Διαβούλευση οργανωθείσα από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για την κρίση στη Συρία, πραγματοποιήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 στο Οικουμενικό Ινστιτούτο Bossey Ελβετίας. Στη συνάντηση συμμετείχαν εκπρόσωποι των χριστιανικών Εκκλησιών της Συρίας και λοιπών χωρών, εμπλεκομένων ενεργά στην επίλυση της κρίσεως. Επίσης παρέστησαν ο πρώην Γενικός Γραμματεύς του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Συρία Λάχνταρ Μπραχίμι και λοιποί εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών.

Την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας την εκπροσώπησε ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας. Επίσης στη συνάντηση συμμετείχε ο εκπρόσωπος της Ρωσικής Εκκλησίας παρά το Π.Σ.Ε. και τους εν Γενεύῃ διεθνείς οργανισμούς πρωθιερέας Μιχαήλ Γκουντιάγιεφ.

Η συνάντηση κλήθηκε να εξετάσει την κατάσταση στη Δημοκρατία της Συρίας και να καταβάλει προσπάθειες εκπονήσεως προγράμματος κοινών ενεργειων από τις Εκκλησίες μέλη του Π.Σ.Ε. για τη διευθέτηση της καταστάσεως.

Απευθυνόμενος στους παρευρισκόμενους ο κ. Κόφι Ανάν δήλωσε ότι δεν βλέπει καμία δυνατότητα να λυθεί το πρόβλημα της Συρίας μέσω όπλων. Αφού εξήρε την πρωτοβουλία της Ρωσίας για την αντιμετώπιση του προβλήματος των χημικών όπλων της Συρίας και την αποτροπή της επιθέσεως, ο κ. Ανάν τόνισε ότι μόνο η Ρωσία και οι ΗΠΑ με το κύρος και την επιρροή που απολαμβάνουν είναι σε θέση να πετύχουν την έναρξη του διαλόγου μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Πολλοί εκ των ομιλητών υπογράμμισαν επανειλημμένως την ανάγκη της το ταχύτερο δυνατόν συγκλήσεως της διασκέψεως «Γενεύη-2».

Από την πλευρά του οι εκπρόσωποι των Εκκλησιών της Συρίας κατέθεσαν πολλαπλές μαρτυρίες για τα βάσανα που υποφέρουν οι χριστιανοί της Συρίας. Ολοένα και  αυξάνει ο αριθμός των χριστιανικών οικογενειών που αναγκάζονται να φύγουν από τη χώρα. Ελλοχεύει ο πραγματικός κίνδυνος να μην υπάρχει πλέον η χριστιανική παρουσία στη Συρία, που έχει τόσα πλούσια και μακραίωνη χριστιανική ιστορία.

Στην ομιλία του ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας έθεσε σε γνώση των παρισταμένων το Γράμμα του Αγιωτάτου Πατριάρχου Κυρίλλου προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα με κύριο θέμα η αποτροπή της επιθέσεως κατά της Συρίας. Ενημέρωσε αναλυτικά για το έργο, το οποίο ανέλαβε η Ρωσική Εκκλησία για τη βελτίωση της καταστάσεως στη Συρία και την απάλειψη του πόνου του λαού της Συρίας. «Όταν λάβαμε πρόσκληση για να συμμετάσχουμε της διαβουλεύσεως αυτής, πολλοί ήταν οι οποίοι αισθάνονταν απελπισμένοι. Δεν βλέπαμε καμία επίλυση της καταστάσεως στη Συρία. Τώρα υπάρχει ένα αίσθημα ελπίδας.  Είναι πολύ σημαντική αυτή η στιγμή για όλους μας, προκειμένου να συσκεφθούμε τις επόμενες μας κινήσεις προς επίτευξη της ειρήνης στη Συρία…» ανέφερε ο Ιεράρχης.

Ο Πρόεδρος του ΤΕΕΣ τόνισε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας συνεργάζεται με τις αρχές της Ρωσίας για την αναζήτηση μιας ειρηνικής λύσεως στο πρόβλημα της Συρίας. «Είναι χαρά μας να βλέπουμε αυτή η συνεργασία να καρποφορεί». Επίσης ο Σεβασμιώτατος κ. Ιλαρίωνας εξέφρασε την ελπίδα του για τη σύγκληση το ταχύτερο δυνατόν της διασκέψεως «Γενεύη – 2 » και την έκδοση μιας ασφαλούς αποφάσεως σχετικά με τη Συρία. Ο κ. Ιλαρίωνας κάλεσε τις ανά την οικουμένη χριστιανικές Εκκλησίες να επηρεάσουν τις κυβερνήσεις των χωρών τους προκειμένου να αποτραπεί η επιστροφή στην αναζήτηση των στρατιωτικών λύσεων.

Στο τέλος της συναντήσεως οι μετάσχοντες αυτής υπέγραψαν κοινό ανακοινωθέν, όπου περιέγραψαν την κοινή προσέγγιση της καταστάσεως στη Συρία και τις ενδεχόμενες λύσεις της. «Δεν μπορεί να υπάρχει καμία στρατιωτική λύση στην κρίση στη Συρία. Η διεθνής κοινότητα με κάθε ευθύνη πρέπει να αναζητήσει μια πολιτική λύση στη σύγκρουση και την ειρήνη στη Συρία για όλους, για χάρη τη σωτηρία πολλών ανθρωπίνων ζωών…Οι χριστιανοί στη Συρία είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της πολύμορφης συριακής κοινωνίας με πλούσια ιστορία. Οι Εκκλησίες σε όλο τον κόσμο καλούνται να συνεργάζονται με τις κυβερνήσεις τους για την αναζήτηση μιας ειρηνικής λύσεως στην κρίση», αναφέρει το κείμενο.

Οι μετάσχοντες της συναντήσεως έκριναν σκόπιμη μια ακόμα διαβούλευση αμέσως  πριν τη Διάσκεψη «Γενεύη-2», μόλις ληφθεί η απόφαση περί του χρόνου της διεξαγωγής της.