Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας

Ιστορικό


Το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας (στο διάστημα 1946 έως 2000 – Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας) είναι ο σημαντικότερος συνοδικός θεσμός της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας.

Το ΤΕΕΣ συγκροτήθηκε με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας στις 4 Απριλίου 1946, τη στιγμή κατά την οποία η ανάπτυξη της εξωτερικής δραστηριότητας της Ρωσικής Εκκλησίας απαιτούσε την συγκρότηση ενός ειδικού εκκλησιαστικού οργάνου, το οποίο θα εξασφάλιζε τη σταθερή διοργάνωση αυτής της σπουδαίας πλευράς της ζωής της Εκκλησίας.

Στο διάστημα 1946 – 1960 το ΤΕΕΣ διηύθυνε ο Μητροπολίτης Κρουτίτσης και Κολόμνας Νικόλαος (Γιαρουσέβιτς). Αυτή η περίοδος στη δράση του Τμήματος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα των εξωτερικών σχέσεων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στη σημερινή τους διάσταση, συνέβαλε στην εμβάθυνση των παραδοσιακών μορφών των διεκκλησιαστικών σχέσεων, έθεσε την αρχή για πολλές νέες κατευθύνσεις στο συγκεκριμένο τομέα της εκκλησιαστικής δράσεως. Πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο ότι η ειρηνευτική δράση της Εκκλησίας, οι πρώτες της επαφές με τους κοινωνικούς οργανισμούς κατέληξαν στη σταδιακή έξοδο αυτής από την απομόνωση, άρχισε να γεφυρώνεται το χάσμα με το Κράτος, τον κόσμο της πολιτικής, της επιστήμης και του πολιτισμού.

Από το 1960 έως το 1972 Πρόεδρος του ΤΕΕΣ διατέλεσε Μητροπολίτης Λένινγκραντ και Νοβγκόροντ Νικόδημος (Ρότωφ), ο οποίος συνδύαζε τον πλούτο των ιδεών, που ήταν τόσο απαραίτητες για την Εκκλησία, με την αποφασιστικότητα και την εμμονή στην εφαρμογή τους. Ο Μητροπολίτης Νικόδημος αναγκάστηκε να υπερβεί τεράστια εμπόδια που έθεταν οι πολιτικές αρχές, το οποίο και πραγματοποιούσε στη βάση των συνηθισμένων για αυτών αρχών. Η εξωτερική και ιδιαίτερα η διεθνή δράση της Εκκλησίας εκείνα τα χρόνια των διωγμών είχε μεγάλη σημασία για τον περιορισμό των διωγμών, για να γίνει αδύνατο ή δύσκολο το κλείσιμο και η καταστροφή των μοναστηριών και των ναών. Επιτυγχάνοντας το διορισμό νέων επισκόπων στις μητροπόλεις του εξωτερικού, δημιούργησε ευκαιρίες για την περαιτέρω μετάθεση τους στο κανονικό έδαφος της Εκκλησίας με αποτέλεσμα η ιεραρχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας να ανανεωθεί και να διευρυνθεί αρκετά.

Από το 1972 έως το 1981 τη θέση του Προέδρου του ΤΕΕΣ κατείχε ο Μητροπολίτης Κρουτίτσης και Κολόμνας Ιουβενάλιος (Πογιαρκώφ), ο οποίος διηύθυνε τη δραστηριότητα του Τμήματος με αφοσίωση στο διακόνημα που του ανατέθηκε και με βαθύτατη γνώση των υφιστάμενων προβλημάτων.

