Κατά τη διάρκεια σχεδόν μιας εκατονταετίας η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας διεξάγει διάλογο με την οικουμενική κίνηση. Ο Οικουμενισμός είναι ένα πολύμορφο φαινόμενο. Αρχικά δήλωνε την επιδίωξη προσέγγισης μεταξύ των χριστιανών, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται με πολύ διαφορετικές σημασίες. Για αυτό το λόγο πρέπει να γίνει μια σαφή διάκριση μεταξύ «οικουμενισμού», «οικουμενικής κίνησης» από τη μια πλευρά, και «οικουμενικών επαφών της Ορθοδόξου Εκκλησίας» ή «συμμετοχής των ορθοδόξων στην οικουμενική κίνηση», από την άλλη. Ο σπουδαιότερος σκοπός της ορθόδοξης συμμετοχής στην οικουμενική κίνηση πάντα ήταν, και πρέπει να είναι, η μαρτυρία της πίστεως και της καθολικής παράδοσης της Εκκλησίας και πρώτα από όλα της αλήθειας για την ενότητα της Εκκλησίας όπως αυτή πραγματώνεται στη ζωή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Ο Διάλογος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την οικουμενική κίνηση δεν σημαίνει και την αναγνώριση της ισοτιμίας ή της ισοδυναμίας των υπόλοιπων μελών της κίνησης. Η συμμετοχή στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών δεν σημαίνει την αναγνώριση του ΠΣΕ ως μιας εκκλησιαστικής πραγματικότητας περισσότερο περιεκτικής από την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι αυτή είναι η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ή μια απλή αναγνώριση ότι το ΠΣΕ και η οικουμενική κίνηση αυτοί καθαυτοί έχουν έστω και μια ελάχιστη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Η πνευματική αξία και η σημασία του ΠΣΕ οφείλεται στην προθυμία και στην επιδίωξη των μελών του ΠΣΕ να ακούνε και να ανταποκρίνονται στη μαρτυρία της καθολικής Αλήθειας.
Η οικουμενική κίνηση γεννήθηκε μέσα στους κόλπους του Προτεσταντισμού στο μεταίχμιο του 19 – 20 αι. Η εμφάνιση της οικουμενική κίνησης οφείλεται στην εξέγερση της «βούλησης προς την ενότητα» μέσα στο διαιρεμένο χριστιανικό κόσμο. Επιπλέον, οι αρχικές προθέσεις και τα κίνητρα της οικουμενικής κίνησης ήταν η ανάγκη της διεθνούς χριστιανικής συνεργασίας και της επιδίωξης της υπέρβασης της καταστροφικής για την ιεραποστολή αρχής της ομολογιακότητας. Το τέλος του 19 αιώνα χαρακτηρίζεται έντονα από την σύσταση των ομολογιακών ενώσεων, συλλόγων και συμμαχιών. Στο πρώτο τρίτο του αιώνα μας η οικουμενική κίνηση δεν παρουσίαζε κάποια ενότητα, αλλά αποτελούσε ένα σύνολο μιας σειράς προτεσταντικών κινήσεων. Σχεδόν από την αρχή της γέννησης της οικουμενικής κίνησης οι πρωτοπόροι αυτής επιδίωκαν τη σύσταση ενός οργάνου της οικουμενικής κίνησης, το οποίο εν συνεχεία έλαβε τη μορφή του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών». Εκτός αυτού δημιουργήθηκαν εθνικά και περιφερειακά όργανα οικουμενικής συνεργασίας, δηλαδή εθνικά και περιφερειακά «συμβούλια εκκλησιών». Εκτός από το ιεραποστολικό έργο, στον κύκλο των ενδιαφερόντων της οικουμενικής κίνησης εντάχθηκε, πρώτα από όλα, η συνεργασία στον τομέα των πρακτικών έργων. Η σχετικά μεταγενέστερης προέλευσης κίνηση για τη διαχριστιανική ενότητα στηρίχθηκε στην προτεσταντική διδασκαλία για την εκκλησία, για τους σκοπούς και τους στόχους της χριστιανικής επανένωσης. Μια από τις βασικές ιδέες του προτεσταντικού οικουμενισμού ήταν η σκέψη ότι, καμία από τις υφιστάμενες ομολογίες δε μπορεί να διεκδικεί πλήρως την επωνυμία της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Όλες αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά ομολογίες, οι οποίες δημιουργήθηκαν λόγω της προκαλούμενης από τις ανθρώπινες ατέλειες διαίρεσης του κάποτε ενωμένου χριστιανισμού. Στο θέμα της φύσεως της χριστιανικής ενότητας και της σημασίας των διαιρέσεων οι εκπρόσωποι των διάφορων ομολογιών είχαν διαφωνίες μεταξύ τους, αλλά στην ουσία η «οικουμενική εκκλησιολογία» συνοψιζόταν στο ότι η χριστιανική ενότητα είναι δεδομένη. Όλοι οι χριστιανοί, εφόσον πιστεύουν στον Χριστό, είναι και ενωμένοι στον Χριστό. Συνεπώς, υπό την οικουμενική αποστολή νοούταν η ανάγκη έκφρασης, έμφασης με ορατό τρόπο αυτής της οντολογικής ενότητας, η οποία θολώθηκε και αποδυναμώθηκε στην πορεία της ιστορίας, της αποκατάστασης των ταραγμένων σχέσεων μεταξύ των χριστιανών. Επομένως η προοπτική της αποκατάστασης της ενότητας στον πρακτικό τομέα νοούταν ως η σύναψη διομολογιακών συμβάσεων. Εφόσον ήταν διαδεδομένη η θέση ότι «το δόγμα διαίρει ενώ η ζωή ενοποιεί», για την επίτευξη της προσέγγισης των ομολογιών προϋποτίθετο α) η επιδίωξη της συναίνεσης των διδασκαλιών στα θέματα που χώριζαν τις ομολογίες (αυτή η συναίνεση, όπως και κάθε άλλη συναίνεση, προϋπόθετε τις αμοιβαίες υποχωρήσεις, την αναγνώριση των διαφορών ως δευτερεύον ζήτημα ιδιαιτέρως δε, διότι όλες αυτές οι διαφορές των διδασκαλιών ήταν αποτελέσματα της αδιαλλαξίας και της έπαρσης των θεολόγων και της φιλαρχίας των εκκλησιαστικών ηγετών), β) η πραγμάτωση της ενότητας με τον έμπρακτο τρόπο της διακονίας των φτωχών κλπ. χωρίς να επιτευχθεί η συναίνεση στις διδασκαλίες, γ) η επιδίωξη της επικράτησης της εκκλησιαστικής κοινωνίας ως μέσο για την πνευματική προσέγγιση μεταξύ των ομολογιών, δηλαδή οι κοινές προσευχές, οι προσκλήσεις στις ακολουθίες μιας κοινότητας εκπροσώπων της άλλης ομολογίας κλπ. Αργότερα αυτή η ιδέα απέκτησε το χαρακτήρα της λεγόμενης «μυστηριακής κοινωνίας» ή «ευχαριστιακής φιλοξενίας», όταν στη συμμετοχή στην Ευχαριστία προσκαλούντο οι εκπρόσωποι μιας ομολογίας, με την οποία η πλήρης κοινωνία ακόμα δεν είχε αποκατασταθεί. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών θεωρήθηκε από τους ιδρυτές του ως το πιο φανερό δείγμα της χριστιανικής ενότητας, ως ένα όργανο συντονισμού της διομολογιακής προσέγγισης.
