Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας «Περί της Ενότητας της Εκκλησίας» (Μόσχα, 24-29 Ιουνίου 2008)

Στις 27 Ιουνίου 2008 η Σύνοδος της Ιεραρχίας στην συνεδρία της ολομέλειας της ενέκρινε ψήφισμα «Περί της ενότητας της Εκκλησίας» .

Η ενότητα είναι ένα από τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου η Εκκλησία αποτελεί σώμα Χριστού, μέλος του οποίου είναι κάθε χριστιανός: «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α Коρ. 12, 27). Μέλη του ενός σώματος Χριστού συνδεδεμένοι δια της μίας πίστεως και του ενός βαπτίσματος (Εφ. 4, 5), ενωμένοι ο ένας με τον άλλον δια της αγάπης κατά το παράδειγμα της αμοιβαίας αγάπης των Τριών Προσώπων της Θείας και Ζωοποιού Τριάδος.

Η Ορθόδοξη ομολογία πίστεως στην Αγία Τριάδα απαιτεί από κάθε χριστιανό να αγωνισθεί για τη διαφύλαξη του πολύτιμου δώρου της ενότητας η οποία υπερβαίνει κάθε όριο, κάθε πολιτική διαίρεση και κάθε μορφής διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.

Το «Μυστήριο της ενότητας» και ο «σύνδεσμος της αδιάσπαστου συμφωνίας», περί των οποίων ομιλεί ο Άγιος ιερομάρτυρας Κυπριανός Καρχηδόνας, πρέπει να διατηρούνται με επιμέλεια. Με την απώλεια της ενότητας της Εκκλησίας χάνεται και η αληθινή πίστη. «Δύναται να θεωρεί εκείνος ο οποίος δεν μένει σε αυτήν την ενότητα της Εκκλησίας ότι αυτός τηρεί την πίστη; – αναρωτιέται ο ιερομάρτυρας. Μήπως δύναται να ελπίζει εκείνος όποιος ανθίσταται και πράττει εναντίον της Εκκλησίας ότι παραμένει στην Εκκλησία;» (Περί της ενότητας της Εκκλησίας).

Η εκκλησιαστική ενότητα στον γεμάτο από διαιρέσεις κόσμο απειλείται από διάφορους κινδύνους, οι οποίοι έχουν ως πηγή το φθόνο του εχθρού της σωτηρίας των ανθρωπίνων ψυχών. Ο πραγματικός χαρακτήρας των απειλών αυτών επιβεβαιώνεται και από την ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας στον 20 αιώνα, ιδιαίτερα την περίοδο των δεινών που βίωσε ο λαός μας και την οποία προκάλεσε η αδελφοκτόνος εξέγερση και η απώλεια εκατομμυρίων συμπατριωτών μας, καθώς και η σκληρότητα των άθεων διωκτών, ἡ οποία  έγινε η αιτία να χάσουν τη ζωή τους για το Χριστό μια μεγάλη χορεία νεομαρτύρων και να δολοφονηθεί ο μάρτυρας αυτοκράτορας Νικόλαος μαζί με ολόκληρη την τσαρική οικογένεια.

Φέτος, όταν κατά τη συμπλήρωση των 90 ετών αυτού του θλιβερού γεγονότος, η λύπη μας αναμιγνύεται με  τη χαρά για την πνευματική υπέρβαση την αντιθέσεως την οποία βιώσαμε. Ως σημείο ολοκληρώσεως της εποχής των διαιρέσεων αποτέλεσε κατά τον παρελθόντα χρόνο η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας, η οποία είχε διαταραχθεί λόγω της επαναστάσεως και του εμφυλίου πολέμου. Η Σύνοδος της Ιεραρχίας ευχαριστεί τον Κύριο για το έλεος Αυτού προς τον λαό μας, δια των πρεσβειών των Αγίων νεομαρτύρων και πάντων των Αγίων της Ρωσίας. Την εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου (4/17 Μαΐου του 2007) όταν στο Ναό του Σωτήρος υπεγράφη από τον Αγιώτατο Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών κ. Αλέξιο Β΄ και τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ανατολικής Αμερικής και Νέας Υόρκης κ. Λαύρο η Πράξη Κανονικής Κοινωνίας και για πρώτη φορά μετά από πολύχρονο διχασμό τελέστηκε από κοινού η Θεία Λειτουργία, πληρώθηκαν οι ευχές πολλών γενεών ορθοδόξων, οι οποίοι ανέμεναν με ελπίδα την έλευση αυτής της λαμπρής ημέρας. Η πανήγυρη της Ορθοδοξίας έγινε πραγματικότητα, η Θεία δικαιοσύνη νίκησε τις ανθρώπινες αμαρτίες και αδυναμίες, τις προκαταλήψεις και τις αλληλοκατηγορίες, οι οποίες δεν ήταν λίγες στη διάρκεια αυτών των πολλών δεκαετιών.