Από το 1981 έως το 1989 την προεδρία του Τμήματος ανέλαβε ο Μητροπολίτης Μινσκ και Λευκορωσίας Φιλάρετος (Βαχρομέγιεφ), ο οποίος είχε την τιμή να διευθύνει το ΤΕΕΣ την μακρά περίοδο της προπαρασκευής των εορτασμών της χιλιετηρίδας από τη Βάπτιση της Ρωσίας και στη διάρκεια αυτών των εορτασμών. Το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων συνέβαλε με τον αποτελεσματικότερο τρόπο στην κοινή εκκλησιαστική διαδικασία των προετοιμασιών του εορτασμού της μεγάλης επετείου τον Ιούνιο 1988. Οι εορτασμοί της χιλιετηρίδας από τη Βάπτιση της Ρωσίας αφύπνισαν την ιστορική μνήμη πολλών εθνών που κατοικούσαν στη Σοβιετική Ένωση, μετατράπηκαν σε ένα γεγονός κρατικής διαστάσεως και ανέδειξαν ένα ισχυρότατο κίνητρο, το οποίο προώθησε την αποκατάσταση της θέσης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο κοινωνικό βίο, στη σταδιακή αναγέννηση των μακραίωνων παραδόσεων της διακονίας και μαρτυρίας της του λαού του Θεού.

Στο διάστημα 1989 – 2009 του Τμήματος προήδρευσε ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος (από το 1991 Μητροπολίτης) Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ, ο νυν Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κύριλλος. Την περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκαν ποιοτικές αλλαγές στη διάρθρωση και στη δράση του ΤΕΕΣ. Ο διάλογος με το κράτος τέθηκε σε ένα εντελώς καινούργιο επίπεδο με αποτέλεσμα τη βελτίωση των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, διευρύνθηκαν και σταθεροποιήθηκαν οι επαφές και η συνεργασία με πολιτικούς, κοινωνικούς, επιστημονικούς, πολιτιστικούς και άλλους παρόμοιους οργανισμούς.

Το Τμήμα ανέλαβε τη διοργάνωση της διαδικασίας εκπόνησης ενός κειμένου, στο οποίο παρουσιάζονταν οι απόψεις της Εκκλησίας επί διάφορων κοινωνικών φαινομένων και προβλημάτων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οι αρχές του κοινωνικού δόγματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας» και το οποίο ενεκρίθη από την επετειακή Σύνοδο της Ιεραρχίας το 2000.

Το 1997 πραγματοποιήθηκαν στο Τμήμα ορισμένες αλλαγές σχετικά με την εσωτερική του διάρθρωση με αποτέλεσμα να συγκροτηθούν Γραμματείες επί των Διορθοδόξων Σχέσεων, των σχέσεων Εκκλησίας-Κοινωνίας και επί των Διαχριστιανικών Σχέσεων. Εκτός αυτού οργανώθηκε ο τομέας των εξωτερικών ιδρυμάτων, του ορθόδοξου προσκυνήματος και αργότερα η Υπηρεσία επικοινωνιών και ο Τομέας Δημοσιευμάτων. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη ουσιώδη αύξηση της αποτελεσματικότητας στη δραστηριότητα του Τμήματος συνολικά.

Στις 17 Μαΐου του 2007 με την υπογραφή της Πράξεως Κανονικής Κοινωνίας αποκατεστάθη η πλήρης ενότητα του Πατριαρχείου Μόσχας με την Ρωσική Υπερόρια Εκκλησία, αποτέλεσμα μακρών διαβουλεύσεων και συνομιλιών με την ενεργή συμμετοχή του ΤΕΕΣ.

Με γνώμονα τη ποιμαντική φροντίδα όσον αφορά στους ορθοδόξους ομογενείς, οι οποίοι λόγω του μεταναστευτικού κύματος βρέθηκαν στο εξωτερικό, το ΤΕΕΣ αύξησε σημαντικά τον αριθμό των ενοριών και ιδρυμάτων του Πατριαρχείου Μόσχας στο εξωτερικό. Το 2008 ο συνολικός αριθμός αυτών ήταν 316 ενορίες και 16 Ιερές Μονές σε 51 χώρες του κόσμου. Επιπλέον, εκτός του κανονικού εδάφους του Πατριαρχείου Μόσχας λειτουργούν 19 Ιερές Μόνες και περίπου 300 ενορίες της Ρωσικής Υπερόριας Εκκλησίας.

