XVI.1. Οι λαοί και τα κράτη συνάπτουν μεταξύ τους οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές και άλλες σχέσεις. Ως αποτέλεσμα κράτη δημιουργούνται και εξαφανίζονται, αλλάζουν τα σύνορά τους, ενώνονται ή διαιρούνται, επίσης δημιουργούν ή καταργούν διάφορες ενώσεις. Η Αγία Γραφή περιλαμβάνει πολλές ιστορικές μαρτυρίες για την οικοδομή των διεθνών σχέσεων.
Ένα από τα πρώτα παραδείγματα μιας διαφυλετικής συμφωνίας, η οποία συνάφθηκε μεταξύ του ιδιοκτήτη του χωραφιού Αβιμελέχ και του ξένου Αβραάμ, περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης ως εξής: «καὶ εἶπεν ᾿Αβιμέλεχ…πρὸς ῾Αβραὰμ λέγων…νῦν οὖν ὄμοσόν μοι τὸν Θεόν, μὴ ἀδικήσειν με μηδὲ τὸ σπέρμα μου, μηδὲ τὸ ὄνομά μου· ἀλλὰ κατὰ τὴν δικαιοσύνην, ἣν ἐποίησα μετὰ σοῦ, ποιήσεις μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ τῇ γῇ, ᾗ σὺ παρῴκησας ἐν αὐτῇ…καὶ εἶπεν ῾Αβραάμ· ἐγὼ ὀμοῦμαι… καὶ διέθεντο ἀμφότεροι διαθήκην» (Γεν. 21. 22-24,27). Οι συμφωνίες μείωναν τον κίνδυνο των πολέμων και των συγκρούσεων (Γεν. 26. 26-31, Ιη. Ναυη. 9. 3-27). Ενίοτε χάρη στις συμφωνίες και στην επίδειξη καλής θέλησης αποτρέπονταν οι αιματοχυσίες (Α΄ Βασ. 25. 18-35, Β’ Βασ. 21. 15-22). Οι πόλεμοι τελείωναν με συνθήκες (Γ΄ Βασ. 20. 26-34). Η Βίβλος αναφέρει και τις πολεμικές συμμαχίες (Γεν. 14. 13, Κρητ. 3. 12-13, Γ΄ Βασ. 22. 2-29, Ιερ. 37. 5-7). Κάποτε η στρατιωτική βοήθεια παρείχετο με χρήματα και με άλλες υλικές αξίες (Δ΄Βασ. 16. 7-9, Γ΄ Βασ. 15. 17-20). Η συμφωνία μεταξύ του Σολομώντος και του Χιράμ είχε χαρακτήρα οικονομικής συμμαχίας: «Ιδοὺ οἱ δοῦλοί μου μετὰ τῶν δούλων σου καὶ τὸν μισθὸν δουλείας σου δώσω σοι κατὰ πάντα ὅσα ἐὰν εἴπῃς ὅτι σὺ οἶδας ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν εἰδὼς ξύλα κόπτειν καθὼς οἱ Σιδώνιοι… καὶ ἦν εἰρήνη ἀνὰ μέσον Χιραμ καὶ ἀνὰ μέσον Σαλωμων καὶ διέθεντο διαθήκην ἀνὰ μέσον ἑαυτῶν» (Γ Βασ. 5. 6,12). Με συνομιλίες με τη μεσολάβηση πρέσβεων συζητούντο τέτοια θέματα όπως, το ενδεχόμενο διάβασης ένοπλων ομάδων μέσα από ξένη εδάφη (Αριθ. 20. 14-17, 21. 21-22), οι εδαφικές διαφορές (Κρίτ. 11. 12-28). Οι συμφωνίες μπορούσαν να περιλαμβάνουν και την παραχώρηση εδαφών από έναν λαό σε άλλον (Γ΄ Βασ. 9. 10-12, Γ΄Βασ. 20. 34).
