II.1. Ο Ισραηλιτικός λαός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν το πρότυπο του λαού του Θεού, δηλαδή της Εκκλησίας του Χριστού της Καινής Διαθήκης. Ο λυτρωτικός αγώνας του Σωτήρα έθεσε τα θεμέλια της ύπαρξης της Εκκλησίας ως καινής ανθρωπότητας, δηλαδή των πνευματικών απογόνων του προπάτορα Αδάμ. Διά του αίματός Του ο Χριστός «ἠγόρασε τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους» (Αποκ. 5. 9). Η Εκκλησία σύμφωνα με την ίδια της τη φύση έχει ένα οικουμενικό και επομένως υπερεθνικό χαρακτήρα. Στην Εκκλησία «οὐ γάρ ἐστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος» (Ρωμ. 10. 12). Όπως ο Θεός δεν είναι Θεός μόνο των Ιουδαίων αλλά και όσων κατάγονται από τα έθνη (Ρωμ. 3. 29), έτσι και η Εκκλησία δεν χωρίζει τους ανθρώπους με βάση ούτε τη φυλετική καταγωγή, αλλά ούτε και την ταξική: μέσα της «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Кολ. 3. 11).
Στο σύγχρονο κόσμο η έννοια του «έθνους» χρησιμοποιείται με δυο σημασίες: ως μια εθνική κοινότητα και ως σύνολο πολιτών ενός συγκεκριμένου κράτους. Οι σχέσεις Εκκλησίας και Έθνους πρέπει να εξετάζονται μέσα στη πρώτη και στη δεύτερη σημασία αυτής της λέξης.
Στην Παλαιά Διαθήκη για τον προσδιορισμό της έννοιας «λαός» χρησιμοποιούνται οι λέξεις ‘am και goy. Στην Εβραϊκή Βίβλο και οι δύο όροι απέκτησαν ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο: με τον πρώτο προσδιοριζόταν ο λαός του Ισραήλ ο περιούσιος, ενώ με τον δεύτερο στον πληθυντικό (goyim) τα ειδωλολατρικά έθνη. Στην Ελληνική Βίβλο (Septuaginta LXX) ο πρώτος όρος αποδιδόταν με τη λέξη «λαός» ή δήμος (έθνος ως πολιτική διαμόρφωση), ενώ ο δεύτερος με τη λέξη έθνος (πληθ. έθνη, δηλ. ειδωλολάτρες).
Η αντιδιαστολή του περιούσιου λαού του Ισραήλ με τους άλλους λαούς περνά μέσα από όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορούν στην ιστορία του Ισραήλ. Ο λαός του Ισραήλ ήταν περιούσιος όχι επειδή υπερτερούσε αριθμητικά των άλλων λαών ή σε κάτι άλλο, αλλά επειδή ο Θεός τον εξέλεξε και τον αγάπησε (Δευτερ. 7. 6-8). Η έννοια του περιούσιου λαού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν μια έννοια θρησκευτική. Το αίσθημα της εθνικής συνοχής, το οποίο χαρακτήριζε τους γιους του Ισραήλ, ήταν ριζωμένο μέσα στη αντίληψη του ότι ανήκουν στον Θεό δια της διαθήκης την οποία σύναψε ο Κύριος με τους πατέρες τους. Ο λαός του Ισραήλ έγινε λαός του Θεού, η κλήση του οποίου ήταν να διατηρεί την πίστη στον Ένα Αληθινό Θεό και να μαρτυρεί την πίστη αυτή ενώπιον των άλλων λαών, ώστε δια του λαού αυτού να φανεί στον κόσμο ο Σωτήρας όλων των λαών ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.
Η ενότητα του λαού του Θεού εξασφαλιζόταν, εκτός από την κοινή για όλους τους εκπροσώπους του θρησκεία, και από την κοινή φυλετική και γλωσσική καταγωγή, από το ρίζωμα σε μια συγκεκριμένη γή – πατρίδα.