Μετά την κοίμηση του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσιών Αλεξίου Β΄, στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 ο μητροπολίτης Κύριλλος εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο Τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου, και στις 27 Ιανουαρίου του 2009 από την Τοπική Κληρικολαϊκή Σύνοδο εξελέγη Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών. Η Ενθρόνιση του Αγιωτάτου Πατριάρχου Κυρίλλου πραγματοποιήθηκε την 1 Φεβρουαρίου 2009 στον Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος της Μόσχας.

Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου από τις 31 Μαρτίου του 2009 Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων διορίσθηκε ο Επίσκοπος Βιέννης και Αυστρίας Ιλαρίωνας (σήμερα μητροπολίτης Βολοκολάμσκ, βοηθός της επαρχίας Μόσχας).

Ταυτόχρονα ένα μέρος των λειτουργιών του ΤΕΕΣ μεταβιβάστηκε στο νεοσύστατο Τμήμα για τις σχέσεις Εκκλησίας και κοινωνίας, στο οποίο ανατέθηκε η αποστολή της διεκπεραίωσης των σχέσεων με τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας, τα πολιτικά κόμματα, τους επαγγελματικούς και καλλιτεχνικούς συλλόγους και τους άλλους κοινωνικούς θεσμούς στο κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας. Οι αντιπροσωπείες, τα Μετόχια, οι Ιερές Μονές και οι σταυροπηγιακές ενορίες που εντάσσονταν παλαιότερα στη αρμοδιότητα του ΤΕΕΣ, τώρα υπήχθησαν άμεσα στο Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών. Με σκοπό τη βοήθεια του Πατριάρχη στη διεύθυνση των ιδρυμάτων του εξωτερικού, συγκροτήθηκε η αντίστοιχη Γραμματεία. Το παράρτημα του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας, που στο παρελθόν λειτουργούσε στα πλαίσια του Τμήματος, ανασυγκροτήθηκε ως Γενικό Εκκλησιαστικό Τμήμα Μεταπτυχιακών και Διδακτορικών Σπουδών.

Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας

Ιστορικό


Το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας (στο διάστημα 1946 έως 2000 – Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας) είναι ο σημαντικότερος συνοδικός θεσμός της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας.

Το ΤΕΕΣ συγκροτήθηκε με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας στις 4 Απριλίου 1946, τη στιγμή κατά την οποία η ανάπτυξη της εξωτερικής δραστηριότητας της Ρωσικής Εκκλησίας απαιτούσε την συγκρότηση ενός ειδικού εκκλησιαστικού οργάνου, το οποίο θα εξασφάλιζε τη σταθερή διοργάνωση αυτής της σπουδαίας πλευράς της ζωής της Εκκλησίας.

Στο διάστημα 1946 – 1960 το ΤΕΕΣ διηύθυνε ο Μητροπολίτης Κρουτίτσης και Κολόμνας Νικόλαος (Γιαρουσέβιτς). Αυτή η περίοδος στη δράση του Τμήματος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα των εξωτερικών σχέσεων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στη σημερινή τους διάσταση, συνέβαλε στην εμβάθυνση των παραδοσιακών μορφών των διεκκλησιαστικών σχέσεων, έθεσε την αρχή για πολλές νέες κατευθύνσεις στο συγκεκριμένο τομέα της εκκλησιαστικής δράσεως. Πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο ότι η ειρηνευτική δράση της Εκκλησίας, οι πρώτες της επαφές με τους κοινωνικούς οργανισμούς κατέληξαν στη σταδιακή έξοδο αυτής από την απομόνωση, άρχισε να γεφυρώνεται το χάσμα με το Κράτος, τον κόσμο της πολιτικής, της επιστήμης και του πολιτισμού.