Επίσης στη Βίβλο περιλαμβάνονται και οι περιγραφές έξυπνων διπλωματικών κινήσεων, οι οποίες συνδέονταν με την ανάγκη προστασίας από κάποιον ισχυρό εχθρό (Ιης.Ναυ. 9. 3-27, Β΄ Βασ. 15. 32-37, 16. 16-19, 17. 1-16). Η ειρήνη ενίοτε εξαγοραζόταν (Δ΄ Βας. 12. 18) ή ανταλλασσόταν με δώρα. Αναμφισβήτητα ένας από τους τρόπους επιλύσεως των διαφορών και των διενέξεων ήταν οι πόλεμοι, στους οποίους αναφέρονται συχνά τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Άλλωστε στην Αγία Γραφή υπάρχουν παραδείγματα συνομιλιών, οι οποίες απέβλεπαν στην αποτροπή του πολέμου πριν την έναρξή του (Δ΄ Βασ. 14. 9-10). Η πρακτική επιτεύξεως συμφωνιών την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης θεμελιωνόταν στις θρησκευτικές και ηθικές αρχές. Έτσι, ακόμα και η συμφωνία με τους Γαβαωνίτες, η οποία συνάφθηκε εξαιτίας της απάτης εκ μέρους των τελευταίων, αναγνωρίσθηκε ως έγκυρη λόγω της ιεράς φόρμουλας: «ὠμόσαμεν αὐτοῖς κύριον τὸν θεὸν Ισραηλ καὶ νῦν οὐ δυνησόμεθα ἅψασθαι αὐτῶν» (Ιησ. 9. 19). Η Βίβλος περιέχει την απαγόρευση να συναφθεί συμμαχία με αμαρτωλές ειδωλολατρικές φυλές (Εξ. 34. 15). Πάντως οι αρχαίοι Ιουδαίοι παραβίαζαν αυτή την εντολή. Οι διάφορες συμφωνίες και συμμαχίες επίσης παραβιάζονταν συχνά.
Το χριστιανικό ιδεώδες της συμπεριφοράς του λαού και της κυβέρνησης στον τομέα των διεθνών σχέσεων συνίσταται στο «χρυσό κανόνα»: «Πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς·» (Ματθ. 7. 12). Καταφεύγοντας σε αυτή την αρχή όχι μόνο στον προσωπικό αλλά και στον κοινωνικό βίο, οι Ορθόδοξοι χριστιανοί δεν πρέπει να λησμονούν ότι «ο Θεός δεν είναι μέσα στην ισχύ αλλά στη δικαιοσύνη». Ταυτόχρονα εάν κάποιος ενεργεί εναντίον της δικαιοσύνης, τότε για την αποκατάσταση αυτής χρειάζονται ενίοτε περιοριστικές ή ακόμα και βίαιες ενέργειες εναντίον των άλλων κρατών και λαών. Είναι ευρέως γνωστό ότι λόγω της διαφθοράς της ανθρώπινης φύσης από την αμαρτία τα έθνη και τα κράτη σχεδόν αναπόφευκτα έχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, τα οποία σχετίζονται συγκεκριμένα με την επιδίωξη της κατοχής της γης, της πολιτικής και στρατιωτικής επικράτησης, της αποκομιδής μεγαλύτερων δυνατόν κερδών από την παραγωγή και το εμπόριο. Η ανάγκη που προκύπτει για την προστασία των συμπατριωτών επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στην προθυμία του προσώπου να θυσιάσει τα συμφέροντά του για το καλό του άλλου λαού. Ωστόσο οι Ορθόδοξοι χριστιανοί και οι κοινότητές τους καλούνται να επιδιώκουν τη δημιουργία εκείνων των διεθνών σχέσεων, οι οποίες θα υπηρετήσουν το μέγιστο καλό και τη ικανοποίηση των νόμιμων συμφερόντων του λαού τους, των ομόρων λαών και ολόκληρης της πανανθρώπινης οικογένειας.