Η Σύνοδος ευχαριστεί όσους αγωνίσθηκαν για το μεγάλο έργο της επανένωσης και όσους με τις δικές τους προσευχές το στήριξαν στην πορεία προς την επίτευξη αυτού του σκοπού. Με ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη τα μέλη της Συνόδου υπογράμμισαν τους κόπους του αναπαυθέντος εν Κυρίω Πρωθιεράρχη της Ρωσικής Υπερόριας Εκκλησίας Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Λαύρου, ο οποίος δια της ποιμαντικής του συνέσεως και του πνεύματος ειρήνης και προσευχής έφερε πιο κοντά την επιτευχθείσα ενότητα. Αιωνία η μνήμη αυτού!

H αποκατασταθείσα κανονική ενότητα φέρνει πολλούς και καλούς καρπούς στη ζωή της ενωμένης Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αναπτύσσεται η καθημερινή συνεργασία με τις επαρχίες και τις ενορίες του εξωτερικού, τελούνται συλλείτουργα, πραγματοποιούνται από κοινού προσκυνηματικές εκδρομές, διεξάγονται συνέδρια. Η Σύνοδος επικαλείται την ευλογία του Θεού για την περαιτέρω συμβολή όλων των εργατών της Ρωσικής εκκλησιαστικής Διασποράς και κρίνει ωφέλιμη την εμβάθυνση της εμπειρίας της συνεργασίας και ειδικώς δια της διεξαγωγής συσκέψεων επισκόπων και ιερέων της περιοχής, οι οποίοι επιτελούν την διακονία τους στη Διασπορά. Στην πορεία αυτών των συναντήσεων και κοινών προσευχών πρέπει με τη δέουσα ποιμαντική διακριτικότητα να αναζητηθούν οι τρόποι υπερβάσεως των εισέτι υφισταμένων συνεπειών του διχασμού. Οι τρόποι αυτοί θα συζητηθούν θεία συνάρσει στη μέλλουσα Σύνοδο της Ιεραρχίας, η ημερομηνία σύγκλησης της οποίας θα συμπέσει με τη λήξη της πενταετούς μεταβατικής περιόδου αφότου τέθηκε σε ισχύ της η Πράξη Κανονικής κοινωνίας.

Η Σύνοδος απευθύνεται σε όλους εκείνους, οι οποίοι για διάφορους λόγους αρνήθηκαν να δεχθούν την επιτευχθείσα ενότητα και τους προσκαλεί σε κοινωνία αγάπης Χριστού, η οποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει» (Α Коρ. 13, 5–7).

Η Σύνοδος απευθύνει την ίδια έκκληση και στα τέκνα της Ρωσικής Εκκλησίας, τα οποία διαμένουν εντός των ιστορικών ορίων της αλλά αποσχίσθηκαν επηρεασμένοι από διάφορες πολιτικές και εθνικιστικές απόψεις, ως αποτέλεσμα της εισχωρήσεως των στοιχείων του κόσμου τούτου στην εκκλησιαστική ζωή, η οποία οικοδομείται αρμονικά «ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Εφ. 2, 20).

