Τη Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό της Παναγίας Πάντων θλιβομένων η χαρά Μόσχας τη Δευτέρα της Διακαινησίμου, στις 16 Απριλίου 2012, τέλεσε ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας περιστοιχιζόμενος από τους Αναπληρωτές του πρωθιερέα Νικόλαο Μπαλασώφ και Ηγούμενο Φιλάρετο Μπουλέκωβ καθώς και πλήθος κληρικών στελέχη του Τμήματος.

Συμπροσευχόμενοι επίσης παρέστησαν λαϊκά στελέχη του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων.

Μετά το πέρας της Λειτουργίας επ΄αφορμής της Αναστάσεως του Χριστού εκ μέρους των στελεχών του ΤΕΕΣ τον Μητροπολίτη Ιλαρίωνα προσφώνησε ο πρωθιερέας Νικόλαος Μπαλασώφ, ο οποίος τόνισε ότι «Με χαρά, νόημα και φως ο Αναστάς Χριστός γέμισε τη ζωή μας, συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιακών μας καθηκόντων, δηλαδή να προστατεύουμε το επί της γης έργο του Θεού, την Εκκλησία του Θεού Ζώντος, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος, να δίδουμε τη μαρτυρία περί αυτής, να αντιμετωπίζουμε μηνύματα και ενίοτε και απειλές, που εξαπολύονται εναντίον της, να διατηρούμε το κλήρος, το οποίο απέκτησε ο Ίδιος ο Χριστός στον εκτενή χώρο αποκαλούμενο Αγία Ρωσία».

«Αγαπητέ Δέσποτα, συγχαίροντάς Σας από καρδιάς, Σας ευχόμαστε χαρά, φως και εν Κυρίω ειρήνη».

Στον Ιεράρχη προσεφέρθη ένα πασχαλινό αυγό ως παραδοσιακό δώρο.

Αντιφωνώντας ο Σεβασμιώτατος κ. Ιλαρίωνας μεταξύ άλλων ανέφερε:

«Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὴ ἡ πίστις ἡμῶν, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Α΄Κορ. 15.  14). Πράγματι, εάν Χριστός δεν ανάσταινε, όλα όσα έχουν αναφορά στο χριστιανισμό, συμπεριλαμβανομένης και της ηθικής διδασκαλίας του Σωτήρος, δε θα είχε εκείνη τη ζωοποιό σημασία για την ανθρώπινη ζωή, την οποία αποκτά σε περίπτωση εάν πιστεύουμε ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ανέστη εκ νεκρών.

Υπήρχαν άνθρωποι στην ιστορία, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ένας προφήτης, κήρυκας που άφησε στους ανθρώπους πολλές πολύτιμες διδασκαλίες, αλλά δεν ανέστη, ενώ ο «μύθος» περί αναστάσεως επινοήθηκε από τους μαθητές», είπε χαρακτηριστικά ο Ιεράρχης.

Εν συνεχεία αναφέρθηκε στη μορφή του Ρώσου συγγραφέα Λ. Τολστοϊ, ο οποίος ήταν ένας εξ αυτών οι οποίοι φρονούσαν ως άνω. Η Εκκλησία τελικά έκρινε εύλογα να καταδικάσει αυτό το μεγάλο συγγραφέα και μεγάλο ψευδοδιδάσκαλο, ο οποίος υποδυόταν τον αυθεντκό κήρυκα της διδασκαλίας του Χριστού. Η αμερόλυπτη κρίση αυτής επιβεβαίωσε την έκπτωσή του από την Εκκλησία όχι εξαιτίας εξυβρίσεως του ονόματος του Χριστού ή αντιθέσεως στην ηθική διδασκαλία του Σωτήρος, αλλά διότι προσέβαλε την Εκκλησία και δεν πίστευε στην Ανάσταση του Χριστού.

Είναι αδύνατο ένας χριστιανός να προσβάλλει, να κρίνει την Εκκλησία και να μην πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού. Το πλέον βασικό που μας κληροδότησε επί της γης ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι η Εκκλησία Του. Είναι τόπος της ζωντανής Του παρουσίας. Από τη στιγμή που ο Κύριος τη δημιούργησε, εξέλεξε τους δώδεκα και εν συνεχεία και τους υπόλοιπους μαθητές Του, από τη στιγμή κατά την οποία οι Απόστολοι προέβησαν σε χειροτονίες ανά την οικουμένη Επισκόπων έως τις ημέρες μας υπάρχει η Εκκλησία, έχουσα τη διαδοχικότητα από τον Ίδιο το Χριστό και τους Αποστόλους Του.