Οι σχέσεις μεταξύ λαών και κρατών πρέπει να αποβλέπουν στην ειρήνη, την αλληλοβοήθεια και τη συνεργασία. Ο Απόστολος Παύλος δίνει εντολή στους χριστιανούς: «Εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. 12. 18). Ο Άγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος Μόσχας στην ομιλία του με την ευκαιρία της σύναψης της συμφωνίας ειρήνης το 1856 αναφέρει: «Να θυμηθούμε το νόμο, να εφαρμόσουμε το θέλημα του Θείου Αρχηγού της Ειρήνης, να μη θυμηθούμε το κακό, να συγχωρέσουμε τις προσβολές, να είμαστε ειρηνικοί ακόμα και μετά των «μισούντων τὴν εἰρήνην» (Ψαλ. 119. 7), ακόμα δε περισσότερο με όσους προτείνουν την παύση της έχθρας και απλώνουν τη χείρα της ειρήνης». Με όλη την κατανόηση του αναπόφευκτου των διεθνών διαμαχών και αντιθέσεων στον πεπτωκότα κόσμο, η Εκκλησία καλεί τους έχοντας την εξουσία να αντιμετωπίζουν τις οποιεσδήποτε διαφορές αναζητώντας αμοιβαία αποδεκτές λύσεις. Τάσσεται στο πλευρό των θυμάτων τόσο της επιθετικότητας, όσο και της παράνομης και ηθικά αδικαιολόγητης εξωτερικής πολιτικής πίεσης. Η Εκκλησία αντιλαμβάνεται τη χρήση της πολεμικής δύναμης ως έσχατο μέσο άμυνας από την ένοπλη επίθεση εκ μέρους άλλων κρατών. Αυτή την προστασία με τη μορφή βοήθειας μπορεί να παρέχει και το Κράτος, το οποίο δεν είναι άμεσο αντικείμενο επιθέσεως, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου.
Οι σχέσεις του Κράτους με τον εξωτερικό κόσμο θεμελιώνονται επί των αρχών της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας. Η Εκκλησία θεωρεί αυτές τις αρχές θεμελιώδεις για την προστασία από τον ίδιο τον λαό των νόμιμων συμφερόντων του και ακρογωνιαίο λίθο στις διεθνείς συμβάσεις και, σε τελική ανάλυση, ολόκληρου του διεθνούς δικαίου. Ταυτόχρονα για τη χριστιανική συνείδηση καθίσταται σαφές ότι οποιοιδήποτε ανθρώπινοι θεσμοί, ακόμα και η κυρίαρχη εξουσία του Κράτους, έχουν σχετικό χαρακτήρα ενώπιον της παντοδυναμίας του Θεού. Η ιστορία αποδεικνύει τον αβέβαιο χαρακτήρα του γίγνεσθαι, των συνόρων και των μορφών των κρατών που δημιουργούνται τόσο με βάση εδαφική και εθνική, όσο και για λόγους οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους παρόμοιους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς να αρνείται την ιστορική σημασία του μονοεθνικού κράτους, ταυτόχρονα χαιρετίζει την οικειοθελή ενοποίηση των λαών σε ένα οργανισμό και τη δημιουργία των πολυεθνικών κρατών σε περίπτωση που δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα κανενός λαού. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να αγνοήσουμε την ύπαρξη στο σύγχρονο κόσμο της γνωστής αντίθεσης, από τη μία πλευρά, μεταξύ των κοινώς αναγνωρισμένων αρχών της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους και, από την άλλη, της επιδίωξης του λαού ή ενός μέρους αυτού για κρατική ανεξαρτησία. Οι διαμάχες και οι συγκρούσεις, οι οποίες έχουν ως αφετηρία τα παραπάνω, πρέπει να αντιμετωπίζονται ειρηνικά, με βάση το διάλογο και με την επιθυμία επίτευξης μιας όσο το δυνατόν περισσότερο εφικτής συμφωνίας. Χωρίς να λησμονεί ότι η ενότητα είναι καλό ενώ ο διχασμός είναι κακό, η Εκκλησία χαιρετίζει τις ενοποιητικές τάσεις των χωρών και των λαών, ιδιαίτερα δε όσων έχουν ιστορική και πολιτιστική κοινότητα, με την προϋπόθεση όμως ότι αυτές οι ενώσεις δεν στρέφονται εναντίον κάποιας τρίτης πλευράς. Η Εκκλησία θλίβεται όταν εξαιτίας της διάσπασης των πολυεθνικών κρατών διασπάται και η ιστορική κοινότητα των ανθρώπων, παραβιάζονται τα δικαιώματά τους και υποφέρουν οι πολλοί. Η διάλυση των πολυεθνικών κρατών μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε περίπτωση που ένας από τους λαούς ευρίσκεται υπό σαφή καταπίεση ή εάν η βούληση της πλειοψηφίας των κατοίκων της χώρας δεν τάσσεται υπέρ της διατήρησης της ενότητας.