Η κοινή φυλετική καταγωγή των Ισραηλιτών βασιζόταν στην καταγωγή εκ του ενός πατέρα του Αβραάμ. «Πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ» (Мθ. 3. 9; Λκ. 3. 8), έλεγαν οι αρχαίοι Ιουδαίοι, τονίζοντας το ότι ανήκουν στους απογόνους εκείνου, τον οποίο ο Θεός επέλεξε για να γίνει «πατέρας πολλών εθνών» (Γέν. 17. 5). Μεγάλη σημασία αποδιδόταν στη διατήρηση της καθαρότητας του αίματος: οι γάμοι με τους αλλόφυλους δεν ήταν αποδεκτοί, διότι μέσα σε αυτούς τους γάμους το «σπέρμα τὸ ἅγιον» αναμιγνυόταν με τους λαούς τους αλλόφυλους (Έσδρα, 9. 2).
Ο λαός του Ισραήλ έλαβε ως κλήρο τη γη της επαγγελίας. Εξερχόμενος από την Αίγυπτο ο λαός αυτός πορευόταν προς τη Χαναάν, τη γη των προγόνων του, και με την εντολή του Θεού την κατέκτησε. Από τη στιγμή αυτή η γη Χαναάν έγινε γη Ισραήλ και η πρωτεύουσα της Ιερουσαλήμ απέκτησε τη σημασία του κύριου πνευματικού και πολιτικού κέντρου του περιούσιου λαού. Ο λαός του Ισραήλ μιλούσε μια γλώσσα, η οποία ήταν όχι μόνο για τις καθημερινές ανάγκες, αλλά ήταν και γλώσσα της προσευχής. Επιπλέον, τα Αρχαία Εβραϊκά ήταν η γλώσσα της Αποκάλυψης, διότι αυτή τη γλώσσα μίλησε με το λαό του Ισραήλ ο Ίδιος ο Θεός. Την εποχή πριν την έλευση του Χριστού, όταν οι κάτοικοι της Ιουδαίας μιλούσαν Αραμαϊκά ενώ ως κρατική γλώσσα καθιερώθηκαν τα Ελληνικά, τα Εβραϊκά συνέχιζαν να θεωρούνται μια ιερή γλώσσα, στην οποία τελούντο οι ακολουθίες στο Ναό.
Η Εκκλησία, ούσα από τη φύση της οικουμενική, αποτελεί ταυτόχρονα και ένα οργανισμό, ένα σώμα (Α Коρ. 12. 12). Είναι κοινότητα των τέκνων του Θεού, «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν…οἵ ποτε οὐ λαὸς, νῦν δὲ λαὸς Θεοῦ» (Πετ. Α΄, 2. 9-10). Η ενότητα αυτού του καινούργιου λαού εξασφαλίζεται όχι δια των κοινών εθνικών, πολιτιστικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών, αλλά δια της πίστεως στο Χριστό και στο βάπτισμα. Ο περιούσιος λαός του Θεού «οὐκ ἔχει ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητεί» (Εβρ. 13. 14). Η πνευματική πατρίδα όλων των χριστιανών δεν είναι επίγεια άλλα «ἡ ἄνω» Ιερουσαλήμ (Γαλ. 4. 26). Το Ευαγγέλιο του Χριστού κηρύσσεται όχι σε μια γλώσσα προσιτή σε ένα μόνο λαό, αλλά σε όλες τις γλώσσες (Πραξ. 2. 3-11). Το Ευαγγέλιο κηρύσσεται όχι για να διατηρεί μόνο ένας λαός την αληθινή πίστη του, αλλά ώστε «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Фιλ. 2. 10-11).
