Λόγω αποφάσεως του Δικαστηρίου Χαμόβνικι για την υπόθεση ασχημοσύνης στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος Χριστού το Ανώτατο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας προέβη σε επίσημη δήλωση. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα Patriarchia.ru.

Το Ανώτατο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο θεωρεί σημαντικό ακόμα μια φορά να διασαφηνίσει τη θέση της Εκκλησίας απέναντι στη βλάσφημη πράξη μέσα στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος Χριστού ακόμα και λόγω ληφθείσης δικαστικής αποφάσεως.

Δεχόμενοι την ανάγκη της σχετικής αντίδρασης εκ μέρους της Πολιτείας εφιστούμε την προσοχή μας στο ότι η νομική εκτίμηση ευρίσκεται πέραν της αρμοδιότητος των εκκλησιαστικών αρχών. Είναι το κοσμικό δικαστήριο, η αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου είναι η καταστολή και η τιμωρία.  Η Εκκλησία δεν διαθέτει μηχανισμούς για να επηρεάσει την απονομή δικαιοσύνης ούτε επιδιώκει να τους αποκτήσει. Επίσης δε βλέπουμε το συμβάν από πολιτικής ή αισθητικής απόψεως. Είναι το ποιμαντικό καθήκον της Εκκλησίας να εκτιμήσει πνευματικά και ηθικά τα εν λόγω γεγονότα.

Το συμβάν αποτελεί βλασφημία και βεβήλωση, ευσυνείδητη και εσκεμμένη προσβολή του ιερού σεβάσματος, εκδήλωση της απροκάλυπτης εχθρότητας απέναντι σε εκατομμίρια ανθρώπους και τα αισθήματά τους. Γι΄αυτό είναι εντελώς αδύνατο να συμφωνήσει κανείς με τις απόπειρες παρουσίασης του συμβεβηκότος ως ένα είδος μη παραδοσιακής προσευχής. Δυστυχώς σε αυτές τις απόπειρες οφείλεται ο αποπροσανατολισμός πολλών ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων και των επιμέρους μελών της Εκκλησίας, τα οποία αγνοούν τα βλάσφημα και τα άσχημα λόγια, τα οποία ακούσθηκαν από τον άμβωνα του Ιερού Καθεδρικού Ναού του Σωτήρος Χριστού. Η ασχημοσύνη στο Ναό ήταν συνέχεια εντελώς ανήθικων δημόσιων εκδηλώσεων, στις οποίες προέβησαν παλαιότερα τα ίδια πρόσωπα ή οι συναγωνιστές τους και έμειναν ατιμώρητοι.

Είναι βαριά αμαρτία η βλασφημία. Ο Ορθόδοξος χριστιανός είναι αδύνατο να συμμετάσχει στη βλασφημία, ούτε να τη δεχθεί, αλλά ούτε και να την υποστηρίξει άμεσα ή έμμεσα.

Υπάρχει διαφορά μεταξύ αμαρτιών κατά του ανθρώπου ή αμαρτιών κατά του Θεού. Σε περίπτωση εάν ο χριστιανός ως πρόσωπο είναι θύμα, τότε καλείται να συγχωρέσει εκείνον όποιος έπραξε αμαρτία κατ΄αυτού. Όμως είναι αδύνατη η συγχώρεση αμαρτιών κατά του Θεού χωρίς την ειλικρινή μετάνοια του αμαρτήσαντος κατ΄Αυτού. Στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε ότι ο Χριστός συγχωρούσε όσους επιβουλεύονταν κατ΄Αυτού ως ανθρώπου και ταυτόχρονα προειδοποιούσε για τον κίνδυνο της αμαρτίας κατά του Αγίου Πνεύματος: «ὃς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως» (Μκ. 3. 29).

Η βλασφημία είναι το κύριο χαρακτηριστικό του εχθρού του Θεού, όπως αυτός περιγράφεται στην Αποκάλυψη: «Καὶ ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίαν πρὸς τὸν Θεόν, βλασφημῆσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ σκηνοῦντας» (Αποκ. 13.6).

Η διακήρυξη της συγχώρεσης εκ μέρους του Θεού για όσους δε μετανοούν μπροστά στο Θεό για τη βλάσφημη πράξη τους, θα εσήμαινε η υιοθέτηση από την Εκκλησία της εξουσίας, η οποία δεν της δόθηκε. «Ἐὰν ἁμαρτάνων ἁμάρτῃ ἀνὴρ εἰς ἄνδρα, καὶ προσεύξονται ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον· καὶ ἐὰν τῷ Κυρίῳ ἁμάρτῃ, τίς προσεύξεται ὑπὲρ αὐτοῦ;» (Α. Βας. 2.25). Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί παραδίδονται στην κρίση του Θεού: «Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος» (Δευτερ. 32.35, Ρωμ. 12.19).