Η πρόσφατη ιστορία απέδειξε ότι η διάλυση μιας σειράς κρατών της Ευρασίας προκάλεσε μια τεχνητή ρήξη λαών, οικογενειών και επιχειρηματικών κοινοτήτων, οδήγησε στην πρακτική της βίαιης μετακίνησης και εκτόπισης διαφόρων εθνικών, θρησκευτικών και κοινωνικών ομάδων, γεγονός το οποίο οδήγησε στην απώλεια των ιερών από τους λαούς. Η προσπάθεια της δημιουργίας μονοεθνικών κρατών στα συντρίμμια των ενώσεων αποτέλεσε τη βασική αφορμή των αιματηρών διεθνικών συγκρούσεων, οι οποίες τάραξαν την Ανατολική Ευρώπη.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω πρέπει να αναγνωρίσουμε την ωφελιμότητα της δημιουργίας διακρατικών ενώσεων, οι οποίες αποβλέπουν στην ενοποίηση των προσπαθειών στον τομέα της πολιτικής και της οικονομίας, καθώς και της κοινής προστασίας από την εξωτερική απειλή και της παροχής βοήθειας στα θύματα της επιθέσεως. Στη διακρατική οικονομική και εμπορική συνεργασία πρέπει να εφαρμόζονται οι ίδιοι ηθικοί κανόνες όπως και στη οικιακή και επιχειρηματική δραστηριότητα του ανθρώπου γενικότερα. Η συνεργασία μεταξύ λαών και κρατών σε αυτό τον τομέα πρέπει να βασίζεται στην τιμιότητα, στη δικαιοσύνη, στην επιδίωξη της επίτευξης αποδεκτών αποτελεσμάτων της κοινής εργασίας από όλους όσοι συμμετέχουν σε αυτή (πρβλ. XVI.3). Χαιρετίζεται η διεθνής συνεργασία στους πολιτιστικούς, επιστημονικούς, διαφωτιστικούς και πληροφοριακούς τομείς εάν αυτή αναπτύσσεται στη βάση της ισότητας και του αμοιβαίου σεβασμού, προσβλέπει στον εμπλουτισμό του κάθε εμπλεκόμενου λαού με την πείρα, τη γνώση και τους καρπούς των δημιουργικών επιτευγμάτων.
XVI.2. Στη διάρκεια του 20 αιώνα οι πολυμερείς διακρατικές σχέσεις οδήγησαν στη δημιουργία ενός πολυδιάστατου συστήματος διεθνούς δικαίου, το οποίο ήταν υποχρεωμένες να εφαρμόζουν οι χώρες που υπέγραψαν τις σχετικές συμβάσεις. Επίσης από τα κράτη συστήθηκαν διεθνείς οργανισμοί, οι αποφάσεις των οποίων ήταν δεσμευτικές για τις χώρες-μέλη. Οι κυβερνήσεις παραχώρησαν σε ορισμένους από αυτούς τους οργανισμούς μια σειρά αρμοδιοτήτων, οι οποίες αφορούν στην οικονομική, στην πολιτική και στη στρατιωτική δραστηριότητα και άπτονται σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο των διεθνών σχέσεων αλλά και της εσωτερικής ζωής των λαών. Το φαινόμενο της νομικής και της πολιτικής περιφερειοποίησης και παγκοσμιοποίησης αποτελεί πλέον πραγματικότητα.