Αυτή είναι ο οίκος του Θεού και ο χώρος της του Χριστού αληθείας. Είναι αδύνατο ένας χριστιανός να μην αγαπάει την Εκκλησία και να μην πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού.

Το φως της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού γεμίζει νόημα και το καθημερινό μας έργο. Θα ήταν αδιανόητο να εργαζόμαστε νυχθημερόν, να στερούμε τον εαυτό μας από χαρές και παρηγοριές της επίγειας ζωής εάν δεν ανάσταινε ο Χριστός. Χωρίς την ανάσταση του Χριστού ισχύει εκείνο το «φάγωμεν και πίωμεν αύριο γαρ αποθνήσκομεν». Αυτή την αρχή την ακολουθούν στη ζωή τους πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού και δεν αγαπούν την Εκκλησία, δεν αισθάνονται ότι ο Χριστός είναι παρών εδώ και τώρα, είναι ανάμεσά μας, ανάμεσα στην ανθρώπινη μας κοινωνία, μας ευλογεί τους κόπους μας και για χάρη Του και μόνο αξίζει να ζούμε.

Δεν υπάρχει η μεγαλύτερη χαρά από εκείνη το να είσαι μαθητής και απόστολος του Χριστού, να είσαι μέλος της κοινωνίας, την οποία ο Απόστολος Πέτρος χαρακτήρισε ως βασιλικό ιερατείο, γένος εκλεκτό, λαός για ιδιοκτησία του Θεού για να εξαγγείλει τις αρετές Εκείνου ο Οποίος τους κάλεσε από το σκότος στο θαυμαστό Αυτού φως (πρβλ. Α. Πετρ. 2. 9). Ποιος είναι αυτός ο λαός του Θεού  και ιδιοκτησία του Θεού; Είναι η Εκκλησία του Χριστού και τα μέλη της. Ειναι μεγάλο μυστήριο το οποίο αγνοούμε, δηλαδή διατί ο Κύριος τους μεν καλεί στην Εκκλησία, ενώ δε τους άλλους αφήνει εκτός. Πρόκειται για το μυστήριο της οικονομίας του Θεού για κάθε άνθρωπο. Ξέρουμε ότι ο Κύριος μας έφερε στην Εκκλησία Του  για να είμαστε απόστολοι και μάρτυρές Του, να καταθέτουμε τη μαρτυρία της Αναστάσεως του Χριστού όχι δι΄ωραίων και ηχηρών λόγιων αλλά κυρίως διά των έργων, των ασκητικών μας αγώνων και του τρόπου ζωής.

Η Εκκλησία δεν είναι εκείνη η οποία απλά εκλέγει τους ανθρώπους, αυτή τοποθετεί τον καθένα στην ορισμένη θέση και άναθέτει σε καθέτα α΄ ή β΄ διακονία ή αποστολή.

Είναι ανάγκη να ενθυμούμαστε την ευθύνη που έχει ο καθένας τόσο οι κληρικοί, όσο και λαϊκοί, διότι κάθε χριστιανός καλείται να είναι απόστολος και μάρτυρας του Χριστού στον κόσμο τούτο με όλες τις προκλήσεις, τα προβλήματα και τις θλίψεις του.

Στις ημέρες που εορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού οι καρδιές μας γεμίζουν ιδιαίτερη χαρά, διότι αισθανόμαστε την εγγύτητα του Θεού και ότι δεν είναι μάταιος ο κόπος μας για τον Κύριο.

«Αυτές τις πασχαλινές ημέρες να γεμίσουμε χαρά εν Κυρίω Ιησού Χριστώ, Παθώντα, Ταθέντα και Αναστάντα διά την ημετέραν σωτηρίαν. Να αποδώσουμε ευγνωμοσύνη στον Θεό διότι μας έφερε από το σκότος στο θαυμαστό Αυτού φως και να Τον παρακαλέσουμε να μένουμε πάντα αφοσιωμένοι μαθητές, θεράποντες και απόστολοι Αυτού στα διακονήματά μας και τις γίηνες φροντίδες. Αμήν!

Χριστός ανέστη!»