I.1. Η Εκκλησία είναι η συνέλευση όσων πιστεύουν στον Χριστό, ο Οποίος και καλεί τον κάθε ένα να εισέλθει σε αυτή. Μέσα σε αυτή «παν ουράνιο και επίγειο», πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό, διότι Αυτός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας «ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Εφ. 1. 22-23). Μέσα στην Εκκλησία δια της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος πραγματώνεται η θέωση του κτίσματος και εφαρμόζεται το αρχικό σχέδιο του Θεού για τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Η Εκκλησία είναι το αποτέλεσμα του λυτρωτικού έργου του Υιού, απεσταλμένου από τον Πατέρα και της αγιαστικής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο κατήλθε την μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής. Σύμφωνα με την έκφραση του Αγίου Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, ο Ίδιος ο Χριστός ηγήθηκε της ανθρωπότητας, έγινε η Κεφαλή της ανανεωμένης ανθρώπινης φύσεως – του σώματος Του, μέσα στο οποίο ευρίσκεται η πρόσβαση στη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησία αποτελεί την ενότητα του «νέου εν Χριστώ ανθρώπου», την «ενότητα της Θείας Χάριτος που διαμένει στην πολλαπλότητα των λογικών κτισμάτων υποταγμένων σε αυτή τη Χάρη» (А.Σ. Хоμιακώφ). “Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, βαθιά διχασμένοι από τη φυλή, το έθνος, τη γλώσσα, τον τρόπο ζωής, την εργασία, την επιστήμη, το αξίωμα και τον πλούτο… όλους αυτούς ανοικοδομεί η Εκκλησία μέσα στο Πνεύμα… Όλοι λαμβάνουν από αυτήν μια ενιαία φύση ακατάλυτη, μια φύση ανεπίδεκτη των πολλών και βαθιών επιδράσεων, οι οποίες ξεχωρίζουν τους ανθρώπους τον ένα από τον άλλο… Μέσα σε αυτή κανείς δε χωρίζεται από το κοινό, όλοι διαλύονται τρόπον τινά ο ένας στον άλλο δια της απλής και αχώριστης δύναμης της πίστεως” (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής).
I.2. Η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός. Ως σώμα Χριστού συνδέει μέσα της και τις δύο φύσεις, την Θεία και την Ανθρώπινη, με χαρακτηριστικές για κάθε μία ενέργειες και βουλήσεις. Η Εκκλησία συνδέεται με τον κόσμο δια της ανθρώπινης της, κτιστής φύσεως. Όμως συνεργάζεται με αυτόν όχι ως αποκλειστικά γήινος οργανισμός αλλά δια ολοκλήρου του μυστικού της πληρώματος. Η θεανθρώπινη φύση της Εκκλησίας είναι εκείνη, η οποία καθιστά εφικτή την ευλογημένη μεταμόρφωση και κάθαρση του κόσμου που πραγματοποιείται στην ιστορία μέσα από τη συνεργασία, τη «συνεργεία» μεταξύ των μελών και της Κεφαλής του εκκλησιαστικού σώματος.
Η Εκκλησία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, όπως επίσης δεν είναι εκ του κόσμου τούτου και ο Κύριος της ο Ιησούς Χριστός. Αλλά ήρθε στον κόσμο αυτό «ταπεινώσας» Εαυτόν έως τις συνθήκες του, σε ένα κόσμο που έπρεπε να σώσει και να αποκαταστήσει. Η Εκκλησία πρέπει να διέλθει μέσα από την πορεία της ιστορικής κενώσεως επιτελώντας τη δική της λυτρωτική αποστολή. Σκοπός της δεν είναι μόνο η σωτηρία των ανθρώπων σε αυτό το κόσμο αλλά και η αποκατάσταση του ίδιου του κόσμου. Η Εκκλησία καλείται να ενεργεί στον κόσμο κατά το παράδειγμα του Χριστού, να μαρτυρεί περί Αυτού και της Βασιλείας Του. Τα μέλη της Εκκλησίας καλούνται να συμμετέχουν στην αποστολή του Χριστού, στη διακονία του κόσμου, η οποία είναι εφικτή για την Εκκλησία μόνο ως καθολική διακονία, «ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ» (Ιω. 17. 21). Η Εκκλησία καλείται να συμβάλει στη σωτηρία του κόσμου, διότι ο Ίδιος ο Υιός του Ανθρώπου «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Мκ. 10. 45).
Ο Σωτήρας λέει για τον Εαυτό Του: “ἐγὼ δὲ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν.” (Λκ 22. 27). Η διακονία εν ονόματι της σωτηρίας του κόσμου και του ανθρώπου δεν μπορεί να περιορίζεται από εθνικά ή θρησκευτικά πλαίσια όπως αναφέρει σαφώς ο Ίδιος ο Κύριος στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Εκτός αυτού, τα μέλη της Εκκλησίας έρχονται σε επαφή με τον Χριστό, ο Οποίος βάσταξε όλες τις αμαρτίες και τις ταλαιπωρίες του κόσμου, όταν συναντώνται με κάθε πεινασμένο, άστεγο, ασθενή και φυλακισμένο. Η βοήθεια στους ταλαιπωρημένους αποτελεί, με την πλήρη σημασία της λέξεως, τη βοήθεια στον Ίδιο τον Χριστό και με την εφαρμογή της εντολής αυτής συνδέεται η αιώνια μοίρα του κάθε ανθρώπου (Μθ. 25. 31-46). Ο Χριστός καλεί τους μαθητές Του να μην περιφρονούν τον κόσμο αλλά να αποτελούν «το άλας της γης» και «το φως του κόσμου». Η Εκκλησία ως σώμα του Θεανθρώπου Χριστού είναι θεανθρώπινη. Αλλά εάν ο Χριστός είναι τέλειος Θεάνθρωπος η Εκκλησία δεν είναι ακόμα η τέλεια θεανθρωπότητα, διότι στη γη μάχεται με την αμαρτία και η ανθρωπότητά της, παρόλο ότι εσωτερικά είναι συνδεδεμένη με την Θεότητα, δεν την εκφράζει και δεν αντιστοιχεί σε πολλά σημεία της.