Το χρόνο της 1020ης επετείου της Βαπτίσεως της Ρωσίας η Σύνοδος επαινεί τον Κύριο μας, ο οποίος δια της χάριτος της γνώσεως διαφώτισε την καρδιά του Αγίου ισαποστόλου πρίγκιπα Βλαδιμήρου, ο οποίος έγινε ο πνευματικός ηγέτης του ρωσικού λαού στην οδό της σωτηρίας. Το βαπτιστήριο του Δνείπερου αποτέλεσε μια κοινή πηγή των ασκητικών αγώνων και της πνευματικής ζωής, του πολιτεύματος και του χριστιανικού πολιτισμού των λαών μας. Εδώ γεννήθηκε η Αγία Ρωσία, η οποία είναι Πατρίδα για όλους μας και δικός μας πολιτιστικός χώρος. Η ακεραιότητά του πολλές φορές δοκιμάσθηκε σκληρά. Κατά τη διάρκεια των αιώνων πολλές δυνάμεις κατέβαλαν προσπάθειες για να καταστραφεί ή να αλλοιωθεί ριζικά ο χώρος αυτός. Όμως με τη χάρη του Θεού αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν. Και δηλώνουμε αποφασιστικά ότι η ενότητα της Αγίας Ρωσίας αποτελεί τη μεγαλύτερη κληρονομιά της Εκκλησίας μας και των λαών μας, ένα θησαυρό, τον οποίο θα διαφυλάξουμε προσφέροντας όλες τις δυνάμεις μας για την υπέρβαση των πειρασμών, των σκανδάλων και των αποπειρών διχασμού. Μόνο έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας μπορεί και στο εξής να συμβάλλει σημαντικά και με μοναδικό τρόπο στον πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό μαρτυρώντας πειστικά περί των αξιών της ορθοδόξου πνευματικής παραδόσεως.

Σε ανάμνηση του μεγαλύτερου γεγονότος της κοινής μας ιστορίας, δηλαδή της Βαπτίσεως της Ρωσίας η Σύνοδος της Ιεραρχίας θέσπισε την ημέρα της 15/28 Ιουλίου, κατά την οποία εορτάζεται η μνήμη του Αγίου και Ισαποστόλου Πρίγκιπα Βλαδίμηρου να τελείται ακολουθία σύμφωνα με το τυπικό των μεγάλων εορτών ώστε να αποδίδεται η δέουσα τιμή στον Βαπτιστή της Ρωσίας. Η Σύνοδος απευθύνει στις κρατικές ηγεσίες της Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας την πρόταση να ενταχθεί η ημέρα του Αγίου Πρίγκιπα Βλαδίμηρου στον κατάλογο κρατικών εορτών, οι οποίες εορτάζονται με κοινές εορταστικές εκδηλώσεις, όπως, π.χ., συμβαίνει όταν τα κράτη μας εορτάζουν την κοινή εορτή της Ημέρας των Σλαβικών Γραμμάτων και πολιτισμού την ημέρα της εορτής των Αγίων Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου.

Ευχαριστώντας το Θεό η Σύνοδος επιβεβαιώνει ότι η Αυτοδιοίκητος Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, στην οποία χορηγήθηκαν ευρεία δικαιώματα υπό δυσχερείς συνθήκες, επιτελεί με επιτυχία τη σωτήρια διακονία της δεχόμενη επιθέσεις από τις σχισματικές ομάδες και τις πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες τις υποστηρίζουν. Είναι η γνήσια Εκκλησία του λαού της, η οποία διατηρεί την πνευματική ενότητα με όλη την Εκκλησία της Ρωσίας μη νοούμενη την ύπαρξη της εκτός της σχέσεως με το παλαιό και ιερό Κίεβο, την αρχική έδρα των Προκαθημένων της.  Τα Μέλη της Συνόδου εκφράζουν την υποστήριξη τους στην γενναία στάση του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Βλαδίμηρου, των αρχιερέων, ιερέων, μοναχών και λαϊκών της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας  για διαφύλαξη των κανονικών θεσμών της εκκλησιαστικής ζωής.

