα μεγάλο σταυρό (αυτό το προνόμιο στη Ρωσική Εκκλησία έχει συνήθως μόνο ο Πατριάρχης). Επιπλέον, παρασημοφορήθηκε με πολλά παράσημα των κατά τόπους Ορθοδόξων και μη Εκκλησιών, όπως επίσης και με κρατικά παράσημα μιας σειράς χωρών: της Ελλάδος (παράσημο Φοίνικα), του Λιβάνου (παράσημο Κέδρου του Λιβάνου), Γιουγκοσλαβίας (παράσημο της Γιουγκοσλαβικής σημαίας).

Ο Μητροπολίτης Νικόδημος διατέλεσε Επίτιμο Μέλος των Θεολογικών Ακαδημιών Λένινγκραντ και Μόσχας, ήταν Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ενώσεως των Σοβιετικών Συνδέσμων φιλίας και πολιτιστικών σχέσεων με τις χώρες του εξωτερικού και του Διοικητικού Συμβουλίου του Σοβιετικού Συνδέσμου φιλίας με τους λαούς της Αφρικής.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νικόδημος απεβίωσε από καρδιακή προσβολή στις 5 Σεπτεμβρίου του 1978 στο Βατικανό, όπου βρέθηκε κατόπιν εντολής της Ιεράς Συνόδου ως επικεφαλής της αποστολής της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Στις 10 Σεπτεμβρίου στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος της Λαύρας Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκυ τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία από τον Αγιώτατο Πατριάρχη Ποιμένα, τον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Πράγας και πάσης Τσεχοσλοβακίας Δωρόθεο, τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Καρελίας και πάσης Φινλανδίας Παύλο και των Μόνιμων Μελών της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τον Μητροπολίτη Κιέβου και Γαλικίας Φιλάρετο, τον Μητροπολίτη Ταλλίνης και Εσθονίας Αλέξιο, τον Μητροπολίτη Κρουτίτσης και Κολόμνας Ιουβενάλιο και τον Μητροπολίτη Μινσκ και Λευκορωσίας Αντώνιο, προσωρινό Διοικητή της επαρχίας Λένινγκραντ και πολλών άλλων Μητροπολιτών, Αρχιεπισκόπων, Επισκόπων και κληρικών, οι οποίοι προσήλθαν να προσκυνήσουν τη σωρό του μακαριστού Ιεράρχη

Ετάφη ο Μητροπολίτης Νικόδημος στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου της Λαύρας της Αγίας Τριάδας  του Αλεξάνδρου Νέφσκυ.