Ακόμα και στην ίδια την επιλογή του όρου «οικουμενικός» για να δηλώσει την κίνηση των χριστιανών προς την ενότητα, αντικαθρεπτίζεται η ειδική, δυτική, εξωτερική προσέγγιση των αρχών της καθολικότητας και της ενότητας της Εκκλησίας. Η «Οικουμένη» των πρώτων χριστιανικών αιώνων δήλωνε την κατοικημένη γη, το σύνολο των χωρών του Ελληνορωμαϊκού Πολιτισμού, των χωρών της λεκάνης της Μεσογείου, του εδάφους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το επίθετο «οικουμενικό» προσδιόρισε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, την «οικουμενική αυτοκρατορία». Εφόσον τα σύνορα της αυτοκρατορίας στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου συνέπιπταν, λίγο ως πολύ, με την επέκταση της Εκκλησίας, η Εκκλησία χρησιμοποιούσε συχνά τον όρο «οικουμενικός». Χορηγείτο τιμητικά ως τίτλος των επισκόπων των πρωτευουσών των δυο αυτοκρατοριών: της Ρώμης και αργότερα της «Νέας Ρώμης», δηλαδή της Κωνσταντινουπόλεως. Ουσιαστικά αυτός ο όρος δήλωνε τις γενικές εκκλησιαστικές συνόδους των επισκόπων της οικουμενικής αυτοκρατορίας. Η λέξη «οικουμενικός» χρησιμοποιείτο σχετικά με όλα όσα αφορούσαν το εκκλησιαστικό έδαφος σε αντιδιαστολή με όσα είχαν αποκλειστικά τοπική, περιφερειακή σημασία (παραδείγματος χάριν, η Τοπική Σύνοδος ή ο τοπικός άγιος). Για το λόγο αυτό με την έκφραση «οικουμενική κίνηση» νοούταν η υπέρβαση του ομολογιακού «επαρχιωτισμού», η υπέρβαση της απομόνωσης από το υπόλοιπο κόσμο, το άνοιγμα προς όλες τις άλλες χριστιανικές κοινότητες. Η Ορθόδοξης Εκκλησία διακρίνει τη «χριστιανική κοινότητα», τη γενικότητα και την οικουμενικότητα, από την καθολικότητα. Η οικουμενικότητα αποτελεί τη συνέπεια, η οποία πηγάζει από την καθολικότητα της Εκκλησίας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καθολικότητα της Εκκλησίας, διότι δεν είναι τίποτε άλλο από την εξωτερική και την υλική της έκφραση. Γενικά η Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως «οικουμενική» και αυτός ο προσδιορισμός δεν αφορά τα μέρη αυτής. Κάθε Εκκλησία, ακόμα και η πιο μικρή, ακόμα και ένας πιστός, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καθολική. Η οικουμενικότητα και η καθολική εξάπλωση της Εκκλησίας αποτελούν συνέπεια της καθολικότητάς της. Η Εκκλησία είναι οικουμενική όχι μόνο ως σύνολο όλων των μελών της ή όλων των κατά τόπους Εκκλησιών, αλλά είναι οικουμενική πάντα και παντού, μέσα σε κάθε Εκκλησία και σε κάθε Ναό. Επομένως η ορθόδοξη και η ετερόδοξη προσέγγιση της «οικουμενικότητας» διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους. Για τους ορθοδόξους η οικουμενικότητα είναι η συνέπεια της εσωτερικής ενότητας με την Αλήθεια και της εσωτερικής ακεραιότητας και της αδιάκοπης πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, ενώ για τους ετεροδόξους ο οικουμενισμός ήταν η αρχική προϋπόθεση και ο τυπικός όρος της ενότητας.