Η Σύνοδος έκρινε αναγκαία την προώθηση του δώρου της πανεκκλησιαστικής ενότητας δια της συσφίξεως της συνεργασίας μεταξύ των επαρχιών, αναπτύξεως προσκυνημάτων και αμοιβαίας κοινωνίας μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της ιστορικής Ρωσίας. Ταυτόχρονα οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τις χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες της εθνικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας ενθυμούμενοι ότι ο σεβασμός προς τις ιδιαιτερότητες αυτές αποτελεί τη δύναμη της Αγίας μας Εκκλησίας και συνέβαλε στην αύξηση και στην ενότητά της. Η εμπειρία των διωγμών και της εκκλησιαστικής αναγέννησης που ακολούθησε μας δίδαξε, λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές πραγματικότητες και τα συμφέροντα των διαφόρων κρατών, στα οποία η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία επιτελεί την διακονία της, να έχουμε ταυτόχρονα μια ξεχωριστή θέση πάνω στα επίκαιρα ζητήματα της κοινωνικής ζωής, θέση η οποία στηρίζεται στους κανόνες και στις αξίες της εκκλησιαστικής παραδόσεως και όχι στις πολιτικές σκοπιμότητες.

Για την εδραίωση της εκκλησιαστικής ενότητας στην ποικιλία αυτής θεωρείται χρήσιμη η κοινοποίηση των σημαντικότερων κειμένων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένων των Πατριαρχικών μηνυμάτων, στις βασικές γλώσσες των λαών τους οποίους ποιμάνει.

Η Σύνοδος της Ιεραρχίας υποστήριξε την πρόταση του Αγιωτάτου Πατριάρχου να ιδρυθεί στη Μόσχα Μετόχιο της παλαιότερης Ιεράς Μονής της Ρωσίας της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου και στο Κίεβο Πατριαρχικό Μετόχιο, έτσι ώστε να ισχυροποιηθεί ο αμοιβαίος δεσμός μεταξύ των δυο πρωτευουσών της Ρωσικής Ορθοδοξίας, ο οποίος στην ιστορία της Εκκλησίας μας ήταν και πάντα παραμένει παρακαταθήκη πιστότητας στις πατρικές εντολές της ακεραίας Παραδόσεως και της επιμονής ενώπιων των δοκιμασιών.

Η Σύνοδος ενέκρινε τις προσπάθειες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας για την υπέρβαση του σχίσματος δια του διαλόγου με όσους εξέπεσαν της μετ’ αυτής κοινωνίας. Στη βάση αυτού του διαλόγου έχουν τεθεί η πιστότητα στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας και η επιδίωξη να επανέλθουν στην εκκλησιαστική κοινωνία όσοι αποσχίστηκαν από την σωτήρια ενότητα. Είναι απαράδεκτη η ανάμειξη των πολιτικών δυνάμεων στη διαδικασία αυτή.  Τα Μέλη της Συνόδου της Ιεραρχίας υποστηρίζουν ομόψυχα τη δήλωση του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Βλαδίμηρου ότι η αναθεώρηση του κανονικού καθεστώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δεν είναι προς όφελος της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής της Ουκρανίας. Αυτή η αναθεώρηση δε μπορεί να αποτελέσει το όργανο για την ένωση της Εκκλησίας, ιδιαίτερα όταν η ουκρανική κοινωνία έχει χωρισθεί σε δύο πόλους: τον Ανατολικό και το Δυτικό. Μια τέτοια εξέλιξη θα θέση σε κίνδυνο την ακεραιότητα του ουκρανικού κράτους, η ευημερία του οποίου απασχολεί όλα τα τέκνα της Αγίας Ρωσίας. Η Σύνοδος εκφράζει επίσης την αλληλεγγύη της στους πιστούς της Μολδαβίας και της Εσθονίας, όπου με τις ενέργειες εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων διαταράχθηκε η εκκλησιαστική ειρήνη με τη δημιουργία παραλλήλων δικαιοδοσιών άλλων κατά τόπους Εκκλησιών. Καλούμε τους αδελφούς και αδελφές μας να κρατούν με επιμονή την πίστη τους και να διαφυλάσσουν την κανονική αλήθεια, να υπερβαίνουν με υπομονή τους διχασμούς που προέκυψαν.

