Στη διάρκεια της συνάντησης του Αρχιεπισκόπου Ιλαρίωνος με εκπροσώπους των ρωσικών και διεθνών ΜΜΕ, στις 12 Ιανουαρίου του 2010, ηγέρθη το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Και μάλιστα ένα θέμα το οποίο επικέντρωσε το αυξημένο ενδιαφέρον των δημοσιογράφων ήταν εκείνο της συνάντησης μεταξύ Πατριάρχη Μόσχας και Πάπα Ρώμης.

«Δεν είμαστε σε θέση να μιλάμε αυτή τη στιγμή για το συγκεκριμένο χρόνο, αλλά και ούτε για το συγκεκριμένο τόπο συνάντησης μεταξύ Πατριάρχη Μόσχας και Πάπα Ρώμης, τόνισε ο Σεβασμιώτατος κ. Ιλαρίων, και συνέχισε ότι μιλάμε για την πολύ καλή και επισταμένη προετοιμασία, η οποία μάλιστα δεν πρέπει να συνίσταται μόνο στην διασαφήνιση των λεπτομερειών του πρωτοκόλλου».

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων υπενθύμισε ότι το 1997 προετοιμαζόταν μια συνάντηση μεταξύ Πάπα Ρώμης Ιωάννη Παύλου Β΄ και Πατριάρχη Μόσχας Αλεξίου Β΄. Επεξεργάσθηκαν όλες οι λεπτομέρειες του πρωτοκόλλου. «Και όμως, η συνάντηση δεν έγινε πραγματικότητα διότι σχεδόν την τελευταία στιγμή έγινε κατανοητό ότι δεν επρόκειτο να επιτευχθεί η συναίνεση πάνω στα ζητήματα εκείνα χωρίς τα οποία, από την άποψή μας, αυτή η συνάντηση δε θα είχε νόημα. Για αυτό το λόγο πρέπει να δουλέψουμε για να επιτύχουμε τη συναίνεση και αυτό πρέπει να κάνουμε ακριβώς στην προκαταρκτική φάση, ώστε αυτή η συνάντηση να εμπεδώσει εκείνη την αλληλοκατανόηση, η οποία είχε επιτευχθεί στο επίπεδο των επίσημων αντιπροσωπειών. Αφού αυτό γίνει πραγματικότητα, θα αρθούν τα εμπόδια για την ως άνω συνάντηση», ανέφερε ο Σεβασμιώτατος κ. Ιλαρίων.
Σύμφωνα με τον Ιεράρχη, το κύριο εμπόδιο για τη συνάντηση είναι η εκκλησιαστική κατάσταση στη Δυτική Ουκρανία, όπου τη δεκαετία των ΄90 εκατοντάδες ναοί καταλήφθηκαν από τους Ελληνοκαθολικούς. Τα συμφέροντα των ορθοδόξων πιστών, οι οποίοι εκκλησιάστηκαν εκεί, αρχίζοντας από το 1946, δεν ελαμβάνοντο υπόψη και μάλιστα ενίοτε κατά τις καταλήψεις ασκήθηκε η βία.

«Στη Δυτική Ουκρανία υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους ορθοδόξους. Στερήθηκαν της δυνατότητας να εκκλησιάζονται στους Ναούς, να συμμετέχουν στα Μυστήρια λόγω της παράδοσης αυτών των ναών στους Ελληνοκαθολικούς. Παρόλο που μέχρι το 1946 αυτοί οι ναοί ανήκαν στους Ελληνοκαθολικούς, τα τελευταία πενήντα και επιπλέον χρόνια λειτουργούσαν ως ορθόδοξοι ναοί, όπου πολλοί βαπτίσθηκαν, στεφανώθηκαν, διαπαιδαγωγήθηκαν πνευματικά. Αυτοί οι ναοί αφαιρέθηκαν με βία και δεν εδόθη αντί τους κανένα αντάλλαγμα. Αυτή η κατάσταση δεν πρέπει να υπάρχει στην πολιτισμένη χριστιανική κοινότητα. Αναμένουμε, όπως και πριν, από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να αναλάβει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για τη θεραπεία της διαμορφωθείσης κατάστασης», είπε χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος του ΤΕΕΣ.
Μεταξύ αυτών των πρωτοβουλιών ο Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων ανέφερε την ενδεχόμενη συμβολή των εκπροσώπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην διευθέτηση του παρόντος προβλήματος.

Επίσης ο Πρόεδρος του ΤΕΕΣ ενημέρωσε ότι στο τέλος Σεπτεμβρίου κατά τη διάρκεια της επισκέψεως του στο Βατικανό, όπου μεταξύ άλλων συναντήθηκε με τον Καρδινάλιο Λεονάρδο Σάνδρι, υπεύθυνο των Ανατολικών Εκκλησιών, του πρότεινε να διεξαχθούν οι συνομιλίες με τους Ελληνοκαθολικούς με τη συμμετοχή του για την επίλυση των υφισταμένων στην Δυτική Ουκρανία σήμερα συγκεκριμένων ζητημάτων και προβλημάτων. Έλαβε την απάντηση, ότι αυτό είναι αρκετά εφικτό, αλλά παρόλο που έχουν περάσει μερικοί μήνες, κανένα μηνύματα από το Βατικανό ούτε από την Ελληνοκαθολική Εκκλησία ο Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων δεν έλαβε. «Για το λόγο αυτό αναμένουμε τις θετικές εξελίξεις. Αφού γίνουν πραγματικότητα, αφού κάνει την εμφάνισή της η θετική δυναμική στην επίλυση του ζητήματος, νομίζω, θα μπορέσουμε να επανέλθουμε στο θέμα της συνάντησης μεταξύ Πάπα και Πατριάρχη. Άλλωστε δεν μας ικανοποιεί να έχει αυτή η συνάντηση ένα απλό εθιμοτυπικό χαρακτήρα, όπως το έλεγε επανειλημμένως και ο μακαριστός Πατριάρχης Αλέξιος Β΄».

Τέλος, «στις σχέσεις μεταξύ της Ρωσικής Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας υπάρχουν και άλλα ζητήματα, τα οποία θέλουν εξέταση, αλλά δεν έχουν τόσες αιχμές και συζητούνται με ηρεμία μέσα στο πλαίσια του διμερούς διαλόγουо», είπε κλείνοντας ο Πρόεδρος του ΤΕΕΣ.