4.1. Περισσότερο από δύο αιώνες η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία διεξάγει θεολογικό διάλογο με τους ετεροδόξους. Ο διάλογος αυτός χαρακτηρίζεται από το σύνδεσμο της δογματικής συνέπειας και της αδελφικής αγάπης. Αυτή η αρχή διατυπώθηκε στην «Απάντηση της Αγιωτάτης Συνόδου προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο» (1903) σχετικά με τη μέθοδο του θεολογικού διαλόγου με τους Αγγλικανούς και τους Παλαιοκαθολικούς: ως προς τους ετεροδόξους «πρέπει να επιδεικνύεται αδελφική ετοιμότητα να τους βοηθήσουμε με διασαφηνίσεις, το σύνηθες ενδιαφέρον για τις καλύτερες επιθυμίες τους, η κατά το δυνατόν επιείκεια ως προς τις φυσικές απορίες που οφείλονται στον επί αιώνες χωρισμό, αλλά ταυτόχρονα και η σταθερή ομολογία της αλήθειας της Οικουμενικής μας Εκκλησίας ως φύλακα της κληρονομιάς του Χριστού και του ενός και μοναδικού σωτήριου κιβωτού της Θείας χάριτος… Η αποστολή μας απέναντι σε αυτούς πρέπει να συνίσταται στο ότι, χωρίς να θέτουμε επιπλέον εμπόδια με την απαράδεκτη μισαλλοδοξία και καχυποψία μας προς την επανένωση, να τους αποκαλύψουμε την πίστη μας και την ακλόνητη πεποίθηση ότι μόνο η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η οποία διατήρησε απαρασάλευτα ακέραιη την παρακαταθήκη του Χριστού είναι κατά το παρόν η Οικουμενική Εκκλησία και με τον τρόπο αυτό να αποδείξουμε έμπρακτα αυτά, τα οποία πρέπει να λάβουν υπόψη τους και το τι πρέπει να αποφασίσουν εάν πραγματικά πιστεύουν στη σωτήρια συμμετοχή στην Εκκλησία και επιθυμούν από καρδιάς να ενταχθούν στους κόλπους αυτής…».   

4.2. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαλόγων που διεξάγει η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με τους ετεροδόξους είναι ο θεολογικός τους χαρακτήρας. Σκοπός του θεολογικού διαλόγου είναι να εξηγηθούν στους ετεροδόξους εταίρους η εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα θεμέλια της δογματικής της διδασκαλίας, της κανονικής της δομής, η άμβλυνση των ερωτηματικών και των υφιστάμενων στερεοτύπων.

4.3. Οι εκπρόσωποι της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας διεξάγουν τους διαλόγους με τους ετεροδόξους με βάση την πιστότητα στην αποστολική και αγιοπατερική Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στη διδασκαλία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ταυτόχρονα αποκλείεται κάθε δογματική υποχώρηση και συμβιβασμός της πίστης. Κανένα κείμενο ή υλικό των θεολογικών διαλόγων και συνομιλιών δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες μέχρι την οριστική του έγκριση από το Ορθόδοξο Πλήρωμα.

4.4. Από την άποψη των Ορθοδόξων η οδός της επανένωσης για τους ετεροδόξους είναι η οδός της ίασης και της μεταμόρφωσης της δογματικής συνείδησης. Στην πορεία αυτή πρέπει να επανεξετάσουν θέματα, τα οποία συζητήθηκαν την εποχή των Οικουμενικών Συνόδων. Είναι σημαντικό ότι στα πλαίσια του διαλόγου με τους ετεροδόξους μελετάται η πνευματική και θεολογική κληρονομιά των αγίων πατέρων, των εκφραστών της πίστης της Εκκλησίας.

4.5. Η μαρτυρία δε μπορεί να είναι μονόλογος, διότι προϋποθέτει την ύπαρξη ακροατών, προϋποθέτει την επικοινωνία. Διάλογος σημαίνει την ύπαρξη δυο πλευρών, το αμοιβαίο άνοιγμα για επικοινωνία, την προθυμία για την κατανόηση και όχι μόνο τα «ανοιχτά αυτιά» αλλά και την «διευρυμένη καρδιά» (Β Κορ. 6.11). Για το λόγο αυτό το πρόβλημα της θεολογικής γλώσσας, της κατανόησης και της διερμηνείας πρέπει να καταστεί ένα εκ των σπουδαιοτέρων μέσων στο διάλογο της Ορθόδοξης θεολογίας.