Από τη μια πλευρά, αυτή η πορεία των διακρατικών σχέσεων συντελεί στην εντατικοποίηση της εμπορικής, της παραγωγικής, της στρατιωτικής και των άλλων ειδών συνεργασίας, η οποία υπαγορεύεται από τη φυσική ενδυνάμωση των διεθνών σχέσεων και από την ανάγκη της κοινής αντιμετώπισης των καθολικών προκλήσεων της σύγχρονης εποχής. Στην ιστορία της Ορθοδοξίας υπάρχουν παραδείγματα θετικής επίδρασης της Εκκλησίας στην ανάπτυξη των περιφερειακών διακρατικών σχέσεων. Οι διεθνείς οργανισμοί συμβάλλον στην επίλυση των διαφόρων διενέξεων και συγκρούσεων. Όμως, από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο κίνδυνος διαστάσεως μεταξύ της βούλησης των λαών και των αποφάσεων των διεθνών οργανισμών. Αυτοί οι οργανισμοί μπορούν να καταστούν μέσα άδικής κυριαρχίας των ισχυρών χωρών επί των αδυνάτων, των πλουσίων επί των φτωχών, των ανεπτυγμένων τεχνολογικά και πληροφορειακά επί των υπόλοιπων, να ακολουθούν την αρχή διπλών προτύπων στον τομέα της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου προς όφελος εκείνων των κρατών, τα οποία ασκούν μεγάλη επιρροή.
Όλα αυτά ωθούν την Ορθόδοξη Εκκλησία στο να προσεγγίσει τη διαδικασία της νομικής και της πολιτικής διεθνοποίησης με κριτική επιφυλακτικότητα, καλώντας τις αρχές, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο σε μια διπλή ευθύνη. Οποιεσδήποτε αποφάσεις, οι οποίες αφορούν στη σύναψη κρίσιμων διεθνών συμβάσεων αλλά και στον προσδιορισμό των θέσεων των χωρών στα πλαίσια της δράσεως των διεθνών οργανισμών, πρέπει να λαμβάνονται μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του λαού, η οποία βασίζεται στην πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση σχετικά με την ουσία και τις συνέπειες των σχεδιαζόμενων αποφάσεων. Όταν ασκείται μια πολιτική, η οποία συνδέεται με τη λήψη δεσμευτικών διεθνών συμβάσεων και με τις ενέργειες των διεθνών οργανισμών, οι κυβερνήσεις πρέπει να υπερασπίζονται την πνευματική, την πολιτιστική και άλλη ταυτότητα των χωρών και των λαών, καθώς και τα νόμιμα συμφέροντα των κρατών. Στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών πρέπει να εξασφαλίζεται η ισότητα των κυρίαρχων κρατών όσον αφορά στην πρόσβαση στους μηχανισμούς λήψεως αποφάσεων και στο δικαίωμα της οριστικής ψήφου ακόμα και κατά τον καθορισμό των βασικών διεθνών προτύπων. Οι συγκρούσεις και οι διενέξεις πρέπει να αντιμετωπιστούν μόνο με τη συμμετοχή και τη σύμφωνη γνώμη όλων των πλευρών, τα ζωτικά συμφέροντα των οποίων θίγονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η λήψη δεσμευτικών αποφάσεων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Πολιτείας, η οποία επηρεάζεται άμεσα από τις αποφάσεις αυτές, μπορεί να γίνει μόνο σε περίπτωση επίθεσης και μαζικών φόνων εντός της χώρας.
Έχοντας υπόψη την ανάγκη για μια πνευματική και ηθική επιρροή στις ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας, τη συνεργασία μαζί της, της φροντίδας της για τις ανάγκες του λαού και των συγκεκριμένων ανθρώπων, η Εκκλησία έρχεται σε διάλογο και σε συνεργασία με τους διεθνείς οργανισμούς. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας προβάλλει συνεχώς την πεποίθησή της σχετικά με την απόλυτη σημασία της πίστεως και της πνευματικής εργασίας για τους ανθρώπινους κόπους, αποφάσεις και θεσμούς.
