O Μητροπολίτης Μίνσκ και Σλούτσκ Φιλάρετος, Πατριαρχικός Έξαρχος πάσης Λευκορωσίας. Πρόεδρος του Τμήματος των Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων στο διάστημα 1981-1989

O Μητροπολίτης Μίνσκ και Σλούτσκ ΦιλάρετοςΟ Μητροπολίτης Φιλάρετος (κατά κόσμο Κύριλλος Βαρθολομέγιεβιτς Βαχρομέγιεφ) γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1935 στη Μόσχα σε οικογένεια δημόσιων υπαλλήλων.

Ο παππούς του, Αλέξανδρος, ήταν γνωστός έμπορας από την πόλη Γιαροσλάβλ, ο οποίος είχε αποκτήσει τον τίτλο του αριστοκράτη ( του ευγενούς) με κληρονομικό δικαίωμα. Ο πατέρας του, Βαρθολομαίος (1904 – 1984), ήταν καθηγητής στο μουσικό κολέγιο των Γκνέσιν, παράρτημα του Ωδείου της Μόσχας και συντάκτης του εγχειριδίου «Στοιχειώδης θεωρία της μουσικής». Για την σύνταξη του Οδηγού εκκλησιαστικής ψαλμωδίας για τα θεολογικά ιδρύματα και με αφορμή την 80ετία από τη γέννηση του παρασημοφορήθηκε με το παράσημο του Αγίου πρίγκιπα Βλαδιμήρου Β΄ Τάξεως. Η μητέρα Αλεξάνδρα (1903 – 1981) όπως και η μεγαλύτερη αδελφή του Όλγα (1925 – 1997) ήταν καθηγήτριες στα μουσικά σχολεία της Μόσχας.

Το φθινόπωρο του 1953 μετά την περάτωση των εγκύκλιων σπουδών ο Κύριλλος Βαχρομέγιεφ ενεγράφη στο Θεολογικό Σεμινάριο. Στο δεύτερο έτος άρχισε την εκκλησιαστική του διακονία ως υποδιάκονος του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσιών κ. Αλεξίου Α΄.

Το 1957  Κύριλλος Βαχρομέγιεφ αποφοίτησε από το Σεμινάριο και εισήλθε στην Θεολογική Ακαδημία.

Στις 3 Απριλίου του 1959 με την ευλογία του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξίου Α΄ εκάρη μοναχός με το όνομα Φιλάρετος προς τιμήν του Αγίου Φιλαρέτου του Ελεήμονος από τον ηγούμενο της Λάυρας του Αγίου Σεργίου Αρχιμανδρίτη Ποιμένα Χμελγιέβσκυ (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Σαράτωφ).

Στις 26 Απριλίου του 1959 την Κυριακή των Βαΐων χειροτονήθηκε διάκονος στο Καθεδρικό Ναό των Θεοφανίων της Μόσχας από τον Αγιώτατο Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Α΄.

Το 1961 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Θεολογική Ακαδημία Μόσχας και αναγορεύθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας για την διατριβή με θέμα «Ποιμαντική φροντίδα των ψυχών από τον Φιλάρετο του Μητροπολίτη Μόσχας μέσα από τις επιστολές του». Με απόφαση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ακαδημίας διoρίσθηκε λέκτορας διδάσκοντας ιστορία και ανάλυση των δυτικών ομολογιών, και αργότερα την Ομιλητική στο Σεμινάριο και την Ακαδημία.

Στις 14 Δεκεμβρίου του 1961 κατά την Θεία λειτουργία στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου  χειροτονήθηκε ιερομόναχος από τον Πατριάρχη Αλέξιο Α΄. Το Σεπτέμβριο του 1962 ο ιερομόναχος Φιλάρετος  διορίσθηκε πρώτος βοηθός του επιθεωρητή και τον Ιούνιο του 1963 επιθεωρητής των Θεολογικών Σχολών της Μόσχας.

Στις 4 Αυγούστου του 1963 ανυψώθηκε στον ηγούμενο λαμβάνοντας ταυτόχρονα το επιγονάτιο και το σταυρό με πέτρες.

Στις 8 Οκτωβρίου έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη.

Το Σεπτέμβριο του 1963 διορίζεται υπεύθυνος του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών που άρχισε να λειτουργεί στα πλαίσια της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας.

Από το 1961 συμμετείχε στις εργασίες των Α΄, Β΄ και Ε΄ Πανχριστιανικών ειρηνικών Διασκέψεων στη Πράγα και στη Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Ρόδο, χρημάτισε Γραμματέας της Συνοδικής Επιτροπής για την χριστιανική ενότητα. Επίσης με απόφαση της Ιεράς Συνόδου διετέλεσε επανειλημμένως Μέλος της Διορθόδοξης Θεολογικής Επιτροπής για το διάλογο με την Παλαιοκαθολική Εκκλησία.