I.3. Η ζωή μέσα στην Εκκλησία στην οποία καλείται ο κάθε άνθρωπος, αποτελεί μια αδιάκοπη διακονία του Θεού και των ανθρώπων. Στην διακονία αυτή καλείται ολόκληρος ο λαός του Θεού. Τα μέλη του σώματος του Χριστού, συμμετέχοντας στην κοινή διακονία ασκούν και τις δικές τους ιδιαίτερες λειτουργίες. Ο καθένας λαμβάνει τη δική του δωρεά για τη διακονία όλων. “ἕκαστος καθὼς ἔλαβε χάρισμα, εἰς ἑαυτοὺς αὐτὸ διακονοῦντες ὡς καλοὶ οἰκονόμοι ποικίλης χάριτος Θεοῦ” (A Πετ. 4. 10). “ᾧ μὲν γὰρ διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, ἑτέρῳ δὲ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δὲ προφητεία, ἄλλῳ δὲ διακρίσεις πνευμάτων, ἑτέρῳ δὲ γένη γλωσσῶν, ἄλλῳ δὲ ἑρμηνεία γλωσσῶν. Πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται” ( Α Коρ. 12. 8-11). Οι δωρεές της ποικίλης χάριτος του Θεού χορηγούνται στον καθένα χωριστά, με σκοπό όμως την κοινή διακονία του λαό του Θεού (συμπεριλαμβανομένης και της διακονίας του κόσμου). Και αυτό αποτελεί την κοινή διακονία της Εκκλησίας, η οποία δεν επιτελείται στη βάση μόνο μιας, αλλά πολλών δωρεών. Η δε διαφορά των δωρεών συνεπάγεται και την διαφορά των διακονιών, αλλά «καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσι, καὶ ὁ αὐτὸς Κύριος· καὶ διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δὲ αὐτός ἐστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσιν» (Α Коρ. 12. 5-6).
Η Εκκλησία καλεί όλα τα πιστά της τέκνα να συμμετέχουν στην ζωή της κοινωνίας και η συμμετοχή αυτή πρέπει να βασίζεται στις αρχές της χριστιανική ηθικής. Στην αρχιερατική του προσευχή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρακαλεί τον Ουράνιο Πατέρα για όσους Τον ακολουθούσαν: ” οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ… Καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον· ” (Ιω. 17. 15,18). Είναι απαράδεκτη η μανιχαϊστική αποστροφή της ζωής του περιβάλλοντος κόσμου. Η συμμετοχή του χριστιανού μέσα σε αυτήν πρέπει να βασίζεται στην αντίληψη του ότι ο κόσμος, το κοινό, το κράτος αποτελούν αντικείμενο αγάπης του Θεού, διότι προορίζονται στη μεταμόρφωση και την κάθαρση πάνω στις αρχές της εντεταλμένης παρά του Θεού αγάπης. Ο χριστιανός πρέπει να βλέπει τον κόσμο και την κοινωνία υπό το φως του τελικού τους προορισμού, υπό το εσχατολογικό φως της Βασιλείας του Θεού. Οι διακρίσεις των δωρεών στην Εκκλησία εμφανίζονται με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της κοινωνικής της διακονίας. Ο αδιαίρετος εκκλησιαστικός οργανισμός συμμετέχει στη ζωή του περιβάλλοντος κόσμου με όλη του την πληρότητα, όμως ο ιερός κλήρος, ο μοναχισμός και οι λαϊκοί μπορούν με διαφορετικούς τρόπους και σε διάφορο βαθμό να πραγματοποιούν αυτή τη συμμετοχή.
I.4. Η Εκκλησία εκπληρώνει την αποστολή της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους όχι μόνο δια του άμεσου κηρύγματος, αλλά και δια της αγαθοεργίας, προορισμός της οποίας είναι η βελτίωση της πνευματικής, ηθικής και υλικής κατάστασης του περιβάλλοντος κόσμου. Για το σκοπό αυτό έρχεται σε επαφή με το Κράτος, ακόμα και αν δεν είναι χριστιανικό, όπως επίσης με διάφορους κοινωνικούς συνδέσμους και άτομα, ακόμα και αν δεν ταυτίζονται με τη χριστιανική πίστη. Χωρίς να προσδιορίζει ως άμεση αποστολή της τον ασπασμό της Ορθοδοξίας από όλους ως προϋπόθεση για συνεργασία, η Εκκλησία προσδοκεί ότι οι κοινές αγαθοεργίες θα οδηγήσουν τους συνεργάτες της και τους ανθρώπους στην επίγνωση της Αληθείας, θα τους βοηθήσει να διατηρήσουν ή να αποκαταστήσουν την πιστότητα στους εντεταλμένους από το Θεό ηθικούς κανόνες, θα τους προωθήσει στην ειρήνη, στην ομοφωνία και στην ευημερία κάτω από συνθήκες, στις οποίες η Εκκλησία μπορεί να επιτελεί με το καλύτερο τρόπο το σωτήριο έργο της.