Από το 1960 έως το 1972 Πρόεδρος του ΤΕΕΣ διατέλεσε Μητροπολίτης Λένινγκραντ και Νοβγκόροντ Νικόδημος (Ρότωφ), ο οποίος συνδύαζε τον πλούτο των ιδεών, που ήταν τόσο απαραίτητες για την Εκκλησία, με την αποφασιστικότητα και την εμμονή στην εφαρμογή τους. Ο Μητροπολίτης Νικόδημος αναγκάστηκε να υπερβεί τεράστια εμπόδια που έθεταν οι πολιτικές αρχές, το οποίο και πραγματοποιούσε στη βάση των συνηθισμένων για αυτών αρχών. Η εξωτερική και ιδιαίτερα η διεθνή δράση της Εκκλησίας εκείνα τα χρόνια των διωγμών είχε μεγάλη σημασία για τον περιορισμό των διωγμών, για να γίνει αδύνατο ή δύσκολο το κλείσιμο και η καταστροφή των μοναστηριών και των ναών. Επιτυγχάνοντας το διορισμό νέων επισκόπων στις μητροπόλεις του εξωτερικού, δημιούργησε ευκαιρίες για την περαιτέρω μετάθεση τους στο κανονικό έδαφος της Εκκλησίας με αποτέλεσμα η ιεραρχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας να ανανεωθεί και να διευρυνθεί αρκετά.

Από το 1972 έως το 1981 τη θέση του Προέδρου του ΤΕΕΣ κατείχε ο Μητροπολίτης Κρουτίτσης και Κολόμνας Ιουβενάλιος (Πογιαρκώφ), ο οποίος διηύθυνε τη δραστηριότητα του Τμήματος με αφοσίωση στο διακόνημα που του ανατέθηκε και με βαθύτατη γνώση των υφιστάμενων προβλημάτων.

Από το 1981 έως το 1989 την προεδρία του Τμήματος ανέλαβε ο Μητροπολίτης Μινσκ και Λευκορωσίας Φιλάρετος (Βαχρομέγιεφ), ο οποίος είχε την τιμή να διευθύνει το ΤΕΕΣ την μακρά περίοδο της προπαρασκευής των εορτασμών της χιλιετηρίδας από τη Βάπτιση της Ρωσίας και στη διάρκεια αυτών των εορτασμών. Το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων συνέβαλε με τον αποτελεσματικότερο τρόπο στην κοινή εκκλησιαστική διαδικασία των προετοιμασιών του εορτασμού της μεγάλης επετείου τον Ιούνιο 1988. Οι εορτασμοί της χιλιετηρίδας από τη Βάπτιση της Ρωσίας αφύπνισαν την ιστορική μνήμη πολλών εθνών που κατοικούσαν στη Σοβιετική Ένωση, μετατράπηκαν σε ένα γεγονός κρατικής διαστάσεως και ανέδειξαν ένα ισχυρότατο κίνητρο, το οποίο προώθησε την αποκατάσταση της θέσης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο κοινωνικό βίο, στη σταδιακή αναγέννηση των μακραίωνων παραδόσεων της διακονίας και μαρτυρίας της του λαού του Θεού.

Στο διάστημα 1989 – 2009 του Τμήματος προήδρευσε ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος (από το 1991 Μητροπολίτης) Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ, ο νυν Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κύριλλος. Την περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκαν ποιοτικές αλλαγές στη διάρθρωση και στη δράση του ΤΕΕΣ. Ο διάλογος με το κράτος τέθηκε σε ένα εντελώς καινούργιο επίπεδο με αποτέλεσμα τη βελτίωση των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, διευρύνθηκαν και σταθεροποιήθηκαν οι επαφές και η συνεργασία με πολιτικούς, κοινωνικούς, επιστημονικούς, πολιτιστικούς και άλλους παρόμοιους οργανισμούς.

Το Τμήμα ανέλαβε τη διοργάνωση της διαδικασίας εκπόνησης ενός κειμένου, στο οποίο παρουσιάζονταν οι απόψεις της Εκκλησίας επί διάφορων κοινωνικών φαινομένων και προβλημάτων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οι αρχές του κοινωνικού δόγματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας» και το οποίο ενεκρίθη από την επετειακή Σύνοδο της Ιεραρχίας το 2000.