Εάν η ανάγκη της μαρτυρίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον ετερόδοξο κόσμο δεν προκαλεί αμφισβητήσεις, το ζήτημα για τις συγκεκριμένες μορφές αυτής της μαρτυρίας, και ειδικά για τη σκοπιμότητα της συμμετοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οικουμενική κίνηση και τους διεθνείς χριστιανικούς οργανισμούς, ήταν και εξακολουθεί να είναι αντικείμενο συνεχούς και επισταμένης μελέτης. Αναγνωρίζοντας και υπενθυμίζοντας συνεχώς στους ετεροδόξους ότι το βασικό οικουμενικό πρόβλημα είναι η διαίρεση και όχι η ενότητα, οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες αποφάσισαν να συμμετέχουν στην οικουμενική κίνηση και στους οικουμενικούς οργανισμούς, ούτως ειπείν «έσωθεν», και να τηρούν μια εποικοδομητικά κριτική στάση. Δε μπορούμε να πούμε ότι αυτό το ζήτημα είναι εντελώς αδιαφιλονίκητο για την ορθόδοξη συνείδηση. Οι Ορθόδοξοι διαπιστώνουν ότι η οικουμενική κίνηση περιλαμβάνει τόσο την ειλικρινή επιδίωξη της ενότητας όσο και ολόκληρο το φάσμα των δογματικά εσφαλμένων αντιλήψεων, οι οποίες εμφανίστηκαν στη διάρκεια της χριστιανικής ιστορίας. Σε σχέση με αυτό τίθετο επανειλημμένως το ερώτημα: σε ποίο βαθμό η οικουμενική κίνηση και οι θεσμικές της μορφές καθώς και ο ρόλος, τον οποίο διαδραματίζουν σε αυτή οι ορθόδοξοι αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο για την ορθόδοξη μαρτυρία; Μήπως θα ήταν καλύτερα, απλούστερα και πιο λογικό να τηρηθεί μια απόσταση, να υπάρχουν δηλώσεις εκτός των πλαισίων της συμμετοχής και από την αρχή να τονισθεί το ασυμβίβαστο των θεμελιακών προϋποθέσεων καθώς και οι ουσιώδεις αποκλίσεις στη διατύπωση των στόχων και των τελικών σκοπών; Όμως συμμετέχοντας στην οικουμενική κίνηση οι Ορθόδοξοι δηλώνουν σαφώς και ρητώς ότι δεν συμμερίζονται την ετερόδοξη προσέγγιση του οικουμενισμού. Για τους Ορθοδόξους δεν είναι σημαντικό το τι είναι η οικουμενική κίνηση κατά το παρόν, αλλά το τι θα μπορούσε να είναι με μια συνετή και υπομονετική ενέργεια μέσω της «ζύμης» της Ορθόδοξης μαρτυρίας.
Σχετικά με τις αρχές της στάσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην «οικουμενική ενότητα» και στις θεσμικές της μορφές έγραφε ο Ιερομάρτυρας Ιλαρίων Τρόιτσκυ στην απάντησή του σε μια από τις κορυφαίες μορφές της οικουμενικής κίνησης και πρωτοπόρο της σύγκλησης του Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών Ρόμπερτ Γκάρντινερ. Ασκώντας στην απάντησή του δριμύτατη κριτική εναντίον της «οικουμενικής εκκλησιολογίας», της οποίας, καθώς φαίνεται, ήταν οπαδός ο Γκάρντινερ, ο άγιος Ιλαρίων αναφέρει στον επίλογο της επιστολής του το εξής: «Μη νομίζετε ότι η ριζική μου διαφωνία με την άποψή σας για την ενότητα της Εκκλησίας αποτελεί την καταδίκη της ίδιας της ιδέας της Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης του Χριστιανισμού (το πρότυπο του ΠΣΕ). Όχι, το είπα ήδη μια φορά στην ευχή μου προς την υπό σύσταση Συνδιάσκεψη. Όμως είμαι απόλυτα βέβαιος ότι θα ήταν πάρα πολύ μεγάλο βήμα στην πορεία προς την ένωση εάν η εν λόγω Συνδιάσκεψη θα καθιέρωνε πρώτα από όλα την αλήθεια της ενότητας της Εκκλησίας και δεν θα θεωρούσε όλες τις σύγχρονες χριστιανικές ομολογίες και αιρέσεις ως μια Εκκλησία του Χριστού, η οποία απώλεσε αποκλειστικά την ορατή της ενότητα».
Η στάση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών δεν ήταν απλή. Ταυτόχρονα με την επιδίωξη τη εκπληρώσεως του χρέους της μαρτυρίας της η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία διέκρινε και τους κινδύνους τους οποίους διέτρεχε από την επικράτηση στο ΠΣΕ του προτεσταντικού περιβάλλοντος. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με μια σειρά άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών απέρριψε την πρόταση της ένταξης στο ΠΣΕ το 1948. Ως το πιο επώδυνο θέμα για την ορθόδοξη συνείδηση αποδείχθηκε η έννοια της συμμετοχής στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Η ύπαρξη ως Εκκλησίες- ισότιμα μέλη με τις άλλες «εκκλησίες» προκάλεσε έντονες υποψίες στην ενδεχόμενη ερμηνεία του ΠΣΕ ως πιο οικουμενική δομή από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως θεωρεί ότι αποτελεί η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ως αποτέλεσμα της εποικοδομητικής και επίμονης κριτικής το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών υιοθέτησε τη λεγόμενη «Διακήρυξη του Τορόντο», η οποία εξασφάλιζε στους Ορθοδόξους το δικαίωμα να μαρτυρούν σαφώς και ρητώς στα πλαίσια του ΠΣΕ την εκκλησιολογία τους και την ουσία της διαίρεσης των χριστιανών, την απόρριψη της απαίτησης της «ισότητας» και την αναγνώριση διαφόρων ομολογιών ως εκκλησίες, και καθιέρωνε την εκκλησιολογική ουδετερότητα του ΠΣΕ, δηλαδή ότι το ΠΣΕ δεν θεωρείται ως μια «υπέρ-εκκλησία» και με κανένα τρόπο δεν επιδιώκει τη δημιουργία αυτής. Η Διακήρυξη του Τορόντο ήταν η απάντηση του Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών στην κριτική που ασκήθηκε στη Σύσκεψη της Μόσχας του 1948 κατά των «επιδιώξεων του ΠΣΕ». Η επόμενη εξέλιξη του Συμβουλίου προς τη θετική κατεύθυνση οδήγησε στις εποικοδομητικές προσπάθειες εκ μέρους του Παγκόσμιου Συμβουλίου να τροποποιήσει στη δράση του το μονόπλευρο προσανατολισμό του υπέρ της Δύσης και να προσπαθήσει να διατηρήσει μια πιο ισορροπημένη και αντικειμενική κατεύθυνση μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής. Θεολογικά το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στα προβλήματα της «Πίστης και Εκκλησιαστικής Τάξης», και συγκεκριμένα στην εκπόνηση των νέων βάσεων και ενός πιο σαφούς ορισμού της ενότητας της Εκκλησίας στην πίστη και στις αρχές της κανονικής διάρθρωσης. Αυτή η εσωτερική εξέλιξη στράφηκε προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των στοιχείων της καθολικότητας και της εκκλησιαστικότητας.