XVI.3. Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει μόνο πολιτική και νομική, αλλά και πολιτιστική και πληροφοριακή διάσταση. Στο οικονομικό τομέα συνδέεται με την ίδρυση πολυεθνικών εταιριών, όπου συγκεντρώνονται τεράστιοι υλικοί και οικονομικοί πόροι και όπου εργάζεται ένας τεράστιος αριθμός πολιτών από διάφορες χώρες. Πρόσωπα, τα οποία ευρίσκονται επικεφαλής των διεθνών οικονομικών και χρηματοοικονομικών δομών, συγκεντρώνουν στα χέρια τους μια τεράστια εξουσία, η οποία δεν ελέγχεται από τους λαούς ή ακόμα και από τις κυβερνήσεις, και δεν αναγνωρίζει κανένα περιορισμό, ούτε όταν πρόκειται για τα κρατικά σύνορα, την εθνική και την πολιτιστική ταυτότητα, αλλά ούτε και για την ανάγκη διαφύλαξης της οικολογικής και της δημογραφικής σταθερότητας. Συχνά δεν θέλουν να υπολογίζουν τις παραδόσεις και τις θρησκευτικές αρχές των λαών, οι οποίοι εμπλέκονται στην υλοποίηση των σχεδίων αυτών. Η Εκκλησία δε μπορεί παρά να ανησυχεί για την κερδοσκοπία, με την οποία εκμηδενίζεται η εξάρτηση των εισοδημάτων από τους κόπους που καταβλήθηκαν. Μια από τις μορφές αυτής της κερδοσκοπίας είναι οι χρηματοοικονομικές «πυραμίδες», η κατάρρευση των οποίων οδηγεί στην απώλεια της προτεραιότητας της εργασίας και του ανθρώπου από το κεφάλαιο και τα μέσα παραγωγής.
Στον πολιτιστικό και στον πληροφοριακό τομέα η παγκοσμιοποίηση οφείλεται στην εξέλιξη των τεχνολογιών, οι οποίες διευκολύνουν τη μετακίνηση των ανθρώπων και των αντικειμένων, τη διάδοση και τη λήψη πληροφοριών. Οι κοινωνίες που κάποτε τις χώριζαν οι αποστάσεις και τα σύνορα, και ήταν στην πλειοψηφία τους ομογενείς, σήμερα έρχονται εύκολα σε επαφή και γίνονται πολυπολιτισμικές. Όμως η συγκεκριμένη διαδικασία συνοδεύεται από την προσπάθεια της επικράτησης μιας ελίτ πλουσίων επί των υπόλοιπων ανθρώπων, της επικράτηση αυτών των πολιτισμών και αντιλήψεων επί των υπολοίπων, πράγμα το οποίο είναι απαράδεκτο στο θρησκευτικό τομέα. Ως αποτέλεσμα παρατηρούμε την επιθυμία να παρουσιαστεί ως μοναδικός δυνατός ο καθολικός κοσμικός πολιτισμός, ο οποίος βασίζεται στην προσέγγιση της ελευθερίας του πεπτωκότου ανθρώπου ως μιας απόλυτης αξίας και ενός μέτρου της αλήθειας, που δεν περιορίζεται με τίποτε. Αυτή η εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης παραλληλίζεται από πολλούς χριστιανούς με την ανέγερση του Πύργου της Βαβέλ.