Σε όλους εκείνους, οι οποίοι συνέβαλαν στο σχίσμα πιστεύοντας ότι «λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ» (Ιω. 16, 2), η Σύνοδος απευθύνει έκκληση να συνειδητοποιήσουν τις πραγματικές συνέπειες αυτών των πράξεων, οι οποίες κατέληξαν στο σχίσμα των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, προκάλεσαν ωδίνες και βάσανα στους πιστούς, μείωσαν την επιρροή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη ζωή του λαού και έθεσαν εμπόδια στην οδό του μεγάλου έργου της σωτηρίας.

Καλούμε τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως και Ρουμανίας να συνεργασθούν αδελφικά με την Εκκλησία μας στην πορεία υπερβάσεως των διαμορφωμένων κανονικών ανωμαλιών στην Εσθονία και Μολδαβία, οι οποίες αποδυναμώνουν την ορθόδοξη μαρτυρία στις χώρες αυτές.

Σήμερα οι απειλές για την εκκλησιαστική ενότητα εντοπίζονται όχι μόνο εντός των ορίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας αλλά και στη ζωή της Οικουμενικής Ορθοδοξίας. Οι απειλές αυτές πηγάζουν από τις απερίσκεπτες προσπάθειες να αναθεωρηθούν τα προ αιώνων ισχύοντα στις εκκλησιαστικές σχέσεις, τα οποία αποτυπώθηκαν στους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Διαφυλάσσοντας ως κόρη οφθαλμού την ενότητα με όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες και ιδιαιτέρως με την Μητέρα-Εκκλησία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία εδώ και πολλούς αιώνες συνδέεται άρρηκτα η κληρονομία της Αγίας Ρωσίας, η Σύνοδος εκφράζει το βαθύ της προβληματισμό σχετικά με τις τάσεις αναθεωρήσεως της κανονικής παραδόσεως, πράγμα το οποίο εμφανίζεται στις διατυπώσεις και στις ενέργειες ορισμένων εκπροσώπων της Αγίας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Βασιζόμενοι πάνω στη μη αποδεκτή από όλο το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ερμηνεία του ΚΗ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αυτοί οι ιεράρχες και θεολόγοι αναπτύσσουν ένα νέο εκκλησιολογικό δόγμα, το οποίο αποτελεί πρόκληση για την πανορθόδοξη ενότητα. Σύμφωνα με αυτό: α) μόνο εκείνη η Εκκλησία, η οποία ευρίσκεται σε κοινωνία με το Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως θεωρείται ότι ανήκει στην οικουμενική Ορθοδοξία, β) μόνο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας σε όλες τις χώρες της Ορθοδόξου Διασποράς, γ) στις χώρες αυτές μόνο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εκπροσωπεί τις απόψεις και τα συμφέροντα όλων των Ορθοδόξων κατά τόπους Εκκλησιών ενώπιον των κρατικών αρχών, δ) κάθε επίσκοπος ή κληρικός, ο οποίος υπηρετεί εκτός του κανονικού εδάφους της τοπικής του Εκκλησίας υπάγεται στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως, ακόμα και εάν δεν το αντιλαμβάνεται, και συνεπώς μπορεί, εάν θελήσει, να ενταχθεί στη δικαιοδοσία αυτή χωρίς απολυτήριο (όπως συνέβη στην περίπτωση του πρώην επισκόπου Σέργιεβο Βασιλείου) ε) το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ορίζει τα γεωγραφικά όρια των Εκκλησιών και εάν η θέση του δεν ταυτίζεται με τη θέση της α΄ή της β΄ Εκκλησίας πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, μπορεί να ιδρύσει εντός του εδάφους αυτής της Εκκλησίας τη δική του δικαιοδοσία (όπως συνέβη στην Εσθονία) ι) το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αποφασίζει μονόπλευρα για τη συμμετοχή η μή μιας τοπικής Εκκλησίας στις διορθόδοξες εκδηλώσεις.

