Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δηλώνει έκπληκτη από την ανεκτικότητα των αρχών της Βρετανίας για άλλα θρησκευτικά και μη σύμβολα ενώ απαγόρευσαν τη δημόσια χρήση των χριστιανικών σταυρών.

«Αυτή η απόφαση των αρχών της Μεγάλης Βρετανίας δε μπορεί παρά να προκαλέσει την ανησυχία, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη στη σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία άλλων τάσεων, που αποβλέπουν στην αποδέσμευση των ανθρώπινων ενστίκτων. Διατί ταυτόχρονα στη Μεγάλη Βρετανία θεωρείται κανονική η δημόσια δήλωση για τη συμμετοχή σου στην ομοφυλοφιλική κουλτούρα, ενώ να φοράει κανείς σταυρό δεν είναι; Άλλωστε υπάρχουν ποικίλα σύμβολα που συνδέονται με την ομοφυλοφιλική κουλτούρα, και όμως κάντε προσπάθεια να απολύσετε έναν άνθρωπο ο οποίος ανοιχτά δηλώνει το σεξουαλικό του προσανατολισμό. Είναι κατανοητό ότι θα προκαλέσει σκάνδαλο και πολύ πιθανόν ότι θα καταφέρει την επαναπρόσληψή του. Ποιο όμως κίνδυνο παρουσιάζουν τα αρχαία σύμβολα του χριστιανισμού, ποιος προσβάλλουν;» αναρωτήθηκε στις 13 Μαρτίου ο κ. Β. Λεγκοΐντα, Πρόεδρος του Συνοδικού Τμήματος Πληροφοριών.  Ένα παράδειγμα διπλών μέτρων και σταθμών αποτελεί η στάση των βρετανικών αρχών απέναντι στους οπαδούς του Σιχισμού. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Ρωσικής Εκκλησίας οι σιχ, που υπηρετούν στην αστυνομία του Λονδίνου, επιτρέπεται επίσημα κυκλοφορούν με κάλυμμα Dastar, το οποίο είναι ένα από τα σύμβολα του Σιχισμού.

Επίσης θεωρεί την απόφαση των βρετανικών αρχών ως «ένα άκρως ανησυχιτικό μήνυμα». Εάν αυτό το μήνυμα σημαίνει το αδύνατο της δηλώσει κανείς δημόσια ότι ανήκει στο χριστιανισμό, «αυτό δεν αποκλείει στο μέλλον οι αρχές να ζητήσουν: «Εδώ να υπάρχει η επιγραφή «Η εκκλησία τάδε», ενώ τους σταυρούς να τους αφαιρέσετε και όχι μόνο από τους τρούλλους, αλλά γεινκά κάθε παράσταση του σταυρού». Αυτή η στάση δε μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως εκδήλωση της χριστιανοφοβίας, κρούσματα της οποίες έχουν  γίνει πλέον πιο συχνές στο σύγχρονο κόσμο.

Επιπλέον αυτό το γεγονός σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Πατριαρχείου Μόσχας «αποδεικνύει παραστατικά την απόρριψη από την Ευρώπη της γηγενής ταυτότητάς της».

«Εάν μιλάμε για την ελευθερία της συνείδησης διατί τότε έχουμε να κάνουμε με αυτούς τους πριορισμούς; Εάν δε σε μια πολιτισμένη κοινωνία είναι αδύνατη η ανοιχτή χωρίς επιβολή δήλωση της θρησκευτικότητας του ανθρώπου, τότε εγείρεται το θέμα του χαρακτήρα αυτής της κοινωνίας. Μήπως τότε όλες οι κουβέντες για την ανεξικότητα και εκκλήσεις να είμαστε ανεκτικοί παραμένουν σχήμα λόγου, εάν αποδεικνυόμαστε ανίκανοι να μένουμε σε σχέση καλής γειτονιάς χωρίς να χάνουμε την ταυτότητά μας;» επεσήμανε ο κ. Λεγκοΐντα.

Κατά τη γνώμη του ου ουσία του προβλήματος έγκειται στην «επιβολή της ιδέας ότι η θρησκεία είναι αποκλειστικά ατομική επιλογή του καθενός».

«Κατ΄εμέ πρόκειται για μια λανθασμένη προσέγγιση, διότι ποτέ στην ιστορία της η θρησκεία δεν ήταν μόνον η ατομική επιλογή του προσώπου. Και όμως, ασφαλώς, ως μια υποθεση με πολύ προσωπικό χαρακτήρα, αυτή πάντοτε είχε και κοινωνικές προεκτάσεςι. Αντίθετα, κάνουμε τον άνθρωπο να περιορίσει την πίστη του στο χώρο του Ναού ή στο οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς να του επιτρέπουμε να είναι αφετηρία η πίστη του για τις πράξεις του στο δημόσιο χώρο. Αυτό είναι παράλογο», πιστεύει ο εκπρόσωπος της Ρωσικής Εκκλησίας.