Την 13 Οκτωβρίου 2010 στο Πατριαρχικό γραφείο στη Μόσχα έγινε η συνάντηση του Αγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κυρίλλου με τον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Κρίστιαν Βουλφ. Τον κ. Πρόεδρο συνόδεψε η σύζυγός του Μπεττίνα Βουλφ.

Εκ μέρους της Γερμανίας συμμετείχαν επίσης ο υπουργός και βουλευτής της Μπουντεστάγκ Βέρνερ Χόγιερ, ο Έκτακτος και Πληρεξούσιος Πρέσβυς της Γερμανίας στη Ρωσική Ομοσπονδία Ούλριχ Μπράντενμπουργκ με την σύζυγό του. Εκ μέρους της Ρωσικής Όρθόδοξης Εκκλησίας συμμετείχαν ο Αντιπρόεδρος του Τμήματος εξωτερικών εκκλησιαστικών σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας ηγούμενος Φίλιππος (Ριαμπύχ) και ο Γραμματέας επί των υποθέσεων εξωτερικού του ΤΕΕΣ ιερέας Σέργιος Ζβοναριώφ. Στη συνάντηση παρέστησαν επίσης ο Έκτακτος και Πληρεξούσιος Πρέσβυς της Ρωσίας στη Γερμανία Β.Μ. Γκρίνιν με τη σύζυγό του.

Ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας χαιρέτισε τον Πρόεδρο της Γερμανίας και τον συνεχάρη για την εκλογή του στο υψηλό του αξίωμα.

Τονίζοντας τη σημασία της επίσκεψης του Κ. Βουλφ για την ανάπτυξη των ρώσο-γερμανικών σχέσεων ο Αγιώτατος υπενθύμησε τη συμαντοκότητα όχι μόνον διπλωματικών σχέσεων, αλλά και των διεθνών δεσμών. «Είμαι βαθιά πεπεισμένος, ότι τα θεμέλια των παραδοσιακών αξιών της Ρωσίας και Γερμανίας είναι θεμέλια χριστιανικής παράδοσης και χριστιανικού πολιτισμού» τόνισε ο Αγιώτατος Πατριάρχης Κύριλλος. «Ξέρω, ότι στη σημερινή Ευρώπη υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις των χριστιανικών της ριζών. Αλλά είμαι σίγουρος πως δεν θα υπήρχε μια τέτοια αμοιβαία κατανοησία μεταξύ των λαών της Ρωσίας και της Γερμανίας, αν δεν είχαμε ως βάση εκείνον τον πολιτισμό μας. Αυτή η κοινότητα θεμελίωσε από τους αιώνας ένα γερό σύστημα των αμοιβαίων μας σχέσεων».

Ο Αγιώτατος εξέφρασε τη γνώμη, ότι στις σημερινές συνθήκες ένας από τους σημαντικούς παράγοντες της ανάπτυξης σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών είναι οι θεσμοί της κοινωνίας πολιτών, ενώ η σημαντικοί τους συμμέτοχοι είναι οι χριστιανικές κοινώτητες της Ρωσίας και Γερμανίας.

«Εκτιμώ πολύ το να έχουμε τώρα μια πλατφόρμα, όπου αυτές οι δίπλευρες σχέσεις πολιτών αναπτύσσονται καλά με τη συμμετοχή των υποκειμένων της κοινωνίας πολιτών – εννοώ τον λεγόμενο Διάλογο της Πετρούπολης» τόνισε ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. «Από το 2007 σ’αυτόν τον διάλογο συμμετέχουν  οι αντιπρόσωποι των χριστιανικών ομολογιών της Ευρώπης, και την εργασία της ευρωπαϊκής ομάδας εγώ προσώπικά βλέπω πολύ θετικά.  Τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια της ομάδας αυτής ορίζονται πολύ σημαντικά ζητήματα για την τύχη των λαών μας και των λαών της Ευρώπης· πρόκειται για τη δικαιοσύνη (και ιδιαίτερα την κοινωνική δικαιοσύνη), για τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη, για το μέλλον της οικογένειας, για τα προβλήματα μεταναστών, για την επιρροή του πνευματικού παράγοντος στην εκπαιδεία της νεολαίας – σ΄εκείνα τα συμφραζόμενα συζητάμε τον ρόλο των Εκκλησιών. Πιστεύω, ότι είναι μια καλή πλατφόρμα για τις επόμενες συζητήσεις, οι οποίες θα μας βοηθήσουν να επεξεργαστούμε από κοινού με τους χριστιανούς της Γερμανίας την κοινή μας άποψη για σημαντικά προβλήματα».

Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κύριλλος προέβαλε το ζήτημα της εκδίωξης της θρησκείας από το κοινωνικό διάστημα της σημερινής Ευρώπης. Υπενθύμησε, ότι η Ρωσική Εκκλησία επί πολλών δεκαετιών έζησε μέσα στο κράτος, όπου ο αθεϊσμός ήταν η επίσημη ιδεολογία, όπου κατέστρεφαν τις εκκλησίες και πριονίζονταν τους σταυρούς, όπου η θρησκεία ζούσε μόνον στα στενά πλαίσια της πρσωπικής και οικογενιακής ζωής. Οι ηγέτες της πολιτικής αυτής διεκήρυσσαν τα ιδονικά ανθρωπισμού και υπόσχονταν να κτίσουν μια δίκαια και οικονομικά ακμάζουσα κοινωνία, όπου κάθε άνθρωπος θα ήταν ευτυχής. Αλλά από την άποψή τους η θρησκεία ήταν απρόσδεκτη, τους ενοχλούσαν η σταυροί των εκκλησιών, διότι οι σταυροί αυτοί ήταν μια πρόσκληση κατά της κυριαρχούσης ιδεολογίας, κατά των αθεϊστικών σχήματων στην κοινωνική συνείδηση – τόνισε ο Αγιώτατος χαρακτηστικά.

«Έχω ανησυχία, ότι σε μερικές χώρες (μεταξύ των οποίων και τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης) γίνεται κάτι παρόμοιο» συνέχισε τη σκέψη του ο Αγιώτατος. «Δεν λέει κανείς, ότι πρέπει να αποδιώξουμε την χριστιανική παρουσία από την κοινωνική ζωή για το καλλύτερο μέλλον. Χρησιμοποιείται όμως ένα άλλο φιλοσοφικό σύστημα: πρέπει να πάρουμε τους σταυρούς από τα σχολεία λόγω των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Κατά την άποψη του αγιωτάτου Πατριάρχη Κυρίλλου, ο σύγχρονος πολιτισμός «κάνει το ίδιο λάθος με τη Σοβιετική Ένωση». Διότι δεν έχει σημασία, για ποιόν λόγο η θρησκεία εκδιώκεται από την κοινωνική ζωή – στο αποτέλεσμα πάντα έχουμε «την αποσύνδεση της θρησκευτικής συνείδησης».

Ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τόνισε με ευγνωμοσύνη, ότι η κρατική εξουσία της Γερμανίας κατά πολλά σημεία προστατεύουν την παραδοσιακή παρουσία των χριστιανικών αξιών στη ζωή της κοινωνίας. «Φιλοσοφικά συστήματα έρχονται και πηγαίνουν καθημερινά, ενώ η χριστιανική πίστη υπάρχει εδώ και δύο χιλιάδες έτη, και ακριβώς αυτή η πίστη θεμελίωσε τις βάσεις του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Γι’αυτόν τον λόγο θεωρούμε αναγκαίο να το λέμε ανοιχτά, και έχουμε αυτό το δικαίωμα! Διότι πολλά χρόνια ζούσαμε στην χώρα, η οποία εξεδίωξε τον Θεό από τους κοινωνικούς θεσμούς –και τις συνέπειες, τις γνωρίζουμε καλά. Η σύγχρονη φαινομενική αναγέννηση της θρησκευτικής αισθήσης  στη Ρωσία και άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένοσης σε σημαντικό βαθμό είναι μια αντίδραση στο παρελθόν μας» σημείωσε ο Αγιώτατος Πατριάρχης.