Αυτή η προσέγγιση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως των δικών του δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τη μακραίωνη κανονική παράδοση, πάνω στην οποία στηρίζεται η ύπαρξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας και των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών, όπως επίσης και με τα πραγματικά ποιμαντικά τους καθήκοντα στον τομέα της διαποιμάνσεως της Διασποράς.

Θεωρώντας ότι όλα τα ως άνω ζητήματα μπορούν να λυθούν οριστικά μόνο στην Οικουμενική Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η παρούσα Σύνοδος καλεί την Αγιωτάτη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως στο εξής και μέχρι την εξέταση σε πανορθόδοξο επίπεδο των προαναφερθέντων καινοτομιών, να κρατεί επιφυλακτική στάση και να απέχει από ενέργειες, οι οποίες μπορούν να ανατινάξουν την ορθόδοξη ενότητα. Αυτό αφορά ειδικά τις προσπάθειες αναθεωρήσεως των κανονικών ορίων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Από την πλευρά της η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας εκφράζει την ετοιμότητά της να υπηρετεί με αφοσίωση την ορθόδοξη ενότητα συμβάλλοντας στην εναρμόνιση των συμφερόντων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στη Διασπορά στα πλαίσια διμερών και πολυμερών συνομιλιών και αναπτύσσοντας τη θετική εμπειρία της ποιμαντικής συνεργασίας, η οποία υπάρχει σε ορισμένες περιοχές, π.χ., στη Βόρεια Αμερική.

Η διακονία της ενότητας της Οικουμενικής Ορθοδοξίας απαιτεί από την Αγία μας Εκκλησία συνεχείς προσπάθειες για τη διαφύλαξη και της εσωτερικής μας ενότητας.

Σήμερα, όπως και σε όλες τις εποχές, μια από τις κυριότερες προκλήσεις της Αγίας Ορθοδοξίας είναι η διαφωνία πάνω σε διαφορετικά ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής. Μπορεί να μετατραπεί σε όργανο αντίθετο στην Εκκλησία του Χριστού, διαχωρίζοντας την σε κομμάτια, αλλά και αντίστροφα μπορεί να γίνει αιτία μιας εντονότερης συνειδητοποίησης και βίωσης της εκκλησιαστικής ενότητας. Ο Άγιος Απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει: «δεῖ γὰρ καὶ αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν» (Α Коρ. 11, 19).

Στις διαιρέσεις οδηγεί επίσης και επιβολή από ένα πρόσωπο ή μια ομάδα της προσωπικής απόψεως στα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας. Μάλιστα δε οι διαφωνούντες κατηγορούνται ως προδότες της Ορθοδοξίας και αποστάτες της σωτηρίας της αληθείας. Αυτοί την πορεία ακολούθησαν όλοι οι αιρετικοί και σχισματικοί, διότι στην έπαρσή τους νόμιζαν ότι το Πνεύμα το Άγιο ομιλεί μόνο δια του στόματος τους και όχι δια του καθολικού πληρώματος της Εκκλησίας. Η υπέρβαση των διαφωνιών καθίσταται αδύνατη μέσα στην εντατικοποίηση των καχυποψιών και της δυσπιστίας μεταξύ των μελών της Εκκλησίας. Προς αυτό το τέλος οδηγούν αναπόφευκτα οι προσβολές και οι ψευδείς κατηγορίες, οι οποίες σπέρνουν μεταξύ των πιστών την αποξένωση και σβήνουν το πνεύμα της αγάπης χωρίς το οποίο όπως γνωρίζουμε από τον Άγιο Απόστολο Παύλο όλες οι υπόλοιπες δωρεές δεν έχουν σημασία  (Α Коρ. 13, 1). Η εκκλησιαστική ενότητα υπονομεύεται από την διάδοση ψευδών φημών, αβέβαιων πληροφοριών και ακόμη περισσότερο από τη συκοφαντία.

