2.1. Ο κυριότερος σκοπός των επαφών της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους ετεροδόξους είναι η αποκατάσταση της εντεταλμένης από τον Θεό ενότητας των χριστιανών (Ιω. 17, 21), η οποία εντάσσεται στα πλαίσια της Θείας Πρόνοιας και συνιστά την ουσία του χριστιανισμού. Αυτή είναι η προτεραιότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής της.
2.2. Στα πλαίσια της Θείας εντολής για ενότητα, η αδιαφορία απέναντι στο στόχο αυτό ή η απόρριψη αυτού είναι αμαρτία. Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο «κύριο μέλημα όσων εργάζονται ειλικρινά και αυθεντικά για τον Κύριο είναι η επαναφορά στην ενότητα των διαιρεμένων μεταξύ τους Εκκλησιών».
2.3. Όμως, αναγνωρίζοντας την ανάγκη της αποκατάστασης της διαταραγμένης χριστιανικής ενότητας, η Ορθόδοξη Εκκλησία ισχυρίζεται ότι η πραγματική ενότητα θα καταστεί εφικτή μόνο στους κόλπους της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Όλα τα υπόλοιπα «πρότυπα» για την ένωση αποδεικνύονται απαράδεκτα.
2.4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να δεχθεί την θέση ότι, παρά τις ιστορικές διαιρέσεις η θεμελιακή και βαθιά ενότητα των χριστιανών δεν διαταράχθηκε και η Εκκλησία πρέπει να νοείται ως συμπίπτουσα με όλο τον «χριστιανικό κόσμο»· ότι η χριστιανική ενότητα υφίσταται δήθεν πέρα από κάθε ομολογιακό φραγμό και ότι η διαίρεση των Εκκλησιών ανήκει αποκλειστικά στο ατελές επίπεδο των ανθρώπινων σχέσεων. Σύμφωνα με αυτό το δόγμα η Εκκλησία παραμένει μια, όμως αυτή η ενότητα δεν εκφράζεται επαρκώς με μια ορατή μορφή. Στα πλαίσια αυτού του προτύπου της ενότητας ο σκοπός των χριστιανών δεν είναι η αποκατάσταση της απολεσθείσης ενότητας αλλά η φανέρωση της ενότητας, η οποία υφίσταται αναπόσπαστα. Μέσα σε αυτό το πρότυπο επαναλαμβάνεται η διδασκαλία για την «αόρατη εκκλησία» η οποία εμφανίσθηκε την εποχή της Μεταρρύθμισης.
2.5. Είναι επίσης εντελώς απαράδεκτη και η λεγόμενη «θεωρία των κλάδων», η οποία συνδέεται με το ως άνω δόγμα και ισχυρίζεται ότι η κατάσταση, μέσα στην οποία ο χριστιανισμός υπάρχει με μορφή των διάφορων κλάδων, είναι ομαλή και συμφωνεί με την Πρόνοια.
2.6. Για την Ορθοδοξία είναι απαράδεκτος ο ισχυρισμός ότι οι χριστιανικές διαιρέσεις αποτελούν μια αναπόφευκτη ατέλεια της χριστιανικής ιστορίας και ότι υφίστανται μόνο στα ιστορικά πλαίσια και ότι μπορούν να θεραπευθούν ή να υπερβληθούν με τη βοήθεια των συμβιβαστικών διομολογιακών συμβάσεων.
2.7. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αδυνατεί να αναγνωρίσει την «ισοτιμία των ομολογιών». Οι αποσχισθείσες εκκλησίες δε μπορούν να επανενωθούν στη σημερινή τους κατάσταση. Οι υφιστάμενες δογματικές διαφωνίες πρέπει να υπερβληθούν και όχι απλά να παρακαμφθούν. Αυτό σημαίνει ότι η μόνη οδός προς την ενότητα είναι η οδός της μετάνοιας, της επιστροφής και της ανανέωσης.