Τον Ιούλιο του 1961 η Τοπική Κληρικολαϊκή Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποφάσισε την ένταξη της Ρωσικής Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Η ένταξη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1961 στην 3 Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο New-Delhi. Σχετικά με τις αιτίες που οδήγησαν στην αλλαγή της θέσης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην οικουμενική κίνηση και ήταν αποτέλεσμα των θετικών τροποποιήσεων μέσα στους κόλπους αυτής της κίνησης, καθώς και για την ένταξη της Ρωσικής Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε., η οποία οφειλόταν στους λόγους της ορθόδοξης μαρτυρίας, ο μακαριστός Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Αλέξιος Α΄ το 1961 ανέφερε το εξής: «Με ευχαρίστηση διαπιστώνουμε ότι… [η οικουμενική κίνηση] άρχισε σε μεγάλο βαθμό να προσανατολίζει τη δράση της σε μια περισσότερο εκκλησιαστική, πνευματική τάξη… Έτσι εμείς σήμερα αλλάξαμε τη θέση μας απέναντι στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Άλλωστε εμείς οι ορθόδοξοι και στο παρελθόν δεν αντιμετωπίζαμε τους χριστιανούς της Δύσης με ψυχρότητα ή, ακόμα χειρότερα, με περιφρόνηση. Αντίθετα, πάντα ανταποκρινόμασταν με προθυμία στις πνευματικές τους αναζητήσεις και ανάγκες, επιθυμώντας να ενωθούμε όλοι υπό την Κεφαλή τον Χριστό στους κόλπους της Αγίας Αυτού Εκκλησίας. Τώρα όταν όσοι εξέπεσαν από την Εκκλησία αναζητούν οι ίδιοι την ενότητα μέσα της, πρέπει να τους υποδεχθούμε για να διευκολύνουμε τις αναζητήσεις τους με τη μαρτυρία της αληθείας της Ορθοδοξίας. Οι σχέσεις, οι οποίες διαμορφώθηκαν μεταξύ της Εκκλησίας μας και του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών… μας οδήγησαν στη γνωστή απόφαση της Ιεράς Συνόδου της 30ης Μαρτίου [1961] για την ένταξη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών… Μέσα στις καταστάσεις της παρούσας εποχής δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε τις υποδείξεις για την ανάγκη της υποστήριξης του συναισθήματος της κοινότητας των χριστιανών και της σύνδεσης των χριστιανών Ανατολής και Δύσης με τους δεσμούς της αγάπης και της ειρήνης. Η αποστολή μας κάτω από τις σημερινές συνθήκες είναι να φανερώσουμε στους χριστιανούς της Δύσεως το Φως της Ορθοδοξίας».
Η ένταξη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών σημαδεύθηκε από την υιοθέτηση από τα Ορθόδοξα μέλη της δήλωσης προς την 3 Συνέλευση του Π.Σ.Ε., όπου απολύτως ρητά διατυπώνεται η κριτική στάση των ορθοδόξων απέναντι στην επικρατούσα μέσα στον προτεσταντικό χώρο αντίληψη για τις μεθόδους της χριστιανικής επανένωσης και η οποία αποτέλεσε ένα νέο λαμπρό παράδειγμα της θεμελιώδους Ορθόδοξης μαρτυρίας προς τα ετερόδοξα μέλη του Π.Σ.Ε.: «… Η οικουμενική κίνηση, η οποία τώρα ενσαρκώνεται στο Π.Σ.Ε. άρχισε κατόπιν πρωτοβουλίας των προτεσταντών, όμως από την αρχή δεν προοριζόταν να είναι καθαρά προτεσταντική υπόθεση και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται έτσι. Αυτό πρέπει να το τονίσουμε ιδιαίτερα τώρα, όταν όλες σχεδόν οι Εκκλησίες της Ορθόδοξης κοινότητας έγιναν μέλη του Π.Σ.Ε. … Το οικουμενικό πρόβλημα, όπως αυτό προσεγγίζεται στην αυθεντική οικουμενική κίνηση είναι πρωτίστως πρόβλημα του προτεσταντικού κόσμου. Σε αυτά τα πλαίσια το βασικό θέμα είναι το θέμα του «κονφεσιοναλισμού». Για αυτό το λόγο το πρόβλημα της χριστιανικής ενότητας και της επανένωσης των χριστιανών συνήθως αντιμετωπίζεται στα πλαίσια της διομολογιακής συμφωνίας ή συμφιλίωσης. Αυτή η προσέγγιση στον προτεσταντικό κόσμο είναι κανονική. Όμως δεν αρμόζει στους Ορθοδόξους. Το πρόβλημα του οικουμενισμού για τους Ορθοδόξους συνίσταται στο σχίσμα. Δεν μπορούν οι Ορθόδοξοι να δεχθούν την ιδέα της «ισοτιμίας των ομολογιών» και δε μπορούν να αντιμετωπίζουν την επανένωση των χριστιανών ως μια απλή διομολογιακή διευθέτηση. Η Ενότητα διαταράχθηκε και πρέπει να αποκατασταθεί. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι μια από τις πολλές ομολογίες, για τους Ορθοδόξους η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ταυτίζει την εσωτερική της δομή και τη διδασκαλία της με το αποστολικό κήρυγμα και με την παράδοση της αρχαίας αδιαίρετης Εκκλησίας. Έχει την αδιατάραχτη και αδιάκοπη συνέχεια της μυστηριακής διακονίας, της μυστηριακής ζωής και πίστης. Για τους Ορθοδόξους η αποστολική διαδοχή της Ιεραρχίας και το Μυστήριο της Ιεροσύνης έχουν ουσιαστική και θεσμική σημασία και είναι απαραίτητα στοιχεία της ίδιας της ύπαρξης της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία σύμφωνα με την εσωτερική της πεποίθηση και γνώση κατέχει μια ιδιαίτερη και αποκλειστική θέση στο διαιρεμένο χριστιανικό κόσμο ως φορέας και μάρτυρας της παράδοσης της αδιαίρετης Εκκλησίας, από την οποία έλκουν την καταγωγή τους με την αποκοπή και την απόσχιση όλες οι υφιστάμενες ομολογίες. Από την ορθόδοξη άποψη η αυθεντική οικουμενική προσπάθεια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «οικουμενισμός στο χώρο», ο οποίος αποβλέπει στη συμφωνία ανάμεσα στις διάφορες υφιστάμενες σήμερα ομολογίες. Από την Ορθόδοξη άποψη αυτή η προσπάθεια είναι ελλιπής και ανεπαρκής. Μπορούμε να βρούμε τις κοινές βάσεις στις υφιστάμενες ομολογίες στο παρελθόν. Πρέπει να τις αναζητήσουμε στην κοινή τους ιστορία, στην κοινή αρχαία και αποστολική παράδοση, από την οποία κατάγονται. Αυτή η μορφή της οικουμενικής προσπάθειας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «οικουμενισμός στο χρόνο»…Δεν προβλέπει τη στατική αποκατάσταση των παλαιών μορφών, αλλά μάλλον τη δυναμική αποκατάσταση της διαχρονικής ουσίας, η οποία αποκλειστικά μπορεί να εξασφαλίσει την αυθεντική συμφωνία «πάντων των αιώνων»… Ο σκοπός της οικουμενικής προσπάθειας, σύμφωνα με την ορθόδοξη προσέγγιση, συνίσταται στην αποκατάσταση του χριστιανικού νου, την αποστολική Παράδοσης, του πληρώματος της χριστιανικής θεώρησης και πίστης σύμφωνα με όλους τους αιώνες».
Οι δεκαετίες, που μεσολάβησαν μετά την ένταξη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ήταν χρόνια διαρκούς διαλόγου. Η συμμετοχή στο Π.Σ.Ε. αποδείχθηκε μια δυσχερής αποστολή, η οποία απαιτούσε τις δυνάμεις των καλύτερων θεολόγων της Εκκλησίας. Η ορθόδοξη αισιοδοξία της πρώιμης περιόδου της οικουμενικής κίνησης, η οποία οφειλόταν στην ελπίδα της σύντομης και ουσιαστικής προσέγγισης με τους ετεροδόξους, αποδείχθηκε πρόωρη. Οι διαφορές αποδείχθηκαν πολύ μεγάλες, ιδιαίτερα δύσκολη αποδείχθηκε η αποστολή οικοδομής της καινούργιας γλώσσας. Όμως παρά τις δυσκολίες αυτές τα χρόνια της μελετημένης εργασίας έφεραν τους καρπούς τους. Έτσι τα αποτελέσματα της ορθόδοξης μαρτυρίας στο Π.Σ.Ε. είναι η καινούργια Βάση του Π.Σ.Ε, οι Δηλώσεις στο New-Delhi για την ενότητα και η Διακήρυξη του Τορόντο, τα Κείμενα της Λίμας του Π.Σ.Ε. σχετικά με το Βάπτισμα, την Ευχαριστία και την Ιεροσύνη. Στις αναμφίβολες επιτυχίες της ορθόδοξης μαρτυρίας στο Π.Σ.Ε. συγκαταλέγεται και η Παγκόσμια Διάσκεψη «Πίστη και Τάξη» το 1993 στο Σαντιάγκο της Ισπανίας με τις δεσμευτικές αποφάσεις για την επικέντρωση στα θέματα της εκκλησιολογίας, της ομολογίας της αποστολικής πίστης, της υποχρεωτικής χρήσης για όλους του Συμβόλου Πίστεως της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως χωρίς το Filioque, της ομοφωνίας στην προσέγγιση της Αποστολικής Παράδοσης, της αυθεντίας της Εκκλησίας, το πρωτείο στη διακονία της ενότητας και της υποχρεωτικής κριτικής του προσηλυτισμού.