Είναι γνωστές στην ιστορία οι ασχημοσύνες στους Ναούς, η βεβήλωση των ιερών του λαού και η εκδήλωση του μίσους απέναντι στην Εκκλησία. Οι παρόμοιες ενέργειες πάντα ήταν χαρακτηριστικές εκείνων των δυνάμεων οι οποίες δεν κόμισαν στους λαούς ούτε ειρήνη, ούτε καλό, αλλά ούτε ελευθερία. Τον 20 αιώνα το αντιθρησκευτικό μίσος, όπως και το εθνικό μίσος, στοίχισαν εκατομμύρια ζωές. Ο λαός μας δοκιμάσθηκε από την μαχητική αθεΐα και τη φασιστική επιδρομή. Σε αυτό το τραγικό μάθημα οφείλεται η ιδιαίτερη ευαισθησία μας απέναντι στην προσβολή των θρησκευτικών και εθνικών μας αισθημάτων. Γι΄αυτό η υποδαύλιση της έχθρας και μίσους για θρησκευτικούς ή εθνικούς λόγους στην κοινωνία μας πάντα απειλεί με καταστρεπτικές ανακατατάξεις.

Η διατήρηση των θεμελίων της κοινωνίας είναι αδιανόητη χωρίς το σεβασμό της μνήμης των υπέρ Πατρίδος πεσόντων. Οι βέβηλες πράξεις στο Ναό, ο οποίος χτίσθηκε προς τη μνήμη των Ρώσων στρατιωτών του 1812 είναι ιδιαίτερα προκλητικές την περίοδο των εορτασμών της 200ης επετείου των αγώνων τους. Η αποστολή της Πολιτείας, η οποία σέβεται τους πολίτες της, είναι η αποτροπή της προσβολής των αισθημάτων των πιστών, των βλάσφημων ενεργειών και του εμπαιγμού των μνημείων πολιτισμού. Το δημιουργηθέν δικαστικό προηγούμενο πρέπει να αποτρέψει την επανάληψη των παρόμοιων ενεργειών στο μέλλον.

Χωρίς να αμφισβητούμε τη νομιμότητα της δικαστικής αποφάσεως καταθέτουμε αίτημα στις κρατικές αρχές στα πλαίσια του νόμου να δείξουν έλεος στις καταδικασμένες με ελπίδα ότι δε θα επανέλθουν στις βλάσφημες πράξεις.

Η Εκκλησία ευχαριστεί  όλους όσοι τη στήριξαν, καταδίκασαν τη βλασφημία και διαμαρτυρήθηκαν ειρηνικά κατ΄αυτής. Επίσης θεωρούμε φυσική η εκδήλωση ευσπλαχνίας για τις συλληφθείσες, την οποία έδειξαν τόσο τα τέκνα της Εκκλησίας, οσο και οι έξωθεν. Είναι ανάγκη να διακρίνουμε μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού. Καταδικάζουμε την πρώτη και ελπίζουμε στη μετάνοια του τελευταίου. Ο Θεός πάντα θέλει τη σωτηρία των αμαρτωλών και τους καλεί σε μετάνοια. Έτσι και η Εκκλησία επιδιώκει τη συμφιλίωση και την επούλωση των τραυμάτων τα οποία επέφεραν η βλασφημία και η έχθρα.

Απευθυνόμενη στους ανθρώπους, των οποίων τα θρησκευτικά και εθνικά τους αισθήματά πληγώθηκαν βαθιά τόσο από την ίδια τη βλάσφημη πράξη, όσο και από την επακολουθήσασα προπαγανδιστική εκστρατεία, η Εκκλησία τους καλεί να  αποφύγουν κάθε εκδίκηση ή κάθε παράνομη ή ακόμα βίαια πράξη και ταυτόχρονα ευλογεί τις ειρηνικές πράξεις των πολιτών, οι οποίες στρέφονται για την προστασία του Ορθόδοξου λαού και των ιερών του από την έχθρα και τη βεβήλωση.

Παρακαλούμε όλα τα πιστά τέκνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας να διατηρούν το πνεύμα ειρήνης και να προσεύχονται στο Θεό.