2.8. Είναι απαράδεκτη η άποψη ότι όλες οι διαιρέσεις αποτελούν… τραγικές παρεξηγήσεις, και ότι οι διαφωνίες φαίνονται ασυμφιλίωτες μόνο εξαιτίας της έλλειψης αμοιβαίας αγάπης και της επιθυμίας να κατανοήσουμε ότι παρ’ όλες τις διαφορές υπάρχει μια επαρκής ενότητα και συμφωνία στα «βασικά». Οι διαιρέσεις δε μπορούν να ερμηνευθούν με τα ανθρώπινα πάθη, τον εγωισμό και ακόμα περισσότερα με κοινωνικούς ή πολιτικούς λόγους. Επίσης τυγχάνει απαράδεκτος ο ισχυρισμός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διαχωρίζει από τις χριστιανικές κοινότητες, με τις οποίες δεν έχει κοινωνία, τα δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα. Δεν πρέπει να περιορίζουμε όλες τις διαιρέσεις και τις διαφωνίες σε διάφορους μη θεολογικούς παράγοντες.
2.9. Η Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει επίσης και τη θέση ότι η ενότητα του χριστιανικού κόσμου μπορεί να αποκατασταθεί μόνο χάρη στην κοινή χριστιανική διακονία του κόσμου. Η χριστιανική ενότητα δεν μπορεί να αποκατασταθεί με μια συμφωνία επί κοσμικών θεμάτων, στα πλαίσια της οποίας οι χριστιανοί θα αναδειχθούν μεν ενωμένοι στα δευτερεύοντα, αλλά στα πρωτεύοντα θέματα θα μείνουν, όπως και στο παρελθόν, χωρισμένοι.
2.10. Είναι απαράδεκτο να περιορίσουμε τη συμφωνία στην πίστη μέσα σε ένα στενό κύκλο απαραίτητων αληθειών, ώστε εκτός των ορίων αυτού του κύκλου να επιτρέψουμε την «ελευθερία στα αμφισβητούμενα». Είναι απαράδεκτη ακόμα και η ίδια η διάθεση της ανεκτικότητας απέναντι στη διαφωνία στην πίστη. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να συγχέουμε την ενότητα της πίστεως με τις μορφές της εκφράσεως αυτής.
2.11. Η διαίρεση του χριστιανικού κόσμου είναι η διαίρεση στην εμπειρία της πίστεως και όχι μόνο στις διατυπώσεις της διδασκαλίας. Πρέπει να επιτευχθεί πλήρης και ειλικρινής συμφωνία στην εμπειρία της πίστεως και όχι μόνο στην τυπική της έκφραση. Η τυπική ομολογία πίστεως δεν εξαντλεί την ενότητα της Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι αποτελεί έναν από τους απαραίτητους λόγους της υπάρξεως αυτής.
2.12. Η ενότητα της Εκκλησίας είναι πρώτα από όλα η ενότητα και η κοινωνία στα Μυστήρια. Όμως η γνήσια κοινωνία στα Μυστήρια δεν έχει τίποτε κοινό με τη λεγόμενη πρακτική της «μυστηριακής κοινωνίας» (intercommunion). Η ενότητα μπορεί να πραγματώνεται μόνο μέσα στην ταυτότητα της ευλογημένης εμπειρίας και ζωής, στην πίστη της Εκκλησίας και στο πλήρωμα της μυστηριακής ζωής στο Άγιο Πνεύμα.
2.13. Η αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας στην πίστη και στην αγάπη μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την άνωθεν βοήθεια, ως δωρεά του Παντοδύναμου Θεού. Η πηγή της ενότητας ευρίσκεται στον Θεό και για το λόγο αυτό οι ανθρώπινες προσπάθειες για την αποκατάσταση αυτής θα αποβούν μάταιες, διότι «ἐάν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλ. 126, 1). Μόνο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Οποίος έδωσε την εντολή για την ενότητα, είναι Εκείνος που μπορεί να δώσει και τις δυνάμεις για την εφαρμογή αυτής, διότι Αυτός είναι «η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή» (Ιω. 14, 6). Ο σκοπός των ορθοδόξων χριστιανών είναι η συνεργασία με τον Θεό στο έργο της σωτηρίας στον Χριστό.