Την τελευταία ημέρα της παραμονής του στο Άγιον Όρος, την εορτή του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, στις 13 Δεκεμβρίου 2017, ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, προέστη της Θείας Λειτουργίας στο Καθολικό του Αγίου Παντελεήμονος της φερωνύμου Αγορειτικής Μονής. Επίσης συλλειτούργησαν ο Καθηγούμενος της Μονής Αρχιμανδρίτης Ευλόγιος, ιερωμένοι αδελφοι της Μονής και κληρικοί – μέλη της ομάδος προσκυνητών.

Μετά τη λήξη της Θείας Συνάξεως ο Σεβασμιώτατος κήρυξε το θείο λόγο, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε:

«Την ημέρα, κατά την οποία η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, αναμιμνησκόμεθα των γεγονότων, τα οποία διηγούνται στα κατά Ματθαίο, κατά Μάρκο και κατά Ιωάννη Ευαγγέλια.

Στα κατά Ματθαίο και κατά Μάρκο Ευαγγέλια αναγιγνώσκουμε για την κλήση από τον Κύριο των πρώτων Αποστόλων Πέτρου και Ανδρέα, οι οποίοι ήταν αλιείς: ο Χριστός τους είδε περνώντας δίπλα στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Κατά τη μελέτη αυτής της περικοπής σχηματίζεται η εντύπωση ότι ο Κύριος καλεί τους εντελώς αγνώστους και αυτοί Τον ακολουθούν, χωρίς να γνωρίζουν Ποιός είναι Αυτός και διατί τους κάλεσε. Και όμως στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ακούμε την ιστορία η οποία προηγήθηκε των συμβεβηκότων στη σημερινή περικοπή. Μαθαίνουμε ότι ο Ανδρέας ήταν από τους μαθητές του Προδρόμου. Μαζί με τους άλλους μαθητές ευρίσκετο στην όχθη του Ιορδάνη τη στιγμή, κατά την οποία εμφανίζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ενώ ο Άγιος Πρόδρομος υποδεικνύοντας Αυτόν είπε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ θεοῦ» (Ιω. 1. 29). Δεν ήταν για πρώτη φορά όταν ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλθε στον Ιορδάνη, διότι ερχόταν και πριν για να βαπτισθεί από τον Ιωάννη. Και στη συνέχεια διαβάζουμε: «Καὶ ἐμβλέψας τῷ ᾿Ιησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ ᾿Ιησοῦ» (Ιω. 1. 36-37).  Έθεσαν μια ερώτηση στον Κύριο, η οποία ακούγεται παράξενα: «Ραββί…ποῦ μένεις;» (Ιω. 1. 39). Για να λάβουν μια εξίσου παράξενη απάντηση από τον Σωτήρα: «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε» (Ιω. 1. 40).

Από όλες αυτές τις ιστορίες διαπιστώνουμε ότι κανείς ακόμη δεν γνώριζε τον Κύριο Ιησού Χριστό και όμως υπήρχε μια δύναμη, η οποία προσέλκυε τους ανθρώπους, ήθελαν να Τον ακολουθήσουν. Και Τον ακολούθησαν. Όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην» (Ιω. 1. 40). Τούτο σημαίνει ότι είχαν επικοινωνία με τον Ιησού και ότι Αυτός τους δίδασκε. Τούτο σημαίνει ότι από τότε άρχισε να πυροῦται η καρδιά τους με αγάπη προς Αυτον, η οποία αργότερα τους κατέστησε Αποστόλους.

Όπως τονίζουν οι αρχαιοι υπομνηματιστές μετά από την επικοινωνία τους με τον Σωτήρα, αυτοί οι άνθρωποι προφανώς επανήλθαν στις καθημερινές δουλειές τους. Και γι’αυτό αλλού και σε μία άλλη ώρα ο Κύριος τους βλέπει και καλεί να υπηρετήσουν ως απόστολοι. Και μάλιστα ακολουθούν όχι ένα άγνωστο, αλλά Εκείνο, με τον οποίο έστω και μια φορά, αλλά είχαν επικοινωνήσει. Έμειναν σε Αυτόν ολόκληρη βραδιά και ήξεραν, ότι δεν ήταν ένας ψιλός άνθρωπος. Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, όταν προωτοσυνάντησε τον Σωτήρα, πήγε στον αδελφό του Πέτρο και του είπε: «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν·» (Ιω. 1. 42), τον Οποίο προείπαν οι προφήτες. Πῶς κατάλαβε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν Μεσσίας; Μήπως το Άγιον Πνεύμα του το είπε, ή μήπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο οποίος σαφώς υπέδειξε Αυτόν ως Μεσσία; Ξέρουμε ότι οι Απόστολοι ακολούθησαν Εκείνο, τον Οποίο προείπαν οι προφήτες.  Από την παράδοση της Εκκλησίας μαθαίνουμε ότι ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος έφθασε μέχρι τους λόφους του Κιέβου και τοποθέτησε σταυρό σ’εκείνο το μέρος, όπου αργότερα ο Άγιος Ισαπόστολος Πρίγκιπας Βλαδίμηρος θα εβάπτιζε την Ρως».