Στη διάρκεια του πολυετούς διαλόγου με την οικουμενική κίνηση οι Ορθόδοξοι υπογραμμίζουν την προτεραιότητα των προσπαθειών για την αποκατάσταση της ενότητας στην πίστη, στη δομή και στις αρχές της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας απέναντι στη συνεργασία στις πράξεις. Εδώ οφείλεται και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των Ορθοδόξων για τη συμμετοχή τους στην Επιτροπή του Π.Σ.Ε. «Πίστη και Τάξη». Η Επιτροπή «Πίστη και Τάξη» είναι θεσμική και ως ένα βαθμό αποτελεί την αυτόνομη συνέχεια στα πλαίσια του Π.Σ.Ε. της ομώνυμης κίνησης, η οποία υπάρχει από το 1910. Η Επιτροπή αυτή είναι μια από τις σπουδαιότερες κατευθύνσεις στην οικουμενική κίνηση μαζί με τις κινήσεις «Ζωή και έργο» και το Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο. Η δράση της «Πίστης και Τάξης» σε αντιδιαστολή προς τις άλλες κατευθύνσεις στην οικουμενική κίνηση, εδώ οφείλεται και η ιδιαίτερη αξία και σημασία της για την ορθόδοξη μαρτυρία, απέβλεπε εξ αρχής στη διεξαγωγή του πολυμερούς διαλόγου. Ακριβώς στα πλαίσια της κατεύθυνσης «Πίστη και Τάξη» τα ορθόδοξα μέλη κατάφεραν να δώσουν στους εταίρους τους στο διάλογο να καταλάβουν την καθολική θεώρηση των υπό διαπραγμάτευση θεμάτων: της Εκκλησίας και της ενότητας αυτής, της προσέγγισης των Μυστηρίων του Βαπτίσματος, της Ευχαριστίας, και της Ιεροσύνης, της Γραφής και της Παράδοσης, του ρόλου και της σημασίας των Συμβόλων της Πίστεως, της επιρροής των λεγομένων «μη θεολογικών» παραγόντων στο πρόβλημα της χριστιανικής διαίρεσης και ενότητας. Ο θεολογικός διάλογος στα πλαίσια της «Πίστης και Τάξης» γίνεται ευρύτερος και περισσότερο αντιπροσωπευτικός χάρη στη συμμετοχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία δεν είναι μέλος του Π.Σ.Ε. Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» για την Ορθόδοξη μαρτυρία καθώς επίσης και λόγω της ιστορικής και διαρθρωτικής αυτονομίας της Επιτροπής από το Π.Σ.Ε. πρέπει να θεωρείται εφικτό η διατήρηση της συμμετοχής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε αυτή ακόμα και σε περίπτωση αλλαγής του καθεστώτος της συμμετοχής της στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
Από την αρχή της συμμετοχής στο διάλογο με την οικουμενική κίνηση οι Ορθόδοξοι θεολόγοι αντιμετώπισαν την αναπόφευκτη αμφιβολία της χρησιμοποιούμενης γλώσσας και ορολογίας που εξέφραζαν την επιθυμία εκ μέρους των ετεροδόξων μελών να φτάσουν στο δογματικό συμβιβασμό: «Όπως τονίσθηκε επανειλημμένως κατά τις πραγματοποιηθείσες συνομιλίες στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν χωράει κανένας συμβιβασμός στα θέματα πίστης και θρησκευτικής συνείδησης και είναι αδύνατο να τεκμηριωθούν με τις ίδιες λέξεις οι δύο έννοιες, οι δυο διαφορετικές προσεγγίσεις και οι εξηγήσεις των κοινώς αποδεκτών διατυπώσεων. Οι Ορθόδοξοι δεν μπορούν να ελπίζουν ότι η ενότητα, η οποία βασίζεται σε αυτές τις αμφιλεγόμενες διατυπώσεις, θα είναι μακροχρόνια… Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι η κάθε ένωση πρέπει να βασίζεται στην κοινή πίστη… Παραδείγματος χάριν δεν έχει καμία πρακτική αξία η συμφωνία για την ανάγκη των μυστηρίων στην Εκκλησία εάν διαπιστώνονται οι ριζικές αντιρρήσεις ανάμεσα στις Εκκλησίες σχετικά με τον αριθμό, την έννοια και την ουσία καθενός εξ αυτών, τις ενέργειες και τα αποτελέσματα τους … Επομένως δεν μπορούμε να δεχθούμε την ιδέα της επανένωσης, η οποία περιορίζεται μόνο στα κοινά ασήμαντα στοιχεία, διότι σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκεί, όπου δεν υπάρχει η κοινότητα της πίστης, δεν μπορεί να υπάρχει και η κοινωνία των μυστηρίων. Ακόμα δεν είμαστε σε θέση να εφαρμόσουμε εδώ και την αρχή της οικονομίας, η οποία λειτουργεί σε άλλες περιπτώσεις, και την οποία εφάρμοζε συχνά η Ορθόδοξη Εκκλησία απέναντι σε όσους απευθύνονταν σε αυτή». (Δήλωση των Ορθοδόξων μελών της Πρώτης Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης «Πίστη και Εκκλησιαστική Τάξη», Λοζάνη, 1927).
Η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ποτέ δεν ήταν εύκολη. Οι αιώνες της χριστιανικής διαίρεσης, της ζωής του Δυτικού χριστιανισμού εκτός του Ορθοδόξου πληρώματος οδήγησαν σε αξιοθρήνητα αποτελέσματα. Πρώτα από όλα χάθηκε η κοινή γλώσσα, το κοινό σύστημα της σημασίας των εννοιών, ο κοινός χώρος για διάλογο. Ακόμα και η χρήση της βιβλικής γλώσσας στον οικουμενικό διάλογο αποδέχθηκε αμφιλεγόμενη και τεχνητή. Μιλώντας τυπικά, οι θεολόγοι μπορούν να επικοινωνούν στην ίδια γλώσσα, αλλά ακόμα και όταν χρησιμοποιούν τις ίδιες έννοιες ουσιαστικά εκφράζουν τη διαφορετική πνευματική εμπειρία των παραδόσεών τους. Αυτή η βαθιά και ριζική διαφορά της πνευματικής εμπειρίας της Ορθοδοξίας καθιστά τη Μαρτυρία μια εξαιρετικά δύσκολή αποστολή. Τα χρόνια της συμμετοχής των Ορθοδόξων στην οικουμενική κίνηση απέδειξαν ξεκάθαρα ότι η Ορθόδοξη μαρτυρία μπορεί να αποβεί επιτυχής μόνο στη βάση της συνεπούς, τεκμηριωμένης κριτικής των προϋποθέσεων, του περιεχομένου, του ήθους, της πολιτιστικής και ιστορικής και κοινωνικής συνάφειας και των ίδιων των πνευματικών θεμελίων της ετερόδοξης διδασκαλίας. Για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται μια πιο σαφής κατανόηση του προτεσταντικού προβληματισμού, η μελέτη των θεολογικών και πνευματικών θεμελίων. Κατέστη επίσης σαφές ότι ολόκληρος ο προβληματισμός του διαλόγου με τους ετεροδόξους, η εσωτερική του δυναμική απαιτεί ως απάντηση όχι κάποια έτοιμα και αποστεωμένα σχήματα, αλλά μια διαρκή και δημιουργική εξέταση της δικής μας παράδοσης. Φάνηκε ξεκάθαρα ότι η συμμετοχή στην οικουμενική κίνηση προωθεί ενεργά την ανάπτυξη της ορθόδοξης θεολογικής σκέψης ως μιας απάντησης στην ερώτηση της ετεροδοξίας. Εμφανίζεται και πάλι με όλη την επικαιρότητά της η σκέψη ότι το Ευαγγέλιο, η Παράδοση της Εκκλησίας, η δογματική διδασκαλία κάθε φορά πρέπει κατά κάποιον τρόπο να ενσαρκώνονται στα καινούργια πολιτιστικά και ιστορικά πλαίσια. Οι οικουμενικοί διάλογοι ανέδειξαν μια αξιοθαύμαστη νομοτέλεια: η αρχή του διαλόγου με την ετεροδοξία πάνω σε προβλήματα της σύγχρονης εποχής φαινομενικά άσχετα με τα αγιοπατερικά, αναπόφευκτα απαιτεί από τους Ορθοδόξους να εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο στην αγιοπατερική παράδοση και σκέψη. Η ικανότητα του διαλέγεσθαι με την ετεροδοξία προσδιορίζεται από το κατά πόσο βαθιά και δημιουργικά είναι ριζωμένος ο άνθρωπος στην δική του παράδοση.
