Ο Μητροπολίτης Νικόλαος (Γιαρουσέβιτς), Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων στο διάστημα 1946-1960

Ο Μητροπολίτης Νικόλαος (κατά κόσμο Μπορίς Δωροθέεβιτς Γιαρουσέβιτς)
Ο Μητροπολίτης Νικόλαος (κατά κόσμο Μπορίς Δωροθέεβιτς Γιαρουσέβιτς) γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1891 (κατά το νέο ημερολόγιο στις 13 Ιανουαρίου του 1892) στην πόλη Κόβνο, στην οικογένεια του Προϊσταμένου του Ιερού Ναού Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκυ πρωθιερέα Δωρόθεο Γιαρουσέβιτς.

Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών ως αριστούχος ενεγράφη στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αγίας Πετρουπόλεως και μετά από ένα χρόνο εισήλθε στην Θεολογική Ακαδημία Αγίας Πετρουπόλεως, από την οποία αποφοίτησε το 1914 με τον τίτλο του Διδάκτορα Θεολογίας.

Στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου έτους εκάρη μοναχός, στις 24 χειροτονήθηκε διάκονος και στις 25 Οκτωβρίου πρεσβύτερος. Αμέσως μετά τη χειροτονία του μετέβη στο μέτωπο ως στρατιωτικός ιερέας.

Από το 1915 διδάσκει Λειτουργική, Ομιλητική, Τελετουργική, Εκκλησιαστική Αρχαιολογία και τα Γερμανικά στη Θεολογική Ακαδημία Αγίας Πετρουπόλεως.

Το 1917 αναγορεύθηκε Μάγιστρος Θεολογίας για τη διατριβή του με θέμα «Το Εκκλησιαστικό δικαστήριο στη Ρωσία προ της εκδόσεως το έτος 1649 της Συνοδικής Διατάξεως του Αλεξίου Μιχάϊλοβιτς» (αυτό το πόνημα του ήταν ή διδακτορική του διατριβή).

Το 1918 διορίζεται Προϊστάμενος του Ιερού Ναού του Πέτεργκοφ.

Την άνοιξη του 1919 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη και ακολούθως διορίσθηκε ηγούμενος της Λαύρας της Αγίας Τριάδας Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκυ.

Στις 25 Μαρτίου του 1922 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Πέτεργκοφ, βοηθός της επαρχίας Λένινγκραντ.

Από τις 17 Σεπτεμβρίου έως το Φεβρουάριο του 1928 ανέλαβε προσωρινά τη διαποίμανση της επαρχίας Λένινγκραντ.

Το 1935 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο και διορίσθηκε Αρχιεπίσκοπος Πέτεργκοφ με τα δικαιώματα του επαρχιούχου αρχιερέα.

Από 1936 έως 1940 με εντολή του Μητροπολίτη Αλεξίου ως Αρχιεπίσκοπος Πέτεργκοφ  διαποίμανε την επαρχία Νοβγκόροντ και Πσκοφ.

Το 1940 διορίσθηκε Αρχιεπίσκοπος Βολύν και Λουτσκ, Έξαρχος Ουκρανίας και Λευκορωσίας

Στις 9 Μαρτίου του 1941 ανυψώθηκε σε Μητροπολίτη.

Από τις 15 Ιουλίου του 1941 διατέλεσε Μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας, Έξαρχος Ουκρανίας.

Από το Φεβρουάριο του 1942 έως το Σεπτέμβριο του 1943 διατέλεσε Αναπληρωτής Τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου (Τοποτηρητής ήταν ο Μητροπολίτης Σέργιος Στραγκορόντσκυ) βοηθώντας  στη διαποίμανση της επαρχίας Μόσχας και Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου Μόσχας στο διάστημα της μετακινήσεως του Μητροπολίτου Σεργίου στο Ουλιάνοφσκ. Μετά την επιστροφή του τελευταίου στη Μόσχα παρέμεινε στη θέση του διοικητή της επαρχίας Μόσχας, ασχολούμενος ταυτόχρονα και με τα εκκλησιαστικά της Ουκρανίας. Για την πατριωτική του δράση στην πρωτεύουσα παρασημοφορήθηκε με το μετάλλιο για την «Άμυνα της Μόσχας».