Στις 8 Οκτωβρίου του 1965 από τον Αγιώτατο Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών Αλέξιο A’ και την Ιερά Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ελήφθη η απόφαση για τη χειροτονία του αρχιμανδρίτη Φιλάρετο, επιθεωρητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας σε Επίσκοπο Τίχβιν (βοηθό της επαρχίας Λένινγκραντ).

Στις 23 Οκτωβρίου στο Ιερό Ναό της Θεολογικής Ακαδημίας Λένινγκραντ ανέγνωσε το Μεγάλο Μήνυμα παρουσία του Μητροπολίτη Λένινγκραντ, Aρχιεπισκόπου Περμ και Σολικάμσκ Λεωνίδα (μετέπειτα Μητροπολίτης Ρίγας και Λεττονίας, Αρχιεπισκόπου Χερσονήσου και Οδησσού Σεργίου (μετέπειτα Μητροπολίτου Οδησσού), Αρχιεπισκόπου Μινσκ και Λευκορωσίας Αντωνίου (μετέπειτα Μητροπολίτη Λένινγκραντ), Επισκόπων Κίροβ και Σλομπόντσκ Ιωάννη και Βολογκόντσκ και Βελίκυ Ουστγιούγκ Μελχισεδέκ.

Στις 24 Οκτωβρίου στο Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας στη Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος χειροτονήθηκε Επίσκοπος Τίχβιν, βοηθός της επαρχίας Λένινγκραντ.

Στις 14 Μαΐου του 1966 με απόφαση του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσιών Αλέξιου Α΄ και της Ιεράς Συνόδου διορίσθηκε Επίσκοπος Δμίτροβ, βοηθός της επαρχίας Μόσχας, πρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας. Συμβιβάζοντας τις διοικητικές του υποχρεώσεις με το επιστημονικό, θεολογικό και παιδαγωγικό του έργο ο Θεοφιλέστατος Φιλάρετος από την πρώτη μέρα της πρυτανείας του δίδασκε το μάθημα της Καινής Διαθήκης.

Με την ευλογία του Αγιωτάτου Πατριάρχη Αλεξίου Α΄ ταξίδεψε επανειλημμένως στο εξωτερικό ως Μέλος των αποστολών της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, συμμετείχε σε πολλές θεολογικές συνομιλίες, είχε αρκετές συναντήσεις και συνομιλίες με εκπροσώπους των εκκλησιαστικών, κρατικών και πολιτιστικών κύκλων διάφορων χωρών, συμμετείχε στις Συνδιασκέψεις για την προστασία της ειρήνης, εκλεγόταν Μέλος του Προεδρείου της Ενώσεως των Συνδέσμων φιλίας και των πολιτιστικών σχέσεων με τις χώρες του εξωτερικού, διατέλεσε Μέλος του Διοικητικού Σώματος και Αντιπρόεδρος μιας σειράς συνδέσμων φιλίας.

Στις 28 Νοεμβρίου του 1968 διορίσθηκε δεύτερος Αντιπρόεδρος του Τμήματος των Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας.

Για τις προσφορές του στην Εκκλησία στις 11 Απριλίου του 1969 παρασημοφορήθηκε  με το παράσημο του Αγίου πρίγκιπα Βλαδιμήρου Β΄ Τάξεως.

Από τις 30 Μαΐου έως τις 2 Ιουνίου 1971 εκπροσώπησε την Θεολογική Ακαδημία Μόσχας στην Τοπική Κληρικολαϊκή Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τις ημέρες της προπαρασκευής και διεξαγωγής της Συνόδου εκτελούσε προσωρινά τα χρέη του ηγουμένου της Λαύρας του Αγίου Σεργίου.  Στις 18 Ιουνίου του 1971 για την αφοσίωση και τον κόπο του για διεξαγωγή της Τοπικής Κληρικολαϊκής Συνόδου παρασημοφορήθηκε με το παράσημο του Αγίου πρίγκιπα Βλαδιμήρου Α΄ Τάξεως.

Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1971 σύμφωνα με το διάταγμα του Αγιωτάτου Πατριάρχη Ποιμένα ο Επίσκοπος Φιλάρετος ανέλαβε προσωρινά την διαποίμανση της επαρχίας Καλίνιν.

Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1971 για την αφοσίωσή του στη διακονία της Εκκλησίας ανυψώθηκε σε Αρχιεπίσκοπο.

Στις 18 Απριλίου του 1973 διορίσθηκε Αρχιεπίσκοπος Βερολίνου και Μεσευρώπης, Πατριαρχικός Έξαρχος της Κεντρικής Ευρώπης.

Στις 15 Απριλίου του 1975 για το αρχιερατικό του έργο και την ειρηνευτική του δράση προήχθη στο βαθμό του Μητροπολίτη.