Στη διάρκεια όλων των χρόνων της συμμετοχής της στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ακολουθεί την θέση της εποικοδομητικής κριτικής απέναντι στο Π.Σ.Ε. Αυτό οφείλεται στις ιστορικά προσδιορισμένες ιδιαιτερότητες στη δομή του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Από την αρχή στο Π.Σ.Ε. επικρατούσε το προτεσταντικό στοιχείο. Συμμετέχοντας στις εργασίες του Π.Σ.Ε. οι Ορθόδοξοι καταλάβαιναν ότι πρέπει να δώσουν την μαρτυρία κάτω από δύσκολες συνθήκες, όταν η ίδια η δυνατότητα της συζήτησης του ενός ή του άλλου θέματος προσδιορίζεται από τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας, στην οποία μπορούν να βρεθούν στη μειοψηφία. Αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να επιβάλει κάτι στους Ορθοδόξους, εφόσον οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο Π.Σ.Ε. δεν έχουν κανένα δεσμευτικό χαρακτήρα για τα μέλη του. Όμως το θεματολόγιο των συζητήσεων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών προσδιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό και εξακολουθεί να προσδιορίζεται μέχρι σήμερα από την προτεσταντική πλειοψηφία. Είναι φυσικό ότι ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Ορθόδοξοι παρουσίασαν ελεύθερα και ανοιχτά τις απόψεις τους σύμφωνα με την Παράδοση της Εκκλησίας, όμως αυτή η άποψη πολλές φορές αποτελούσε μια «αντίδραση», μια «ιδιαίτερη θέση» απέναντι στην άποψη της ετερόδοξης πλειοψηφίας. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών αποδείχθηκε το μοναδικό βήμα όπου οι Ορθόδοξοι έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν την Πίστη της Εκκλησίας στους ετεροδόξους. Και αυτό το γεγονός δε μπορεί να υποτιμηθεί παρά τις δυσκολίες, τις οποίες αντιμετωπίζουν από καιρού εις καιρόν οι Ορθόδοξοι στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.
Λόγω της υφιστάμενης δομής του Π.Σ.Ε. οι Ορθόδοξοι κάποτε αναγκάζονται να συζητήσουν στα πλαίσια του Συμβουλίου θέματα, τα οποία τους επιβάλλουν για συζήτηση. Ταυτόχρονα τα θέματα, τα οποία πραγματικά προβληματίζουν τις Ορθόδοξες Εκκλησίας μένουν εκτός του οπτικού πεδίου του Π.Σ.Ε. Με αυτό τον τρόπο τίθενται σοβαρότατα εμπόδια για την ορθόδοξη μαρτυρία στο Συμβούλιο. Οι Ορθόδοξοι λόγω της απλής διαρθρωτικής μειοψηφίας τους δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν τη διαμόρφωση του θεματολογίου του Π.Σ.Ε. Στα πλαίσια της σημερινής διάρθρωσης του Π.Σ.Ε. οι Ορθόδοξοι αναγκάζονται να φέρουν την πλήρη ευθύνη για την ημερήσια διάταξη και για τις αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται στο Π.Σ.Ε. και οι οποίες ενίοτε αποδεικνύονται απαράδεκτες για την ορθόδοξη διδασκαλία και την παράδοση. Ως αποτέλεσμα η συμμετοχή με αυτό το επίπεδο των υποχρεώσεων προκαλεί την δριμύτατη κριτική εκ μέρους των κληρικών και λαϊκών των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Με την πάροδο του χρόνου στην ημερήσια διάταξη του Π.Σ.Ε. εντάσσονται θέματα, τα οποία αποδεικνύονται εντελώς απαράδεκτα για την Ορθόδοξη Παράδοση. Είναι πλέον απόλυτα δικαιολογημένο να μιλάμε πλέον για την επιδεινούμενη κρίση του Π.Σ.Ε., η οποία οφείλεται πρωτίστως στην κρίση ενός σεβαστού αριθμού των προτεσταντικών ομολογιών – μελών του Π.Σ.Ε. και στην κρίση της οικουμενικής κίνησης γενικά. Οι στόχοι, τους οποίους διακηρύσσει το Π.Σ.Ε. έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πράξη: όλο και περισσότερο φανερή γίνεται η ρήξη μεταξύ της προτεσταντικής πλειοψηφίας, η οποία προσεγγίστηκε στο έδαφος του φιλελευθερισμού και της Ορθόδοξης μειοψηφίας. Ως αποτέλεσμα κατέστη εφικτή μια τέτοια εξέλιξη μέσα στους κόλπους των προτεσταντικών εκκλησιών, την οποία οι Ορθόδοξοι αδυνατούν να δεχθούν για λόγους εκκλησιολογικούς, δογματικούς, αλλά και ηθικούς.
Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1997 εξέτασε το θέμα της συμμετοχής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και τα συναφή προβλήματα εξαιτίας της αύξησης των αρνητικών τάσεων μέσα στο Συμβούλιο. Για την αντιμετώπιση του θέματος συμμετοχής ή μη συμμετοχής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε. η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας αποφάσισε τη διεξαγωγή μιας πανορθόδοξης συζήτησης επί του θέματος. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της Συνόδου: «Βάση των πορισμάτων της πανορθόδοξης απόφασης η Σύνοδος της Ιεραρχίας πρέπει αποφανθεί πάνω στη συμμετοχή ή μη συμμετοχή των εκπροσώπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στους διμερείς και πολυμερείς διομολογιακούς θεολογικούς διαλόγους όπως επίσης και στην εργασία του Π.Σ.Ε. και άλλων διεθνών χριστιανικών οργανισμών. Κατά το παρόν πρέπει να συνεχιστεί η συμμετοχή των εκπροσώπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην εργασία των διεθνών χριστιανικών οργανισμών, υπογραμμίζοντας την ιδιαίτερη σημασία της ορθόδοξης μαρτυρίας στο χωρισμένο από τις αμαρτίας χριστιανικό κόσμο τη στιγμή που βιώνομε».
Η συγκληθείσα με πρωτοβουλία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Διορθόδοξη Σύσκεψη στη Θεσσαλονίκη (29.04–1.05.1998) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρούσα δομή του Π.Σ.Ε. είναι απαράδεκτη για τους Ορθοδόξους και η συνέχιση της συμμετοχής τους στο Συμβούλιο καθίσταται εφικτή μόνο με την προϋπόθεση της «ριζικής μεταρρύθμισης» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Λόγω της δήλωσης αυτής στην 7 Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. αποφασίστηκε η σύσταση Ειδικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών για τη συνεργασία με τους Ορθοδόξους. Μέσα στην εντολή αυτής της Επιτροπής εντάσσεται η εξέταση ολόκληρου του φάσματος των θεμάτων και προβλημάτων της Ορθόδοξης συμμετοχής στο Π.Σ.Ε. και η εισήγηση των ενδεχομένων λύσεων σχετικά με την αναδιοργάνωση του Συμβουλίου. Σύμφωνα με την απόφαση της Διορθόδοξης Συνάντησης στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια των εργασιών αυτής της επιτροπής η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει στο Π.Σ.Ε. με «περιορισμένες αρμοδιότητες». Επομένως η παρούσα περίοδος στις σχέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, όταν συζητείται το καινούργιο μοντέλο του Π.Σ.Ε. και οι τρόποι της αναδιοργάνωσης αυτού, είναι μεταβατική. Κατά την παρούσα φάση η μετάβαση στο καινούργιο μοντέλο του Π.Σ.Ε. η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία παρουσίας στο Π.Σ.Ε. για την κατά το δυνατόν πιο διευρυμένη διάδοση ανάμεσα στις εκκλησίες-μέλη της θέσης της πάνω στα κατακριτέα από μέρους των Ορθοδόξων θέματα.
Οι Ορθόδοξοι αντιμετωπίζουν με απόλυτη ευθύνη τη συμμετοχή τους στο Π.Σ.Ε. και ακριβώς για το λόγο αυτό προειδοποιούν: η σύγχρονη εξέλιξη του Π.Σ.Ε. πορεύεται προς μια επικίνδυνη και εσφαλμένη κατεύθυνση. Διαπιστώνουν την κρίση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και καλούν στην επανεξέταση όλου του ήθους και των αρχών του Π.Σ.Ε. Για το λόγο αυτό η ριζική αναδιοργάνωση του Π.Σ.Ε. δεν πρέπει να υπονοεί την αλλαγή της «μορφής» χωρίς την αλλαγή του περιεχομένου, ούτε τη «μεταρρύθμιση», αλλά την αλλαγή της ουσίας του Π.Σ.Ε. Κάθε βήμα στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της προτεσταντικής εκκλησιολογίας στο Π.Σ.Ε. θα αποτελεί την πνευματική αυτοκτονία του Π.Σ.Ε. Απαιτώντας τη «μεταρρύθμιση» του Π.Σ.Ε. οι Ορθόδοξοι επιμένουν στο ότι μέσα στο Π.Σ.Ε. πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα για την πλήρη ορθόδοξη μαρτυρία της αλήθειας της Εκκλησίας και των αρχών της ενότητας. Εάν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα για τη μαρτυρία αυτή, εάν η δράση του Π.Σ.Ε. όλο και περισσότερα απομακρύνεται από τους αρχικούς σκοπούς της οικουμενικής κίνησης, δηλαδή της επιδίωξης της αποκατάστασης της χριστιανικής ενότητας, τότε το Π.Σ.Ε. χάνει την πνευματική του αξία. Το Π.Σ.Ε. είναι ένα δυναμικό φαινόμενο στα πλαίσια του οποίου καθίσταται εφικτή η «ενίσχυση» και η «αποδυνάμωση» των στοιχείων της καθολικότητας. Τώρα στο Π.Σ.Ε. είναι ολοφάνερη η επιδίωξη επάρκειας της «μερικής κοινωνίας», σταθεροποίησης της υφισταμένης διαιρέσεως ως ομαλού και αδύνατου μέτρου της κοινωνίας, παγίωσης του υπάρχοντος καθεστώτος «κοινότητας» μέσα στα δόγματα της «μη πλήρους (αυξανόμενης) κοινωνίας», της «συμφιλιωμένης πολυμορφίας». Η σημερινή οικουμενική κίνηση περνάει μια κρίση. Ο λόγος συνίσταται στην αποδυνάμωση της επιδίωξης της ενότητας, της αποδυνάμωσης της ετοιμότητας και της θέλησης στην «επαναφορά», στην καθολική ανακαίνιση. Αυτό πρωτίστως ωθεί τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στην επανεξέταση της θέσης της απέναντι στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Οι αρνητικές τάσεις στο Π.Σ.Ε. οδηγούν στο ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έρχεται αντιμέτωπη με την ανάγκη να είναι έτοιμη να αλλάξει το καθεστώς της στις σχέσεις με το Π.Σ.Ε. Άλλωστε αυτή η απόφαση πρέπει να ληφθεί μόνο αφού εξαντλήσουμε κάθε μέσο για την αλλαγή του χαρακτήρα του Π.Σ.Ε.