Οι λοιποί απόστολοι επίσης αγωνίσθησαν καλό αγώνα και κήρυξαν το Ευαγγέλιο σε όλη την κτίση (πρβλ. Μκ. 16.15), σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου και Σωτήρος μας. Εαν δεν ήταν οι Απόστολοι με τους κόπους τους, είναι αμφίβολο να έφθασε η είδηση περί σωτηρίας έως εσχάτου της γης. Σήμερα, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Ιλαρίωνα, τυγχάνουμε κληρονόμοι αυτής της αποστολής.

Ο καθένας σε κάποια φάση της ζωής μας καλείται από τον Κύριο στην Εκκλησία Του. Και αυτή η κλήση ήταν διαφορετική στον καθένα, αλλιώς δεν θα βρισκόμασταν στην Εκκλησία και δεν ήμασταν σε αυτό τον ιερό Ναό και μοναστήρι σήμερα.

Ο Κύριος αναμένει να Του φέρουμε καρπούς των έργων μας: ιεραποστολής, προσευχής, ελεημοσύνης κλπ. Ο καθένας στα ενδότερα της καρδιάς του γνωρίζει, τι θέλει ο Κύριος από εμάς.

«Να προσευχηθούμε στον Άγιο Απόστολο Ανδρέα να μας βοηθήσει να έχουμε εξίσου ακλόνητη πίστη και φλογερή αγάπη προς το Σωτήρα, η οποία μετέβαλε απλούς αλιείς από την Γαλιλαία σε ενθέρμους κήρυκες του θείου λόγου.  Να ζητήσουμε από τον Κύριο το χάρισμα προσευχής, το χάρισμα να παραστεκόμαστε ενώπιον της Αγίας Τραπέζης, το χάρισμα του λόγου, το οποίο μᾶς χρειάζεται για να συνεχίσουμε τον αποστολικό αγώνα τους».

Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιλαρίωνας επίσης μετέφερε στους παρισταμένους την ευλογία και το χαιρετισμό του Αγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών κ.κ. Κυρίλλου, ο οποίος πάντα στην καρδιά του και τη μνήμη κρατάει αυτή την Ιερά Μονή και κατέβαλε πολύ κόπο για να αναστηλωθεί και να επανέλθει σε πρωταρχικό της κάλλος και ευπρέπεια».

Επίσης ο Πρόεδρος του ΤΕΕΣ ευχήθηκε για τα ονομαστήρια των ευεργετών της Μονής A.G. Guriev και A.A. Guriev, οι οποίοι παραβρέθηκαν στη Θεία Σύναξη και προσέφεραν στη Μονή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονα μια εικόνα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου με τεμάχια ιερών λειψάνων και του σταυρού του Αγίου Αποστόλου.

Μετά το γεύμα ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας είχε συνάντηση με τον Αρχιμανδρίτη Ευλόγιο, Καθηγούμενο της Μονής.

Αφού αποχαιρέτισε θερμώς τους Αγιορείτες ο Ιεράρχης με τη συνοδεία αυτού αναχώρησε εκ του Αγίου Όρους και αυθημερόν πέταξε για Μόσχα.

Τον Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα συνοδεύσαν ο Ιερέας Δημήτριος Ageev, κληρικός του Ιερού Ναού της Παναγίας Πάντων των Θλιβομένων η Χαρά, στελέχη του ΤΕΕΣ: ο Ιερέας Ανατόλιος Τσουριακόφ και ο Α. Αιρσόφ και ομάδα λαϊκών.