Στις 2 Νοεμβρίου του 1942 με διάταγμα του Προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης διορίσθηκε Μέλος της Έκτακτης Κρατικής Επιτροπής για την διαπίστωση και την έρευνα των κακουργημάτων των γερμανών κατακτητών και των συνεργατών τους.

Από το 1943 ήταν Μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του «Περιοδικού του Πατριαρχείου Μόσχας». Στο διάστημα 1946 – 1960 διετέλεσε διευθυντής του Εκδοτικού Οίκου στα πλαίσια της Ιεράς Συνόδου, χρημάτισε Αρχισυντάκτης  του «Περιοδικού του Πατριαρχείου Μόσχας».

Από τις 8 Σεπτεμβρίου του 1943  ήταν μόνιμο Μέλος της Ιεράς Συνόδου.

Στις 28 Ιανουαρίου του 1944 διορίσθηκε Μητροπολίτης Κρουτίτσης, διοικών της επαρχίας Μόσχας.

Τον Απρίλιο του 1946 διορίσθηκε Πρόεδρος του νεοσύστατου Συνοδικού Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων.

Στις 25 Μαρτίου του 1947 ως αναγνώριση της  25ης αρχιερατικής διακονίας του έλαβε τίτλο του Μητροπολίτη Κρουτίτσης και Κολόμνας.

Στις 11 Απριλίου του 1949 αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ Θεολογίας για το σύνολο των θεολογικών του έργων.

Στις 4 Φεβρουαρίου του 1950 αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ Θεολογίας από την Ευαγγελική Σχολή Jan Gus της Πράγας.

Το 1952 εξελέγη Διδάκτωρ Θεολογίας από την Θεολογική Ακαδημία Σόφιας Βουλγαρίας.

Στις 12 Μαΐου του 1952 παρασημοφορήθηκε με εγκόλπιο με πέτρες για τη συμβολή του στην οργάνωση και διεξαγωγή της Συνδιάσκεψης όλων των Εκκλησιών και των θρησκευτικών οργανώσεων της ΕΣΣΔ.

Στις 19 Ιουνίου του 1952 εξελέγη Επίτιμο Μέλος της Θεολογικής Ακαδημίας Λένινγκραντ.

Στις 31 Οκτωβρίου του 1953 αναγορεύθηκε Διδάκτωρ θεολογικών επιστημών της Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας της Ουγγαρίας.

Το 1954 εξελέγη Διδάκτωρ Θεολογίας της Ρουμανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Στις 6 Αυγούστου του 1955 παρασημοφορήθηκε με το παράσημο του «Εργατικού Κόκκινου Λάβαρου».

Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλέξιος Α΄ του ανέθεσε πολλές υπεύθυνες εκκλησιαστικές αποστολές.  Επιπλέον, ως εκπρόσωπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, διατέλεσε Μέλος της Σοβιετικής Επιτροπής για την προστασία της ειρήνης, Μέλος του Παλαιστινιακού Συνδέσμου στα πλαίσια της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ και Μέλος της Σλαβικής Επιτροπής της ΕΣΣΔ. Διακρίθηκε για το σπουδαίο συγγραφικό θεολογικό του έργο αλλά και ως σπουδαίος ιεροκήρυκας.

Στις 21 Ιουνίου του 1960 παραιτήθηκε από τη θέση του Προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων.

Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1960 κατόπιν αιτήσεως του παραιτήθηκε από τη θέση του Μητροπολίτη Κρουτίτσης και Κολόμνας.

Ο Μητροπολίτης Νικόλαος Γιαρουσέβιτς εκοιμήθη εν Κυρίω στις 13 Δεκεμβρίου του 1961. Ετάφη στη Λαύρα της Αγίας Τριάδας του Αγίου Σεργίου.