Στις 7 Μαΐου του 1974 με απόφαση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας ο Μητροπολίτης Φιλάρετος εξελέγη Ομότιμο Μέλος της και αργότερα εξελέγη και Ομότιμο Μέλος της Θεολογικής Ακαδημίας Λένινγκραντ.

Στις 10 Οκτωβρίου του 1978 διορίσθηκε Μητροπολίτης Μίνσκ και Λευκορωσίας και στις 12 Οκτωβρίου Πατριαρχικός Έξαρχος της Δυτικής Ευρώπης.

Από τις 16 Νοεμβρίου του 1979 ο Μητροπολίτης Φιλάρετος διοικούσε προσωρινά την επαρχία της Χερσονήσου (Κορσούν).

Από το 1981 έως το 1988 χρημάτισε Μέλος και αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την προπαρασκευή και τη διεξαγωγή των εορτασμών αφιερωμένων στην 1000ετία της Βαπτίσεως της Ρωσίας. Ηγήθηκε της ομάδας εργασίας για τη συμμετοχή στην επέτειο άλλων Εκκλησιών και κοινωνικών ζητημάτων.

Στις 14 Απριλίου 1981 διορίσθηκε Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων και μόνιμο Μέλος της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Το 1982 για τις προσφορές του στον τομέα της εκκλησιαστικής ειρηνευτικής και πατριωτικής διακονίας παρασημοφορήθηκε με το παράσημο του Αγίου Σεργίου του Ράντονεζ Α΄ Τάξεως.

Στις 16 Μαρτίου του 1982 για το σύνολο του θεολογικού και ειρηνευτικού του έργου αναγορεύθηκε επίτιμος Διδάκτωρ Θεολογίας από την Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Πρέσοφ (Τσεχοσλοβακία).  Στις 15 Νοεμβρίου του 1983 αναγορεύθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας από το Κρατικό Πανεπιστήμιο «Μαρτίνος Λούθηρος» (πρώην Α. Γερμανία) ως αναγνώριση της σπουδαίας του συμβολής στη διεξαγωγή του θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ενώσεως Ευαγγελικών Εκκλησιών της Γερμανίας.

Επίσης αναγορεύθηκε επίτιμος Διδάκτωρ Θεολογίας από τη Ευαγγελική Θεολογική Σχολή της Μπρατισλάβας (17 Ιουνίου 1985), από τη Θεολογική Σχολή Jan Amos Kamensky της Πράγας (25 Νοεμβρίου 1986), από το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Λευκορωσίας, το Ιατρικό Πανεπιστήμιο του Γκρόντνο και πολλών άλλων ευρωπαϊκών θεολογικών σχολών. Στις 16 Οκτωβρίου του 1989 λόγω της συγκροτήσεως της Εξαρχίας Λευκορωσίας του Πατριαρχείου Μόσχας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μινσκ και Γρόντνο Φιλάρετος διορίσθηκε Πατριαρχικός Έξαρχος πάσης Λευκορωσίας.

Λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας στην Εξαρχία Λευκορωσίας κατέθεσε την παραίτησή του από τη θέση του Προέδρου του Τμήματος των Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, αίτημα το οποίο και ενεκρίθη στις 13 Νοεμβρίου του 1989. Διατήρησε όμως τη θέση του ως μόνιμο Μέλος της Ιεράς Συνόδου.

Στις 9 Μαΐου του 1990 συμπεριλήφθη στη Συνοδική Βιβλική Επιτροπή, στις 16 Ιουλίου του 1990 διορίσθηκε Πρόεδρος της Επιτροπής Αρωγής για την απάλειψη των συνεπειών του ατυχήματος στον Ατομικό Ηλεκτρικό Σταθμό του Τσερνομπίλ.

Στις 28 Δεκεμβρίου του 1993 Διορίσθηκε Πρόεδρος της Συνοδικής Θεολογικής Επιτροπής η οποία συστάθηκε στη βάση της Επιτροπής επί ζητημάτων της χριστιανικής ενότητας.

Από τις 28 Δεκεμβρίου του 1996 έως τις 17 Ιουλίου του 1997 διοίκησε προσωρινά την επαρχία του Πόλοτσκ. Από τις 28 Φεβρουαρίου έως τις 4 Ιουλίου του 2002 ο Πατριαρχικός Έξαρχος ανέλαβε προσωρινά την επαρχία του Μογκιλγιόφ.

Από τις 18 Φεβρουαρίου του 1992 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φιλάρετος φέρει τον ακόλουθο τίτλο: «Μητροπολίτης Μίνσκ και Σλουτσκ, Πατριαρχικός Έξαρχος πάσης Λευκορωσίας, αρχιμανδρίτης της Ιεράς Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ζιρόβιτσυ».