II.2. Όμως, ο οικουμενικός χαρακτήρας της Εκκλησίας δεν σημαίνει, ότι οι χριστιανοί δεν δικαιούνταν μια εθνική ταυτότητα, μια εθνική έκφραση. Αντιθέτως, η Εκκλησία συνδυάζει μέσα της την οικουμενική αρχή με την εθνική. Έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως οικουμενική, απαρτίζεται από πλήθος Αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί, συνειδητοποιώντας τον εαυτό τους ως πολίτες της επουράνιας πατρίδας τους, δεν πρέπει να λησμονούν και την επίγεια. Ο Ίδιος ο Θείος Ιδρυτής της Εκκλησίας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, δεν είχε επίγειο καταφύγιο (Мθ. 8. 20), υποδεικνύοντας ότι η διδασκαλία Του δεν έχει ούτε τοπικό, αλλά ούτε και εθνικό χαρακτήρα: «ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί» (Ιω. 4. 21). Ταυτόχρονα ταύτισε τον Εαυτό Του με τον λαό, στον οποίο ανήκε κατά την ανθρώπινη του γέννηση. Μιλώντας με τη Σαμαρείτιδα τόνισε την Ιουδαϊκή του καταγωγή: «ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν» (Ιω. 4. 22). Ο Ιησούς ήταν ένας νομοταγής πολίτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πλήρωνε τους φόρους στον Καίσαρα (Мθ. 22. 16-21). Ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος στις επιστολές του δίδασκε τον υπερεθνικό χαρακτήρα της Εκκλησίας του Χριστού, δεν λησμονούσε ότι κατά το γένος του ήταν «Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων» (Φιλ. 3. 5), ενώ κατά την υπηκοότητα ήταν Ρωμαίος πολίτης (Πραξ. 22, 25-29).
Οι πολιτισμικές διαφορές των διάφορων λαών βρίσκουν την έκφραση τους στη λειτουργική δημιουργία ή σε άλλη εκκλησιαστική λειτουργία και κυρίως στις ιδιαιτερότητες του χριστιανικού πολιτεύματος. Όλα αυτά δημιουργούν ένα υπερεθνικό χριστιανικό πολιτισμό.
Μεταξύ των αγίων που τιμώνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, πολλοί ξεχώρισαν για την αγάπη και την προσήλωση τους στην επίγεια πατρίδα τους. Οι ρωσικές αγιογραφικές πηγές εγκωμιάζουν τον άγιο ευλαβή πρίγκιπα Μιχαήλ του Τβερ, ο οποίος «ἔθεσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῆς πατρίδος αὐτοῦ», παρομοιάζοντας τον αγώνα του με το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου, «τὸν ἀγαθὸ φιλόπατρι… εἰπόντα ὑπὲρ τῆς πατρίδος αὐτοῦ τῆς Θεσσαλονίκης πόλεως: Κύριε, ἐὰν ἀπολέσῃς τὴν πόλην ταύτην συναπολεσθῶ καὶ ἐγὼ, ἐὰν σώσῃς τότε καὶ ἐγὼ σωθήσομαι». Σε όλες τις εποχές η Εκκλησία καλούσε τα τέκνα της να αγαπούν την επίγεια πατρίδα τους και να μη λυπούνται τη ζωή τους για την προστασία αυτής σε περίπτωση κινδύνου.
Η Ρωσική Εκκλησία είχε πολλές φορές ευλογήσει τη συμμετοχή του λαού σε απελευθερωτικούς αγώνες. Έτσι, το 1380 ο άγιος Σέργιος, ο ηγούμενος και θαυματουργός του Ράντονεζ, ευλόγησε το Ρωσικό στρατό με επικεφαλής τον Άγιο, ευλαβή πρίγκιπα Δημήτριο Ντονσκόι στη μάχη με τους Τατάρους κατακτητές. Το 1612 ο Άγιος Ερμογένης, ο Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών ευλόγησε το λαϊκό στράτευμα στον πόλεμο εναντίον των Πολωνών εισβολέων. Το 1813, στη διάρκεια του πολέμου εναντίον των Γάλλων κατακτητών, ο Άγιος Φιλάρετος Μόσχας έλεγε στο ποίμνιο του: «Αποφεύγοντας το θάνατο υπέρ της πίστεως και υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας θα πεθάνεις είτε ως εγκληματίας είτε ως δούλος, αν πεθάνεις για την πίστη και την Πατρίδα τότε θα λάβεις τη ζωή και το στέφανο στους Ουρανούς».
Ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης έγραφε για την αγάπη προς την επίγεια πατρίδα: «Να αγαπήσεις την επίγεια πατρίδα… σε ανέθρεψε, σε διέκρινε, σε τίμησε, σου προσέφερε τα πάντα. Όμως πάνω από όλα να αγαπήσεις την ουράνια σου πατρίδα… εκείνη η πατρίδα είναι ανυπολόγιστα πολυτιμότερο από αυτή, διότι είναι άγια και δίκαιη, άφθαρτη. Αυτή την πατρίδα την καταξιώθηκες χάρη στο ανεκτίμητο αίμα του Υιού του Θεού. Όμως για να γίνεις μέλος εκείνης της πατρίδας να σέβεσαι και να αγαπάς τους νόμους αυτής με τον ίδιο τρόπο, καθώς έχεις υποχρέωση να σέβεσαι και σέβεσαι τους νόμους της επίγειας πατρίδας.».
II.3. Ο χριστιανικός πατριωτισμός φανερώνεται ταυτόχρονα στη σχέση προς το έθνος τόσο ως μιας εθνικής κοινότητας, όσο και ως μιας κοινότητας πολιτών του κράτους. Ο Ορθόδοξος χριστιανός καλείται να αγαπά την πατρίδα του, η οποία έχει εδαφική διάσταση, και τους ομοαίματους αδελφούς του που κατοικούν σε όλο τον κόσμο. Αυτή η αγάπη αποτελεί ένα τρόπο εκπλήρωσης της εντολής του Θεού για την αγάπη του πλησίον, το οποίο εμπεριέχει και την αγάπη προς την οικογένεια, τους ομογενείς και τους συμπολίτες.
Ο Πατριωτισμός ενός ορθοδόξου χριστιανού πρέπει να είναι ενεργός. Εκδηλώνεται στην προστασία της πατρίδας εναντίον του εχθρού, στα έργα του για το καλό της πατρίδας, στη φροντίδα για τη βελτίωση της ζωής του λαού, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και τη συμμετοχή στην κρατική διοίκηση. Ο χριστιανός καλείται να διατηρεί και να αναπτύσσει τον εθνικό πολιτισμό, την λαϊκή αυτοσυνείδηση.
Όταν το έθνος, στην πολιτική ή στην εθνική του διάσταση, είναι εξ ολοκλήρου ή κατ’ εξοχήν μια μονό-ομολογιακή ορθόδοξη κοινωνία, τότε υπό μια ορισμένη έννοια μπορεί να εκληφθεί ως μια ενιαία κοινότητα πίστεως – ο ορθόδοξος λαός.
П.4. Ταυτόχρονα τα εθνικά συναισθήματα μπορούν να αποτελέσουν την αιτία αμαρτωλών φαινομένων, όπως ο επιθετικός εθνικισμός, η ξενοφοβία, ο εθνικός αποκλεισμός, η διεθνική έχθρα. Στην ακραία τους έκφραση αυτά τα φαινόμενα οδηγούν συχνά στον περιορισμό των δικαιωμάτων του ατόμου και των λαών, σε πολέμους και σε εκδηλώσεις βίας.
Το Ορθόδοξο ήθος είναι αντίθετο με τη διαίρεση των λαών σε καλούς και κακούς, με την ταπείνωση οποιασδήποτε κοινότητας είτε εθνικής, είτε πολιτικής. Ακόμα δε περισσότερο αντίθετες με την Ορθοδοξία είναι οι διδασκαλίες, οι οποίες θέτουν το έθνος στη θέση του Θεού ή μειώνουν την πίστη στο επίπεδο απλά μιας πτυχής της εθνικής αυτοσυνειδησίας.
Αντιτασσόμενη σε αυτά τα αμαρτωλά φαινόμενα η Ορθόδοξη Εκκλησία επιτελεί την αποστολή της συμφιλίωσης των αντιμαχόμενων εθνών και των εκπροσώπων τους. Υπό την έννοια αυτή στις διεθνικές συγκρούσεις η Εκκλησία δεν τάσσεται στο πλευρό κάποιου, εκτός από τις περιπτώσεις απροκάλυπτης επιθετικότητας ή αδικίας εκ μέρους μιας πλευράς.