Και αντίθετα, η ενότητα της Εκκλησίας διατηρείται χάρη στη διαφύλαξη της ευλάβειας και του αγαθοεργούς βίου, αποκορύφωμα του οποίου είναι η αγάπη. Όπως έγραφε ο άγιος Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, «στην αγάπη ανταμώνονται όσοι χώρισαν και συμφιλιώνονται οι μαχόμενοι και όλο και προσεγγίζονται περισσότερο οι συγγενείς και δεν υπάρχει θέση για στάσεις και φθόνο».

Η ενότητα οικοδομείται επίσης δια της διατηρήσεως της ευταξίας στην Εκκλησία. Όπως νουθετεί ο Άγιος Απόστολος Παύλος «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α Коρ. 14, 40). Γι’ αυτό το λόγο κύριος γνώμονας στην Εκκλησία του Θεού είναι οι ιεροί κανόνες και τα πειθαρχικά πρότυπα που πηγάζουν από τον όρκο του κληρικού.  Η παραβίασή τους προκαλεί μέσα στην Εκκλησία ταραχές και σχίσματα.

Είναι ανάγκη να εκμεταλλευθούμε πλήρως τις ευκαιρίες που προσφέρει η συνοδική διάρθρωση της εκκλησιαστικής ζωής — οι Σύνοδοι της Ιεραρχίας και η Ιερά Σύνοδος— για την υπέρβαση των διαφωνιών και τη συζήτηση των ζητημάτων που προβληματίζουν τη συνείδηση των πιστών. Σημαντικό συμπληρωματικό ρόλο στην υποστήριξη του έργου αυτών των εκκλησιαστικών σωμάτων μπορούν να διαδραματίζουν τα συνέδρια και οι συζητήσεις επί στρογγυλής τραπέζης πάνω στα εσωτερικά εκκλησιαστικά ζητήματα και διεξαγωγή συζητήσεων στα Ορθόδοξα ΜΜΕ. Πρέπει να δοθεί προσοχή στη διαμόρφωση του πνευματικού πολιτισμού και του ηθικού περιβάλλοντος των εκκλησιαστικών συζητήσεων πάνω σε διάφορα θέματα.

Πιστεύουμε ότι η Αγία μας Εκκλησία, η οποία πέρασε την οδό της μαρτυρίας και της ομολογίας, έχει μέσα της δυνάμεις ώστε να διαφυλάξει και στο εξής τη Θεία εντολή της ενότητας υπερβαίνοντας δυσκολίες, σκάνδαλα και πειρασμούς που συναντάει στο δρόμο της.

+ ὁ Μόσχας καὶ Πασῶν τῶν Ρωσσιῶν

Ἀλέξιος 

Μέλη του Προεδρείου της Συνόδου της Ιεραρχίας:

Βλαδίμηρος, Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας

Δανιήλ, Μητροπολίτης Τόκιο και πάσης Ιαπωνίας

Βλαδίμηρος, Μητροπολίτης Αγίας Πετρουπόλεως και Λάδογκας

Φιλάρετος, Μητροπολίτης Μινσκ και Σλούτσκ, Пατριαρχικός Έξαρχος πάσης Λευκορωσίας

Ιουβενάλιος, Μητροπολίτης Κρουτίτσης και Κολόμνας

Κύριλλος, Μητροπολίτης Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ, Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων

Кλήμης, Μητροπολίτης Καλούγας και Μπόροφσκ, Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου Μόσχας

Βλαδίμηρος, Μητροπολίτης Κισινέφ και πάσης Μολδαβίας

Ιλαρίων, Μητροπολίτης Ανατολικής Αμερικής και Νέας Υόρκης, Πρωθιεράρχης της Ρωσικής Υπερόριας Εκκλησίας

Βλαδίμηρος, Μητροπολίτης Τασκένδης και Κεντρικής Ασίας

Αλέξανδρος, Μητροπολίτης Ρίγας και πάσης Λετονίας

Κορνήλιος, Μητροπολίτης Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας

Ιννοκέντιος, Αρχιεπίσκοπος Χερσώνος

Ιωάννης, Αρχιεπίσκοπος Μπέλγκοροντ και Στάρυ Οσκόλ

Κύριλλος, Αρχιεπίσκοπος Γιαροσλάβλ και Ροστώφ