Κατά τη συζήτηση σημειώθηκε το γεγονός, ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία από τα 1950 συνεχίζει τον διάλογο με την Ευαγγελική (ύστερον και με την Καθολική) Εκκλησία της Γερμανίας, και αυτές οι σχέσεις έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο να συμφιλιώνονται οι δύο λαοί μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. «Χρειαζόταν μια μεγάλη γενναιότητα και μια πίστη δυνατή να έλθει κανείς στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη Σοβιετική Ένωση εκ προσώπου των χριστιανικών Εκκλησιών της Γερμανίας και να προσπαθήσει να συναντηθεί με τον λαό μας πρόσωπο με πρόσωπο. Η μνήμη μας διατηρεί την επίσκεψη της αντιπροσωπείας των Γερμανών χριστιανών με επικεφαλής Μαρτιν Νιμιόλλερ, η οποία πραγματοποιήθηκε την αρχή των 1950. Αυτή η επίσκεψη ήταν μια έναρξη της πιο βαθιάς συμφιλίωσής μας – με βάση τις ειλικρινές ανθρώπινες σχέσεις».

Ο Αγιώτατος εξέφρασε την πεποίθηση του, ότι σήμερον οι χριστιανοί της Ρωσίας, της Ουκρανίας και των άλλων χωρών της πρώην ΕΣΣΔ πρέπει να συνεχίζουν τον διάλογο με τους χριστιανούς της Γερμανίας. «Θα είμαι ευτυχισμένος αν στο κέντρο του διαλόγου μας είναι η κοινή μας φροντίδα για τη διατήρηση των χριστιανικών αξιών στον πολιτισμό του συγχρόνου ανθρώπου» τόνισε ο Αγιώτατος χαρακτηριστικά.

Η Αγιότητά του συγκεντρώθηκε στη ζωή των ενοριών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο έδαφος της Γερμανίας. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατοικούν από 3,5 ως 5 εκατομμύρια αλλοδαποί από τη Ρωσία, Ουκρανία, Μολδαβία και άλλα κράτη. Στην χώρα υπάρχουν γύρω από 200 ενορίες, δύο μοναστήρια, πολλές κυριακατικές σχολές. Σε πολλούς ναούς δημιουργούνται οι ομάδες της κοινωνικής υποστήριξης. «Βοηθούμε στους ενορίτες μας να προσαρμόζονται  στις πραγματικότητες της Γερμανίας, τους γνωρίζουμε με τους κρατικούς νόμους, τους προσθέτουμε μια νομική βοήθεια. Και αισθανόμαστε την ηθική υποστήριξη των έργων μας εκ μέρους του Γερμανικού κράτους» διηγήθηκε ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κύριλλος στον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακή Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η Αγιότητά του πληροφόρησε τον Πρόεδρο, ότι κοντά στο Βερολίνο, στη κωμόπολη Γκέσενδορφ δημιουργείται το ορθόδοξο Μοναστήρι, ο σκοπός του οποίου θα είναι να γίνει πνευματικό κέντρο του διαλόγου ρωσικού και γερμανικού λαών. Η πρωτοβουλία εκείνη βρίσκει κατανόηση στις τοπικές εξουσίες και στους απλούς κατοίκους. Η αρχή της λειτουργίας του κέντρου αναμένεται σε 2-3 χρόνια.

Ο Πρόεδρος της ΟΔΓ Κρίστιαν Βουλφ ευχαρίστησε τον Αγιώτατο Πατριάρχη για τις καλές ευχές με αφορμή την ανάληψη της υπηρεσίας του. Σημείωσε, ότι πάντοτε είχε μια μεγάλη συναίσθηση στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. «Αισθάνομαι έναν μεγάλο σεβασμό προς το πως επέτυχε η Εκκλησία σας να διατηρήσει την πίστη στα δύσκολα χρόνια κυριαρχίας του αθεϊσμού» τόνισε Κ. Βούλφ.

Ο Πρόεδρος της Γερμανίας αναγνώρισε τη σημαντικότητα της παρουσίας των θρησκευτικών αξιών στον κόσμο και τόνισε τη μεγάλη σημασία του διαθρησκευτικού διαλόγου.

Στο τέλος της συζήτησης πραγματοποιήθηκε η ανταλλαγή ενθυμίων.