Το 1997 πραγματοποιήθηκαν στο Τμήμα ορισμένες αλλαγές σχετικά με την εσωτερική του διάρθρωση με αποτέλεσμα να συγκροτηθούν Γραμματείες επί των Διορθοδόξων Σχέσεων, των σχέσεων Εκκλησίας-Κοινωνίας και επί των Διαχριστιανικών Σχέσεων. Εκτός αυτού οργανώθηκε ο τομέας των εξωτερικών ιδρυμάτων, του ορθόδοξου προσκυνήματος και αργότερα η Υπηρεσία επικοινωνιών και ο Τομέας Δημοσιευμάτων. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη ουσιώδη αύξηση της αποτελεσματικότητας στη δραστηριότητα του Τμήματος συνολικά.

Στις 17 Μαΐου του 2007 με την υπογραφή της Πράξεως Κανονικής Κοινωνίας αποκατεστάθη η πλήρης ενότητα του Πατριαρχείου Μόσχας με την Ρωσική Υπερόρια Εκκλησία, αποτέλεσμα μακρών διαβουλεύσεων και συνομιλιών με την ενεργή συμμετοχή του ΤΕΕΣ.

Με γνώμονα τη ποιμαντική φροντίδα όσον αφορά στους ορθοδόξους ομογενείς, οι οποίοι λόγω του μεταναστευτικού κύματος βρέθηκαν στο εξωτερικό, το ΤΕΕΣ αύξησε σημαντικά τον αριθμό των ενοριών και ιδρυμάτων του Πατριαρχείου Μόσχας στο εξωτερικό. Το 2008 ο συνολικός αριθμός αυτών ήταν 316 ενορίες και 16 Ιερές Μονές σε 51 χώρες του κόσμου. Επιπλέον, εκτός του κανονικού εδάφους του Πατριαρχείου Μόσχας λειτουργούν 19 Ιερές Μόνες και περίπου 300 ενορίες της Ρωσικής Υπερόριας Εκκλησίας.

Μετά την κοίμηση του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσιών Αλεξίου Β΄, στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 ο μητροπολίτης Κύριλλος εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο Τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου, και στις 27 Ιανουαρίου του 2009 από την Τοπική Κληρικολαϊκή Σύνοδο εξελέγη Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών. Η Ενθρόνιση του Αγιωτάτου Πατριάρχου Κυρίλλου πραγματοποιήθηκε την 1 Φεβρουαρίου 2009 στον Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος της Μόσχας.

Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου από τις 31 Μαρτίου του 2009 Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων διορίσθηκε ο Επίσκοπος Βιέννης και Αυστρίας Ιλαρίωνας (σήμερα μητροπολίτης Βολοκολάμσκ, βοηθός της επαρχίας Μόσχας).

Ταυτόχρονα ένα μέρος των λειτουργιών του ΤΕΕΣ μεταβιβάστηκε στο νεοσύστατο Τμήμα για τις σχέσεις Εκκλησίας και κοινωνίας, στο οποίο ανατέθηκε η αποστολή της διεκπεραίωσης των σχέσεων με τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας, τα πολιτικά κόμματα, τους επαγγελματικούς και καλλιτεχνικούς συλλόγους και τους άλλους κοινωνικούς θεσμούς στο κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας. Οι αντιπροσωπείες, τα Μετόχια, οι Ιερές Μονές και οι σταυροπηγιακές ενορίες που εντάσσονταν παλαιότερα στη αρμοδιότητα του ΤΕΕΣ, τώρα υπήχθησαν άμεσα στο Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών. Με σκοπό τη βοήθεια του Πατριάρχη στη διεύθυνση των ιδρυμάτων του εξωτερικού, συγκροτήθηκε η αντίστοιχη Γραμματεία. Το παράρτημα του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας, που στο παρελθόν λειτουργούσε στα πλαίσια του Τμήματος, ανασυγκροτήθηκε ως Γενικό Εκκλησιαστικό Τμήμα Μεταπτυχιακών και Διδακτορικών Σπουδών.