Αναγνωρίζοντας η Εκκλησία τον αναπόφευκτο και φυσιολογικό χαρακτήρα των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συντελούν στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, στη διάδοση των πληροφοριών και στην αποτελεσματική παραγωγική και επιχειρηματική δραστηριότητα, ταυτόχρονα τονίζει την εσωτερική αντίφαση αυτών των διαδικασιών και τους συναφείς με αυτές κινδύνους. Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση μαζί με την τροποποίηση των συνηθισμένων τρόπων οργάνωσης των οικονομικών διαδικασιών, αρχίζει και αλλάζει και τους παραδοσιακούς τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας και της άσκησης της εξουσίας. Δεύτερον, στα θετικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης έχουν πρόσβαση μονό εκείνα τα έθνη, τα οποία αποτελούν τη μειοψηφία της ανθρωπότητας και έχουν παρόμοια οικονομικά και πολιτικά συστήματα. Τα υπόλοιπα έθνη, στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα 5/6 του παγκόσμιου πληθυσμού, ευρίσκονται στο περιθώριο του παγκόσμιου πολιτισμού. Πέφτουν στην οικονομική εξάρτηση από τους χρηματιστές των ολίγων βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών και αδυνατούν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκης για την επιβίωσή τους. Μεταξύ των λαών αυτών αυξάνονται η δυσαρέσκεια και η απογοήτευση.
Η Εκκλησία θέτει ζήτημα του ολοκληρωτικού ελέγχου των πολυεθνικών εταιριών και των διαδικασιών, οι οποίες πραγματοποιούνται στον χρηματοοικονομικό τομέα της οικονομίας. Αυτός ο έλεγχος, ο οποίος αποβλέπει στην υποταγή οποιασδήποτε επιχειρηματικής και χρηματοοικονομικής δραστηριότητας στα συμφέροντα του ανθρώπου και του λαού, πρέπει να ασκείται μέσα από όλους τους μηχανισμούς, στους οποίους πρέπει να έχουν πρόσβαση η κοινωνία και η πολιτεία.
Η Εκκλησία, η Πολιτεία, οι κρατικοί θεσμοί, η κοινωνία των πολιτών και οι διεθνείς οργανισμοί πρέπει να αντιπαραθέσουν στον πνευματικό και τον πολιτιστικό επεκτατισμό, ο οποίος απειλεί με την ολοκληρωτική ενοποίηση, τις κοινές τους προσπάθειες για την εδραίωση στον κόσμο της πραγματικά ίσης και αμοιβαίας πολιτιστικής και πληροφοριακής ανταλλαγής, η οποία συνδυάζεται με την προστασία της ταυτότητας των εθνών και άλλων ανθρώπινων κοινωνιών. Ένας τρόπος της επιτεύξεως αυτού είναι η εξασφάλιση της πρόσβασης των χωρών και των λαών στους βασικούς τεχνολογικούς πόρους, που προσφέρουν τη δυνατότητα της καθολικής διάδοσης και λήψης των πληροφοριών. Η Εκκλησία υπενθυμίζει ότι πολλοί εθνικοί πολιτισμοί έχουν χριστιανικές ρίζες και οι χριστιανοί καλούνται να συμβάλουν στη σύσφιξη των αμοιβαίων σχέσεων της πίστης με την πολιτιστική κληρονομιά των ανθρώπων, αντιτασσόμενοι σθεναρά στα φαινόμενα του αντι-πολιτισμού και της εμπορευματοποίησης του πληροφοριακού και δημιουργικού χώρου.
Γενικά, η πρόκληση της παγκοσμιοποίησης απαιτεί από τη σύγχρονη κοινωνία μια αξιοπρεπή ανταπόκριση, η οποία βασίζεται στη φροντίδα για τη διαφύλαξη της ειρηνικής και αξιοπρεπούς ζωής όλων των ανθρώπων σε συνδυασμό με την επιδίωξη της πνευματικής τους τελειότητας. Ταυτόχρονα πρέπει να πετύχουμε εκείνη τη διάρθρωση του κόσμου, η οποία θα βασίζεται στις αρχές της δικαιοσύνης και της ισότητας των ανθρώπων ενώπιον του Θεού και θα αποκλείει την καταστολή της βούλησής τους από τα εθνικά και παγκόσμια κέντρα πολιτικής, οικονομικής και πληροφοριακής επιρροής.