4.6. Μεγάλη ευχαρίστηση και έμπνευση προκαλεί το γεγονός ότι η ετερόδοξη θεολογική σκέψη, στο πρόσωπο των καλύτερων εκπροσώπων αυτής, εκφράζει ειλικρινές και έντονο ενδιαφέρον για τη μελέτη της αγιοπατερικής κληρονομιάς, των δογμάτων και της διάρθρωσης της αρχαίας Εκκλησίας. Ταυτόχρονα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στις σχέσεις μεταξύ Ορθόδοξης και ετερόδοξης θεολογίας υφίστανται ακόμα πολλά άλυτα προβλήματα και διαφωνίες. Μάλιστα δε ακόμα και η τυπική ομοιότητα πολλών πτυχών της πίστεως κάθε άλλο παρά σημαίνει τη γνήσια ενότητα, διότι τα στοιχεία της δογματικής διδασκαλίας στα πλαίσια της Ορθόδοξης παράδοσης και της ετερόδοξης θεολογίας ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο.

4.7. Ο διάλογος με τους ετεροδόξους επανέφερε την κατανόηση ότι η μόνη καθολική αλήθεια και ο κανόνας στα διάφορα πολιτιστικά και γλωσσικά πλαίσια μπορεί να εκφρασθεί και να ενσαρκωθεί σε διάφορες μορφές. Στην πορεία του διαλόγου πρέπει να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε την ιδιαιτερότητα του πλαισίου από την πραγματική απόκλιση από το καθολικό πλήρωμα. Πρέπει να μελετηθεί το θέμα των ορίων της πολυμορφίας μέσα στα πλαίσια της μίας καθολικής παράδοσης.

4.8. Πρέπει να προταθεί η σύσταση στα πλαίσια των θεολογικών διαλόγων κοινών ερευνητικών κέντρων, ομάδων και προγραμμάτων. Πρέπει να θεωρηθεί σημαντική η τακτική διεξαγωγή κοινών θεολογικών συνεδρίων, σεμιναρίων και επιστημονικών συναντήσεων, καθώς και η ανταλλαγή αντιπροσωπειών, η αμοιβαία πληροφόρηση και η ανάπτυξη κοινών εκδοτικών προγραμμάτων. Μεγάλη σημασία έχει επίσης και η ανταλλαγή εμπειρογνωμόνων, καθηγητών και θεολόγων.    

4.9. Επίσης μεγάλη σημασία έχει η αποστολή των θεολόγων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησία στα κορυφαία κέντρα της ετερόδοξης θεολογικής επιστήμης. Επίσης πρέπει να προσκληθούν ετερόδοξοι θεολόγοι στις Θεολογικές Σχολές της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη μελέτη της Ορθόδοξης θεολογίας. Μέσα στα προγράμματα των Θεολογικών Σχολών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας πρέπει να δοθεί μεγάλη έμφαση στη μελέτη της πορείας και των πορισμάτων των θεολογικών διαλόγων καθώς και στη μελέτη των ετεροδόξων διδασκαλιών.

4.10. Εκτός από τα θεολογικά θέματα ο διάλογος πρέπει να καλύπτει και ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων συνεργασίας της Εκκλησίας με τον κόσμο. Μια σημαντική κατεύθυνση της ανάπτυξης των σχέσεων με τους ετεροδόξους είναι η κοινή εργασία στον τομέα της διακονίας της κοινωνίας. Εκεί όπου αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διδασκαλία και την πνευματική πρακτική πρέπει να αναπτυχθούν κοινά προγράμματα θρησκευτικής εκπαίδευσης και κατήχησης.

4.11. Το ιδιαίτερο γνώρισμα των διμερών θεολογικών διαλόγων, σε αντίθεση με τις πολυμερείς σχέσεις και τη συμμετοχή στους διαχριστιανικούς οργανισμούς, είναι ότι οι διάλογοι αυτοί διεξάγονται από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με εκείνο το περιεχόμενο και εκείνη τη μορφή που η Εκκλησία θεωρεί ότι αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη στιγμή. Το μέτρο και το κριτήριο αποτελούν οι επιτυχίες του διαλόγου, η προθυμία των εταίρων στο διάλογο να λαμβάνουν υπόψη τη θέση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε ολόκληρο το φάσμα (και όχι μόνο των θεολογικών) των εκκλησιαστικών και κοινωνικών προβλημάτων.