I. Ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως θρησκευτική και ηθική διάσταση.
Ι.1. Η βασική έννοια, στην οποία στηρίζεται η θεώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Γι’ αυτό το λόγο εμφανίζεται η ανάγκη προβολής της εκκλησιαστικής απόψεως σχετικά με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Σύμφωνα με την βιβλική αποκάλυψη η ανθρώπινη φύση όχι μόνο εκτίσθη από τον Θεό αλλά είναι και προικισμένη με ιδιότητες του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Του (πρβλ. Γεν. 1, 26). Μόνο στηριζόμενος πάνω σε αυτή τη βάση μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι η ανθρώπινη φύση έχει έμφυτη αξιοπρέπεια. Συσχετίζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με την πράξη της θείας δημιουργίας ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε, ότι ο Θεός: «τό τε τῆς φύσεως ὁμότιμον ἰσότητι τῆς δωρεᾶς τιμῶν, καὶ δεικνὺς τὸν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ χρηστότητος» (Λόγος 14, «Περί φιλοπτωχίας»).
Με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου διαπιστώθηκε το γεγονός ότι και μετά την πτώση η ανθρώπινη φύση δεν απώλεσε την αξιοπρέπεια της διότι το κατ’ εικόνα έμεινε ακατάλυτο και συνεπώς έμεινε η δυνατότητα της αποκαταστάσεως της ανθρώπινης ζωής στην πλήρη αρχική της τελειότητα. Αυτό άλλωστε διατυπώνεται και στα λειτουργικά κείμενα της Ορθοδόξου Εκκλησίας: «Εἰκὼν εἰμι, τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων… Ὁ πάλαι μέν, ἐκ μὴ ὄντων πλάσας με, καὶ εἰκόνι σου θεία τιμήσας, παραβάσει ἐντολῆς δὲ πάλιν μὲ ἐπιστρέψας εἰς γὴν ἐξ ἦς ἐλήφθην, εἰς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν ἐπανάγαγε, τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι» (Ευλογητάρια, Νεκρώσιμη ακολουθία). Η πρόσληψη από τον Κύριο Ιησού Χριστό ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως χωρίς ἁμαρτίας (πρβλ. Εβρ. 4. 15) αποδεικνύει ότι η αξιοπρέπεια δεν συμπεριλαμβάνει τις αλλοιώσεις, οι οποίες προέκυψαν στη φύση αυτή ως αποτέλεσμα της πτώσεως.
I.2. Στην Ορθοδοξία η έμφυτη οντολογική αξιοπρέπεια του κάθε ανθρώπινου προσώπου, η οποία είναι η ύψιστη του αξία αναφέρεται στο κατ’ εικόνα ενώ η ανθρώπινη ζωή που αρμόζει στην αξιοπρέπεια αυτή σχετίζεται με το καθ’ ομοίωση, το οποίο με την χάρη του Θεού επιτυγχάνεται μέσα από την υπέρβαση της αμαρτίας, την απόκτηση της ηθικής καθαρότητας και των αρετών. Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος που έχει μέσα του το κατ’ εικόνα δεν πρέπει να υπερηφανεύεται για το υψηλό του αξίωμα, το οποίο δεν αποτελεί αμοιβή για τις προσωπικές του υπηρεσίες, αλλά είναι θείο δώρο. Ακόμη περισσότερο δεν πρέπει διά του δώρου αυτού να δικαιολογεί τις αδυναμίες η τα πάθη του αλλά αντίθετα να συνειδητοποιεί την ευθύνη για την κατεύθυνση και τον τρόπο ζωής που επέλεξε. Είναι προφανές ότι η ιδέα της ευθύνης ενυπάρχει αναπόσπαστα στην ίδια την έννοια της αξιοπρέπειας.
Έτσι στην χριστιανική παράδοση της Ανατολής η έννοια της «αξιοπρέπειας» έχει πρωτίστως ηθική διάσταση ενώ η αντίληψη για το τι είναι άξιο και ανάξιο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις ηθικές ή τις ανήθικες πράξεις του ανθρώπου και με την εσωτερική του κατάσταση. Έχοντας υπόψη την διεφθαρμένη λόγω της αμαρτίας κατάσταση της ανθρώπινης φύσεως κρίνεται σημαντική η σαφή διάκριση μεταξύ του αξιοπρεπούς και του αναξιοπρεπούς στην ανθρώπινη ζωή.
I.3. Αξιοπρεπής είναι μια ζωή, η οποία βιώνεται σύμφωνα με την αρχική κλίση που είναι έμφυτη στη φύση του ανθρώπου, πλασμένου για να μετέχει στην αγαθή ζωή του Θεού. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Εἰ γὰρ πλήρωμα μὲν ἀγαθῶν τὸ Θεῖον, ἐκείνου δὲ τοῦτο εἰκών· ἄρ’ ἐν τῷ πλῆρες εἶναι παντὸς ἀγαθοῦ, πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ἡ εἰκὼν ἔχει τὴν ὁμοιότητα» («Περί κατασκευής ανθρώπου», κεφ. 16). Γι΄αυτό ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής συνίσταται στην «παρομοίωσιν του Θεού εις την αρετή όσον είναι δυνατόν για τον άνθρωπο» («Έκδοσης ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως»), όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Στην πατερική παράδοση η αποκάλυψη αυτή του κατ’ εικόνα ονομάζεται θέωση.