XVI.4. Το σύγχρονο διεθνές και νομικό σύστημα θεμελιώνεται στην προτεραιότητα των συμφερόντων της επίγειας ζωής του ανθρώπου και των ανθρώπινων κοινωνιών απέναντι στις θρησκευτικές αξίες (ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όταν οι πρώτες και οι δεύτερες έρχονται σε σύγκρουση). Αυτή η προτεραιότητα θεσμοθετήθηκε και από τη νομοθεσία πολλών χωρών. Ευρίσκονται ενίοτε και στις αρχές της ρύθμισης των διάφορων μορφών της δράσεως των οργάνων της εξουσίας, της διάρθρωσης του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος κλπ. Αυτή η αρχή εφαρμόζεται από πολλούς κοινωνικούς φορείς που ασκούν μεγάλη επιρροή στην ανοικτή αντιπαράθεση με την πίστη και την Εκκλησία, έχοντας ως σκοπό την περιθωριοποίηση και την εκδίωξή τους από το κοινωνικό βίο. Αυτά τα φαινόμενα σχηματίζουν τη γενική εικόνα της εκκοσμίκευσης της ζωής της Πολιτείας και της κοινωνίας.
Σεβόμενη την κοσμοαντιληπτική επιλογή των άθρησκων και το δικαίωμά τους να επηρεάζουν τις κοινωνικές διαδικασίες, η Εκκλησία αδυνατεί ταυτόχρονα να αποδεχθεί θετικά εκείνη τη διάρθρωση του κόσμου, όταν στο επίκεντρο τοποθετείται το σκοτισμένο από την αμαρτία ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτός είναι ο λόγος γιατί η Εκκλησία αποδέχεται συνεχώς το ενδεχόμενο της συνεργασίας με τους ανθρώπους χωρίς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει την επικράτηση των χριστιανικών αξιών στη διαδικασία λήψεως των σπουδαίων κοινωνικών αποφάσεων τόσο στο εθνικό όσο και στο διεθνές επίπεδο. Προσπαθεί να πετύχει την αναγνώριση της νομιμότητας της θρησκευτικής κοσμοθεωρίας ως βάση για τις σημαντικές για την κοινωνία ενέργειες (ακόμα και κρατικές) και ως ουσιαστικό παράγοντα, ο οποίος πρέπει να επηρεάζει τη διαμόρφωση (τροποποίηση) του διεθνούς δικαίου και τη δράση των διεθνών οργανισμών.
________________
Οι Αρχές του Κοινωνικού Δόγματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας καλούνται να αποτελέσουν το γνώμονα για τους Συνοδικούς θεσμούς, τις επαρχίες, τις Ιερές Μονές, τις ενορίες και τα άλλα κανονικά εκκλησιαστικά ιδρύματα στις σχέσεις τους με τις κρατικές αρχές, με τα διάφορα κοσμικά σωματεία και οργανισμούς, με τα κοσμικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Με βάση αυτό το κείμενο οι εκκλησιαστικές αρχές λαμβάνουν αποφάσεις πάνω σε διάφορα ζητήματα, η επικαιρότητα των οποίων περιορίζεται από τα πλαίσια των συγκεκριμένων κρατών ή από τη μικρή χρονική περίοδο, καθώς και από τον επαρκώς ιδιαίτερο χαρακτήρα του εξεταζόμενου αντικειμένου. Το κείμενο εντάσσεται στο πρόγραμμα διδασκαλίας στα θεολογικά σχολεία του Πατριαρχείου Μόσχας. Σε περίπτωση αλλαγών στον κρατικό και στον κανονικό βίο, εμφάνισης σε αυτόν τον τομέα νέων σημαντικών για την Εκκλησία προβλημάτων, οι αρχές του κοινωνικού της δόγματος μπορούν να εξελιχθούν και να βελτιωθούν. Τα πορίσματα αυτής της διαδικασίας επικυρώνονται από την Ιερά Σύνοδο, την Τοπική Κληρικολαϊκή Σύνοδο ή από την Σύνοδο της Ιεραρχίας.