Στις 14 Σεπτεμβρίου 2019 η Ιερά Σύνοδος εξέτασε το αίτημα του αρχιεπισκόπου Ιωάννη Ρενέτο, τον επικεφαλής της Αρχιεπισκοπής των παροικιών ρωσικής παραδόσεως στη Δυτική Ευρώπη, όπου ο τελευταίος ενημέρωσε για την επιθυμία της πλειοψηφίας των κληρικών και ενοριών της Αρχιεπισκοπής να την διατηρήσουν ἐν λειτουργίᾳ μέσω υπαγωγής στη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ζητώντας παράλληλα να γίνει δεκτός στην κανονική κοινωνία και ενότητα με το Πατριαρχείο Μόσχας με όσους επιθυμήσουν να τον ακολουθούσουν κληρικούς και ενορίες. Επίσης ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης πληροφόρησε ότι στο προσεχές μέλλον εκπρόσωποι εκείνων των ενοριών θα συνέλθουν σε συνέλευση και θα αποστείλουν στον Αγιώτατο Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο τις προτάσεις τους σχετικά με την κανονική μορφή της οργανώσεώς τους.

Οι Συνοδικοί, αφού συζήτησαν το αίτημα με τη βοήθεια μέσων τηλεπικοινωνίας ενέκριναν (Πρακτικά υπό αριθμ.122).

  • Ο Σεβασμιώτατος αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Ρεννέτο να γίνει δεκτός στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας με την απονομή σε αυτόν τίτλου «Dubninsky», όπως να γίνουν δεκτοί και όσοι υπό αυτόν επιθυμήσουν κληρικοί και ενορίες κατόπιν σχετικής βουλήσεώς τους.
  • Στον αρχιεπίσκοπο Dubninsky Ιωάννη ανατίθεται η διαποίμανση των ὡς άνω ενοριών.
  • Μετά τη λήψη του αιτήματος της συνελεύσεως των ενοριών θα γίνει η επιπρόσθετη αποτίμηση με σκοπό τον καθορισμό της κανονικής μορφής της οργανώσεώς τους βάσει των ιστορικώς διαμορφωθεισών ιδιαιτεροτήτων της επαρχιακής και ενοριακής διοικήσεως όπως και των λατρευτικών και ποιμαντικών παραδόσεων, τις οποίες καθιέρωσε ο μητροπολίτης Ευλόγιος λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες στις οποίες λειτουργούσε το υπό αυτόν μερίδιο στη Δυτική Ευρώπη.

Η Αρχιεπισκοπή των παροικιών ρωσικής παραδόσεως στη Δυτική Ευρώπη ιδρύθηκε το 1921 με την ανάθεση της προσωρινής διαποίμανσης των Ρωσικών Εκκλησιών στη Δυτική Ευρώπη, με απόφαση του Αγίου Τύχωνα, Πατριάρχη Μόσχας και Πάσης Ρωσίας, της Ιεράς Συνόδου και του Ανώτατου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, στον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Ευλόγιο Georgievsky.

Λόγῳ ιστορικών συγκυριών το 1931 οι υπό τον μητροπολίτη Ευλόγιο παροικίες υπήχθησαν προσωρινά υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ως Εξαρχία. Ο ίδιος ο μητροπολίτης Ευλόγιος τόνιζε ότι επρόκειτο περί «προσωρινής διακοπής των επσήμων διοικητικών σχέσεων…μέχρι να αποκατασταθεί η κοινώς αναγνωρισμένη κεντρική εκκλησιαστική εξουσία και να ομαλοποιηθούν οι συνθήκες διαβιώσεως της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας».

Στις 29 Αυγούστου 1945 ο μητροπολίτης Ευλόγιος και οι δύο βοηθοί του – ο αρχιεπίσκοπος Βλαδίμηρος και ο επίσκοπος Ιωάννης – υπέβαλαν αίτημα στον Αγιώτατο Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Αλέξιο Α΄, όπου ζήτησαν να γίνουν δεκτοί με τις ενορίες τους στην κανονική ενότητα με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1945 η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε: «Αφού ευχαριστήσουμε τον Κύριο και Θεό, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο μητροπολίτης Ευλόγιος και οι βοηθοί του — ο αρχιεπίσκοπος Βλαδίμηρος και ο επίσκοπος Ιωάννης – με όλες τις 75 ενορίες είχαν επανενωθεί με τη μητέρα Εκκλησία και υπήχθησαν υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Ορίζουμε στο εξής η Εξαρχία των δυτικοευρωπαϊκών παροικιών να παραμένει ως έχει με τα υφιστάμενα όριά της με επικεφαλής τον μητροπολίτη Ευλόγιο ως έξαρχο του Πατριαρχείου Μόσχας σύμφωνα με διατάξεις, οι οποίες είναι αποτυπωμένες στο σχετικό Κανονισμό διαποιμάνσεως εκείνων των εκκλησιών».

Όμως μετά την εκδημία του μητροπολίτη Ευλογίου το 1946 σημαντική μερίδα του κλήρου και του ποιμνίου του αποφάσισε να επανέλθει υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Στις 27 Νοεμβρίου 2018 η Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε τη διάλυση της Αρχιεπισκοπής.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2019 ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Ρενέτο, ο επικεφαλής της Αρχιεπισκοπής, απέστειλε το ἐν λόγῳ αίτημα στον Αγιώτατο Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κύριλλο, όπου ενημέρωσε ότι στην πορεία της εκτάκτης συνελεύσεως της Αρχιεπισκοπής η πλειοψηφία των ψηφισάντων, κληρικών τε και λαϊκών, «αποφάνθηκε υπέρ του σχεδίου κανονικής υπαγωγής υπό το Πατριαρχείου Μόσχας, το οποίο το σχέδιο εκπονήθηκε στις συνεδρίες της κοινής επιτροπής», η οποία λειτουργούσε κατά τη διάρκεια του 2019. Στο ίδιο γράμμα ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ζήτησε να γίνει δεκτός με τις κοινότητες, οι οποίες αντιστοιχούν στην πλειοψηφία των ψηφισάντων στη συνέλευση, «στην ιεροκανονική κοινωνία και ενότητα με το Πατριαρχείο Μόσχας προς εξασφάλιση της αδιάκοπης εκκλησιαστικής, λειτουργικής και μυστηριακής ζωής της Αρχιεπισκοπής των παροικιών ρωσικής παραδόσεως στη Δυτική Ευρώπη».