Η θεοδώρητη αξιοπρέπεια επιβεβαιώνεται με την ύπαρξη σε κάθε άνθρωπο του ηθικού στοιχείου, το οποίο εκδηλώνεται ως η φωνή της συνείδησης. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του γράφει σχετικά: «τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων» (Ρωμ. 2, 15). Ακριβώς για αυτό το λόγο οι ηθικοί κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση καθώς και οι ηθικοί κανόνες της θείας αποκάλυψης φανερώνουν το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο και για τον προορισμό του. Τον καθοδηγούν στη θεάρεστη ζωή, η οποία αρμόζει στην θεόκτιστη ανθρώπινη φύση. Το μεγαλύτερο παράδειγμα αυτής της ζωής αποτελεί για όλο τον κόσμο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
I.4. Η ζωή στην αμαρτία είναι ανάξια για τον άνθρωπο, διότι δεν καταστρέφει μόνο τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά βλάπτει τους άλλους και το περιβάλλον. Η αμαρτία ανατρέπει την ιεραρχία σχέσεων μέσα στην ανθρώπινη φύση. Ευρίσκομενο στην αμαρτία το πνεύμα δεν κυριαρχεί επί του σώματος αλλά υποτάσσεται στη σάρκα. Πάνω σε αυτό το σημείο εστιάζει την προσοχή του ο Ιερός Χρυσόστομος: «Ἀλλ’ οὐκ οἶδ’ ὅπως ἡμεῖς ἀντεστρέψαμεν τὴν τάξιν, καὶ τοσαύτη γέγονεν ἡ τῆς κακίας ἐπίτασις, ὡς ταύτην ἀναγκάζειν τοῖς τῆς σαρκὸς βουλήμασιν ἐξακολουθεῖν» (Εις γένεσιν Ομιλία ΙΒ΄). Η κατά σάρκα ζωή είναι αντίθετη προς τις θείες εντολές και δεν αντιστοιχεί στην εμφυτευμένη από τον Θεό στην ανθρώπινη φύση ηθική. Υπό την επήρεια της αμαρτίας ο άνθρωπος συμπεριφέρεται εγωιστικά, στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους ζητώντας να ικανοποιήσει τις ανάγκες του εις βάρος των πλησίον. Μια τέτοια ζωή είναι επικίνδυνη για το ανθρώπινο πρόσωπο, την κοινωνία και το περιβάλλον, διότι διαταράσσει την αρμονία της υπάρξεως και συνοδεύεται από ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες, ασθένειες ενώ είναι εύτρωτος στις συνέπειες των περιβαλλοντολογικών καταστροφών. Μια ανήθικη ζωή δεν καταστρέφει μόνο οντολογικά τη θεοδώρητη αξιοπρέπεια αλλά την αμαυρώνει στο σημείο ώστε να γίνεται δυσδιάκριτη. Για αυτό και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να διακρίνουμε, πολύ δε περισσότερο να αναγνωρίσουμε σε έναν εγκληματία ή σε έναν τύραννο τη φυσική τους αξιοπρέπεια.
I.5. Για να αποκατασταθεί στον άνθρωπο η αντιστοιχία της αξιοπρέπειάς του ιδιαίτερη σημασία έχει η μετάνοια που βασίζεται στην συναίσθηση των αμαρτιών και στην επιθυμία να αλλάξει η ζωή. Όταν ο άνθρωπος μετανοεί αναγνωρίζει τη δυσαρμονία μεταξύ των λογισμών, των λόγων ή των πράξεων του και της θεοδώρητης αξιοπρέπειας και επιβεβαιώνει την αναξιότητά του ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας. Η μετάνοια δεν ταπεινώνει τον άνθρωπο αλλά τουναντίον του προσφέρει ένα ισχυρό κίνητρο για τον πνευματικό του αγώνα, για μια δημιουργική αλλαγή της ζωής του, για τη διατήρηση της καθαρότητας της θεοδώρητης αξιοπρέπειας και της αναπτύξεως σε αυτή.
Ακριβώς για το λόγο αυτό η πατερική και ασκητική σκέψη καθώς και η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας ομιλούν περισσότερο για την καθοριζόμενη από την αμαρτία αναξιότητα του ανθρώπου παρά για την αξιοπρέπεια του. Έτσι στην προσευχή του Μεγάλου Βασιλείου η οποία αναγιγνώσκεται από τους ορθοδόξους χριστιανούς προ της Θείας Μεταλήψεως αναφέρεται συγκεκριμένα: «Διὸ κἀγώ, εἰ καὶ ἀνάξιός εἰμι τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ αὐτῆς τῆς προσκαίρου ζωῆς, ὅλον ἐμαυτὸν ὑποτάξας τῃ ἁμαρτίᾳ, καὶ ταῖς ἡδοναῖς δουλώσας, καὶ τὴν Σὴν ἀχρειώσας Εἰκόνα, ἀλλὰ ποίημα καὶ πλάσμα Σὸν γεγονώς, οὐκ ἀπογινώσκω τὴν ἐμαυτοῦ σωτηρίαν ὁ ἄθλιος. Τῆ δὲ Σῆ ἀμετρήτω εὐσπλαχνίᾳ θαρρήσας προσέρχομαι».
Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση η διατήρηση από τον άνθρωπο της θεοδώρητης αξιοπρέπειας και η ανάπτυξη σε αυτή καθορίζεται από τη ζωή σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες, διότι αυτοί εκφράζουν την πρωτογενή, δηλαδή την αληθινή φύση του ανθρώπου που δεν αμαυρώθηκε από την αμαρτία. Για αυτό το λόγο ανάμεσα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στην ηθική υφίσταται μια άμεση σχέση. Εκτός αυτού, η αναγνώριση της αξιοπρέπειας του προσώπου σημαίνει την επιβεβαίωση της ηθικής του ευθύνης.